Μανόλης Πρατικάκης
Τὸ πρῶτο λεωφορεῖο
Α ΄ΡΘΕΙ, ΕΡΧΕΤΑΙ, ἦρθε. Πίσω ἀπὸ χαμηλὰ βουνά. Νάτο, νάτο μεγαλόσωμο καὶ ψηλὸ σὰν τὰ σπίτια. Τί ρίγη! Ἐμεῖς σὰν μπροστὰ σὲ ἀπροσδόκητο «ἀγαθὸ θηρίο». Ἀργότερα μὲ φλογερὲς τρεχάλες μέσα στὴ θύελλα τῆς σκόνης. Πηδώντας κρατιόμαστε στὴ σχάρα, γαντζωμένοι ἐκεῖ σὰν τὰ τζιτζίκια. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ μυθικὸ τρεχούμενο κλωνάρι. Στὴν πολύκλωνη ἐκείνη ἀνεμόσκαλα Καὶ τότε ἡ πρώτη ἐπιτάχυνση πάνω στὸ σῶμα. Τὸ πρῶτο σφοδρὸ κύμα. Τὸ ἀπότομο ξεκίνημα κι ἡ κατρακύλα μας στὴ σκόνη. Σὰν ἀλευρωμένη μαρίδα ποὺ τὴ γυρνᾶ ἡ θεία παρουσία τῆς ἀδράνειας. Κοιτοῦμε γύρω. Ποιός μᾶς ἔσπρωξε; (ἀπό ‘κείνη νομίζω τὴ ρωγμούλα μπῆκε στὸ νοῦ μας, σὰν παιχνίδι, τὸ ἀκατανόητο).
Ὕστερα τὸ πρῶτο μας ταξίδι. Τυλιγμένοι σὲ κεῖνα τὰ χρωματιστὰ μπρούτζινα πέπλα τοῦ ὀχήματος. Διπλωμένοι, στὶς γαλάζιες φασκιὲς τοῦ ταξιδιοῦ: Καθισμένοι καὶ νὰ προχωρᾶμε! Νὰ βλέπουμε δέντρα καὶ φράχτες μὲ πολλὰ ποδάρια νὰ τρέχουν πρὸς τὰ πίσω. Ἀγροὺς στὶς στροφὲς νὰ χορεύουν. Βουνὰ νὰ μᾶς γυρνοῦν τὴ ράχη. Κι ἡ θάλασσα λαχανιασμένη νὰ μᾶς ξαναβρίσκει πίσω ἀπὸ χαμηλοὺς κίτρινους λόφους. Παλιὸ σκαρί, ἀπὸ δεύτερο χέρι. Συχνὰ «μουλάρωνε» στὸ χωματόδρομο. Σὲ μικρὰ ρυάκια ποὺ φάρδυνε ἡ χτεσινὴ νεροποντή. Νὰ τὸ σπρώχνουν ὧρες, καθὼς ἡ μανιβέλα γύριζε στὰ χαμένα, μὲ μικρὰ βογγητά, ἀλλὰ μπροστὰ δὲν ἔπαιρνε. Ἔτσι γνωρίσαμε τὴν ἐγκατάλειψή του. Ξεκοιλιασμένα καθίσματα μὲ κίτρινα φθαρμένα ἀφρολέξ. Τὰ ἐλατήρια κρυμμένα ἐκεῖ σὰν ἀγρίμια. Καὶ ἡ συσπειρωμένη τους δύναμη ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ ἀκυρώσει ἡ ἀχρηστία. Παράξενο, σκεφτόμαστε. Σὲ σῶμα πεθαμένο, μερικὰ ἐπιμέρους ὄργανα ἐπιμένουν νὰ πάλλουν! Ὁ ἄξονάς του, ἄκουγες τοῦ κενοῦ μικρὲς κραυγές, κι οἱ πελώριες ζάντες σὰν νάρκες Ἰταλῶν (κάτι ξέραμε). Βαθιὰ στὶς κόγχες τὰ ἠθμοειδῆ. Καὶ δύο τρία πολύχρωμα καλώδια: Οἱ λεπτὲς ὀφθαλμικὲς καὶ τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου τὸ κολόβωμα. Ἕνα ἀόμματο τέρας Κοιτᾶμε ἐτοῦτο τὸ κουφάρι πάνω στὰ θυμάρια. Αὐτὸν τὸν κραυγαλέο σκελετὸ ν’ ἀνοίγει, σὰν χαράδρα (θ’ ἀναπτυχθεῖ τὸ πλάνο, θ’ ἁπλωθεῖ σὲ ἀπέραντο νεκροταφεῖο σπρώχνοντας στὸ χάος ὅλη μας τὴ χλόη). Ὅταν ήρθε το δεύτερο λεωφορεῖο κλώτσησα τὰ μεταλλικὰ φτερά. Πόνεσα. Τοῦ φώναξα «κτῆνος». Ἦρθες νὰ μᾶς πάρεις τὴ χλόη. Ἦρθες νὰ μᾶς πάρεις τὴ χλόη. Νύχτα πήγαμε.
