.
..
Κωνσταντῖνος Νικολούδης
.
Αὐτοκτονίες καὶ παλιὰ βιβλία
.
ΙΣ ΤΗΝ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Σπευσίππου οἰκίαν του ηὐτοκτόνησε χθές ὁ Ἄγγελος Χρυσοκόρακας, ἐτῶν 46, εἰσοδηματίας, λαβὼν μεγάλην ποσότητα λουμινάλ. Οἱ λόγοι δὲν ἐξηκριβώθησαν.»
Οἱ λίγοι ἄνθρωποι ποὺ τὸν θυμοῦνταν —εἶχε πρὸ πολλοῦ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωὴ— ἀναρωτιόνταν τοὺς λόγους. Καὶ μερικὲς παλιὲς φίλες τῆς μητέρας του, μαζεμένες γιὰ τσάϊ στῆς κυρίας Ἀσπιώτη, ἀποφάσισαν, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐξονυχιστική ἔρευνα τῆς ἰδιωτικῆς του ζωῆς τῶν τελευταίων ἐτῶν, —μιὰ ἔρευνα σταχυολογημένη ἀπ’ τὶς διηγήσεις ὑπηρετριῶν σὲ ὑπηρέτριες καὶ μιᾶς δασκάλας στὸν chaufeur τῆς κυρίας Νάνου, τῆς μόνης ποὺ εἶχε ἀκόμα αὐτοκίνητο, – ὅτι οἱ λόγοι ἦσαν οἰκονομικοί. Μετὰ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀνακάλυψη, αὐτὴν τὴν ἀπόφαση μᾶλλον, δὲν ἀνεφέρθη πιὰ λέξις γιὰ τὸν Ἄγγελο – δὲν ἤτανε σωστὸ νὰ ξαναγίνει λόγος γιά ἕνα θέμα τόσο ἀντιαισθητικό.
Γύρω ἀπ’ τὰ 1930 ὁ Ἄγγελος γύρισε ἀπ’ τὴν Εὐρώπη. Εἶχε φοιτήσει σὲ ὅλα τὰ γνωστὰ Πανεπιστήμια δίχως βέβαια νὰ πάρει οὔτε ἕνα δίπλωμα. Ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιατί, ἔλεγε ὅτι ἀπεχθάνονταν τὶς ἐξετάσεις. Κι ὁ κόσμος τὸν εὕρισκε ἔξυπνο καὶ γοητευτικό. Τὸν λέγανε homme de lettres. Ἐμεῖς ὅμως, ποὺ τὸν ξέραμε καλύτερα, μᾶλλον homme de livres θὰ τὸν ποῦμε. Δὲν τὸν ἐνδιέφεραν τὰ γράμματα· τὸν ἐνδιέφεραν τὰ πράγματα. Τὰ πράγματα καὶ τὰ βιβλία, – ἰδίως τὰ παλιά βιβλία, τὰ λεξικὰ καὶ οἱ ἐγκυκλοπαίδειες.
Στὸ διάστημα τῶν εἰκοσιπέντε περίπου ἐτῶν ποὺ μάζευε πράγματα, εἶχαν γεμίσει τὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης του μὲ σπάνια παλιὰ βιβλία ποὺ τὸν γοήτευαν μὲ τὴν πεπαλαιωμένη ὀρθογραφία τους καὶ τὰ περίεργα στοιχεῖα: τὸ s σχεδὸν σὰν f καὶ τὸ st καὶ ct πάντα ἑνωμένα —: «The Fairie Queene by Edmonde Spenser, Dictionaire Etymologique des mots François dérivés du grec. Imprimerie Gaudot de Girolle la seconde porte cochère à gauche en entrant par la rue de la Dauphine à Paris» ἢ «Ἀριστοτέλους περὶ ποιητικῆς. Textum recensuit, versionem refinxit et animadversionibus illustravit Humphrendus de Rezsci-Brown. Oxonii. E Typographeo Clarendoniano MDCXCV».
