Παῦλος Νιρβάνας: Ἡ πεθαμένη


 

NirbanasPaylos-IPethameni-Eikona-03b

 


Παῦ­λος Νιρ­βά­νας


 

Ἡ πε­θα­μέ­νη

 


02-GammaΙΑ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ἡ ξαφ­νι­κὴ φι­λί­α τοῦ Ἀν­τρέ­α μὲ τὸν πλού­σιο κύ­ριο, ποὺ εἶ­χε φθά­σει τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε τοὺς φι­λι­κούς μας κύ­κλους. Ὁ Ἀν­τρέ­ας, ἕ­νας ποι­η­τής, ἕ­νας ἀ­κοι­νώ­νη­τος, ἕ­νας δύ­σκο­λος γιὰ και­νούρ­γι­ες γνω­ρι­μί­ες, τί κοι­νὸ μπο­ροῦ­σε νἄ­χῃ μὲ τὸν πλού­σιο ἔμ­πο­ρο τῆς Αἰ­γύ­πτου, ποὺ εἶ­χ’ ἔρ­θει νὰ πε­ρά­σῃ τὸ κα­λο­καῖ­ρί του στὴν Ἀ­θή­να, ἐγ­κα­θι­δρυ­μέ­νος πλου­σι­ο­πά­ρο­χα σ’ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα προ­α­στεια­κὰ ξε­νο­δο­χεῖ­α, καὶ μέ­σα σ’ ἕ­ναν κύ­κλο πλου­το­κρα­τῶν καὶ ἀν­θρώ­πων τῆς δου­λιᾶς;

       — Μή­πως εἶ­νε τά­χα συγ­γε­νής του;

       — Τί ἰ­δέ­α! Τώ­ρα τε­λευ­ταῖ­α τὸν γνώ­ρι­σε.

       — Λοι­πόν;

       Κα­νέ­νας δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­ξη­γή­σῃ τὸ μυ­στή­ριο. Καὶ ὁ Ἀν­τρέ­ας εἶ­χε χα­θῆ σχε­δὸν ἀ­πὸ τὴν συν­τρο­φιά μας. Τὸν συ­ναν­τού­σα­με κά­θε τό­σο μὲ τὸν νέ­ο του φί­λο πό­τε στὴν ἐ­ξέ­δρα τοῦ Φα­λή­ρου, πό­τε στὴν πλάζ, πό­τε μέ­σα σ’ ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το στὴν ἐ­ξο­χή, καὶ μιὰ βρα­δυ­ὰ τὸν εἴ­δα­με νὰ γευ­μα­τί­ζῃ μα­ζί του στὴν τα­ρά­τσα τοῦ «Ἀ­κταί­ου». Ὁ Ἀν­τρέ­ας μᾶς χαι­ρε­τοῦ­σε πάν­τα μὲ κά­ποι­α συ­στο­λὴ καὶ μὲ κά­ποι­ο ὕ­φος, ποὺ ἤ­τα­νε σὰ νὰ μᾶς λέ­ῃ:

       — Μὴ μὲ πα­ρε­ξη­γῆ­τε, φί­λοι μου! Ἀ­πὸ τὸ κά­θε τι ποὺ μπο­ρεῖ­τε νὰ βά­λε­τε στὸ νοῦ σας, τί­πο­τε δὲν εἶ­νε σω­στό. Ἂν ξέ­ρα­τε…

       Κά­ποι­α βρα­δυ­ά, ἐ­πὶ τέ­λους, ὁ Ἀν­τρέ­ας ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μοῦ ἐ­ξη­γή­σῃ τὸ αἴ­νιγ­μα τῆς ἀ­νε­ξή­γη­της φι­λί­ας του μὲ τὸν πλού­σιο κύ­ριο τῆς Αἰ­γύ­πτου. Ἤ­μα­στε οἱ δυ­ό μας, ἐν­τε­λῶς μό­νοι, σ’ ἕ­να ἐ­ξο­χι­κὸ κα­φε­νε­δά­κι, καὶ ὁ Ἀν­τρέ­ας χω­ρὶς νὰ τὸν προ­κα­λέ­σω κα­θό­λου, φά­νη­κε νὰ γυ­ρεύ­ῃ ἀ­φορ­μὴ γιὰ ἐκ­μυ­στή­ρευ­ση.