Τὸ μικρὸ ἀχτένιστο τσοῦρμο – δώδεκα μελαχρινὰ μορτάκια. Μὲ μεγάλα καρφιὰ τρυπήσαμε τὰ λάστιχα. Κάθισε ταπεινωμένο. Μὲ τυλιγμένα γόνατα μέσα στὴν πυκνὴ σκόνη. Μᾶς φάνηκε, χλώμιασε. Νὰ φύγεις κτῆνος φωνάξαμε. Γκρίζο, κακὸ μουλάρι, ποὺ σκέφτεσαι μὲ μέταλλα. Νὰ φλομώνεις τὸν εὐωδιαστό μας ἀέρα, μαῦρο καπνό. Νὰ φύγεις ζῶο, νὰ μὴν ἐπιστρέψεις. Ὁ οὐρανὸς ἐδῶ εἶναι μὲ μᾶς κι ἡ χλόη εἶναι τὸ μέρος μας. Κι ἡ σκόνη ξέρει νὰ κρύβει στὸν ἀφρὸ τὰ ἀνύπαρκτα σανδάλια μας. Νὰ φύγεις κτῆνος. Νὰ μὴν ἐπιστρέψεις.
Κάτι μ’ ἔσπρωχνε νὰ ταξιδέψω στὴν Ἰνδία. Μιὰ ἀκατανίκητη ἕλξη. Ἰανουάριος 2008, Δελχί,, Τζαϊπούρ, Ἄγρα. Εἶμαι ἐδῶ τώρα, ἐπαρχία Ρατζαστάν. Ἀνάμεσα ἀπὸ ἀργοκίνητες ἱερὲς ἀγελάδες, γκαμῆλες, βοϊδάμαξες, μαϊμοῦδες, χαμηλὰ πάμφτωχα σπίτια καὶ χιλιάδες ἀκίνητους ἢ κουκουβιστοὺς ξεχασμένους μέσα στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια ἀνθρώπους μὲ μιὰ καρτερικὴ θλίψη νὰ χαράζει τὸ πρόσωπό τους. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στὸ ἀργὸ ποτάμι τοῦ χρόνου, τὸ εἶδα. Ἦταν ἐκεῖ. Πανομοιότυπο. Μὲ τὴν ἴδια σχάρα, τὸ ἴδιο σουλούπι, τὸ ἴδιο τιμόνι, τὸν ἴδιο θόρυβο τῆς μηχανῆς (σὰν ἀεράκι μέσα ἀπὸ μιὰ παλιὰ προκυμαία τῆς μνήμης).
