Μανόλης Πρατικάκης: Τὸ πρῶτο λεωφορεῖο

Pratikakis,Manolis-ToProtoLeoforeio-Eikona-02


Μα­νό­λης Πρα­τι­κά­κης


Τὸ πρῶ­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο


01-ThitaΑ ΄ΡΘΕΙ, ΕΡΧΕΤΑΙ, ἦρ­θε. Πί­σω ἀ­πὸ χα­μη­λὰ βου­νά. Νά­το, νά­το με­γα­λό­σω­μο καὶ ψη­λὸ σὰν τὰ σπί­τια. Τί ρί­γη! Ἐ­μεῖς σὰν μπρο­στὰ σὲ ἀ­προσ­δό­κη­το «ἀ­γα­θὸ θη­ρί­ο». Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ φλο­γε­ρὲς τρε­χά­λες μέ­σα στὴ θύ­ελ­λα τῆς σκό­νης. Πη­δών­τας κρα­τι­ό­μα­στε στὴ σχά­ρα, γαν­τζω­μέ­νοι ἐ­κεῖ σὰν τὰ τζι­τζί­κια. Πά­νω σ’ αὐ­τὸ τὸ μυ­θι­κὸ τρε­χού­με­νο κλω­νά­ρι. Στὴν πο­λύ­κλω­νη ἐ­κεί­νη ἀ­νε­μό­σκα­λα Καὶ τό­τε ἡ πρώ­τη ἐ­πι­τά­χυν­ση πά­νω στὸ σῶ­μα. Τὸ πρῶ­το σφο­δρὸ κύ­μα. Τὸ ἀ­πό­το­μο ξε­κί­νη­μα κι ἡ κα­τρα­κύ­λα μας στὴ σκό­νη. Σὰν ἀ­λευ­ρω­μέ­νη μα­ρί­δα ποὺ τὴ γυρ­νᾶ ἡ θεί­α πα­ρου­σί­α τῆς ἀ­δρά­νειας. Κοι­τοῦ­με γύ­ρω. Ποιός μᾶς ἔ­σπρω­ξε; (ἀ­πό ‘κεί­νη νο­μί­ζω τὴ ρωγ­μού­λα μπῆ­κε στὸ νοῦ μας, σὰν παι­χνί­δι, τὸ ἀ­κα­τα­νό­η­το).

        Ὕ­στε­ρα τὸ πρῶ­το μας τα­ξί­δι. Τυ­λιγ­μέ­νοι σὲ κεῖ­να τὰ χρω­μα­τι­στὰ μπρού­τζι­να πέ­πλα τοῦ ὀ­χή­μα­τος. Δι­πλω­μέ­νοι, στὶς γα­λά­ζι­ες φα­σκι­ὲς τοῦ τα­ξι­διοῦ: Κα­θι­σμέ­νοι καὶ νὰ προ­χω­ρᾶ­με! Νὰ βλέ­που­με δέν­τρα καὶ φρά­χτες μὲ πολ­λὰ πο­δά­ρια νὰ τρέ­χουν πρὸς τὰ πί­σω. Ἀ­γροὺς στὶς στρο­φὲς νὰ χο­ρεύ­ουν. Βου­νὰ νὰ μᾶς γυρ­νοῦν τὴ ρά­χη. Κι ἡ θά­λασ­σα λα­χα­νι­α­σμέ­νη νὰ μᾶς ξα­να­βρί­σκει πί­σω ἀ­πὸ χα­μη­λοὺς κί­τρι­νους λό­φους. Πα­λιὸ σκα­ρί, ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι. Συ­χνὰ «μου­λά­ρω­νε» στὸ χω­μα­τό­δρο­μο. Σὲ μι­κρὰ ρυά­κια ποὺ φάρ­δυ­νε ἡ χτε­σι­νὴ νε­ρο­πον­τή. Νὰ τὸ σπρώ­χνουν ὧ­ρες, κα­θὼς ἡ μα­νι­βέ­λα γύ­ρι­ζε στὰ χα­μέ­να, μὲ μι­κρὰ βογ­γη­τά, ἀλ­λὰ μπρο­στὰ δὲν ἔ­παιρ­νε. Ἔ­τσι γνω­ρί­σα­με τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψή του. Ξε­κοι­λι­α­σμέ­να κα­θί­σμα­τα μὲ κί­τρι­να φθαρ­μέ­να ἀ­φρο­λέξ. Τὰ ἐ­λα­τή­ρια κρυμ­μέ­να ἐ­κεῖ σὰν ἀ­γρί­μια. Καὶ ἡ συ­σπει­ρω­μέ­νη τους δύ­να­μη ποὺ δὲν ἔ­λε­γε νὰ ἀ­κυ­ρώ­σει ἡ ἀ­χρη­στί­α. Πα­ρά­ξε­νο, σκε­φτό­μα­στε. Σὲ σῶ­μα πε­θα­μέ­νο, με­ρι­κὰ ἐ­πι­μέ­ρους ὄρ­γα­να ἐ­πι­μέ­νουν νὰ πάλ­λουν! Ὁ ἄ­ξο­νάς του, ἄ­κου­γες τοῦ κε­νοῦ μι­κρὲς κραυ­γές, κι οἱ πε­λώ­ρι­ες ζάν­τες σὰν νάρ­κες Ἰ­τα­λῶν (κά­τι ξέ­ρα­με). Βα­θιὰ στὶς κόγ­χες τὰ ἠθ­μο­ει­δῆ. Καὶ δύ­ο τρί­α πο­λύ­χρω­μα κα­λώ­δια: Οἱ λε­πτὲς ὀ­φθαλ­μι­κὲς καὶ τοῦ ὀ­πτι­κοῦ νεύ­ρου τὸ κο­λό­βω­μα. Ἕ­να ἀ­όμ­μα­το τέ­ρας Κοι­τᾶ­με ἐ­τοῦ­το τὸ κου­φά­ρι πά­νω στὰ θυ­μά­ρια. Αὐ­τὸν τὸν κραυ­γα­λέ­ο σκε­λε­τὸ ν’ ἀ­νοί­γει, σὰν χα­ρά­δρα (θ’ ἀ­να­πτυ­χθεῖ τὸ πλά­νο, θ’ ἁ­πλω­θεῖ σὲ ἀ­πέ­ραν­το νε­κρο­τα­φεῖ­ο σπρώ­χνον­τας στὸ χά­ος ὅ­λη μας τὴ χλό­η). Ὅ­τα­ν ήρ­θε το δεύ­τε­ρο λε­ω­φο­ρεῖ­ο κλώ­τση­σα τὰ με­ταλ­λι­κὰ φτε­ρά. Πό­νε­σα. Τοῦ φώ­να­ξα «κτῆ­νος». Ἦρ­θες νὰ μᾶς πά­ρεις τὴ χλό­η. Ἦρ­θες νὰ μᾶς πά­ρεις τὴ χλό­η. Νύ­χτα πή­γα­με.

        Τὸ μι­κρὸ ἀ­χτέ­νι­στο τσοῦρ­μο – δώ­δε­κα με­λα­χρι­νὰ μορ­τά­κια. Μὲ με­γά­λα καρ­φιὰ τρυ­πή­σα­με τὰ λά­στι­χα. Κά­θι­σε τα­πει­νω­μέ­νο. Μὲ τυ­λιγ­μέ­να γό­να­τα μέ­σα στὴν πυ­κνὴ σκό­νη. Μᾶς φά­νη­κε, χλώ­μια­σε. Νὰ φύ­γεις κτῆ­νος φω­νά­ξα­με. Γκρί­ζο, κα­κὸ μου­λά­ρι, ποὺ σκέ­φτε­σαι μὲ μέ­ταλ­λα. Νὰ φλο­μώ­νεις τὸν εὐ­ω­δια­στό μας ἀ­έ­ρα, μαῦ­ρο κα­πνό. Νὰ φύ­γεις ζῶ­ο, νὰ μὴν ἐ­πι­στρέ­ψεις. Ὁ οὐ­ρα­νὸς ἐ­δῶ εἶ­ναι μὲ μᾶς κι ἡ χλό­η εἶ­ναι τὸ μέ­ρος μας. Κι ἡ σκό­νη ξέ­ρει νὰ κρύ­βει στὸν ἀ­φρὸ τὰ ἀ­νύ­παρ­κτα σαν­δά­λια μας. Νὰ φύ­γεις κτῆ­νος. Νὰ μὴν ἐ­πι­στρέ­ψεις.

