
Γιάννης Παπαγιάννης
Δίδυμοι
ΤΑΝΕ ΔΥΟ ΔΙΔΥΜΑ ἀγόρια τὰ ὁποῖα δὲν ὁμοίαζαν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, (ἐὰν βέβαια παρατηροῦσε κανεὶς προσεκτικὰ τὰ χαρακτηριστικά, διαπίστωνε ὅτι ἦταν σχεδὸν ἴδια, ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρακτῆρες τους ἦταν ἀλλιώτικοι, ὁ ἕνας, ὁ Μιχάλης, ὑπερβολικὰ σοβαρός, σχεδὸν ἀγέλαστος, κάπως σὰν τὸν Ἀττίλα τὸν Οὖνο πού, ἀπ’ ὅτι μαθαίνουμε ἀπὸ ἱστορικὲς πηγές, δὲν εἶχε γελάσει ποτὲ στὴ ζωή του, ὄχι βεβαίως πὼς ὁ ἐν λόγῳ Μιχάλης ἦταν ἄγριος ὅπως ὁ Μογγόλος βάρβαρος, ἁπλῶς ἦταν σοβαρός, ἀγέλαστος, ἀντιθέτως πρὸς τὸν ἀδελφό του, Κώστα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ μυαλό του στὸν χαβαλὲ καὶ γελοῦσε ἀκόμη κι ὅταν οἱ ἄλλοι δὲν γελοῦσαν, γιατί τὶς περισσότερες φορὲς τὰ ἀστεῖα του ἦταν ἀνάλατα). Ἦταν δυὸ νεαρὰ δίδυμα ἀγόρια, εἰκοσιδύο χρονῶν, μπορεῖ καὶ εἰκοσιπέντε, δὲν ἔχουν νόημα τρία χρόνια ὅταν τὰ βλέπεις ἀπὸ ἀπόσταση, ὅπως δὲν ἔχουν νόημα δύο αἰῶνες ὅταν τοὺς βλέπεις ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση, ὅπως δὲν ἔχει νόημα ὁ χρόνος ὅταν τὸν βλέπεις ἀπὸ ἄπειρη ἀπόσταση, παρέες εἶχαν, γκόμενες —σπανίως— εἶχαν, ἀλλά, κυρίως, εἶχαν φίλους, πολλούς, νεαροὺς ὅπως οἱ ἴδιοι, μηχανόβιους, μὲ ἐντοῦρο διακοσοπενηντάρες, διότι λεφτὰ νὰ ἀγοράσουν ἀκριβότερα δίτροχα δὲν διέθεταν κι ἐπειδὴ οἱ τσέπες τους ἔφταναν μόνο γιὰ βενζίνα, σύχναζαν στὴν πλατεία, ὄχι σὲ κάποια καφετέρια, ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴν πλατεία, σ’ ἕνα τοιχίο ὑπερυψωμένο στὸ ὁποῖο καθόντουσαν κι ἔπιναν μπύρες ποὺ ἀγόραζαν ἀπὸ τὸ περίπτερο καὶ τὰ δίδυμα ἀδέλφια, μόλις τελείωσαν τὸ στρατό, ἔπιασαν δουλειές, χειρωνακτικὲς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κι ἔβγαζαν ἀρκετὰ λεφτὰ ἢ τέλος πάντων ἀποταμίευαν λεφτὰ ἀφοῦ δὲν εἶχαν γυναῖκες οὔτε παιδιὰ νὰ τὰ ξοδέψουν καὶ κατόρθωσαν νὰ ἀγοράσουν ἀπὸ κοινοῦ μιὰ πεντακοσάρα μηχανὴ ποὺ ἦταν ἡ μεγαλύτερη καὶ πιὸ ἐντυπωσιακὴ τῆς παρέας, γυαλισμένη κι ὄμορφη καὶ ἦταν τόσο δεμένοι μεταξύ τους ποὺ δὲν εἶχαν πρόβλημα νὰ μοιράζονται (μυστήριο, ὅταν τὴ χρειαζόταν ὁ ἕνας δὲν τὴν εἶχε ἀνάγκη ὁ ἄλλος, ὅταν ὅμως ὁ ἄλλος ἐπέστρεφε, ἀμέσως ὁ ἕνας τὴν ἔπαιρνε) κι ἔτσι ἐξελίσσονταν οἱ ζωές τους καὶ περνάγανε καλὰ ἢ τουλάχιστον δὲν περνάγανε ἄσχημα. Ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ Μιχάλης χάθηκε. Ἄνοιξε κυριολεκτικὰ ἡ γῆ καὶ τὸν κατάπιε. Τὸ μόνο ποὺ ἔμεινε ἦταν τὰ γυαλιά του, ἕνα πορτοφόλι ποὺ εἶχε μέσα ταυτότητα, λίγα χρήματα, πολλὰ χαρτιὰ μὲ τηλέφωνα ἀπὸ φίλους καὶ λίγα χαρτιὰ μὲ τηλέφωνα ἀπὸ κοπέλες. Πέρασε λίγος καιρὸς καὶ ὁ ἕτερος ἀδελφός, ὁ Κώστας, μὲ αὐτὰ τὰ λίγα ἀντικείμενα καὶ μερικὲς φωτογραφίες ποὺ τοὺς ἔδειχναν μαζὶ κι ἄλλες ποὺ τοὺς ἔδειχναν μόνους στὶς ἀποσκευές του, ἔφυγε. Μετακόμισε στὸ χωριὸ καὶ κατοίκησε