Ilías J. Papadimitracópulos: Chapuzón con Yanis


 

Ilías J. Papadimitracópulos


Chapuzón con Yanis


anis se prepara para ir a darse un baño a la playa. Es su primer baño, hoy, último día de septiembre. Se pone el bañador negro y las chanclas marrones, coge una toalla y se limpia las gafas. Me mira con melancolía.

       —No te preocupes —le digo—, dentro de dos años, cuando te hayas puesto bueno, volverás a bañarte cien veces todos los veranos, como hacías antes.

       Mueve la cabeza. No dice nada, pero me da a entender que lo que digo son chorradas, lo sabemos los dos muy bien: dentro de dos años no estará vivo, pues ya está muerto.



Fuente: Planodion-Historias Bonsái, 24 de mayo de 2012.

Ilías J. Papadimitracópulos (Pirgos, Élide, 1930). Narrador. Trabajó como médico militar. Obras: Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη [Pasta de dientes de clorofila] (Tram, Salónica, 1973), Θερμά θαλάσσια λουτρά [Baños termales en el mar] (Egnatía, Salónica, 1981), Ο θησαυρός των αηδονιών και άλλα διηγήματα [El tesoro de los ruiseñores y otros cuentos] (Gavriilidis, Atenas, 2009), etc. Última obra: Συγκοπή πλατάνου [Síncope de plátano] (Gavriilidis, Atenas, 2010).

La traducción grupal se llevó a cabo, en enero de 2017, en el taller que, bajo la coordinación de los profesores Konstantinos Paleologos y Vicente Fernández, se celebró en el marco de la asignatura «Traducción General CA-AC (I) – Griego – Español / Español – Griego» que imparte el profesor Vicente Fernández en el Departamento de Traducción e Interpretación de la Universidad de Málaga. Participaron los estudiantes: Julia Carrasco Navarro, Raquel Fernández García, Roberto G. Luque Schoham, Antonio Millán Ponce, Katerina Paraskevaídu, Rocío Sánchez González, Susana Sánchez Rodríguez, Desirée Sánchez Rosa, Yorgos Sionakidis, Juan Vargas Salazar.


			

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Καθαρὴ Δευτέρα

.

Papadimitrakopoulos,I.Ch.-KathariDeytera-Eikona-02

.

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος

 

Κα­θα­ρὴ Δευ­τέ­ρα

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ Κα­θα­ρῆς Δευ­τέ­ρας καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ ὁ πα­τέ­ρας μου, κα­τα­φθά­νει σὰν νὰ μὴν ἔ­χει συμ­βεῖ τί­πο­τα. Μᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἀ­πε­βί­ω­σε!

       — Κα­λά, τὸν ρω­τῶ, ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χεις πε­θά­νει καὶ ἁ­πλῶς λεί­πεις τό­σα χρό­νια, για­τί δὲν ἐρ­χό­σουν νὰ μᾶς τὸ πεῖς;

      Κυτ­τά­ζει λυ­πη­μέ­νος. Δὲν ἀ­παν­τᾶ. Φεύ­γει.

  Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος (Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 1930). Πε­ζο­γρά­φος. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς Στρα­τι­ω­τι­κὸς Ἰ­α­τρός. Βι­βλί­α του: Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη (Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973), Θερ­μὰ θα­λάσ­σια λου­τρά (Ἐ­γνα­τί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981), Ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν Ἀ­η­δο­νι­ῶν καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2009) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Συγ­κο­πὴ πλα­τά­νου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Εἰκόνα: Dead Father (1946, λάδι σὲ καμβά). Ἔργο τῆς Alice Neel.    

 

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

 

Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ πά­ει γιὰ μπά­νιο στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι τὸ πρῶ­το του μπά­νιο, τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου σή­με­ρα. Φο­ρά­ει τὸ μαῦ­ρο του μα­γιό, βά­ζει τὶς κα­φὲ σα­γι­ο­νά­ρες του, παίρ­νει μιὰ πε­τσέ­τα καὶ κα­θα­ρί­ζει τὰ γυα­λιά του. Μὲ κυτ­τά­ζει με­λαγ­χο­λι­κά.

