Λήδα Ντόντου
Κόρη σὲ ἔκσταση
ΝΑ ΒΡΑΔΥ, ἔσυρε τὸ κορμί της ―ὅ,τι τέλος πάντων εἶχε μείνει― ἔξω ἀπ’τὸ σπίτι. Εἶχε κουρνιάσει στὸ δυάρι τοῦ πρώτου, Σικίνου καὶ Φωκίωνος γωνία, ζωὴ ὁλάκερη. Τὸ παντζούρι σάπιο στὴν ἀκινησία του, τὰ μάτια σβηστά, τὰ φῶτα ἄχρηστα. Ἡ διαδρομὴ τὴν καλωσόρισε, σὰν διασκέλισε τὴν πόρτα. Στὸν κόρφο της τὸ ἕνα χέρι ἕσφιγγε τὸ ἄλικο φόρεμα ἀπὸ ταφτά, ἐνῶ τὸ ἄλλο διατηροῦσε τεντωμένο νὰ προπορεύεται. Τὰ κατατόπια γνώριμα, καθοδηγοῦσαν. Οἱ δονήσεις τοῦ πεζόδρομου ―ἱκανὲς σειρῆνες― ὑποδαύλιζαν τὴν τροχιά της. Στὴν κορφὴ τῆς γούρνας, ἡ κόρη σὲ ἔκσταση, περήφανα τόνιζε τὴ γύμνια της, ἀγναντεύοντας τοὺς περαστικοὺς ἡδονοβλεψίες. Ἡ γριὰ ἔνιωσε τὴν ἀδημονία της. Κάποτε εἶχε σταθεῖ καὶ ἐκείνη ―στήλη ἅλατος― βλέποντας μιὰ σιλουέτα νὰ ἀπομακρύνεται, μέχρι νὰ ἀπομείνει μιὰ κουκκίδα, μόνιμος λεκὲς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα. Χρόνια πλύσης μὲ γλυφὸ νερό, ξεθώριασαν τὰ μάτια, ἀλλοίωσαν τὴν ὅραση, πέρα ἀπ’ τὴν ἀνάμνηση. Ψηλαφιστὰ πλησίασε τὴν κόρη καὶ μὲ νύχια φαγωμένα στὸ μεδούλι, πέρασε τὰ κουμπιὰ τοῦ φορέματος. Ραμμένο στὰ μέτρα μιᾶς ζωντανῆς. Τὸ ὕφασμα τσίτωσε στοὺς σφριγηλοὺς γοφούς, γραπώθηκε στὶς παγωμένες θηλές. Καὶ ἡ κόρη ―λύνοντας τὰ ἀγκυλωμένα χέρια της― πρόσφερε στὸ ἰσχνὸ σαρκίο δυὸ μπρούντζινα μάτια ὡς ἀντάλλαγμα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Λήδα Ντόντου (Ἀθήνα, 1982). Ἔκανε Οἰκονομικὲς σπουδὲς στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν και μεταπτυχιακὰ στὸ Στρασβοῦργο. Ἀσχολεῖται με τὴν ζωγραφική, τὴν ποίηση καὶ τὸ διήγημα.
Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ γλύπτη Μιχαὴλ Τόμπρου (1939) στὴν ὁδὸ Φωκίωνος Νέγρη στὴν Κυψέλη.
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Μοναξιά,Ντόντου Λήδα,Πόλη-Χώροι,Συμβολισμός,Σώμα,Τέχνη | Tagged: Διήγημα,Λήδα Ντόντου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Λήδα Ντόντου: Κόρη σὲ ἔκσταση ἔχουν κλείσει