       — Ἐ­σέ­να σοῦ τὰ λέ­ω ὅ­λα! μοῦ εἶ­πε ἄ­ξαφ­να.

       — Δὲν εἶ­χα καμ­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α… μουρ­μού­ρι­σα.

       — Βέ­βαι­α, ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε, καὶ σὲ σέ­να καὶ στοὺς ἄλ­λους φί­λους θὰ κά­νουν ἐν­τύ­πω­ση οἱ τε­λευ­ταῖ­ές μου σχέ­σεις μὲ τὸν κύ­ριο τῆς Αἰ­γύ­πτου.

       Ἔ­μοια­ζε σὰ νὰ ζη­τοῦ­σε σχε­δὸν συ­χώ­ρε­ση γιὰ τὴ σχέ­ση του αὐ­τή.

       — Δὲ βα­ρι­έ­σαι! Τοῦ εἶ­πα. Κα­θέ­νας εἶ­νε ἐ­λεύ­θε­ρος νὰ κα­νο­νί­ζῃ τὶς σχέ­σεις του, ὅ­πως τοῦ ἀ­ρέ­σει. Σὲ ποι­ὸν θὰ δώ­σῃς λό­γο; Ἢ μή­πως φο­βή­θη­κες μὴν τύ­χῃ καὶ πα­ρε­ξη­γη­θῇς; Τὸ ξέ­ρουν ὅ­λοι ὅ­τι δὲν εἶ­σαι ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ποὺ κυ­νη­γοῦν τοὺς Μαι­κῆ­νες.

       Καὶ τὸν χτύ­­πη­σα φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη.

       — Ἀ­δι­ά­φο­ρο! Εἶ­πε. Ἐ­σὺ του­λά­χι­στον θέ­λω νὰ ξέ­ρῃς.

       Καὶ με­λαγ­χό­λη­σε σὰ νὰ εἶ­χε νὰ δι­η­γη­θῇ μιὰ θλι­βε­ρὴ ἱ­στο­ρί­α. Ἐ­γὼ δὲν ἔ­δει­ξα καμ­μιὰ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α νὰ μά­θω τὸ μυ­στι­κό του. Καὶ μεί­να­με κάμ­πο­ση ὥ­ρα σι­ω­πη­λοί, μέ­σα στὴν ἥ­συ­χη κα­λο­και­ρι­νὴ βρα­δυ­ά.

       Λοι­πόν εἶ­πε σὲ λί­γο, τὸν κύ­ριο αὐ­τὸ μοῦ τὸν σύ­στη­σαν κά­ποι­ο βρά­δυ σ’­ἕ­να τρα­πε­ζά­κι τῆς πλάζ. Ὁ κύ­ριο Νι­κο­λα­ΐ­δης… Τὸ ὄ­νο­μά του, ἕ­να κοι­νό­τα­το ὄ­νο­μα, δὲν μοῦ ἔ­κα­νε καμ­μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση. Καὶ κα­θί­σα­με μὲ τοὺς δυ­ὸ ἄλ­λους γνω­στούς μου κυ­ρί­ους, ποὺ μοῦ τὸν εἶ­χαν συ­στή­σει, μι­λῶν­τας γιὰ ἀ­δι­ά­φο­ρα πρά­μα­τα…

       — Μὰ για­τὶ ὅ­λα αὐ­τά, παι­δί μου; τοῦ εἶ­πα. Φαί­νε­ται σὰ ν’ ἀ­πο­λο­γεῖ­σαι γιὰ ἕ­να ἔγ­κλη­μα, ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει.

       — Ὄ­χι, ὄ­χι! μοῦ εἶ­πε. Ἄ­κου­σε. Πρέ­πει ν’ ἀ­κού­σῃς. Δὲ φαν­τά­ζε­σαι ποῦ θὰ τε­λει­ώ­σω, ὅ­πως δὲν τὸ εἶ­χα φαν­τα­σθῆ κ’ ἐ­γὼ τό­τε.

