Παναγιώτα Παπαθανασίου: Παιδιὰ στὴν εξοχή

 

 

Παναγιώτα Παπαθανασίου

 

Παι­διὰ στὴν ἐ­ξο­χή

 

ΡΓΗΣΑΜΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΟΥΜΕ. Φτά­σα­με στὸ σπί­τι τῆς Μα­ρί­ας στὶς δέ­κα καὶ ἀ­κό­μη δὲν ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι. Μά­ζευ­ε ὁ μι­κρὸς δι­ά­φο­ρα μπι­χλιμ­πί­δια σὲ μιὰ σα­κού­λα τοῦ σοῦ­περ μάρ­κετ. Πλα­στι­κὰ ζῶ­α, τέ­ρα­τα, σοῦ­περ ἥ­ρω­ες, αὐ­το­κόλ­λη­τα… Ρώ­τη­σα τὴ Μα­ρί­α τί τὰ θέ­λει ὅ­λα αὐ­τὰ μα­ζί του στὴν ἐ­ξο­χή. Δὲν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α, «Ἄς τὰ πά­ρει νὰ ἀ­σχο­λεῖ­ται» εἶ­πε. Ὁ Τά­κης δὲ δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε γιὰ τὴ κα­θυ­στέ­ρη­ση. Δι­κιά του ἰ­δέ­α ἦ­ταν νὰ τοὺς πά­ρου­με μα­ζί μας. Νὰ βγεῖ λί­γο ἡ Μα­ρία, νὰ ξε­δώ­σει καὶ τὸ παι­δί. Σὲ πα­ρα­λια­κὸ οὐ­ζά­δι­κο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Χαλ­κί­δα, για­τὶ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα δὲ προ­λα­βαί­να­με τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Προ­χω­ρού­σα­με ἀρ­γὰ στὴ κί­νη­ση καὶ στὴ ζέ­στη τῆς τε­λευ­ταί­ας Κυ­ρια­κῆς τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου. Τὸ παι­δὶ εἶ­χε ἁ­πλώ­σει τοὺς πλα­στι­κοὺς φί­λους του στὸ πί­σω κά­θι­σμα σπρώ­χνον­τας τὴ Μα­ρί­α στὴ γω­νιὰ καὶ μουρ­μού­ρι­ζε ἀ­κα­τά­λη­πτες ἱ­στο­ρί­ες ἀλ­λά­ζον­τας φω­νές. Αὐ­στη­ρές, τρυ­φε­ρές, να­ζι­ά­ρι­κες φω­νές. Ὁ Τά­κης πρό­τει­νε συμ­μα­χί­α : «Λοι­πὸν φί­λε μου, τί ὁ­μά­δα εἶ­σαι;» Τὸν κοί­τα­ξε μὲ ἀ­νέκ­φρα­στο βλέμ­μα: «Ὁ μπαμ­πὰς εἶ­ναι Ὀ­λυμ­πια­κός.»