        Κά­τι μ’ ἔ­σπρω­χνε νὰ τα­ξι­δέ­ψω στὴν Ἰν­δί­α. Μιὰ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη ἕλ­ξη. Ἰ­α­νουά­ριος 2008, Δελ­χί,, Τζαϊ­πούρ, Ἄ­γρα. Εἶ­μαι ἐ­δῶ τώ­ρα, ἐ­παρ­χί­α Ρα­τζα­στάν. Ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ ἀρ­γο­κί­νη­τες ἱ­ε­ρὲς ἀ­γε­λά­δες, γκα­μῆ­λες, βο­ϊ­δά­μα­ξες, μα­ϊ­μοῦ­δες, χα­μη­λὰ πάμ­φτω­χα σπί­τια καὶ χι­λιά­δες ἀ­κί­νη­τους ἢ κου­κου­βι­στοὺς ξε­χα­σμέ­νους μέ­σα στὴν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­δεια ἀν­θρώ­πους μὲ μιὰ καρ­τε­ρι­κὴ θλί­ψη νὰ χα­ρά­ζει τὸ πρό­σω­πό τους. Ἐ­κεῖ ἀ­νά­με­σα στὸ ἀρ­γὸ πο­τά­μι τοῦ χρό­νου, τὸ εἶ­δα. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Πα­νο­μοι­ό­τυ­πο. Μὲ τὴν ἴ­δια σχά­ρα, τὸ ἴ­διο σου­λού­πι, τὸ ἴ­διο τι­μό­νι, τὸν ἴ­διο θό­ρυ­βο τῆς μη­χα­νῆς (σὰν ἀ­ε­ρά­κι μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ πα­λιὰ προ­κυ­μαί­α τῆς μνή­μης).