Τὰ λεξικὰ τὰ ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό τὰ ἄλλα βιβλία, γιατὶ τοῦ μάθαιναν ὅτι: «Alogotrophie» δὲν σημαίνει ἡ θρέψις τῶν ἀλόγων, ὅπως θὰ νόμιζε κανείς, ἀλλὰ «nourriture inegale et disproportionèe» γιατὶ τὸ λόγος σημαίνει proportion καὶ τὸ α εἶναι στερητικόν. Ὅτι ὑπάρχει μία κατηγορία Ἑλλήνων ποὺ ὀνομάζει τὸ στόμα «Καταπόθρα». Καὶ ὅτι τὸ «τουλδοφύλαξ-ακος, ὁ» σημαίνει «perfect of the τοῦλδον», ποὺ θὰ τὸ καταλάβαινε ἀμέσως, ἂν ἤξερε τί ἦταν τὸ τοῦλδον. Δὲν ἤξερε. Καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μάθει, γιατὶ τὸ λεξικὸ ποὺ κρατοῦσε ἤτανε ἕνα ἀγγλικὸ λεξικὸ ἐπεξηγηματικὸ τῶν δημοσίων ὑπηρεσιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους – «Thesaurus of the names of Paliatal, army and civil employes of the Byzantine Empire». Καὶ κανένα ἄλλο λεξικὸ δὲν περιεῖχε τὴν λέξη «τοῦλδον».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λεξικὰ ἀγαποῦσε καὶ τὶς ἐγκυκλοπαίδειες. Τὶς ἄνοιγε καὶ μάθαινε ὅτι: ἕνας Ἄγγλος earl προσφωνεῖται ἀπὸ τὸν Βασιλέα «our most noble cousin and very puissant prince», ὅτι ρεβέκα (μὲ ἕνα κ) λέγεται «τὸ ἀρχαιότατον μετὰ τόξου μουσικὸν ὄργανον», ὅτι τὸ «πετάει, πετάει… εἶναι εἶδος νεοελληνικῆς παιδιᾶς», ὅτι ἑπτὰ πανίσχυροι πρωθυπουργοὶ τοῦ Βυζαντίου καὶ οἱ περισσότεροι τραγουδισταὶ τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος ἦσαν εὐνοῦχοι, καὶ ὅτι ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ποὺ εἶχε φοιτήσει μαζί του στὴν Heidelberg, εἶχε γίνει συνεργάτης τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας καὶ ὑφηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου.
Ἐφημερίδες δὲν ἐδιάβαζε καὶ δὲν ἄκουγε ραδιόφωνο παρὰ μόνον ὅταν ἔπαιζε παλαιὰ Δυτικὴ καὶ Βυζαντινὴ μουσική)· δηλαδὴ ἄκουγε μόνον ξένους σταθμούς.
Στὶς ἐκλογὲς ἐψήφιζε Λαϊκὸ Κόμμα, ἀπὸ παλιὰ συνήθεια, καὶ δὲν ἤξερε κἂν ποιοὺς ἐψήφιζε, Τὰ ὀνόματα τὰ κοίταζε γιὰ πρώτη φορὰ —ἴσως ἀναγνωρίζοντας κανένα δυό— ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σβήσει ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἦσαν εὔηχα ἢ δὲν μεταφράζονταν ὡραῖα σὲ ξένες γλώσσες.
Μιὰ μέρα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε πιὰ χρήματα. Ὁ δικηγόρος του τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένας κίνδυνος, ὅτι ὅλα θὰ διορθώνονταν, ἀρκεῖ νὰ πουλοῦσε τὸ σπίτι του καὶ νὰ μετακόμιζε σ’ ἕνα μικρὸ διαμέρισμα, ὅπου, βέβαια, δὲν θὰ χωροῦσαν τὰ πράγματά του, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε κι’ αὐτὰ νὰ τὰ πουλήσει, κι’ ἔτσι νὰ τὰ ξεφορτωθεῖ, βγάζοντας κι’ ἀπὸ αὐτὰ ἀρκετὰ χρήματα.