       Αὐ­τὸ καὶ μό­νον αὐ­τό, μέ­χρι ποὺ φτά­σα­με στὸν προ­ο­ρι­σμό μας. Ἕ­νας ἀ­νώ­μα­λος τσι­μεν­τέ­νιος δρό­μος μᾶς ὁ­δή­γη­σε στὸν στε­νὸ χω­μα­τό­δρο­μο. Οἱ σοῦ­περ ἥ­ρω­ες ἐ­κτο­ξεύ­ον­ταν καὶ προσ­γει­ώ­νον­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὰ κα­θί­σμα­τα. Φτά­σα­με στὴ θά­λασ­σα καὶ συ­νε­χί­σα­με πα­ρα­λια­κὰ μέ­χρι ἕ­ναν οἰ­κι­σμὸ πέν­τε-ἕ­ξι αὐ­θαι­ρέ­των. Κά­τσα­με σ’ ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τά, ἀ­σβε­στω­μέ­νοι τσι­μεν­τό­λι­θοι καὶ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νες ὀμ­πρέ­λες πά­νω στὴ πα­τι­κω­μέ­νη ἄμ­μο. Εἶ­χε νο­τιά, ὁ ὑ­γρὸς ἀ­έ­ρας φού­σκω­νε τὸ δέρ­μα μας καὶ κόλ­λα­γε στὰ μαλ­λιά μας. Πή­ρα­με κα­λα­μά­ρια, ὄ­στρα­κα ζων­τα­νὰ καὶ οὖ­ζα. Ἡ Μα­ρί­α μά­θαι­νε στὸν Τά­κη πὼς τρώ­γον­ται τὰ ὄ­στρα­κα, τοὺς ἔ­ρι­χνε λε­μό­νι, τοῦ ἔ­δει­χνε τοὺς σπα­σμοὺς τῆς σφι­χτῆς σάρ­κας κα­θὼς τὴν ἔ­σπρω­χνε μὲ τὸ μα­χαί­ρι μέ­χρι νὰ ξε­κολ­λή­σει ἀ­πὸ τὸ κέ­λυ­φος καὶ με­τὰ τὰ ρού­φα­γε, γε­λών­τας μὲ τὶς γκρι­μά­τσες του. Μέ­σα στὴ θά­λασ­σα εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ γλά­ροι, ἔ­κρω­ζαν χα­ρά­ζον­τας ἐλ­λει­πτι­κὲς τρο­χι­ὲς καὶ ἔ­πει­τα βου­τοῦ­σαν κά­θε­τα, στὸ ἴ­διο πάν­τα ση­μεῖ­ο. Ὁ μι­κρὸς ἔ­φα­γε τη­γα­νη­τὰ κα­λα­μά­ρια καὶ πα­τά­τες καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι. Στά­θη­κε ἀν­τί­κρυ μας, στὴ ἀ­κρο­για­λιὰ καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει κα­τὰ μῆ­κος τῆς ἀμ­μου­διᾶς. Ἀ­πὸ τὴν εὐ­θεί­α τοῦ τρα­πε­ζιοῦ μας μέ­χρι τὸ βρά­χο ποὺ ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα, οὔ­τε βῆ­μα πιὸ πέ­ρα. Πά­νω-κά­τω, πά­νω-κά­τω, μουρ­μού­ρα­γε ἀ­στα­μά­τη­τα καὶ κού­να­γε ἄ­τσα­λα, σπα­στι­κὰ τὰ χέ­ρια του σὰ χα­λα­σμέ­νο παι­χνί­δι.

       Βά­ρυ­νε τὸ κε­φά­λι μου, ἀ­πὸ τὰ οὖ­ζα, τὴ ζέ­στη, τὰ κρω­ξί­μα­τα, τὸ ἀλ­λο­πρό­σαλ­λο φτε­ρού­γι­σμα τοῦ παι­διοῦ. Ἡ Μα­ρί­α καὶ ὁ Τά­κης χα­χά­νι­ζαν ξε­λι­γω­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἀ­στεῖ­ο, «Πᾶ­με νὰ πέ­σου­με στὴ θά­λασ­σα!» φώ­να­ζαν. «Οὔ­τε ποὺ νὰ τὸ σκέ­φτε­στε» τοὺς εἶ­πα. «Εἴ­μα­στε ζα­λι­σμέ­νοι καὶ φα­γω­μέ­νοι. Πᾶ­με μί­α βόλ­τα νὰ ξε­λαμ­πι­κά­ρει τὸ μυα­λό μας.»

       Περ­πα­τή­σα­με πά­νω στὴ ψι­λή, ὑ­γρὴ ἄμ­μο. Τὸ παι­δὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πί­σω μας, πη­δών­τας μὲ με­γά­λες δρα­σκε­λι­ὲς φαν­τα­στι­κὰ ἐμ­πό­δια. Φτά­σα­με στὴν ἐκ­βο­λὴ ἐ­νὸς ξε­ρο­πό­τα­μου καὶ ἀ­νη­φο­ρί­σα­με τὴ κοί­τη του. Λα­χα­νι­ά­ζα­με, τὰ πό­δια μας γλι­στροῦ­σαν πά­νω στὶς κρο­κά­λες καὶ πε­τα­γό­μα­σταν ἀ­πὸ τὰ ξαφ­νι­κὰ σουρ­σί­μα­τα τρο­μαγ­μέ­νων ἑρ­πε­τῶν. Ὁ μι­κρὸς γκρί­νια­ζε. Σκαρ­φα­λώ­σα­με στὸ στέ­ρε­ο ἔ­δα­φος τῶν χω­ρα­φι­ῶν. Ὁ Τά­κης εἶ­δε τὴ συ­κιά, τρι­α­κό­σια μέ­τρα μα­κριά μας. Μιὰ συ­στά­δα ἀ­πὸ συ­κι­ές, με­γά­λα δέν­τρα μὲ σκοῦ­ρο πα­χὺ φύλ­λω­μα. «Πᾶ­με μέ­χρι ἐ­κεῖ» εἶ­πε καὶ προ­χώ­ρη­σε μπρο­στά. Ἀ­πὸ πί­σω ἔ­τρε­ξε ἡ Μα­ρί­α. «Δὲ θέ­λω νὰ ἔρ­θω, βα­ρέ­θη­κα» κλα­ψού­ρι­σε ὁ μι­κρός. Τοῦ εἶ­πα νὰ πε­ρι­μέ­νει κά­τω ἀ­πὸ μιὰ σκιά, θὰ μᾶς ἔ­βλε­πε καὶ θὰ τὸν βλέ­πα­με. Κά­θι­σε στὸ ζε­στὸ ἄ­νυ­δρο χῶ­μα νὰ χαρ­το­γρα­φεῖ τὶς δι­α­δρο­μὲς βι­α­στι­κῶν μυρ­μηγ­κι­ῶν.

