Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Κομματάκια
ΤΑΙΝΙΑ βρισκόταν στὸ πιὸ κρίσιμο σημεῖο της. Πάνω στὸ λευκὸ πανὶ οἱ εἰκόνες διαδέχονταν ἀσταμάτητα ἡ μιὰ τὴν ἄλλη. Τὰ πλάνα νὰ πέφτουν ἀπανωτά, μ’ ἕνα γρήγορο ρυθμό, λαχανιασμένο. Ἔβλεπα τὸ πόδι του μπλεγμένο στὶς ράγιες, τὸ τρένο νὰ ἔρχεται πατημένο, ξεφυσώντας καπνούς, τὸ πρόσωπό του ἱδρωμένο, πάλι τὸ πόδι του κι ὕστερα ἕνα γενικὸ πλάνο ἀπὸ πολὺ ψηλά. Μέσα στὴ γενικὴ ἡσυχία, μαζὶ μὲ τὴ φασαρία ποὺ ἔκανε τὸ τρένο πλησιάζοντας, ἄκουγα ἕνα ἄδειο μπουκάλι ποὺ κατηφόριζε μέσα στὴν αἴθουσα. Ὁ κόσμος κρατοῦσε τὴν ἀνάσα του. Ἕσφιξα τὸ μπράτσο τοῦ καθίσματος μὲ δύναμη. Ἡ ἀγωνία του μεταγγιζόταν μέσα μου. Πῆρα τότε τὴν ἀπόφαση καὶ μπῆκα μὲς στὸ σῶμα του. Τοῦ ‘δωσα τὴ φωνή μου κι ἄρχισα νὰ σκέφτομαι ἐγὼ γι’ αὐτόν. Βρέθηκα ἔτσι ξαφνικὰ πάνω στὴν ὀθόνη, μὲ τὸ ἕνα μου πόδι μπλεγμένο στὶς ράγιες. Κάτω στὴν πλατεία καὶ ψηλὰ στὸν ἐξώστη, εἶδα τοὺς θεατὲς νὰ χάσκουν. Μὲς στὸ πηχτὸ σκοτάδι, ξεχώρισα σκόρπιες σπιθίτσες – τὶς κάφτρες αὐτῶν ποὺ κάπνιζαν κρυφά, κρατώντας τὰ τσιγάρα χαμηλὰ μέσα στὴ χούφτα τους. Ἔνιωσα μόνος. Τὸ τρένο ἐρχόταν μὲ ταχύτητα καταπάνω μου, χωρὶς ὁ ὁδηγὸς νὰ ξέρει. Κουνοῦσα τὸ πόδι μου συνεχῶς πάνω κάτω, δεξιὰ ἀριστερά· κι αὐτὸ δὲν ἔλεγε νὰ βγεῖ. Μ’ ἔπιασε ἀπελπισία. Ψυχὴ δὲ φαινότανε γύρω. Βέβαια, δὲν εἶχα καὶ μὲ κανέναν ραντεβού. Μὲ τὴ Σοφούλα εἴχαμε μαλώσει κι ὁ Ὀδυσσέας εἶχε δουλειὰ – μόνος μου ἤμουνα καὶ μπῆκα στὸ σινεμὰ γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα καὶ νά με τώρα μὲ τὸ δεξί μου πόδι γαντζωμένο στὰ σίδερα καὶ τὸ τρένο ἀκάθεκτο ἐναντίον μου.