       — Μὴ στε­να­χω­ρι­έ­σαι, τοῦ λέ­ω, σὲ δύ­ο χρό­νια ποὺ θὰ εἶ­σαι τε­λεί­ως κα­λά, θὰ ξα­να­κά­νεις πά­λι τὰ ἑ­κα­τό σου μπά­νια κά­θε κα­λο­καί­ρι, ὅ­πως τὸ συ­νή­θι­ζες πα­ληά.

       Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι. Δὲν λέ­ει τί­πο­τα, ἀλ­λὰ μοῦ δί­νει νὰ κα­τα­λά­βω ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι μπα­ροῦ­φες, τὸ ξαί­ρου­με καὶ οἱ δυ­ό μας κα­λά, σὲ δύ­ο χρό­νια δὲν θὰ ζεῖ, ἀ­φοῦ ἤ­δη εἶ­ναι νε­κρός.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος (Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 1930). Πε­ζο­γρά­φος. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς Στρα­τι­ω­τι­κὸς Ἰ­α­τρός. Βι­βλί­α του: Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη (Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973), Θερ­μὰ θα­λάσ­σια λου­τρά (Ἐ­γνα­τί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981), Ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν Ἀ­η­δο­νι­ῶν καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2009) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Συγ­κο­πὴ πλα­τά­νου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Εἰκόνα: Beach Essentials. Ἔργο τῆς Ernie Gerzabek.

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Οἱ φρακασάνες

 

 

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος

 

Oἱ φρακασάνες

 

 

ΑΘΩΣ  ΓΥΡΙΖΑ ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

         Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα , πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τό­φε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

        Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά.

        Ἄ­κου­σα βή­μα­τα στὰ χα­λί­κια κι ὅ­ταν σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου, εἶ­δα νὰ ἔρ­χε­ται ἡ Ἑ­λέ­νη, ντυ­μέ­νη μὲ ἕ­να πε­ρί­ερ­γο φό­ρε­μα γε­μά­το πο­λύ­χρω­μα λου­λού­δια. Θέ­λω πά­λι ἐ­κεῖ­νο τὸ τε­τρά­διο τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, μοῦ εἶ­πε καὶ μὲ κοί­τα­ξε μὲ ἕ­να ἀ­πλα­νὲς χα­μό­γε­λο, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να πλα­νιό­ταν πέ­ρα δῶ­θε κι ἅ­πλω­νε τὰ χέ­ρια της νὰ φθά­σει ἕ­να κλα­δὶ τοῦ δέν­τρου. Δὲν τὸ ἔ­χω, τῆς εἶ­πα, θὰ μοῦ τὸ φέ­ρει ὁ Τά­κης τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ἔ­λα νὰ δι­α­βά­σου­με μα­ζί. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πια­σε τὸ κλα­δί, τὸ ἅρ­πα­ξε μὲ τὰ δυ­ό της χέ­ρια καὶ ἔ­κα­νε μιὰ μᾶλ­λον ἀ­δέ­ξια ἕλ­ξη, τεν­τώ­νον­τας νω­χε­λι­κὰ τὸ κορ­μί της. Ὕ­στε­ρα πή­δη­σε, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι νὰ δι­ορ­θώ­σει τὰ μαλ­λιά της κι ἔ­φυ­γε. Μὴ μὲ πε­ρι­μέ­νεις, μοῦ φώ­να­ξε.

        Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πῆ­ρα τὰ βι­βλί­α μου καὶ πῆ­γα στὸ ἀμ­πέ­λι. Ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ παίρ­νει τὴ γνώ­ρι­μη μυ­ρου­διά του τὸ κλῆ­μα. Τῆς Ἁ­για Μα­ρί­νας ρό­γα καὶ τ’ Ἁ­η­λιὸς στα­φύ­λι, ἔ­λε­γε ἡ για­γιά μου. Ἔ­φε­ρα στὸ μυα­λό μου τὶς ρό­γες τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἐ­κεί­νη ἦρ­θε σὲ λί­γο φο­ρών­τας μιὰ στε­νὴ χα­κὶ φού­στα καὶ ἄ­σπρο που­κά­μι­σο χω­ρὶς σου­τι­έν. Θέ­λεις νὰ φᾶ­με κα­νέ­να σύ­κο, τῆς εἶ­πα καὶ τὴν πῆ­γα στὴν ἄ­κρη τοῦ ἀμ­πε­λιοῦ. Τὰ πρῶ­τα σύ­κα εἴ­χα­νε ἤ­δη γίνει, οἱ φρα­κα­σά­νες ὅ­πως τὰ ἔ­λε­γαν. Με­γά­λα ἴ­σα­με ἕ­να πορ­το­κά­λι, ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα τους κρε­μό­ταν μιὰ στα­γό­να πη­χτὸ μέ­λι μὲ κα­φὲ χρῶμα. Ἔ­βα­λα τὴν Ἑ­λέ­νη νὰ κα­θή­σει, τῆς ἔ­φε­ρα σύ­κα καὶ τῆς ἄ­νοι­ξα τὸ κουμ­πὶ ἀ­πὸ τὸ ἄ­σπρο της που­κά­μι­σο. Τὸ δε­ξί της βυ­ζὶ γλί­στρη­σε ἔ­ξω, ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο στρογ­γυ­λὸ ἀ­π’ ὅ­σο τὸ φαν­τά­στη­κα, ἡ ρό­γα του κά­πως κω­νι­κή. Ἅ­πλω­σα τὸ χέ­ρι μου καὶ κεί­νη ἔ­σκυ­ψε ὁ­λό­τε­λα πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Φράπ, ἀ­κού­στη­κε τό­τε στὸ φρά­χτη καὶ φά­νη­κε ὁ τσό­γλα­νος, ὁ ἀ­δελ­φός της, ψη­λὸς καὶ κα­κο­βι­δω­μέ­νος. Ἡ Ἑ­λέ­νη κουμ­πώ­θη­κε βι­α­στι­κά, ἄ­νοι­ξε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει, ἐ­μέ­να τὰ πό­δια μου ἔ­τρε­μαν. Ὁ ἀ­δελ­φός της μᾶς χαι­ρέ­τη­σε με­θ’ ὑ­πο­κλί­σε­ως, σάλ­τα­ρε στὴ συ­κιὰ κι ἄρ­χι­σε νὰ τρώ­ει φρα­κα­σά­νες. Ἡ Ἑ­λέ­νη ἀ­πό­φευ­γε νὰ μὲ κοι­τά­ξει, γύ­ρι­ζε τὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου καὶ κά­θε τό­σο ἴ­σι­ω­νε τὴ φού­στα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πα­τή­σα­με μα­ζὶ πιὸ πέ­ρα. Μπή­κα­με σὲ ἕ­να με­γά­λο λάκ­κο ἀ­νά­με­σα σὲ κλή­μα­τα, τὸν εἴ­χα­με σκά­ψει στὴν Κα­το­χὴ καὶ κρύ­ψα­με μέ­σα χαλ­κώ­μα­τα καὶ ὅ­πλα. Δο­κί­μα­σα νὰ πιά­σω πά­λι τὸ βυ­ζὶ τῆς Ἑ­λέ­νης, ἐ­κεί­νη τρα­βή­χτη­κε, για­τὶ πα­ρα­σύ­ρε­σαι, μοῦ εἶ­πε. Μά­ζε­ψε τά βι­βλί­α της, φώ­να­ξε τὸν ἀ­δελ­φό της καὶ ἔ­φυ­γε. Ἐ­κεῖ­νος πή­δη­σε ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο, μὲ πα­ρα­τή­ρη­σε μὲ βλέμ­μα κά­πως μυ­στή­ριο κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε χω­ρὶς νὰ μὲ χαι­ρε­τή­σει, τρώ­γον­τας φρα­κα­σά­νες.

   (1962)

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη, Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973.

 

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος (Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 1930). Πε­ζο­γρά­φος. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς Στρα­τι­ω­τι­κὸς Ἰ­α­τρός. Βι­βλί­α του:  Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη (Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973), Θερ­μὰ θα­λάσ­σια λου­τρά (Ἐ­γνα­τί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖο του βι­βλί­ο: Ὁ θη­σαυρὸς τῶν ἀη­δο­νιῶν καὶ ἄλ­λα δι­ηγή­μα­τα (Γα­βρι­ηλί­δης, Ἀθή­να, 2009).  

 

Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 10-04-2010).