        Καὶ μέ­σα οἱ ἄν­θρω­ποι σαρ­δέ­λες, κι ἄλ­λοι κρε­μα­σμέ­νοι στὰ φτε­ρά, στὶς πόρ­τες, στὴ σχά­ρα (τὴν ἑ­πό­με­νη στὴ Τζα­ϊ­ποὺρ δε­κά­δες τέ­τοι­α παμ­πά­λαι­α λε­ω­φο­ρεῖ­α ἐν κι­νή­σει, πλά­ι σε γκα­μῆ­λες ποὺ ἔ­σερ­ναν κά­ρα καὶ βαμ­μέ­νους φορ­τω­μέ­νους ἐ­λέ­φαν­τες, μὲ ρά­χες στὸ ἴ­διο ὕ­ψος τῶν λε­ω­φο­ρεί­ων). Ἦ­ταν τὸ ἴ­διο πα­νο­μοι­ό­τυ­πο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τοῦ 1950 ποὺ πρω­το­ῆρ­θε στὸ Μύρ­τος. Καὶ ξυ­πό­λη­τα παι­διὰ ἔ­παι­ζαν στὶς ἀ­λά­νες πλά­ι σὲ στε­κά­με­να νε­ρά, μι­κρὲς λί­μνες μὲ τὰ ἴ­δια ὑ­δρό­βια που­λιὰ τῆς λί­μνης μας (κα­λαγ­κά­δες, νε­ρο­γούρ­νι­δες, νε­ρό­κο­τες). Τὸ ρο­λό­ι τοῦ χρό­νου ξαφ­νι­κὰ εἶ­χε γυ­ρί­σει πά­νω ἀ­πὸ 50 χρό­νια πί­σω (ἢ ὁ χρό­νος κυ­λών­τας τό­σο ἀρ­γὰ καὶ ρά­θυ­μα —σὰν μέ­σα σὲ με­λά­σα— σὲ τοῦ­το τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ πλα­νή­τη νὰ εἶ­χε μεί­νει μι­σὸν αἰ­ώ­να πί­σω). Παι­διὰ 5-6 χρο­νῶν, ἄ­πλυ­τα, ἀ­νέ­με­λα, φτω­χον­τυ­μέ­να, σὰν ἀ­κό­μη ἄ­κο­πα ἀ­πὸ τοὺς κλώ­νους τῆς γῆς, πλά­ι σὲ κα­λά­μια καὶ βοῦρ­λα. Ἕ­να-δύ­ο ἦ­ταν σκαρ­φα­λω­μέ­να στὴ σχά­ρα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου τῆς γραμ­μῆς ἀ­νά­με­σα στοὺς με­γά­λους. Ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ παι­διά; Καὶ ποι­ά ἡ δύ­να­μη ποὺ μὲ κα­λοῦ­σε στὴν Ἰν­δί­α; Μή­πως μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ δῶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ποὺ ἀ­κό­μη τα­ξι­δεύ­ει καὶ ἀ­πὸ Μύρ­τος ἔ­φτα­σε μό­λις στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Τζα­ϊ­πούρ; Σχε­δὸν ἔ­κα­να «Σα­τό­ρι»*. Ὁ θε­ὸς Σί­βα, εἶ­πα, ποὺ ἀ­δι­ά­κο­πα χο­ρεύ­ει, μα­ζὶ μὲ ὅ­λα τὰ μό­ρια τῶν ὄν­των. Ποὺ ἀ­δι­ά­κο­πα γεν­νι­έ­ται καὶ ἀ­δι­ά­κο­πα κα­τα­στρέ­φε­ται. Στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α εἶ­χα ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ φύ­ση τῶν παι­δι­κῶν χρό­νων, ὄ­χι μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­α νο­σταλ­γι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση, ἀλ­λὰ μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἐ­νο­ρα­τι­κὴ ἐ­πα­να­βί­ω­ση τοῦ πα­ρόν­τος μὲς στὸ πα­ρελ­θόν. Σὲ μιὰ ἕ­νω­ση τοῦ ἑ­νια­ίου ἀ­δι­αί­ρε­του χρό­νου, κα­θὼς κοί­τα­ζα ἐ­δῶ σ’ αὐ­τὴ τὴν ἄ­κρη τῆς γῆς τὸ ἤ­δη ὀ­φθὲν (déjà vu)*. Ἄγ­γι­ξα τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο σὰ νὰ ἄγ­γι­ζα ἕ­να πρω­ταρ­χι­κὸ ὄ­χη­μα νο­η­μά­των. Κοί­τα­ξα ἀ­πὸ τὴν ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό, πά­τη­σα τὸ πρῶ­το σκα­λο­πά­τι, μὲ τὸ ἴ­διο πα­λιὸ παι­δι­κὸ ρί­γος ποὺ δι­έ­σχι­σε τὸ ἀ­νε­πε­πτα­μέ­νο σὲ μυ­στι­κὴ ἀ­να­σύ­στα­ση κορ­μί μου, σὲ αἰφ­νί­δια δι­α­χρο­νί­α. Κι ὅ­ταν ἔ­δω­σα ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα (50 ρου­πί­ες) σ’ ἕ­να μι­κρού­λη Ἰνδό, τὸ πῆ­ρε μὲ τὴν ἴ­δια (γνώ­ρι­μη) ἔκ­πλη­κτη συγ­κί­νη­ση. Λὲς ἤ­μουν ὁ ἴ­διος ποὺ τὸ ἔ­παιρ­νε καὶ τὸ ἔ­δι­νε, κα­λὰ κρυμ­μέ­νος μέ­σα στὸν πα­ρά­ξε­νο ἐ­κεῖ­νο τα­ξι­δι­ώ­τη. Τὸ ἕ­να παι­δὶ τὸ δώ­ρι­ζε στὸ Ἄλ­λο. Κι ὅ­ταν μὲ κύ­κλω­σαν 8-10 μι­κρὰ παι­διά, τεί­νον­τάς μου τὸ χέ­ρι εἶ­χα τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἤ­μουν τρι­γυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ 8-10 μι­κρούς, φτω­χοὺς πει­να­σμέ­νους ἀγ­γέ­λους. Ὡς νὰ εἶ­χα ἀ­θε­τή­σει μιὰ πα­λιά μου ὑ­πό­σχε­ση. Καὶ τώ­ρα ἔ­δι­να τὸν ὀ­βο­λό μου. Ἀλ­λὰ ὅ­σο ἔ­δι­να, ἡ τσέ­πη μου γέ­μι­ζε ρουπί­ες. Ὅ­σο ἔ­δι­να, γέ­μι­ζε καὶ ὑ­πῆρ­χε ὁ­λοῦ­θε ἐ­κεῖ μιὰ λάμ­ψη. Για­τί σκο­τει­νιὰ εἶ­ναι τὸ μέ­ρος ἀ­π’ ὅ­που ἔ­φυ­γε ὁ ἄγ­γε­λος (μέ­σα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν ἔ­χου­με πεν­θή­σει καὶ ἀ­πο­χω­ρι­στεῖ). Ἀλ­λὰ ὄ­χι, ξαφ­νι­κὰ ἦ­ταν τὰ πρό­σω­πα τῶν πα­λι­ῶν συμ­μα­θη­τῶν μου, ποὺ τοὺς ὄ­φει­λα κά­τι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­νεί­πω­το καὶ ἀ­νεκ­πλή­ρω­το, σὰν παί­ζα­με παι­διά, κά­πως λυ­πη­μέ­να, μέ­σα στὸ ἄ­πει­ρο, για­τὶ δὲ στά­θη­κε βο­λε­τὸ νὰ τὸ ἐ­ξαν­τλή­σου­με. Καὶ τώ­ρα τοὺς ἔ­δι­να λί­γες λέ­ξεις κρυμ­μέ­νες στὸ μελ­τέ­μι. Αὐ­τὰ τὰ λί­γα νο­μί­σμα­τα τῆς ἔκ­φρα­σης, ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ ζων­τα­νέ­ψουν τὴ μι­κρὴ ἀ­λη­θι­νή μας πα­τρί­δα. Ποὺ κάποτε κω­πη­λα­τοῦ­σε ἀ­μέ­ρι­μνη μέ­σα στὴν ἀ­θωότη­τα.