Καὶ μέσα οἱ ἄνθρωποι σαρδέλες, κι ἄλλοι κρεμασμένοι στὰ φτερά, στὶς πόρτες, στὴ σχάρα (τὴν ἑπόμενη στὴ Τζαϊποὺρ δεκάδες τέτοια παμπάλαια λεωφορεῖα ἐν κινήσει, πλάι σε γκαμῆλες ποὺ ἔσερναν κάρα καὶ βαμμένους φορτωμένους ἐλέφαντες, μὲ ράχες στὸ ἴδιο ὕψος τῶν λεωφορείων). Ἦταν τὸ ἴδιο πανομοιότυπο λεωφορεῖο τοῦ 1950 ποὺ πρωτοῆρθε στὸ Μύρτος. Καὶ ξυπόλητα παιδιὰ ἔπαιζαν στὶς ἀλάνες πλάι σὲ στεκάμενα νερά, μικρὲς λίμνες μὲ τὰ ἴδια ὑδρόβια πουλιὰ τῆς λίμνης μας (καλαγκάδες, νερογούρνιδες, νερόκοτες). Τὸ ρολόι τοῦ χρόνου ξαφνικὰ εἶχε γυρίσει πάνω ἀπὸ 50 χρόνια πίσω (ἢ ὁ χρόνος κυλώντας τόσο ἀργὰ καὶ ράθυμα —σὰν μέσα σὲ μελάσα— σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τοῦ πλανήτη νὰ εἶχε μείνει μισὸν αἰώνα πίσω). Παιδιὰ 5-6 χρονῶν, ἄπλυτα, ἀνέμελα, φτωχοντυμένα, σὰν ἀκόμη ἄκοπα ἀπὸ τοὺς κλώνους τῆς γῆς, πλάι σὲ καλάμια καὶ βοῦρλα. Ἕνα-δύο ἦταν σκαρφαλωμένα στὴ σχάρα τοῦ λεωφορείου τῆς γραμμῆς ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους. Ποιά ἦταν ἐκεῖνα τὰ παιδιά; Καὶ ποιά ἡ δύναμη ποὺ μὲ καλοῦσε στὴν Ἰνδία; Μήπως μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δῶ ἐκεῖνο τὸ παλιὸ λεωφορεῖο ποὺ ἀκόμη ταξιδεύει καὶ ἀπὸ Μύρτος ἔφτασε μόλις στὰ περίχωρα τῆς Τζαϊπούρ; Σχεδὸν ἔκανα «Σατόρι»*. Ὁ θεὸς Σίβα, εἶπα, ποὺ ἀδιάκοπα χορεύει, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μόρια τῶν ὄντων. Ποὺ ἀδιάκοπα γεννιέται καὶ ἀδιάκοπα καταστρέφεται. Στὴν κυριολεξία εἶχα ἐπιστρέψει στὴ φύση τῶν παιδικῶν χρόνων, ὄχι μέσα ἀπὸ κάποια νοσταλγικὴ ἀνάμνηση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ μιὰ ἐνορατικὴ ἐπαναβίωση τοῦ παρόντος μὲς στὸ παρελθόν. Σὲ μιὰ ἕνωση τοῦ ἑνιαίου ἀδιαίρετου χρόνου, καθὼς κοίταζα ἐδῶ σ’ αὐτὴ τὴν ἄκρη τῆς γῆς τὸ ἤδη ὀφθὲν (déjà vu)*. Ἄγγιξα τὸ λεωφορεῖο σὰ νὰ ἄγγιζα ἕνα πρωταρχικὸ ὄχημα νοημάτων. Κοίταξα ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τὸ ἐσωτερικό, πάτησα τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, μὲ τὸ ἴδιο παλιὸ παιδικὸ ρίγος ποὺ διέσχισε τὸ ἀνεπεπταμένο σὲ μυστικὴ ἀνασύσταση κορμί μου, σὲ αἰφνίδια διαχρονία. Κι ὅταν ἔδωσα ἕνα χαρτονόμισμα (50 ρουπίες) σ’ ἕνα μικρούλη Ἰνδό, τὸ πῆρε μὲ τὴν ἴδια (γνώριμη) ἔκπληκτη συγκίνηση. Λὲς ἤμουν ὁ ἴδιος ποὺ τὸ ἔπαιρνε καὶ τὸ ἔδινε, καλὰ κρυμμένος μέσα στὸν παράξενο ἐκεῖνο ταξιδιώτη. Τὸ ἕνα παιδὶ τὸ δώριζε στὸ Ἄλλο. Κι ὅταν μὲ κύκλωσαν 8-10 