ἐκεῖ γιὰ πάντα, ἔγινε ἀγρότης καὶ κανένας ἀπὸ τὴν παρέα δὲν κατόρθωσε νὰ τὸν βρεῖ, εἶναι βέβαια ἀλήθεια ὅτι κανένας δὲν προσπάθησε καὶ πολύ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς παρέας εἶχαν μεγαλώσει καὶ ἀπὸ εἰκοσιτρία εἶχαν γίνει εἰκοσιτέσσερα ἢ ἀπὸ εἰκοσιέξι εἰκοσιεπτά, πάντως ἔκαναν ἀκόμη παρέα κι ἔτρεχαν ἀκόμη μὲ μηχανὲς καὶ ἀπὸ ἀλάργα ἀτένιζαν τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου, στὴν πλατεία ὅπου ἤξερε ὅτι ἦταν στέκι τους, ἐμφανίστηκε ὁ Κώστας. Εἶχε —εἶπε— κατέβει στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἀγοράσει λιπάσματα καὶ δὲν ἐξήγησε γιατί ἕνα χρόνο ὣς τότε δὲν εἶχε λιπάνει τὰ χωράφια, οὔτε γιατί ἔπρεπε νὰ ἀγοράσει λιπάσματα εἰδικῶς ἀπὸ μαγαζιὰ τῆς Ἀθήνας κι ἔτσι παρουσιάστηκε φάντης μπαστούνης, χαιρέτησε, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, οὔτε κουβέντα, στὴν ἀρχή, γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ εἶχαν περάσει, ἁπλῶς τὰ εἴπανε, ὅπως παλιά. Ὅμως αὐτὸς ἦταν ἀλλιώτικος Κώστας, δὲν ἔκανε πιὰ ἀστεῖα, ἦταν σὰν τὸν Ἀττίλα τὸν Οὖνο πού, ἀπ’ ὅτι μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγές, δὲν εἶχε γελάσει ποτὲ στὴ ζωή του, ὄχι βεβαίως πὼς ὁ δίδυμος εἶχε γίνει ἄγριος ὅπως ὁ Μογγόλος βάρβαρος, ἁπλῶς ἦταν σοβαρὸς κι ἀγέλαστος κι ἔμοιαζε πολὺ μὲ τὸν Μιχάλη καὶ τὰ παιδιὰ τῆς παρέας ἔκαναν συχνὰ λάθος καὶ τὸν φώναζαν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του κι αὐτὸς ἔλεγε, δὲν πειράζει κι αὐτοὶ πάλι ξεχνιόντουσαν καὶ τὸν φώναζαν Μιχάλη κι ἐκεῖνος ξανὰ ἔλεγε, δὲν πειράζει καὶ ξαφνικὰ τί τὸν ἔπιασε καὶ τοὺς εἶπε μὲ λεπτομέρειες αὐτὰ ποὺ δὲν εἶχε πεῖ ἐδῶ κι ἕνα χρόνο, γιὰ ἐκείνη τὴν πεντακοσάρα γυαλισμένη μηχανὴ μὲ τὴν ὁποία κάνανε ταρζανιὲς καὶ σοῦζες καὶ τρέχανε μὲ ταχύτητες διαβολεμένες, ἀλλὰ ὅμως, ἐκείνη τὴν (τότε) στιγμὴ ὁ Μιχάλης ὄχι ἁπλῶς δὲν ἔτρεχε, ἀλλὰ ἦταν ἐντελῶς ἀκίνητος, σταματημένος σὲ κόκκινο φανάρι κι ἕνας ταξιτζὴς ποὺ μᾶλλον τὸν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος στὸ τιμόνι τὸν χτύπησε ἀπὸ πίσω καὶ τοῦ πέταξε μακριὰ τὰ γυαλιά. Ὕστερα ἔφυγε ὁ Κώστας ποὺ τὸν φωνάζανε (πιά) Μιχάλη καὶ δὲν τὸν εἴδανε ποτὲ ξανὰ τὰ παιδιά.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γιάννης Παπαγιάννης (Ἀθήνα). Σπούδασε Φυσικὴ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν κι ἔκανε master στὴν Πληροφορική. Ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς στἢ Μέση Ἐκπαίδευση. Πρῶτο του βιβλίο Πέντε ὧρες (μυθιστόρημα, 1989), τελευταῖο του βιβλίο Ἡ ἀσθένεια τῆς πεταλούδας (ἐκδ. Ἄγκυρα, Ἀθήνα, 2009).
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Θάνατος,Οικογένεια,Παπαγιάννης Γιάννης,Ψυχογραφία | Tagged: Γιάννης Παπαγιάννης,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Γιάννης Παπαγιάννης: Δίδυμοι ἔχουν κλείσει