Ξένια Παπαδημητρίου
Τὸ σκυλὶ τοῦ τσαγκάρη
Π’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ τοῦ μπάνιου ἄκουγε τὶς στάλες ποὺ ἔπεφταν πάνω στὸ στέγαστρο τρυπώντας τὴν ἡσυχία τοῦ πρωινοῦ. Μὰ τί στὰ κομμάτια, ἔβρεχε τώρα; Τεντώθηκε νὰ δεῖ ἔξω, ὄχι, ἦταν ἀκόμα ὅλα κατάλευκα, κι ὁ θόρυβος τοῦ νεροῦ ἦταν τὸ χιόνι ποὺ ἔλειωνε. Δὲν ἦταν ἔτσι ἡ βροχή, τό ’ξερε, ἐκείνη κάνει ἕνα κούφιο μουρμουρητὸ σὰν ἀπόηχος ἑνὸς καλπασμοῦ κάπου μακριά. Πλύθηκε καλὰ μέχρι τ’ αὐτιά. Ἔτριψε τὸ γέρικο πηγούνι του, καλὰ ἦταν, τὸ γένι μποροῦσε νὰ κρατήσει ἄλλη μιὰ μέρα πρὶν τὸ ξύρισμα. Ντύθηκε, ὅλα μάλλινα, ἀπὸ τὴ φανέλα, ὣς τὶς κάλτσες, πουλόβερ, παντελόνι καὶ καπότο κι ἔβαλε τὶς γαλότσες του, ἐκεῖνες πού ’χε γιὰ τὸ χιόνι. Πῆρε τὸ ποδήλατο, μὰ δὲν τὸ καβάλησε. Τὰ μεταλλικὰ χερούλια του ἔστεκαν ἀγκυλωμένα ἀπὸ τὸ κρύο. Κοίταξε τὸ σκύλο. Ἐκεῖνος κατάλαβε καὶ δίχως κουβέντα ἔκανε προσπάθεια νὰ σηκωθεῖ. Τοῦ πόναγαν ὅλα του τὰ κόκκαλα κι αὐτοῦ τοῦ ζωντανοῦ, πῶς γεράσαμε ἔτσι… Ὁ σκύλος μπῆκε στὴ γραμμὴ ν’ ἀκολουθεῖ τὸ ποδήλατο. Ἀσπρόμαυρος μὲ κάτι ἀδιάφορες βοῦλες καὶ μὲ κορμὶ λαπαδιασμένο καὶ σκευρωμένο ἀπ’ τὰ χρόνια. Τὴ μυτερὴ μουσούδα ρυμουλκοῦσε θαρρεῖς μιὰ νοερὴ κλωστὴ ποὺ τράβαγε τὸ ποδήλατο μὲ κόπο.
