Ἄννα Νιαράκη
Μετρημένες κουβέντες…
ΚΥΡ-ΓΙΩΡΓΗΣ ἦταν πιὰ πατημένα ἑξηνταπέντε. Φαινόταν πιὸ γέρος. Δὲν μίλαγε ποτέ. Ὅλοι στὴν γειτονιὰ τὸν λέγαν Μουγκογιώρη. Στὰ κουτσομπολιὰ ἐπικρατοῦσαν δύο ἀπόψεις. Ἡ μία πλευρὰ (τῆς κυρα-Ἑλένης τῆς καθαρίστριας ποὺ ἔμενε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Μουγκογιώρη), ὑποστήριζε ὅτι ὁ κυρ-Γιώργης μιλοῦσε παλιά, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα συμβὰν ποὺ κόστισε τὴ ζωὴ τῆς γυναίκας του δὲν ξανάπε λέξη. Ἤτανε Κυριακὴ μεσημέρι, εἴχανε πάει γιὰ φαγητὸ στοὺς κουμπάρους τους. Τὸ βραδάκι μετὰ τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸ γλυκὸ ξεκίνησαν νὰ πᾶνε σπίτι τους. Ἡ κυρα-Ἀμαλία εἶχε προχωρήσει λίγο περισσότερο καὶ ὁ κυρ-Γιώργης τῆς φώναξε νὰ τὸν περιμένει. Ἐκείνη κοντοστάθηκε καὶ μιὰ μηχανὴ ἔπεσε πάνω της καὶ τὴν σκότωσε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κυρ-Γιώργη. Ὁ ὁδηγός, μεθυσμένος, εἶχε χάσει τὸν ἔλεγχο. Ὁ κυρ-Γιώργης αἰσθάνθηκε ὑπεύθυνος. Ἂν δὲν τὴν εἶχε φωνάξει ἡ κυρα-Ἀμαλία θὰ ζοῦσε. Τί κι ἂν οἱ δικοί του προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν ὅτι δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτα, ἐκεῖνος κλείστηκε στὸν ἑαυτό του, ἐλάττωσε τὰ πολλὰ-πολλὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ τὸν κέρδισε ἡ σιωπή. Ἔνιωθε ἔτσι πὼς ἐξιλεωνόταν, πὼς αὐτὴ ἡ τιμωρία τοῦ ἔπρεπε γιὰ νὰ ἰσοσταθμιστεῖ τὸ κρίμα του. Τὰ παιδιά του τὸ πῆραν ἀπόφαση, τὰ ἐγγόνια του δὲν ἄκουσαν ποτὲ τὴ φωνή του. Ἀμετάπειστος.
Ἡ ἄλλη πλευρὰ τῆς γειτονιᾶς —τῆς ὁποίας ἡγεῖτο ὁ Παπανοῦτσος ὁ καφετζής (Μάρκο τὸν ἔλεγαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀσελγοῦσε ἄσχημα στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τοῦ εἴχανε κολλήσει πειραχτικὰ τὸ προσωνύμιο Παπανοῦτσος)— ὑποστήριζε ὅτι αὐτὰ ἦταν ἱστορίες γιὰ ἀγρίους κι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν κωφάλαλος.
Ὁ Μουγκογιώρης πήγαινε καθημερινὰ στὸ καφενεῖο τοῦ Παπανούτσου κατὰ τὶς 10 κι ἔπινε τὸν καφέ του, διάβαζε καὶ καμιὰ ἐφημερίδα καὶ κατὰ τὶς 12-1 πήγαινε σπίτι του. Καθόταν πάντα στὸ γωνιακὸ τραπεζάκι δίπλα στὴν τζαμαρία. Ἐδῶ καὶ λίγους μῆνες, στὸ φανάρι ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καφενεῖο, πουλοῦσε χαρτομάντηλα ἕνα κοριτσάκι. Θά ΄τανε δὲ θά ΄τανε δώδεκα χρονῶ, μελαχροινό, κακοντυμένο, ἀδύνατο. Κάθε μέρα στεκόταν στὸ φανάρι. Ἐρχόταν κατὰ τὶς 10 τὸ πρωῒ καὶ ἔμενε μέχρι τὸ μεσημέρι. Φαινόταν νὰ ντρέπεται, γιατὶ δὲν πλησίαζε τὰ αὐτοκίνητα, ἦταν ὅμως τόσο εὐγενικὴ ἡ φυσιογνωμία της ποὺ οἱ ὁδηγοὶ τῆς ἔδιναν χρήματα αὐτόβουλα, χωρὶς πολλὲς φορὲς νὰ παίρνουν κὰν τὰ χαρτομάντηλα. Τὴν τελευταία βδομάδα ἔκανε ἀφόρητη ζέστη καὶ ἡ μικρὴ ξαπόσταινε ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο. Ἔμπαινε μέσα, πουλοῦσε κανένα χαρτομάντηλο καὶ ἔπαιρνε μιὰ πορτοκαλάδα. Ἔβγαινε ἔξω (ἔξω ἔξω ἐσύ, φώναζε ὁ Παπανοῦτσος) καθόταν στὸ πεζούλι καὶ ρουφοῦσε λαίμαργα τὴν πορτοκαλάδα της. Ὁ Μουγκογιώρης τὴν χάζευε —ἔμοιαζε μὲ τὴν ἐγγονή του, πιὸ ταλαιπωρημένη βέβαια— ποὺ τακτοποιοῦσε τὰ πράγματά της, τὰ πρόσεχε καὶ μετὰ πήγαινε καὶ στεκόταν πάλι στὸ φανάρι. Ἀναρωτιόταν πῶς ἀφήνουν τὰ παιδιά τους νὰ γυρίζουν στὸ δρόμο, σκεφτόταν νὰ πάρει τὴν πρόνοια, ἀλλὰ πῶς θὰ συνεννοοῦνταν; Δὲν μιλοῦσε ἐδῶ καὶ χρόνια, κι εἶχε πάρει ὅρκο βαρὺ νὰ μὴν ξαναμιλήσει. Συλλογισμένος, μάζεψε τὴν ἐφημερίδα του, ἄφησε ψιλὰ πάνω στὸ τραπέζι καὶ σηκώθηκε νὰ φύγει. Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ καφενεῖο βλέπει τὴ μικρὴ νὰ μαζεύει πακέτα μὲ χαρτομάντηλα, εἶχε τρυπήσει ἡ τσάντα της καὶ εἶχαν πέσει στὴ μέση τοῦ δρόμου. Πίσω της ἔρχεται μὲ ταχύτητα ἕνα φορτηγάκι. «Πρόσεχε!» βγάζει κραυγὴ ὁ Μουγκογιώρης, ἡ μικρὴ τινάζεται καὶ τὸ φορτηγάκι τὴν πετάει στὴν ἄκρη. Ἔντρομος ὁ ὁδηγὸς σταματάει, βγαίνουν ἀπ’ τὸ καφενεῖο, τρέχει πρῶτος ὁ Μουγκογιώρης, σηκώνει τὸ παιδὶ ἀπ’ τὸ πεζοδρόμιο, τὸ κεφαλάκι του ἔχει γεμίσει αἵματα. «Ἕνα γιατρό», φωνάζει, «τὸ ἀσθενοφόρο» …ἡ μικρὴ διακομίζεται στὸ νοσοκομεῖο, μαζὶ ὁ Μουγκογιώρης.
Τὴ μικρὴ τὴ λέγαν Μαρία καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ Γεωργία. Ὁ πατέρας της εἶχε πεθάνει. Ζοῦσε μὲ τὴ μάνα της. Φτώχεια. Ἡ μάνα της ἔπλενε σκάλες καὶ ἡ Μαρία πουλοῦσε χαρτομάντηλα.
Δὲν εἶχε τίποτα τελικὰ τὸ κορίτσι. Τὴ γλίτωσε μὲ τρία ράμματα κι ἕνα ἐλαφρὺ σόκ.
Ὁ Μουγκογιώρης πῆρε τὴ μάνα οἰκονόμο. Τῆς ἔκοψε κι ἕνα μικρὸ μισθὸ (εἶχε καλὴ σύνταξη) καὶ μένανε μαζί του. Πῆγε καὶ ἡ Μαρία σχολεῖο. Μιὰ μέρα ποὺ ἔπινε τὸν καφέ του, τὸν ρωτάει ὁ Παπανοῦτσος
— Τελικὰ κυρ-Γιώργη μίλαγες τόσον καιρό;
Τοῦ ἔγνεψε μὲ τὸ χέρι νὰ φύγει. Δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ πολλὲς κουβέντες…
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἄννα Νιαράκη (Ἀθήνα 1979). Σπούδασε χημικός. Πρώτο της βιβλίο Τετράδιο πειραμάτων (ποιήματα, ἐκδ. Χαραμάδα, 2010).
Filed under: Ελληνικά,Καθημερινά,Νιαράκη Άννα,Νοσήματα,Ξένοι-Ξενιτειά,Ρεαλισμός | Tagged: Άννα Νιαράκη,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Νιαράκη Άννα: Μετρημένες κουβέντες… ἔχουν κλείσει