Σὲ μιὰ στιγμή, εἶδα στὸ μπροστινὸ βαγόνι τὸν ἀγκώνα τοῦ ὁδηγοῦ βγαλμένον ἔξω. Φαντάστηκα ὅτι μὲ τ’ ἄλλο χέρι θὰ καπνίζει κι ἀμέσως νευρίασα ποὺ σὲ τόσο κρίσιμη στιγμὴ ὑπολόγιζα αὐτὲς τὶς ἀηδίες. Εἶπα μετὰ νὰ λογαριάσω σὲ πόσην ὥρα περίπου θὰ μὲ πάταγε τὸ τρένο καὶ ξαφνικὰ θυμήθηκα ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις ὑπάρχει ἕνα κινηματογραφικὸ συνεργεῖο νὰ τραβάει τὸ φὶλμ καὶ νὰ ἀποδεικνύει πὼς τὰ πάντα εἶναι ἕνα τρίκ, μιὰ κοροϊδία. Γύρω μου ὅμως, δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Ἀπογοητεύτηκα. Τί μοῦ ‘ρθε ἔτσι ξαφνικὰ νὰ πάρω τὴ θέση του καὶ νὰ μπλέξω τὸ πόδι μου μέσα στὶς ράγιες; Σκέφτηκα νὰ τὸ κόψω γιὰ νὰ γλιτώσω, ἀλλὰ μετὰ μπορεῖ νὰ πέθαινα ἀπὸ αἱμορραγία. Ποιός θεατὴς θὰ μοῦ ‘δινε αἷμα ἅμα ἀνάβανε τὰ φῶτα; Ἄρχισα νὰ βρίζω. Τὸ τρένο εἶχε πλησιάσει πιά. Ἔκλαψα. Χοντρὲς σταγόνες πήδηξαν ἀπ’ τὰ μάτια μου κι ἄρχισαν νὰ κατηφορίζουν στὸ πρόσωπό μου. Ἔκλαψα χωρὶς λυγμούς, σιωπηλά, βουβά. Τότε, λίγα λεπτὰ πρὶν ἐπέλθει τὸ μοιραῖον, μοῦ μπῆκε στὸ μυαλὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ πάρω μιὰ ἔκφραση ἀνάλογη μὲ τὴ στιγμή, γιατὶ ξαφνικά, εἶπα, μπορεῖ νὰ φανεῖ ὁ σκηνοθέτης καὶ νὰ μοῦ ζητάει καὶ τὰ ρέστα ποὺ τοῦ εἶχα καταστρέψει τὴ σκηνή. Ἔσκασα ἕνα πλατὺ χαμόγελο ἀλλὰ τὸ ἄλλαξα ἀμέσως, γιατὶ κατάλαβα πὼς δὲν ἦταν τοῦ παρόντος. Ὕστερα τέντωσα ψηλὰ τὰ χέρια σὰν νὰ παρακαλοῦσα κι ἔβγαλα μιὰ σπαρακτικὴ κραυγή. Ὁ ὁδηγὸς τράβηξε τὸ χέρι του μέσα. Τὸ τρένο ἔφτυσε δυὸ τοῦφες καπνό. Κατάλαβα πὼς ἦταν τὰ τελευταῖα μου. Γύρισα πρὸς τοὺς θεατὲς καὶ τοὺς μούντζωσα μ’ ὅλη μου τὴ δύναμη, διαστέλλοντας τὰ δάχτυλά μου τόσο, ποὺ μὲ πόνεσαν. Ἄρχισα νὰ τοὺς φτύνω καὶ νὰ τοὺς μουντζώνω ἀσταμάτητα. Τὸ τρένο πέρασε πάνω ἀπ’ τὸ πόδι μου στριγκλίζοντας. Ἄκουσα ἕναν μπερδεμένο κι ἀνατριχιαστικὸ θόρυβο. Ὕστερα ἔσκασα κάτω καὶ τὰ πόδια μου πολτοποιήθηκαν. Σὰν ἕνα κομμάτι σπάγκος, ποὺ τὸν στρίβουμε κι ἐκεῖνος κουλουριάζεται κι ἀναδιπλώνεται, τὸ κορμί μου σύστράφηκε ὁλόκληρο καὶ χάθηκε μὲς στὶς γραμμὲς ποὺ τὸ κατάπιαν ἀδίστακτα. Ἔγινα μιὰ ἄμορφη μάζα ἀπὸ κρέατα, κόκαλα, ξίγκια καὶ ὑφάσματα. Δὲν ἔνιωθα ὅμως καθόλου πόνο. Οἱ θεατὲς κοιτοῦσαν ἀποσβολωμένοι. Σὲ λίγο τὸ τρένο πέρασε ὁλόκληρο καὶ χάθηκε στὸ βάθος, ἀμολώντας κάτι μαβιὰ συννεφάκια καπνοῦ. Τὰ ὑπολείμματά μου πάνω στὶς ράγιες ἔνιωθαν τοὺς κραδασμοὺς τοῦ συρμοῦ νὰ ξεμακραίνουν καὶ νὰ σβήνουν. Πέρασε λίγη ὥρα χωρὶς νὰ γίνει τίποτα. Δὲν ξέρω τί ἀκριβῶς ἔδειχνε ἡ ὀθόνη ἐκείνη τὴ στιγμή, γιατὶ βρισκόμουν στὸ ὑψόμετρο τοῦ ἐδάφους, κομματιασμένος καὶ δὲν μποροῦσα νὰ δῶ πολὺ καλά. Ἄρχισα νὰ βαριέμαι σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση τοῦ διαμελισμοῦ. Ἴσως ἔνιωσα κι ἀμηχανία. Τότε ἦρθαν