μικρὰ παιδιά, τείνοντάς μου τὸ χέρι εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι ἤμουν τριγυρισμένος ἀπὸ 8-10 μικρούς, φτωχοὺς πεινασμένους ἀγγέλους. Ὡς νὰ εἶχα ἀθετήσει μιὰ παλιά μου ὑπόσχεση. Καὶ τώρα ἔδινα τὸν ὀβολό μου. Ἀλλὰ ὅσο ἔδινα, ἡ τσέπη μου γέμιζε ρουπίες. Ὅσο ἔδινα, γέμιζε καὶ ὑπῆρχε ὁλοῦθε ἐκεῖ μιὰ λάμψη. Γιατί σκοτεινιὰ εἶναι τὸ μέρος ἀπ’ ὅπου ἔφυγε ὁ ἄγγελος (μέσα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουμε πενθήσει καὶ ἀποχωριστεῖ). Ἀλλὰ ὄχι, ξαφνικὰ ἦταν τὰ πρόσωπα τῶν παλιῶν συμμαθητῶν μου, ποὺ τοὺς ὄφειλα κάτι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνείπωτο καὶ ἀνεκπλήρωτο, σὰν παίζαμε παιδιά, κάπως λυπημένα, μέσα στὸ ἄπειρο, γιατὶ δὲ στάθηκε βολετὸ νὰ τὸ ἐξαντλήσουμε. Καὶ τώρα τοὺς ἔδινα λίγες λέξεις κρυμμένες στὸ μελτέμι. Αὐτὰ τὰ λίγα νομίσματα τῆς ἔκφρασης, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ζωντανέψουν τὴ μικρὴ ἀληθινή μας πατρίδα. Ποὺ κάποτε κωπηλατοῦσε ἀμέριμνη μέσα στὴν ἀθωότητα.
* Σατόρι: Παρατηρεῖται ξαφνικὰ στὸν μόλις φωτισμένο μαθητὴ τοῦ Ζέν. Εἶναι ἡ στιγμὴ τοῦ φωτισμοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν ἀντιθέτων καὶ τὴ σύλληψη τῆς διέπουσας ἀρχῆς τοῦ κόσμου.
* Déjà vu (προμνησία): Περίεργη ψυχικὴ κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία πηγαίνοντας σ’ ἕνα ἄγνωστο μέρος γιὰ πρώτη φορὰ ἔχεις τὴ βεβαιότητα ὅτι τὸ ἔχεις ξαναδεῖ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Mανόλης Πρατικάκης (Μύρτος Ἱεράπετρας, Κρήτη, 1943). Ποίηση. Σπούδασε Ἰατρική στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ψυχίατρος. Πρῶτο του βιβλίο: Θαλασσινές φωνές (1971), ἄλλα βιβλία: Ἡ Κοίμηση καὶ ἡ Ἀνάσταση τῶν Σωμάτων τοῦ Δομήνικου (ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1997), Λιβιδώ (ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα, 1978) κ.ἄ. Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση: Ποιήματα 1984-2000 (ἐκδ. Μεταίχμιο, Ἀθήνα, 2003). Δημοσίευσε ἐπίσης τὸ πεζό Τὰ ἀφηγήματα ἑνὸς ψυχιάτρου (ἐκδ. Καστανιώτης, Ἀθήνα, 2009).
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Καθημερινά,Μονόλογος,Ξένοι-Ξενιτειά,Πρατικάκης Μανόλης,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Φιλία,Ψυχή | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μανόλης Πρατικάκης | Τὰ σχόλια στὸ Μανόλης Πρατικάκης: Τὸ πρῶτο λεωφορεῖο ἔχουν κλείσει