       Ὅ­ταν ἔ­φτα­σα στὶς συ­κι­ές ἡ Μα­ρί­α καὶ ὁ Τά­κης εἶ­χαν ἀ­νέ­βει στὰ χον­τρὰ κλα­διὰ τῆς μιᾶς. Τὰ κα­πέ­λα τους καὶ τὰ στό­μα­τά τους φου­σκω­μέ­να ἀ­πὸ σύ­κα, μα­λα­κὰ σύ­κα μὲ ρὸζ σάρ­κα, τὰ τε­λευ­ταῖ­α του κα­λο­και­ριοῦ. Τὰ χέ­ρια τους γρατ­ζου­νι­σμέ­να καὶ πα­σα­λειμ­μέ­να μὲ τὸ κολ­λῶ­δες γά­λα τους. Σι­ω­πη­λοὶ μὲς στὴ βα­ριὰ γλυ­κιὰ μυ­ρω­διά, τὴ φω­να­σκί­α τῶν τζιτ­ζι­κιῶν, τὸ ἀ­στρα­φτε­ρὸ νε­ρὸ καὶ τὶς ἀ­χνὲς ἐ­πάλ­λη­λες στρώ­σεις τῆς ἀ­πέ­ναν­τι στε­ριᾶς.

       Ἡ Μα­ρί­α ἔ­δει­ξε τὸ παι­δὶ ἀ­πὸ ψη­λά. «Κά­τι φω­νά­ζει, δὲ κα­τα­λα­βαί­νω τί λέ­ει.» Κα­τέ­βη­καν καὶ τρέ­ξα­με πρὸς τὸ μέ­ρος του. Σὲ λί­γο οἱ κραυ­γὲς του ἀ­κού­γον­ταν κα­θα­ρά: «Κλέ­φτες! Κλέ­φτες!» Τρέ­ξα­με ἀ­κό­μη πιὸ γρή­γο­ρα, τὰ σύ­κα σκορ­πί­στη­καν στὸ χῶ­μα. «Κλέ­φτες! Κλέ­φτες!»

       Φτά­σα­με βα­ρι­α­να­σαί­νον­τας κον­τά του, σα­στι­σμέ­νοι. Κα­νεὶς τρι­γύ­ρω. Ἡ Μα­ρί­α ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα, μπρο­στά του.

       «Τί εἶ­ναι μω­ρό μου; Τί ἔ­γι­νε;»

       «Κλέ­φτες εἶ­στε! Κλέ­φτες! Κλέ­βε­τε ξέ­να φροῦ­τα!»

       Γυ­ρί­σα­με πί­σω νω­ρίς. Στὴ δι­α­δρο­μὴ οἱ ἄλ­λοι γε­λοῦ­σαν καὶ τὸ παι­δὶ εἶ­χε κολ­λή­σει τὸ θυ­μω­μέ­νο μοῦ­τρο του στὸ πα­ρά­θυ­ρο.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Παναγιώτα Παπαθανασίου (Ἀθήνα, 1967). Σπούδασε οἰκονομικὰ στὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Ἀγγλία. Ἐργάζεται στὸν ἰδιωτικὸ τομέα.