πάνω ἀπ’ τὶς γραμμὲς τὰ παιδιὰ κι ἀρχίσανε τ’ ἀστεῖα. Κάνανε πὼς δὲ μὲ βλέπανε καὶ νευρίασα μὲ τὴ στάση τους. Ὕστερα εἶπε ὁ Μάνος: «Κομματάκια ἔγινε ὁ κακομοίρης», καὶ σωπάσανε ὅλοι. Κρατάγανε μιὰ ἔνοχη σιωπή. «Κόφτε τὴν πλάκα, ρὲ κωλόπαιδα», τοὺς εἶπα ἐγὼ καὶ παραξενευτηκάνε ποὺ μίλαγα. Ἡ Σοφούλα, μάλιστα, ποὺ τὰ εἴχαμε χαλάσει κι εἶχε αὐτομολήσει στὸν Μάνο, ἔσκυψε πάνω στὶς γραμμές, παράτησε τὴ χερούκλά του, τὸ βλέμμα της διαχύθηκε γιατὶ δὲν ἤξερε πρὸς τὰ ποῦ νὰ μὲ ἀτενίσει καὶ εἶπε: «Ἐγὼ σὲ θέλω κι ἂς εἶσαι ματωμένος, σὲ θέλω, ξέρε το», καὶ τὰ μάτια της ἔπαιζαν ἀνάμεσα στὶς σάρκες, τὰ αἵματα, τὰ ροῦχα, τὰ τσακισμένα κόκαλα καὶ εἶδα ποὺ ἔκλαιγε καὶ στάζανε πάνω μου δάκρυα, χωρὶς νὰ ξέρω σὲ ποιὸ σημεῖο ἀκριβῶς τοῦ σώματός μου, γιατὶ οἱ σάρκες εἶχαν ἀνακατευτεῖ — κομμάτια ἀπ’ τὰ χέρια μαζὶ μὲ πέτσες ἀπ’ τὰ πόδια, ὅλα ἀνάκατα σὰν ρώσικη σαλάτα. Τέλος πάντων, νευρίασα ποὺ εἶχαν ἔρθει ὅλοι, σὰν τεθλιμμένοι συγγενεῖς, μὲ τὰ μελὸ αἰσθήματά τους καὶ τὶς κλάψες τους καὶ τοὺς ἔβρισα: «Φύγετε», εἶπα, «δὲ θέλω νὰ σᾶς βλέπω, τσακιστεῖτε ἀπὸ δῶ χάμω», καὶ βουβαθήκανε. Μόνο ὁ Σταμάτης πῆρε πόζα καὶ εἶπε: «Δὲν ἔχουμε νὰ πᾶμε πουθενά. Γοῦστο μας θὰ γίνεις;» καὶ ἔκατσε προκλητικὰ στὸ χῶμα, πιὸ κεῖ. «Δικό σου εἶναι τὸ μέρος;» μοῦ φώναξε κι ἔνιωσα ἀδύναμος ἔτσι κομματάκια, χωρὶς συγκεκριμένο σῶμα, λυπήθηκα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσω, ἀλλὰ βρῆκα τὴ δύναμη καὶ τοῦ ἀπάντησα: «Ναί, ρέ, δικό μου εἶναι. Ὁ τάφος μου! Τρέχει τίποτα;» καὶ τὸ βούλωσε κι αὐτός. Μετὰ ἀπὸ λίγο — εὐτυχῶς δηλαδὴ — ἦρθε ὁ Ὀδυσσέας, τοὺς ἔβαλε τὶς φωνὲς καὶ τοὺς ἔδιωξε. Φχαριστήθηκα γιατὶ εἶχα ἀρχίσει νὰ βαριέμαι σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Μετὰ σηκώθηκα, συναρμολογήθηκα, κατέβηκα ἀπ’ τὴν ὀθόνη —πείναγα λίγο σὰν νὰ μοῦ εἶχαν κάνει ἀφαίμαξη— καὶ βγῆκα ἀπ’ τὸ σινεμά. Ἔξω ἔκανε ψύχρα. Κουμπώθηκα κι ἄναψα τσιγάρο. Στὸ στόμα μου εἶχα μιὰ γεύση στυφή. Φύσηξα τοὺς καπνούς, ὅπως εἴχα δεῖ νὰ κάνει κι ἡ ἀτμομηχανὴ πρὶν λίγο...
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Κομματάκια, ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα, 1995. Πρώτη δημοσίευση: ἐκδ. «Κάλβος», 1979.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Ἀθήνα, 1959). Πεζογραφία. Σπούδασε Παιδαγωγικὰ καὶ Δημοσιογραφία. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Κομματάκια (1979). Μαζὶ τὰ ἑπόμενα βιβλία του Διόδια (1982) καὶ Τὰ τζιτζίκια (1985) συγκροτοῦν τὴν τριλογία Ἡ γενιά μου ποὺ κυκλοφόρησε σὲ ἕνα τόμο τὸ 2003.
Filed under: Ελληνικά,Ραπτόπουλος Βαγγέλης,Φανταστικό,Φιλία,Ψυχογραφία | Tagged: Βαγγέλης Ραπτόπουλος,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Κομματάκια ἔχουν κλείσει