* Σα­τό­ρι: Πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ξαφ­νι­κὰ στὸν μό­λις φω­τι­σμέ­νο μα­θη­τὴ τοῦ Ζέν. Εἶ­ναι ἡ στιγ­μὴ τοῦ φω­τι­σμοῦ, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἕ­νω­ση τῶν ἀν­τι­θέ­των καὶ τὴ σύλ­λη­ψη τῆς δι­έ­που­σας ἀρ­χῆς τοῦ κό­σμου.

* Déjà vu (προμνησία): Πε­ρί­ερ­γη ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α πη­γαί­νον­τας σ’ ἕ­να ἄ­γνω­στο μέ­ρος γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­χεις τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι τὸ ἔ­χεις ξα­να­δεῖ.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Mα­νό­λης Πρα­τι­κά­κης (Μύρ­τος Ἱερά­πε­τρας, Κρή­τη, 1943). Ποί­η­ση. Σπού­δα­σε Ἰα­τρι­κή στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ψυ­χί­α­τρος. Πρῶτο του βι­βλί­ο: Θα­λασ­σι­νές φω­νές (1971), ἄλλα βι­βλί­α: Ἡ Κοί­μη­ση καὶ ἡ Ἀ­νά­στα­ση τῶν Σω­μά­των τοῦ Δο­μή­νι­κου (ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀθή­να, 1997), Λι­βι­δώ (ἐκδ. Κέ­δρος, Ἀθή­να, 1978) κ.ἄ. Συ­γκε­ντρω­τικὴ ἔκδο­ση: Ποιή­ματα 1984-2000 (ἐκδ. Με­ταίχ­μιο, Ἀθή­να, 2003). Δη­μοσί­ευ­σε ἐπί­σης τὸ πεζό Τὰ ἀφη­γή­μα­τα ἑνὸς ψυ­χιά­τρου (ἐκδ. Κα­στα­νιώ­της, Ἀθή­να, 2009).

Μανόλης Πρατικάκης: Ὁ Καλὲ-Γιωργάκης

 

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Ὁ Καλὲ-Γιωργάκης

 

ΟΝ ΘΥΜΑΜΑΙ σκυμ­μέ­νο στὰ δί­χτυα καὶ τὰ πα­ρα­γά­δια του. Ὧρες ἀτε­λεί­ω­τες νὰ ρά­βει καὶ νὰ μα­τί­ζει. Νὰ νε­τά­ρει καὶ νὰ δέ­νει τὰ κομ­μέ­να ἀγκί­στρια στὰ πα­ρά­μαλα. Νὰ βά­φει, νὰ σε­νιά­ρει τὸ μι­κρό του σκα­ρί, σὰν ἐρω­μέ­νη ποὺ τὴν καλλω­πί­ζει καὶ τὴν ὀνει­ρεύ­ε­ται.

