Μάκης Πανώριος
Ὁ ἱππότης
ΡΕΧΕΙ ἀπ’ τὸ πρωΐ. Τώρα ἔχει νυχτώσει. Τὸ σπίτι εἶναι σιωπηλό. Ἀλλὰ κάπου στὰ πίσω δωμάτια νομίζω πὼς ἀκούω ἕναν ἀπροσδιόριστο θόρυβο. Ἕναν παράξενο ἦχο. Σὰν κάτι νὰ σέρνεται. Σὰν κάποιος νὰ ψιθυρίζει. Τρωκτικὰ ποὺ ροκανίζουν ἐνδεχομένως; Ἢ κάτι ἄλλο; Κι ἔρχεται ὄντως ἀπὸ τὰ πίσω δωμάτια; Ἢ ἀπ’τὸ ὑπόγειο ἢ ἀπ’ τὴν ἀποθήκη; Μήπως κάποιος ἔχει μπεῖ στὸ σπίτι; Πότε, ὅμως; Δὲν βγῆκα ἔξω οὔτε στιγμή, οὔτε ἄφησα καμιὰ πόρτα ἀνοιχτή. Ἀφουγκράζομαι. Ὄχι, δὲν εἶναι κανείς. Εἶμαι μόνο ἐγὼ καὶ κανένας ἄλλος. Κανένας δὲν μπαίνει στὸ σπίτι μου. Δὲν δέχομαι ποτὲ ἐπισκέψεις. Δὲν θέλω ξένους, οὔτε κὰν φίλους. Θέλω τὴν ἡσυχία μου. Νὰ μπορῶ νὰ ἐργάζομαι. Χωρὶς ἀνεπιθύμητες εἰσβολές. Ἐλπίζω πὼς ἔγινα κατανοητός.
Ἐλπίζω. Ἀλλὰ γιὰ λίγο παραμένω ἀκίνητος. Νὰ ἠρεμήσω. Λοιπόν, ἠρέμησα. Καὶ τὸ σπίτι βουβάθηκε. Ἡσυχία. Ἐκκωφαντική, ὅπως λένε. Ἀλλὰ ὅ,τι πρέπει γιὰ μένα. Ἀρχίζω τὴν ἐργασία μου.
Ὁ μοναχικὸς καβαλάρης διασχίζει τὴν ἔρημη κοιλάδα ἀργά, κάτω ἀπὸ ἕναν γκρίζο, βροχερὸ οὐρανό, ἀνάμεσα ἀπὸ κουρελιασμένες ὁμίχλες. Ἐπιστρέφει στὸν πύργο του ποὺ ἀχνοφαίνεται στὸ βάθος πάνω σ’ ἕνα βραχῶδες ὕψωμα. Δὲν ξέρει ὅμως ὅτι ἐκεῖ δὲν τὸν περιμένει κανεὶς πλέον. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ φαντάσματα τῶν ἀρχαίων προγόνων του.
Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε. Ἀπολύτως. Πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει μόνος του.
Ὀνομάζεται Νικηφόρος. Καὶ τώρα…
Μοῦ φαίνεται ὅτι κάποιος εἶναι τελικὰ μέσα στὸ σπίτι. Ἀκούω βήματα στὸ διάδρομο. Ἢ μοῦ φαίνεται πὼς ἀκούω; Ἢ μήπως νομίζω πὼς ἀκούω τὰ βήματα τοῦ ἀλόγου τοῦ Νικηφόρου στὴν πλακόστρωτη αὐλὴ τοῦ πύργου του; Λοιπόν, στάση ἐργασίας γιὰ ν’ ἀκούσω. Νὰ βεβαιωθῶ. Κανείς. Οὔτε στὸ σπίτι. Οὔτε στὸν πύργο.
…τραβάει τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου καὶ τὸ κουρασμένο ζῶο σταματᾶ φρουμάζοντας. Ὁ Νικηφόρος ξεπεζεύει. Δὲν τὸν ὑποδέχεται κανεὶς κι αὐτὸ τὸν προβληματίζει. Θέλει νὰ φωνάξει ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει. Διστάζει. Στὴν πραγματικότητα φοβᾶται. Ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Φοβᾶται αὐτὸ ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὸν πύργο. Κι ἔτσι διστάζει νὰ προχωρήσει. Οἱ στιγμὲς ἐπαναλαμβάνουν τὸν νεκρὸ ἑαυτό τους. Ἡ σιωπὴ ὁλόγυρα ὡσὰν κραυγή. Ὁ Νικηφόρος σηκώνει τὰ μάτια καὶ κοιτάζει ψηλὰ στὰ τείχη. Μαῦρα πουλιὰ εἶναι καθισμένα στὶς πολεμίστρες καὶ τὸν παρατηροῦν. Στὴν αὐλὴ σκουπίδια. Ἕνας μικρὸς κρύος ἀγέρας μπαίνει ἀπὸ τὴν γκρεμισμένη πύλη καὶ τοῦ ἐπιτίθεται. Ἀνατριχιάζει. Ὁ μικρὸς ἀγέρας τριγυρίζει στὴν αὐλή, παρασέρνει τὰ ξερὰ χορτάρια καὶ φεύγει ψηλά. Τὰ πουλιὰ ἀναφουφουλιάζουν ξαφνιασμένα ἀλλὰ παραμένουν στὶς θέσεις τους. Ὁ Νικηφόρος ἔχει πλέον πειστεῖ γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχει συμβεῖ. Ὀφείλει ἁπλῶς νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς. Ὁδηγεῖ τὸ ἄλογο πέρα στὸ στάβλο, τὸ δένει στὸ παχνί του καὶ βγαίνει ἔξω. Στέκεται καὶ πάλι γιὰ λίγο ἀκίνητος, ἀλλὰ τώρα ἀντιμέτωπος μὲ τὴν διαπιστωμένη ἥττα του. Κι ὕστερα ἀρχίζει ν’ ἀνεβαίνει τὴ σκάλα. Πρέπει νὰ πάει στὰ πάνω δωμάτια. Ἐκεῖ ποὺ τὸν περιμένει τὸ πεπρωμένο του. Πού κάποιος ἄλλος τὸ ἔχει προαποφασίσει. Ἐρήμην του. Ὅταν φτάνει στὸ πλατύσκαλο ἀντικρίζει ἕνα νεκρὸ σκυλί. Εἶναι ὁ Μαῦρος. Ὁ σύντροφος τῆς Μάρθας. Τώρα πλέον δὲν ἔχει πιὰ καμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὸ τὶ τὸν περιμένει. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς. Πρέπει νὰ μπεῖ μέσα. Νὰ δεῖ. Καὶ ξεκινάει. Βαδίζει. Ἀκούει μόνο τὰ μοιραῖα βήματά του. «Μάρθα», ψιθυρίζει. Ἀλλὰ τοῦ ἀπαντᾶ μόνο ἡ σιωπὴ τοῦ θανάτου.