       Ἡ φω­νή του ἤ­τα­νε βα­θειὰ κ’ ἔ­τρε­με λι­γά­κι.

       — Σὲ λί­γο, ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε, ἔ­φυ­γαν οἱ δυ­ὸ ἄλ­λοι κύ­ριοι καὶ μεί­να­με μό­νοι μας μὲ τὸν κύ­ριο τῆς Αἰ­γύ­πτου. Μι­λή­σα­με λι­γά­κι γιὰ γε­νι­κὰ πρά­μα­τα, ποὺ δὲ μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρα­νε καὶ πο­λύ. Ἔ­ξαφ­να ὁ κύ­ριος τῆς Αἰ­γύ­πτου μοῦ εἶ­πε: «Μοῦ φαί­νε­ται πὼς εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει τὴ μα­κα­ρί­τισ­σα τὴ γυ­ναῖ­κά μου. Κά­πο­τε θυ­μοῦ­μαι νὰ μοῦ ἀ­νά­φε­ρε τὄ­νο­μά σας». Τὴ γυ­ναῖ­κά του; Σκέ­φτη­κα λί­γο. Τὸ ὄ­νο­μά του μοῦ ξα­να­ῆρ­θε στὴ μνή­μη μου μὲ μιὰ μα­κρυ­νὴ ἱ­στο­ρί­α. Νι­κο­λα­ΐ­δης… Βέ­βαι­α. Ἡ Μαρ­γα­ρί­τα —σοῦ εἶ­χα μι­λή­σει κά­πο­τε γιὰ τὸ πα­λη­ό μου αὐ­τὸ αἴ­σθη­μα— εἶ­χε παν­τρευ­τῆ στὸ Κά­ϊ­ρο μὲ κά­ποι­ο Νι­κο­λα­ΐ­δη. Εἶ­χα λοι­πὸν μπρο­στά μου… Φαν­τά­ζε­σαι. «Ἄ, βέ­βαι­α! τοῦ εἶ­πα, κρύ­βον­τας ὅ­σο μπο­ροῦ­σα τὴν τα­ρα­χή μου. Εἶ­χα τὴν εὐ­τυ­χί­α νὰ γνω­ρί­σω ἄλ­λο­τε τὴν κα­ϋ­μέ­νη τὴν κυ­ρί­α στὴν Κη­φι­σιά. Δὲ φαν­τα­ζό­μουν… Τώ­ρα θυ­μοῦ­μαι. Νι­κο­λα­ΐ­δης… Βέ­βαι­α! Χά­ρη­κα πο­λύ, κύ­ρι­ε Νι­κο­λα­ΐ­δη…»

       Ὁ Ἀν­τρέ­ας μι­λοῦ­σε μὲ τὴν τα­ρα­χὴ τῆς ἴ­διας ἐ­κεί­νης στιγ­μῆς, ποὺ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ μοῦ φέ­ρῃ μπρο­στά μου.

       — Φαν­τά­ζο­μαι, τοῦ εἶ­πα, τὴ συγ­κί­νη­ση καὶ τῶν δυ­ό σας, μιὰ συγ­κί­νη­ση ξε­χω­ρι­στὴ γιὰ τὸν κα­θέ­να.

       Ὁ Ἀν­τρέ­ας χα­μο­γέ­λα­σε πι­κρά.