Ἡ ἡσυχία τοῦ χιονιοῦ ἤτανε πουπουλένια. Μιὰ γυαλάδα σὰν ἀπὸ πετράδια ἀνακλοῦσε ἀπὸ τὶς λευκὲς καμπύλες ποὺ συνόδευαν τὸν ἴσιο δρόμο. Οἱ γαλότσες βυθίζονταν μέσα στὸ χιόνι κι ἀκουγόταν μονάχα ἕνα ἁπαλὸ χρὰτς χράτς, σὰν νὰ ἔκοβες τὴ χάρτινη ἀθωότητα στὰ δύο. Τὰ φαλακρὰ δέντρα εἶχαν γίνει κομψοτεχνήματα μὲ τὶς ἁπαλὲς πινελιὲς τοῦ χιονιοῦ καὶ τὸν ὑπόλευκο πάγο ποὺ τοὺς κεντοῦσε τὰ κλωνάρια. Νικοῦσε τὴ βαρύτητα, ναί, τὸ χιόνι γι’ αὐτὸ σὲ ἀπογείωνε, τόσο λεπτό, τόσο φίνο σκέπαζε τὶς μυρωδιές, τὶς ἀσχήμιες, στρώνοντας ἕναν νέο δρόμο νυφικὸ ποὺ σὲ προσκαλοῦσε νὰ πατήσεις πάνω του. Ἕνα παγκάκι μὲ στρογγυλεμένες ἀκμές, στέγες ποὺ μοιάζαν μὲ σπιτάκια ἀπὸ ζάχαρη, κι ἕνας καθάριος οὐρανὸς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ σκοτοῦρες, βάσανα καὶ λάθη, ἕνας οὐρανὸς ποὺ βάδιζε ὁλομόναχος πρὸς τὴ λύτρωση. Εἶχαν τσούξει τὰ μάτια τοῦ τσαγγάρη καθὼς περπάταγε κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο ποὺ ἀντανακλοῦσε σὲ κείνη τὴ ἄσπρη λιμνοθάλασσα ἀπὸ λευκό. Ἔκανε κρύο, μὰ τὸ τσαγγάρικο ἦταν πιὰ κοντά. Μιὰ μέρα θὰ ἔκλεινε κι αὐτὸ σὰν ἔκλεινε ἐκεῖνος τὰ μάτια, σκέφτηκε. Δὲν εἶχε ἀφήσει κανέναν πίσω του γιὰ νὰ παραδώσει τὴ σκυτάλη. Μέχρι τώρα θὰ εἶχε μπαλώσει καὶ λουστράρει θαρρεῖς ἑκατομμύρια παπούτσια. Τόσα, ποὺ ἂν τὰ στοίβαζες ὅλα μαζί, θὰ ἔφτιαχναν πύργο μὲ ἐξώπορτα. Ὅλες ἐκεῖνες οἱ μυρωδιὲς τῶν δερμάτων, τῶν πελμάτων καὶ τῆς κόλλας φυλακίζονταν σήμερα κάτω ἀπὸ τὴν παχιὰ στρώση χιονιοῦ. Ἔφτασε. Ἔκανε ν’ ἀκουμπήσει τὸ ποδήλατο, γιὰ ν’ ἀνοίξει τὸ στόρι τοῦ μαγαζιοῦ, κι εἶδε πὼς ὁ σκύλος δὲν ἦταν ἐκεῖ. Πρώτη φορὰ στὰ δεκαεφτὰ χρόνια ποὺ δὲν εἶχε ἀκολουθήσει. Τοῦ γέρου τοῦ τινάχτηκε ἡ καρδιά. Ξεκίνησε ἀντίστροφα γιὰ νὰ τὸν βρεῖ. Τὰ δικά του ἴχνη ὑπήρχανε μονάχα, τῆς γαλότσας. Κι ἔτσι πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς βαδίζοντας πάνω στὰ ἴδια βήματα συλλογιζόμενος πὼς ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνα πισωγύρισμα στὰ δικά σου πατήματα ποὺ καλεῖσαι νὰ τὰ ξαναπεράσεις. Καὶ νά, ὁ σκύλος, κείτονταν ἐκεῖ, στὰ μέσα της διαδρομῆς. Ἀσπρόμαυρος μὲ κάτι ἀδιάφορες βοῦλες καὶ σῶμα ἄψυχο. Ὁ τσαγγάρης τὸν σήκωσε στὰ χέρια καὶ ξαναπῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὸ μαγαζί, ἀκολουθώντας γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ τὰ ἴδια του τὰ ἴχνη.
Φεβρουάριος 2010
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φωτογραφία καὶ συντήρηση ἔργων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς διαδρομές καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Θάνατος,Παπαδημητρίου Ξ.,Ρεαλισμός,Φύση-Ζώα | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Ξένια Παπαδημητρίου | Τὰ σχόλια στὸ Ξένια Παπαδημητρίου: Τὸ σκυλὶ τοῦ τσαγκάρη ἔχουν κλείσει