Παῦλος Νιρβάνας
Ἡ πεθαμένη
ΙΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ἡ ξαφνικὴ φιλία τοῦ Ἀντρέα μὲ τὸν πλούσιο κύριο, ποὺ εἶχε φθάσει τελευταῖα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπασχολοῦσε τοὺς φιλικούς μας κύκλους. Ὁ Ἀντρέας, ἕνας ποιητής, ἕνας ἀκοινώνητος, ἕνας δύσκολος γιὰ καινούργιες γνωριμίες, τί κοινὸ μποροῦσε νἄχῃ μὲ τὸν πλούσιο ἔμπορο τῆς Αἰγύπτου, ποὺ εἶχ’ ἔρθει νὰ περάσῃ τὸ καλοκαῖρί του στὴν Ἀθήνα, ἐγκαθιδρυμένος πλουσιοπάροχα σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προαστειακὰ ξενοδοχεῖα, καὶ μέσα σ’ ἕναν κύκλο πλουτοκρατῶν καὶ ἀνθρώπων τῆς δουλιᾶς;
— Μήπως εἶνε τάχα συγγενής του;
— Τί ἰδέα! Τώρα τελευταῖα τὸν γνώρισε.
— Λοιπόν;
Κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσῃ τὸ μυστήριο. Καὶ ὁ Ἀντρέας εἶχε χαθῆ σχεδὸν ἀπὸ τὴν συντροφιά μας. Τὸν συναντούσαμε κάθε τόσο μὲ τὸν νέο του φίλο πότε στὴν ἐξέδρα τοῦ Φαλήρου, πότε στὴν πλάζ, πότε μέσα σ’ ἕνα αὐτοκίνητο στὴν ἐξοχή, καὶ μιὰ βραδυὰ τὸν εἴδαμε νὰ γευματίζῃ μαζί του στὴν ταράτσα τοῦ «Ἀκταίου». Ὁ Ἀντρέας μᾶς χαιρετοῦσε πάντα μὲ κάποια συστολὴ καὶ μὲ κάποιο ὕφος, ποὺ ἤτανε σὰ νὰ μᾶς λέῃ:
— Μὴ μὲ παρεξηγῆτε, φίλοι μου! Ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ μπορεῖτε νὰ βάλετε στὸ νοῦ σας, τίποτε δὲν εἶνε σωστό. Ἂν ξέρατε…
Κάποια βραδυά, ἐπὶ τέλους, ὁ Ἀντρέας ἀποφάσισε νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ τὸ αἴνιγμα τῆς ἀνεξήγητης φιλίας του μὲ τὸν πλούσιο κύριο τῆς Αἰγύπτου. Ἤμαστε οἱ δυό μας, ἐντελῶς μόνοι, σ’ ἕνα ἐξοχικὸ καφενεδάκι, καὶ ὁ Ἀντρέας χωρὶς νὰ τὸν προκαλέσω καθόλου, φάνηκε νὰ γυρεύῃ ἀφορμὴ γιὰ ἐκμυστήρευση.
— Ἐσένα σοῦ τὰ λέω ὅλα! μοῦ εἶπε ἄξαφνα.
— Δὲν εἶχα καμμιὰ ἀμφιβολία… μουρμούρισα.
— Βέβαια, ἐξακολούθησε, καὶ σὲ σένα καὶ στοὺς ἄλλους φίλους θὰ κάνουν ἐντύπωση οἱ τελευταῖές μου σχέσεις μὲ τὸν κύριο τῆς Αἰγύπτου.
Ἔμοιαζε σὰ νὰ ζητοῦσε σχεδὸν συχώρεση γιὰ τὴ σχέση του αὐτή.
— Δὲ βαριέσαι! Τοῦ εἶπα. Καθένας εἶνε ἐλεύθερος νὰ κανονίζῃ τὶς σχέσεις του, ὅπως τοῦ ἀρέσει. Σὲ ποιὸν θὰ δώσῃς λόγο; Ἢ μήπως φοβήθηκες μὴν τύχῃ καὶ παρεξηγηθῇς; Τὸ ξέρουν ὅλοι ὅτι δὲν εἶσαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κυνηγοῦν τοὺς Μαικῆνες.