       — Τὴ δι­κή μου δὲν μπο­ρῶ νὰ τὴν ἀρ­νη­θῶ! μοῦ εἶ­πε. Ξέ­ρεις τὴν ἱ­στο­ρί­α μου μὲ τὴ Μαρ­γα­ρί­τα. Ξέ­ρεις πό­σο τὴν ἀ­γά­πη­σα. Τί νὰ τὰ ξα­να­λέ­με; Ἔ­πει­τα ἔ­φυ­γε, παν­τρεύ­τη­κε, ἄ­κου­σα ἕ­να ὄ­νο­μα, τὸ ὄ­νο­μα ἐ­κει­νοῦ, ποὺ στά­θη­κε πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἀ­πὸ μέ­να, ὕ­στε­ρα δι­ά­βα­σα τὸ θά­να­τό της σὲ μιὰ ἐ­φη­με­ρί­δα, πό­σα πρά­μα­τα, πό­σοι σπα­ραγ­μοί, ὁ ἕ­νας ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λον. Μιὰ πε­θα­μέ­νη γέ­μι­σε ἀ­πὸ τό­τε ὅ­λη μου τὴ ζω­ή. Ἐν­νο­εῖς τὴ συγ­κί­νη­σή μου. Ὅ­σο γιὰ τὴ δι­κή του δὲν μπο­ρῶ νὰ πῶ τί­πο­τε. «Μοῦ φαί­νε­ται πὼς εἴ­χα­τε γνω­ρί­σει τὴ μα­κα­ρί­τισ­σα τὴ γυ­ναῖ­κά μου. Κά­πο­τε θυ­μοῦ­μαι νὰ μοῦ ἀ­νά­φε­ρε τὸ ὄ­νο­μά σας». Καὶ ὕ­στε­ρα τί­πο­τε ἄλ­λο. Ὁ κύ­ριος τῆς Αἰ­γύ­πτου ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νὰ φου­μά­ρῃ τὸ ἔ­κλε­κτο ποῦ­ρό του, μὲ μιὰ σπά­νια ἀ­πό­λαυ­ση καὶ νὰ μι­λῇ μ’ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ εὐ­θυ­μί­α γιὰ τὶς ὡ­ραῖ­ες κυ­ρί­ες ποὺ περ­νού­σα­νε μπρο­στά μας.

       — Φαν­τά­ζο­μαι, τοῦ εἶ­πα, τί κα­κὸ θὰ σοὔ­κα­νε αὐ­τὴ ἡ κτη­νω­δί­α τοῦ κυ­ρί­ου.

       — Κα­κό; φώ­να­ξε ὁ Ἀν­τρέ­ας. Κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κώ­τε­ρο. Μπρο­στά μου εἶ­δα τὸν ἀ­νά­ξιο ἀν­τί­ζη­λό μου. Μιὰ ζή­λεια βα­θειὰ μοῦ κλό­νι­σε ὅ­λη μου τὴν ὕ­παρ­ξη. Ἕ­να μῖ­σος τρο­με­ρό. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἤ­τα­νε ποὺ μοῦ εἶ­χε κλέ­ψει τὴν εὐ­τυ­χί­α μου. Φαν­τά­σθη­κα τὰ πα­χειά, πρό­στυ­χα χεί­λια, ποὺ ἔ­σφιγ­γαν μ’ ἕ­ναν χυ­δαῖ­ο τρό­πο τὸ με­γά­λο ποῦ­ρο, ν’ ἀ­κουμ­ποῦ­νε ἀ­πά­νω στὰ χει­λά­κια ἐ­κεῖ­να, ποὺ εἶ­χα ὀ­νει­ρευ­τῆ τὸ φι­λί τους, στὰ παρ­θε­νι­κὰ ἐ­κεῖ­να μά­γου­λα, ποὺ εἶ­χαν κοκ­κι­νί­σει κά­πο­τε γιὰ μέ­να, στὰ μά­τια ἐ­κεῖ­να πού… Ση­κώ­θη­κα βι­α­στι­κὰ καὶ τὸν ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σα μὲ κά­ποι­α πρό­φα­ση. Ἔ­νοι­ω­θα πὼς ἥ­μουν ἱ­κα­νός, λί­γο ἀ­κό­μη ἂν ἔ­με­να νὰ τὸν πιά­σω ἀ­πὸ τὸ λαι­μό, νὰ χώ­σω τὰ νύ­χια μου, νὰ τὸν πνί­ξω, μὲ λύσ­σα θη­ρί­ου.

