Παυλίνα Παμπούδη: Τὸ ὄνειρο τοῦ πεταλωτῆ

 

 

Παυ­λί­να Παμ­πού­δη

 

Τὸ ὄ­νει­ρο τοῦ πε­τα­λω­τῆ

 

 ΝΕΑΡΗ Σο­φί­α Λαμ­προ­πού­λου, φο­ρο­τε­χνι­κός, κά­τοι­κος Χαλ­κί­δας, περ­πα­τοῦ­σε βι­α­στι­κά. Εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­γή­σει· ὁ ἀ­έ­ρας καὶ ἡ βρο­χὴ δυ­νά­μω­ναν, ἄρ­χι­ζε νὰ σκο­τει­νιά­ζει, κι ἐ­κεί­νη βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μα μα­κριά. Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χει ἀ­κυ­ρώ­σει αὐ­τὸ τὸ ραν­τε­βού, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε – ἀ­φο­ροῦ­σε στὸ μέλ­λον της. Τα­ξὶ δὲν περ­νοῦ­σε κα­νέ­να. Ἂν ἔ­κο­βε δρό­μο ἀ­πὸ κά­που;

         Χω­ρὶς νὰ τὸ πο­λυ­σκε­φτεῖ, ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὴ λε­ω­φό­ρο κι ἔ­στρι­ψε σ’ ἕ­να στε­νό. Τώ­ρα σχε­δὸν ἔ­τρε­χε. Εἶ­χε τὴν κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα της προ­τε­τα­μέ­νη ἀ­μυν­τι­κά, προ­σπα­θών­τας νὰ φυ­λα­χτεῖ ἀ­πὸ τὶς ρι­πὲς τοῦ νε­ροῦ. Πι­θα­νὸν θὰ ἔ­βγαι­νε χα­μη­λὰ στὴν Ἀ­βάν­των. Ἢ μή­πως ὄ­χι; Κον­το­στά­θη­κε ἀ­πό­το­μα.

        Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Πί­σω ἀ­πὸ τὸ δι­ά­φα­νο προ­πέ­τα­σμα τῆς βρο­χῆς τὸ στε­νὸ φαι­νό­ταν νὰ κα­τη­φο­ρί­ζει – ἤ, μή­πως, νὰ ἀ­νη­φο­ρί­ζει; Τί παι­χνί­δι τῆς ἔ­παι­ζαν τὰ μά­τια της; Θὰ ὁρ­κι­ζό­ταν ὅ­τι ἀ­πὸ τὴ στρο­φὴ τὸ εἶ­χε δεῖ νὰ πη­γαί­νει εὐ­θεί­α.­.. Μά, ναί: πή­γαι­νε καὶ  εὐ­θεί­α. Ἦ­ταν σὰν νὰ βρι­σκό­ταν μέ­σα σὲ μιὰ φλού, δι­πλο­τρα­βηγ­μέ­νη φω­το­γρα­φί­α μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ μιὰ δι­α­στά­σεις! 

        Δε­ξιὰ-ἀ­ρι­στε­ρὰ ὑ­πῆρ­χαν χα­μη­λὰ κτί­σμα­τα, μᾶλ­λον χα­λά­σμα­τα – πε­ρί­ερ­γο, δὲ θυ­μό­ταν νὰ εἶ­χε ξα­να­πε­ρά­σει ἀ­πὸ ἐ­δῶ.

        Ἡ Σο­φί­α Λαμ­προ­πού­λου κοί­τα­ξε πά­νω ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο της, κά­νον­τας τὴ σκέ­ψη νὰ γυ­ρί­σει πί­σω, καὶ πα­νι­κο­βλή­θη­κε: Ἡ στρο­φὴ εἶ­χε χα­θεῖ τε­λεί­ως μέ­σα στὴν ὁ­μί­χλη τῆς βρο­χῆς.

        Ἔ­κα­νε μιὰ ἀ­πό­το­μη κί­νη­ση, ἔ­χα­σε τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ἔ­πε­σε στὸ ὁ­δό­στρω­μα μὲ ὅ­λο της τὸ βά­ρος καί, ξαφ­νι­κά, ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ μιὰ μαύ­ρη τρύ­πα.