Ὅταν γύρισε σπίτι του εἶχε ἀποφασίσει τί θὰ κάνει. Ἐπῆγε στὸ γραφεῖο, κατέβασε ὅλα του τὰ λεξικὰ καὶ τὶς ἐγκυκλοπαίδειες κι’ ἄρχισε νὰ διαβάζει περὶ αὐτοκτονίας. Ἀποφάσισε ὅτι ὁ πιὸ εὐχάριστος τρόπος θὰ ἦταν ὁ τρόπος τοῦ Σενέκα: νὰ μπεῖ σ’ ἕνα ζεστὸ μπάνιο καὶ νὰ κόψει τὶς φλέβες του.
Ἀλλ’ ἀνεβαίνοντας στὸ μπάνιο θυμήθηκε ὅτι δὲν ἦταν ἡ μέρα τοῦ νεροῦ καὶ δὲν θἆχε νερὸ ὣς τὴν ἑπομένη: Κι’ ἔτσι ἀποφάσισε νὰ μεταχειρισθεῖ τὸ Λουμινάλ. Εἶχε πάντοτε ἕνα μπουκαλάκι πλάϊ στὸ κρεβάτι του γιὰ νὰ πίνει τὶς νύχτες ποὺ οἱ ἔννοιες τῶν λέξεων ἢ ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν πραγμάτων του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθεῖ. Πῆρε τὸ μπουκαλάκι καὶ κατέβηκε κάτω.
Στὸ σαλόνι ἄνοιξε μιὰ βιτρίνα κι’ ἔβγαλε ἕνα Ρωμαϊκὸ ποτήρι ἀπὸ πολύχρωμο γυαλιστερὸ γυαλὶ ποὺ θύμιζε ὀπάλι· τὸ γέμισε μὲ τὸ ναρκωτικὸ καὶ τὸ πῆρε μαζὶ του στὸ γραφεῖο. Ἐκεῖ τὸ ἀκούμπησε προσεκτικὰ σ’ ἕνα τραπεζάκι κι’ ἔψαξε τὸν Φαίδωνα τοῦ Πλάτωνος – μιὰ ἔκδοση τῆς Βενετιᾶς τοῦ 1784. Κάθησε καὶ τὸν διάβασε ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. Τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη περὶ αὐτοκτονίας δέν τά κατάλαβε. Δὲν ἔφταιγε ἡ γλῶσσα· τὰ Ἑλληνικά του ἦταν τέλεια. Ἴσως μάλιστα τὸ «…μὴ πρότερον ἀποκτιννύναι δεῖν, πρὶν ἀνάγκη τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ» νὰ τὸ παρεξήγησε ὁλότελα, γιατὶ, σὰν ἔπινε τὸ ναρκωτικό, ἄκρατο, σκεφτόταν τόν Σωκράτη κι’ αἰσθανόταν κάποια συγγένεια μ’ αὐτόν, καὶ τὸ λαμπρὸ ποτήρι τοὔδινε χαρά.
Ὅταν δὲν ἔμεινε πιὰ στάλα μέσα στὸ ποτήρι, τ’ ἀκούμπήσε μὲ προσοχὴ πάνω στὸ τραπεζάκι κι ἀνέβηκε νὰ κοιμηθεῖ.
Στὴ σκάλα θυμήθηκε ὅτι aborigenus μεταφράζεται «αὐτόχθων»· τὸ «αὐτοκτόνος», ποὺ προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ, τὸ εἶχε ξεχάσει· ἦταν sui… κάτι, ἀλλὰ δὲν θυμόταν τί.
Πηγή: Περ. Στάχυς, ἀρ. 8-9, Ἀπρίλιος-Μάιος 1951.
Κωνσταντῖνος Νικολούδης (Ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων).
Filed under: Αισθητισμός,Ελληνικά,Θάνατος,Κωμικό,Νικολούδης Κωνσταντίνος,Περιγραφή,Τέχνη | Tagged: Διήγημα,Κωνσταντίνος Νικολούδης,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Κωνσταντῖνος Νικολούδης: Αὐτοκτονίες καὶ παλιὰ βιβλία ἔχουν κλείσει