Λοιπόν, ὄχι, δὲν κάνω λάθος. Ἀκούω βήματα στὸ διάδρομο. Κάποιος ἔχει μπεῖ στὸ σπίτι καὶ περπατάει στὸ διάδρομο. Πλησιάζει στὸ γραφεῖο μου. Τώρα ἔχει σταματήσει. Ἀλλὰ δὲν ἀνοίγει τὴν πόρτα. Δὲν μπαίνει μέσα. Ἢ διστάζει, ἢ δὲν εἶναι κανεὶς τελικά. Περιμένω. Πιθανῶς νὰ εἶναι ἐν τέλει ἡ σιωπή. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδική μου συγκάτοικος· καὶ πολλὲς φορές, ὅπως τώρα ἐνδεχομένως, τῆς ἀρέσει νὰ μοῦ δηλώνει τὴν παρουσία της. Ἐντάξει, σ’ ἄκουσα. Ἄσε μὲ τώρα νὰ ἐργαστῶ.
Ὁ Νικηφόρος ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαράς του, ἀλλὰ βρίσκεται μέσα στὸ κενοτάφιο. Καὶ ἡ Μάρθα ἀναπαύεται στὸ φέρετρό της. Πλησιάζει καὶ τὴν κοιτάζει. Πόσο ξένη εἶναι πλέον. Μὲ ἕναν παιδικὸ τρόμο ὁ Νικηφόρος ἀπομακρύνεται. Βγαίνει ἔξω. Προχωρᾶ στὸ διάδρομο. Στέκεται μιὰ στιγμὴ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα. Τέλος τὴν ἀνοίγει καὶ μπαίνει μέσα. Ὁ ἄντρας ποὺ κάθεται στὸ γραφεῖο του καὶ γράφει, ἀφήνει κάτω τὴν πένα του καὶ σηκώνεται.
Ἐσύ, λέει. Ναί, ἐγώ, ἀπαντᾶ ὁ ἱππότης. Ποὺ ἐπιστρέφω στὸν ἔρημο πύργο μου. Γιὰ νὰ βρῶ τὴν γυναίκα μου νεκρή. Ἀλλὰ γι’ αὐτὴ τὴν καταστροφή, εὐθύνεσαι ἐσύ, γραφιά. Ἔτσι δὲν εἶναι; Ἐπειδὴ ἔτσι μᾶς δημιούργησες. Εἴδωλα τῆς προσωπικῆς ἐρημιᾶς σου. Εἶσαι ἀξιοθρήνητος. Τί θὰ κάνεις τώρα; Θὰ μὲ δολοφονήσεις κι ἐμένα; Δὲν μπορεῖς. Γιατί φεύγω. Ἐσὺ μεῖνε μέσα στὰ ἄχρηστα γραφτά σου. Καὶ στὴν αἰώνια δυστυχία σου. Κι ἀνοίγοντας τὴν πόρτα βγαίνει ἔξω. Ὁ συγγραφέας τὸν παρακολουθεῖ νὰ χάνεται ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα. Καὶ στὴ βροχή.
Δεκέμβριος 2009
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μάκης Πανώριος (Κεφαλλονιά, 1935). Πεζογράφος, κριτικὸς βιβλίου καὶ κινηματογράφου. Σπούδασε ζωγραφικὴ στὴ Σχολὴ ABC καὶ θέατρο στὴ Σχολὴ Θεάτρου τοῦ Πέλου Κατσέλη. Πρῶτο του βιβλίο: Ἡ κατάκτηση, 1970, (μυθιστότημα).
Filed under: Ελληνικά,Πανώριος Μάκης,Τέχνη,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μάκης Πανώριος,Φανταστικό | Τὰ σχόλια στὸ Μάκης Πανώριος: Ὁ ἱππότης ἔχουν κλείσει