       Πλώ­ρη, πρύ­μνη, κου­βέρ­τες νὰ λά­μπου­νε. Τέ­τοιος ἔρω­τας μὲ τὰ σύ­νερ­γα τῆς θά­λασ­σας. Εἶχε ἔρθει στὸ Μύρ­το μὲ πα­νιὰ ἀπὸ τὴ Σύ­μη μαζὶ μὲ σφουγ­γα­ρά­δι­κα. Ἦρθε 2-3 φο­ρές. Τοῦ ἄρε­σε ὁ τό­πος· ἔμει­νε. Τὸν βγά­λα­νε «Καλὲ-Γιωρ­γά­κη», γιατὶ ἔβα­ζε τὸ «καλὲ» σὲ κά­θε πρό­τα­ση. Μι­κρόσω­μος καὶ γε­λα­στός. Μὲ ἕνα πα­ρά­ξε­νο χιοῦμορ παρὰ τὸ σο­βαρὸ καὶ συ­νάμα παι­γνιῶδες ὕφος τῆς ἔκφρα­σης, κι ἔβρι­ζε σκύ­λους καὶ χελῶνες ποὺ τοῦ σμπα­ρα­λιά­ζα­νε πα­ρα­γά­δια καὶ δί­χτυα. Παντρεύ­τη­κε μὲ τὸ Καλ­λιὼ μιὰ φτωχὴ ὀρφανὴ κο­πέλλα ποὺ τὸν βο­η­θοῦσε λί­γο στὴν ἀρχὴ στὴν  ψα­ρικὴ καὶ μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια ἔγι­νε μό­νι­μο πλή­ρω­μα. Ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν ἔβγα­ζαν οὐρά, ἐκεῖνος ἐξα­σφά­λι­ζε του­λά­χι­στο τὸν ἐπιού­σιο. Ἔμπει­ρος, με­γά­λος τε­χνί­της. Ἤξε­ρε ποῦ, πό­τε καὶ πῶς νὰ ρί­χνει καὶ νὰ δο­λώ­νει· γνώρι­ζε τοὺς τό­πους καὶ τὶς συ­νή­θειες τῶν ψα­ριῶν. Σὲ ποιοὺς ὕφα­λους φω­λιά­ζει ὁ  ὀρφός, σὲ ποιοὺς φυ­κιῶνες βο­σκά­ει τὸ μπαρ­μπού­νι. «Τὰ γκα­στρω­μέ­να ρέ­μα­τα πά­λι ἀπό­ψε» θύ­μω­νε κι ἔβρι­ζε «ποῦ νὰ σι­μώ­σει λι­θρί­νι. Μό­νο χά­νοι καὶ πλα­δα­ρές, χυ­λοῦδες, τέ­τοια σκα­τό­ψα­ρα». Συ­χνὰ τά ‘βα­ζε μὲ τοὺς ἀνέ­μους. «Πα­λιο­που­νέ­ντε» ἢ «σκα­το­σι­ρο­κά­δα κα­τρου­λιά­ρα». Ὅσο γιὰ τὶς γαρ­μπό­νες ἔβρι­ζε θε­οὺς καὶ δαί­μο­νες. Τά ‘τζου­ζε κά­θε τό­σο. Κι ὅσο περ­νοῦσαν τὰ χρό­νια κά­θε βρά­δυ. Μετὰ τὸ τρί­το οὖζο ἀρχι­νοῦσε κά­τι λυ­πη­μέ­νους σκο­πούς τοῦ τό­που του· κά­τι βραχνοὺς νο­σταλ­γι­κοὺς ἀμα­νέ­δες. Κι ἕνα βρά­δυ κά­τι παι­διὰ περ­νώ­ντας κο­ντο­στά­θη­καν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρ­τα του ἀκού­γοντας κά­τι πα­ρά­ξε­να «Σεί­σου Καλ­λιὼ πρὸς τὰ με­νά, πρὸς τὰ σε­νά· κα­λού­μα Καλ­λιὼ τὰ πό­δια σου. Σεί­σου ζερ­βὰ νὰ βρεῖ τὸ χέ­λι μου, τὸ θαλασ­σό­χορ­το· νὰ μπεῖ στὴ δροσερὴ σπη­λιά σου μά­να μου. Σεί­σου Καλ­λιὼ γιὰ μιὰ καλὴ ψα­ριὰ νὰ σπαρτα­ρή­σει ὁ κά­λα­θος. Γύρ­να νὰ χορ­τα­στῶ τσὶ σπόγ­γους σου. Νὰ μπεῖ ὁ ὀχτά­πους ὅλος στὸ θα­λά­μι του νὰ ξεγεν­νή­σει. Σεί­σου στὴν πρύ­μη τοῦ νο­τιά νὰ θη­λυ­κώ­σει ὁ σκορ­πιὸς ποὺ ἔρχεται ὣς ἐσὲ ἀπὸ τὰ μπλά­βα ρέ­μα­τα. Τρά­βα κα­τα­σέ­να­νε Καλ­λιὼ τὸ κόκ­κι­νο σκαρὶ καὶ σπαρ­ταρᾶ ἡ σμέρ­να, ὁ σαρ­γὸς στὸ με­τα­ξέ­νιο δί­χτυ σου. Κα­λού­μα πά­ρε με στὸ βυ­θό σου θαλασ­σί­τσα μου καὶ χά­νο­μαι, χά­νο­μαι στὴν ἄμπω­τη νὰ μᾶς ξε­βράσου­νε τὰ λι­μπι­σμέ­να κύ­μα­τα, τὰ ἀπο­νέ­ρια μας τίγκα σὲ σά­γριο καὶ πλα­γκτόν».