Καὶ τὸν χτύπησα φιλικὰ στὴν πλάτη.
— Ἀδιάφορο! Εἶπε. Ἐσὺ τουλάχιστον θέλω νὰ ξέρῃς.
Καὶ μελαγχόλησε σὰ νὰ εἶχε νὰ διηγηθῇ μιὰ θλιβερὴ ἱστορία. Ἐγὼ δὲν ἔδειξα καμμιὰ ἀνυπομονησία νὰ μάθω τὸ μυστικό του. Καὶ μείναμε κάμποση ὥρα σιωπηλοί, μέσα στὴν ἥσυχη καλοκαιρινὴ βραδυά.
Λοιπόν εἶπε σὲ λίγο, τὸν κύριο αὐτὸ μοῦ τὸν σύστησαν κάποιο βράδυ σ’ἕνα τραπεζάκι τῆς πλάζ. Ὁ κύριο Νικολαΐδης… Τὸ ὄνομά του, ἕνα κοινότατο ὄνομα, δὲν μοῦ ἔκανε καμμιὰ ἰδιαίτερη ἐντύπωση. Καὶ καθίσαμε μὲ τοὺς δυὸ ἄλλους γνωστούς μου κυρίους, ποὺ μοῦ τὸν εἶχαν συστήσει, μιλῶντας γιὰ ἀδιάφορα πράματα…
— Μὰ γιατὶ ὅλα αὐτά, παιδί μου; τοῦ εἶπα. Φαίνεται σὰ ν’ ἀπολογεῖσαι γιὰ ἕνα ἔγκλημα, ποὺ δὲν ὑπάρχει.
— Ὄχι, ὄχι! μοῦ εἶπε. Ἄκουσε. Πρέπει ν’ ἀκούσῃς. Δὲ φαντάζεσαι ποῦ θὰ τελειώσω, ὅπως δὲν τὸ εἶχα φαντασθῆ κ’ ἐγὼ τότε.
Ἡ φωνή του ἤτανε βαθειὰ κ’ ἔτρεμε λιγάκι.
— Σὲ λίγο, ἐξακολούθησε, ἔφυγαν οἱ δυὸ ἄλλοι κύριοι καὶ μείναμε μόνοι μας μὲ τὸν κύριο τῆς Αἰγύπτου. Μιλήσαμε λιγάκι γιὰ γενικὰ πράματα, ποὺ δὲ μ’ ἐνδιαφέρανε καὶ πολύ. Ἔξαφνα ὁ κύριος τῆς Αἰγύπτου μοῦ εἶπε: «Μοῦ φαίνεται πὼς εἴχατε γνωρίσει τὴ μακαρίτισσα τὴ γυναῖκά μου. Κάποτε θυμοῦμαι νὰ μοῦ ἀνάφερε τὄνομά σας». Τὴ γυναῖκά του; Σκέφτηκα λίγο. Τὸ ὄνομά του μοῦ ξαναῆρθε στὴ μνήμη μου μὲ μιὰ μακρυνὴ ἱστορία. Νικολαΐδης… Βέβαια. Ἡ Μαργαρίτα —σοῦ εἶχα μιλήσει κάποτε γιὰ τὸ παληό μου αὐτὸ αἴσθημα— εἶχε παντρευτῆ στὸ Κάϊρο μὲ κάποιο Νικολαΐδη. Εἶχα λοιπὸν μπροστά μου… Φαντάζεσαι. «Ἄ, βέβαια! τοῦ εἶπα, κρύβοντας ὅσο μποροῦσα τὴν ταραχή μου. Εἶχα τὴν εὐτυχία νὰ γνωρίσω ἄλλοτε τὴν καϋμένη τὴν κυρία στὴν Κηφισιά. Δὲ φανταζόμουν… Τώρα θυμοῦμαι. Νικολαΐδης… Βέβαια! Χάρηκα πολύ, κύριε Νικολαΐδη…»
Ὁ Ἀντρέας μιλοῦσε μὲ τὴν ταραχὴ τῆς ἴδιας ἐκείνης στιγμῆς, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ μοῦ φέρῃ μπροστά μου.