 

        Ὁ τρι­αν­τα­ο­χτά­χρο­νος Μπέν­τζα­μιν Λι­ού­ις, πε­τα­λω­τὴς στὸ ἐ­πάγ­γελ­μα, ζοῦ­σε στὸ Σέ­φιλτ τοῦ 18ου αἰ­ώ­να – καὶ ἐ­ξέ­τι­ε κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς προ­η­γού­με­νες ζω­ὲς τῆς Σο­φί­ας Λαμ­προ­πού­λου. Ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­θυ­σμέ­νος, δὲν ἔ­νι­ω­σε κα­μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔκ­πλη­ξη ὅ­ταν ἀν­τί­κρι­σε ξαφ­νι­κὰ μπρο­στὰ του μιὰ ἀ­ναί­σθη­τη γυ­ναί­κα μὲ βρεγ­μέ­να, πα­ρά­ξε­να (καὶ ἐ­λά­χι­στα) ροῦ­χα. Τὴν ἅρ­πα­ξε, τὴ γύ­ρι­σε μπρού­μυ­τα καὶ τὴν ἔ­σπρω­ξε βί­αι­α στὸ ὄ­νει­ρο στὸ ὁ­ποῖ­ο βυ­θί­στη­κε ἀ­μέ­σως.

        Μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ὄ­νει­ρο ἡ Σο­φί­α Λαμ­προ­πού­λου καὶ ὁ Μπέν­τζα­μιν Λι­ού­ις, μὲ μουγ­κρη­τὰ καὶ βρυ­χηθ­μούς, εἰ­σέ­δυ­σαν μα­ζὶ στὸ ὄρ­γιο μιᾶς ἀ­τέ­λει­ω­της σει­ρᾶς προ­η­γού­με­νων βί­ων: συ­νευ­ρέ­θη­καν πά­λι μὲ τὴ μά­γισ­σα Τζέ­ιν, τὸν κα­λό­γε­ρο Θαδ­δαῖ­ο, τὸν ἀλ­χη­μι­στὴ Τζορ­ντά­νι, τὸν Ἰγ­κὸρ τὸν φο­νιά, τὸν μι­κρὸ Ἄρ­νολτ ποὺ θὰ ἔ­πε­φτε στὸ πη­γά­δι, τὸν καλ­λι­γρά­φο Νου­μᾶ, τὸν ἀρ­γυ­ρα­μοι­βὸ Ἀ­ράμ, τὴ Ρο­τσου­ίν­θη τὴν ἑ­ξα­δά­κτυ­λη, τὸν τρε­λὸ Τζί­ου, τὸν ἀ­πε­λεύ­θε­ρο Λεύ­κιο, τὴν ἐ­ρω­τευ­μέ­νη Ἡ­ρὼ —μέ­χρι ποὺ ἔ­φτα­σαν πο­λὺ πο­λὺ πί­σω, σὲ ἐ­πο­χὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α τὸ ἐ­γὼ ἦ­ταν ἀ­κό­μα συλ­λο­γι­κὸ καὶ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­νά­με­σα σὲ ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς φυ­λῆς— κά­τι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γή­σει (ἐν μέ­ρει), ἀ­τα­βι­στι­κά, τὸ πο­λυ­σχι­δὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης.  Με­τά, προ­χω­ρών­τας ἀ­κό­μα πιὸ βα­θιὰ στὴν προ­ϊ­στο­ρί­α, μοι­ρά­στη­καν ἀ­νά­με­σα σ’ ὅ­λα τὰ ὄν­τα – ἀ­πὸ τὸ δει­νο­θή­ριο μέ­χρι τὴν ἀ­μοι­βά­δα τὴν Πρω­τέ­α. Τέ­λος, τὰ πάν­τα γύ­ρω τους βυ­θί­στη­καν σὲ ἕ­να κε­νὸ ὅ­λο ἀ­να­θυ­μιά­σεις θεί­ου καὶ ἀμ­μω­νί­ας κα­θὼς ὁ Μπέν­τζα­μιν Λι­ού­ις πέ­θαι­νε στὸν ὕ­πνο του ἀ­πὸ ἀ­νεύ­ρυ­σμα.

 

        Τὸ σῶ­μα τῆς Σο­φί­ας Λαμ­προ­πού­λου βρέ­θη­κε τὴν ἑ­πο­μέ­νη, σ’ ἕ­να οἰ­κό­πε­δο στὸ κέν­τρο τῆς Χαλ­κί­δας. Πα­ρό­λο ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἴ­χνη βί­ας, δὲν ἀ­πο­κλεί­στη­κε ἡ ἐγ­κλη­μα­τι­κὴ ἐ­νέρ­γεια. Ἡ ἔ­ρευ­να ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὴν ἐμ­πλο­κὴ τοῦ θύ­μα­τος σὲ κά­ποι­ο κύ­κλω­μα φο­ρο­τε­χνι­κῶν καὶ ἐ­φο­ρια­κῶν ὑ­παλ­λή­λων.

 

 

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση

 

Παυ­λί­να Παμ­πού­δη (Ἀ­θή­να, 1948). Ποι­ή­τρια, πε­ζο­γρά­φος καὶ με­τα­φρά­στρια. Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ τῆς  Ἀ­θή­νας. Πρῶ­το της βι­βλί­ο:  Εἰ­ρη­νι­κά, Ἀ­θή­να, 1964 (ποί­η­ση).