       Τὰ παι­διὰ τὸ εἶπαν στ’ ἄλλα παι­διά, τό ‘μα­θαν κι οἱ με­γά­λοι. Πολ­λὰ βρά­δυα ἀκού­γα­νε τὸν Καλὲ-Γιωρ­γά­κη «νὰ ρί­χνει τὰ δί­χτυα καὶ τὰ πα­ρα­γά­δια του», στὴ νυ­χτε­ρινὴ θά­λασ­σα ποὺ λά­τρευε καὶ ἤξε­ρε τό­σο καλὰ καὶ μὲ τέ­τοιο θα­λασ­σινὸ μερά­κι νὰ τὴν ἀκου­μπᾶ νὰ τὴν ἐμπι­στεύ­ε­ται καὶ νὰ τὴν τρυγά­ει. Ἔτσι ποὺ κά­θε του πρά­ξη καὶ κά­θε του αἴσθη­ση εἶχε τὴ γεύ­ση τῆς ἁλμύ­ρας καὶ τὸ ἐρω­τι­κό του σῶμα μιὰ διά­λε­κτο πε­λα­γί­σια.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Mα­νό­λης Πρα­τι­κά­κης (Μύρ­τος Ἱερά­πε­τρας, Κρή­τη, 1943). Ποί­η­ση. Σπού­δα­σε Ἰα­τρι­κή στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ψυ­χί­α­τρος. Πρῶτο του βι­βλί­ο: Θα­λασ­σι­νές φω­νές (1971), ἄλλα βι­βλί­α: Ἡ Κοί­μη­ση καὶ ἡ Ἀ­νά­στα­ση τῶν Σω­μά­των τοῦ Δο­μή­νι­κου (ἐκδ. Νε­φέ­λη, Ἀθή­να, 1997), Λι­βι­δώ (ἐκδ. Κέ­δρος, Ἀθή­να, 1978) κ.ἄ. Συ­γκε­ντρω­τικὴ ἔκδο­ση: Ποιή­ματα 1984-2000 (ἐκδ. Με­ταίχ­μιο, Ἀθή­να, 2003). Δη­μοσί­ευ­σε ἐπί­σης τὸ πεζό Τὰ ἀφη­γή­μα­τα ἑνὸς ψυ­χιά­τρου (ἐκδ. Κα­στα­νιώ­της, Ἀθή­να, 2009).