— Φαντάζομαι, τοῦ εἶπα, τὴ συγκίνηση καὶ τῶν δυό σας, μιὰ συγκίνηση ξεχωριστὴ γιὰ τὸν καθένα.
Ὁ Ἀντρέας χαμογέλασε πικρά.
— Τὴ δική μου δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀρνηθῶ! μοῦ εἶπε. Ξέρεις τὴν ἱστορία μου μὲ τὴ Μαργαρίτα. Ξέρεις πόσο τὴν ἀγάπησα. Τί νὰ τὰ ξαναλέμε; Ἔπειτα ἔφυγε, παντρεύτηκε, ἄκουσα ἕνα ὄνομα, τὸ ὄνομα ἐκεινοῦ, ποὺ στάθηκε πιὸ εὐτυχισμένος ἀπὸ μένα, ὕστερα διάβασα τὸ θάνατό της σὲ μιὰ ἐφημερίδα, πόσα πράματα, πόσοι σπαραγμοί, ὁ ἕνας ὕστερ’ ἀπὸ τὸν ἄλλον. Μιὰ πεθαμένη γέμισε ἀπὸ τότε ὅλη μου τὴ ζωή. Ἐννοεῖς τὴ συγκίνησή μου. Ὅσο γιὰ τὴ δική του δὲν μπορῶ νὰ πῶ τίποτε. «Μοῦ φαίνεται πὼς εἴχατε γνωρίσει τὴ μακαρίτισσα τὴ γυναῖκά μου. Κάποτε θυμοῦμαι νὰ μοῦ ἀνάφερε τὸ ὄνομά σας». Καὶ ὕστερα τίποτε ἄλλο. Ὁ κύριος τῆς Αἰγύπτου ἐξακολούθησε νὰ φουμάρῃ τὸ ἔκλεκτο ποῦρό του, μὲ μιὰ σπάνια ἀπόλαυση καὶ νὰ μιλῇ μ’ ἐξαιρετικὴ εὐθυμία γιὰ τὶς ὡραῖες κυρίες ποὺ περνούσανε μπροστά μας.
— Φαντάζομαι, τοῦ εἶπα, τί κακὸ θὰ σοὔκανε αὐτὴ ἡ κτηνωδία τοῦ κυρίου.
— Κακό; φώναξε ὁ Ἀντρέας. Κάτι διαφορετικώτερο. Μπροστά μου εἶδα τὸν ἀνάξιο ἀντίζηλό μου. Μιὰ ζήλεια βαθειὰ μοῦ κλόνισε ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. Ἕνα μῖσος τρομερό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἤτανε ποὺ μοῦ εἶχε κλέψει τὴν εὐτυχία μου. Φαντάσθηκα τὰ παχειά, πρόστυχα χείλια, ποὺ ἔσφιγγαν μ’ ἕναν χυδαῖο τρόπο τὸ μεγάλο ποῦρο, ν’ ἀκουμποῦνε ἀπάνω στὰ χειλάκια ἐκεῖνα, ποὺ εἶχα ὀνειρευτῆ τὸ φιλί τους, στὰ παρθενικὰ ἐκεῖνα μάγουλα, ποὺ εἶχαν κοκκινίσει κάποτε γιὰ μένα, στὰ μάτια ἐκεῖνα πού… Σηκώθηκα βιαστικὰ καὶ τὸν ἀποχαιρέτησα μὲ κάποια πρόφαση. Ἔνοιωθα πὼς ἥμουν ἱκανός, λίγο ἀκόμη ἂν ἔμενα νὰ τὸν πιάσω ἀπὸ τὸ λαιμό, νὰ χώσω τὰ νύχια μου, νὰ τὸν πνίξω, μὲ λύσσα θηρίου.
Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσῃ. Ἤτανε ἀξιολύπητος. Ἐγὼ δὲν τοῦ εἶπα λέξη, μολονότι δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω, πῶς τὸ μῖσος αὐτὸ τοῦ Ἀντρέα γιὰ τὸν ἀντίζηλό του ἔγινε ἡ περίεργη φιλία, ἡ καθημερινὴ ἀνεξήγητη σχέση μαζί του. Ὁ Ἀντρέας, ἀφοῦ ἔκανε τὸ ἴδιο πικρὸ χαμόγελο, ποὺ λίγο προτήτερα μοῦ εἶχε δείξει τὴν παράξενη τρικυμία τῆς ψυχῆς του, μοῦ εἶπε:
Δὲ μπορεῖς βέβαια νὰ ἐξηγήσῃς τώρα κάποια πράματα. Μήπως μπορῶ ἐγώ; Λοιπὸν τὴν ἄλλη μέρα, χάλασα τὸν κόσμο νὰ συναντήσω τὸν ἄνθρωπο αὐτό, ποὺ μισῶ βαθειὰ ἀπομέσα μου. Τὸ πιστεύεις; Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ τραβάει σὰ μαγνήτης. Μοῦ ἔγινε ἀπαραίτητος. Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω χωρὶς αὐτόν. Πῶς τὸ ἐξηγεῖς αὐτὸ τὸ πρᾶμα; Πῶς;
Δὲν περίμενε ν’ ἀκούσῃ καμμιὰ ἐξήγηση. Καὶ οὔτ’ ἐγὼ προσπάθησα νὰ τοῦ δώσω καμμία. Ὅλη τὴ βραδυὰ μείναμε ἀμίλητοι κάτω ἀπὸ τὸ μυστήριο τῶν καλοκαιρινῶν ἄστρων.
Πηγή: Τὸ πέρασμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλα διηγήματα, Ἐκδόσεις Νεφέλη, Ἀθήνα, 1988 (πρώτη ἔκδοση: Κολλάρος, 1922).
Παῦλος Νιρβάνας (ψευδώνυμο τοῦ Πέτρου Κ. Ἀποστολίδη· Μαριούπολη Ρωσίας, 1866 – Ἀθήνα, 1937). Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, θέατρο, χρονογράφημα. Σπόυδασε ἰατρικὴ καὶ ἐργάστηκε ὡς στρατιωτικὸς γιατρὸς ὣς τὸ 1922. Ἐμφανίστηκε στὰ γράμματα τὸ 1884 μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Δάφναι εἰς τὴν 25 Μαρτίου 1821. Ἄλλα βιβλία του: Ποίηση: Παγὰ λαλέουσα (1907)· πεζογραφία: Ἡ βοσκοπούλα μὲ τὰ μαργαριτάρια καὶ ἄλλες μικρὲς ἱστορίες (1914)· Τὸ ἔγκλημα τοῦ Ψυχικοῦ (1928)· δοκίμια: Ἀθηναϊκοὶ περίπατοι (1929), Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα (1929)· θέατρο: Ὁ Ἀρχιτέκτων Μάρθας (1907). Ἅπαντα, τόμ. 1-5, ἐπιμ. Γ. Βαλέτας, Ἀθήνα, 1968.
Εἰκόνα: Ἡ ἐξέδρα τοῦ ξενοδοχείου «Ἀκταῖον» στὸ Νέο Φάληρο ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰώνα.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ερωτας,Ελληνικά,Θάνατος,Μυστήριο,Νιρβάνας Παύλος,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Παύλος Νιρβάνας | Τὰ σχόλια στὸ Παῦλος Νιρβάνας: Ἡ πεθαμένη ἔχουν κλείσει