       Στα­μά­τη­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ προ­χω­ρή­σῃ. Ἤ­τα­νε ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τος. Ἐ­γὼ δὲν τοῦ εἶ­πα λέ­ξη, μο­λο­νό­τι δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κα­τα­λά­βω, πῶς τὸ μῖ­σος αὐ­τὸ τοῦ Ἀν­τρέ­α γιὰ τὸν ἀν­τί­ζη­λό του ἔ­γι­νε ἡ πε­ρί­ερ­γη φι­λί­α, ἡ κα­θη­με­ρι­νὴ ἀ­νε­ξή­γη­τη σχέ­ση μα­ζί του. Ὁ Ἀν­τρέ­ας, ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε τὸ ἴ­διο πι­κρὸ χα­μό­γε­λο, ποὺ λί­γο προ­τή­τε­ρα μοῦ εἶ­χε δεί­ξει τὴν πα­ρά­ξε­νη τρι­κυ­μί­α τῆς ψυ­χῆς του, μοῦ εἶ­πε:

       Δὲ μπο­ρεῖς βέ­βαι­α νὰ ἐ­ξη­γή­σῃς τώ­ρα κά­ποι­α πρά­μα­τα. Μή­πως μπο­ρῶ ἐ­γώ; Λοι­πὸν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, χά­λα­σα τὸν κό­σμο νὰ συ­ναν­τή­σω τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό, ποὺ μι­σῶ βα­θειὰ ἀ­πο­μέ­σα μου. Τὸ πι­στεύ­εις; Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς μὲ τρα­βά­ει σὰ μα­γνή­της. Μοῦ ἔ­γι­νε ἀ­πα­ραί­τη­τος. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ζή­σω χω­ρὶς αὐ­τόν. Πῶς τὸ ἐ­ξη­γεῖς αὐ­τὸ τὸ πρᾶ­μα; Πῶς;

       Δὲν πε­ρί­με­νε ν’ ἀ­κού­σῃ καμ­μιὰ ἐ­ξή­γη­ση. Καὶ οὔ­τ’ ἐ­γὼ προ­σπά­θη­σα νὰ τοῦ δώ­σω καμ­μί­α. Ὅ­λη τὴ βρα­δυ­ὰ μεί­να­με ἀ­μί­λη­τοι κά­τω ἀ­πὸ τὸ μυ­στή­ριο τῶν κα­λο­και­ρι­νῶν ἄ­στρων.


 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 


Πη­γή: Τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ Θε­οῦ καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα, Ἐκ­δό­σεις Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 1988 (πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Κολ­λά­ρος, 1922).

Παῦ­λος Νιρ­βά­νας (ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Πέ­τρου Κ. Ἀ­πο­στο­λί­δη· Μα­ρι­ού­πο­λη Ρω­σί­ας, 1866 – Ἀ­θή­να, 1937). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα, δο­κί­μιο, θέ­α­τρο, χρο­νο­γρά­φη­μα. Σπό­υ­δα­σε ἰ­α­τρι­κὴ καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς στρα­τι­ω­τι­κὸς για­τρὸς ὣς τὸ 1922. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα τὸ 1884 μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Δάφ­ναι εἰς τὴν 25 Μαρ­τί­ου 1821. Ἄλ­λα βι­βλί­α του: Ποί­η­ση: Πα­γὰ λα­λέ­ου­σα (1907)· πε­ζο­γρα­φί­α: Ἡ βο­σκο­πού­λα μὲ τὰ μαρ­γα­ρι­τά­ρια καὶ ἄλ­λες μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες (1914)· Τὸ ἔγ­κλη­μα τοῦ Ψυ­χι­κοῦ (1928)· δο­κί­μια: Ἀ­θη­να­ϊ­κοὶ πε­ρί­πα­τοι (1929), Φι­λο­λο­γι­κὰ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα (1929)· θέ­α­τρο: Ὁ Ἀρ­χι­τέ­κτων Μάρ­θας (1907). Ἅ­παν­τα, τόμ. 1-5, ἐ­πιμ. Γ. Βα­λέ­τας, Ἀ­θή­να, 1968.

Εἰκόνα: Ἡ ἐξέδρα τοῦ ξενοδοχείου «Ἀκταῖον» στὸ Νέο Φάληρο ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰώνα.