Μάκης Μωραΐτης: Ἀσυνήθιστος ἔρωτας


Moraitis,Makis-AsynithistosErotas-Eikona-01


Μάκης Μωραΐτης


Ἀ­συ­νή­θι­στος ἔ­ρω­τας


12-Omikron-Hymnus_in_Romam_61_2ΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ ὁ Ἀν­τρί­κος Κου­ρού­κλης τὴν πέ­ρα­σε στὸ μα­κρό­στε­νο μπα­κά­λι­κό του. Ἀ­πὸ τὰ χα­ρά­μα­τα ἄ­νοι­γε τὸ μα­γα­ζί του, ἄ­να­βε τὸν ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ ἀ­δύ­να­μο λαμ­πτή­ρα, φό­ρα­γε τὴν πο­διά του καὶ ἔ­πι­α­νε δου­λειά. Τὴν πόρ­τα ἄ­φη­νε ἀ­νοι­χτὴ τὰ κα­λο­καί­ρια, τὴν ξυ­λό­σομ­πα ἄ­να­βε τοὺς χει­μῶ­νες. Μό­νη του δι­α­σκέ­δα­ση νὰ με­τρά­ει τὰ λε­φτά, νὰ τὰ κά­νει μα­σού­ρι καὶ νὰ τὰ κρύ­βει.

       Μπῆ­κε ὁ χρό­νος βγῆ­κε ὁ χρό­νος καὶ ὁ Ἀν­τρί­κος ἐ­κεῖ, μό­νο νὰ βλέ­πει τὴ μιὰ τὰ νε­ρὰ τῶν βρο­χῶν νὰ τρέ­χουν στὴν κα­τη­φό­ρα, τὴν ἄλ­λη τὸν ἀ­γέ­ρα νὰ ση­κώ­νει σύν­νε­φα σκό­νης, σέρ­νον­τας ὁ ἴ­διος τὸ δε­ξί του πό­δι λό­γῳ τῆς ἐκ γε­νε­τῆς ἀ­να­πη­ρί­ας του. Γυ­ναί­κα δὲν εἶ­χε στὴ ζω­ή του, οὔ­τε γά­μο ἔ­κα­νε πο­τέ, μό­νο μιὰ ἀ­δελ­φὴ ποὺ τὴν ἔ­χα­σε ἀ­πὸ νω­ρίς.

       Καὶ ἦρ­θε ἡ φώ­κια στὸν Πα­ρα­λια­κὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ χει­μώ­να. Με­ρό­νυ­χτα πολ­λὰ πή­γαι­νε κι ἐρ­χό­ταν σὲ ὅ­λη τὴν ἔ­κτα­ση τῶν ρη­χῶν νε­ρῶν, τὴ μιὰ νὰ σκού­ζει, τὴν ἄλ­λη νὰ μοι­ρο­λο­γᾶ. Πό­νο πο­λὺ ἔ­βγα­ζαν τὰ κρω­ξί­μα­τά της. Γιὰ κα­κὸ ση­μά­δι τὸ πῆ­ραν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι καὶ ἔ­κα­ναν τὸν σταυ­ρό τους κα­θὼς περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ κεῖ, ἰ­δι­αί­τε­ρα βέ­βαι­α οἱ ψα­ρά­δες τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Λὲς καὶ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος, κοί­τα­ζε στὰ μά­τια ὅ­σους πλη­σί­α­ζαν ἐ­κεῖ­νο τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ μώ­λου καὶ σὰν νὰ ζη­τοῦ­σε βο­ή­θεια γιὰ κά­τι ποὺ ἦ­ταν ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο. «Πρέ­πει νὰ ἔ­χα­σε τὸ παι­δί της», εἶ­πε κά­ποι­α καὶ αὐ­τὸ φά­νη­κε σὲ ὅ­λους ὡς ἡ πιὸ πι­θα­νὴ αἰ­τί­α.

       Ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἦ­ταν ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε στὸ μῶ­λο ὁ Ἀν­τρί­κος νὰ τὴν δεῖ κι αὐ­τός, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τό­ση κου­βέν­τα ποὺ εἶ­χε γί­νει ἀλ­λὰ καὶ ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν ἀ­πό­η­χο τῶν κρω­ξι­μά­των της ποὺ ἔ­φτα­ναν μέ­χρι τὸ μα­γα­ζί του. Τὴν βρῆ­κε σὲ πό­νο με­γά­λο καὶ τὴ συμ­πό­νε­σε. Πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ὴ του ἔ­βγα­λε πρὸς τὰ ἔ­ξω συ­ναι­σθή­μα­τα ὁ Ἀν­τρί­κος, μά­λι­στα μό­λις τὸ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε τα­ρα­κου­νή­θη­κε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Κα­τέ­βη­κε στὸ μῶ­λο καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, πρω­ὶ-πρω­ὶ μά­λι­στα, προ­τοῦ ἀ­νοί­ξει τὸ μα­γα­ζί. Τὸ σφί­ξι­μο ποὺ ἔ­νι­ω­σε, πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή του, δὲν ἤ­ξε­ρε πῶς νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει. Καὶ νὰ τοῦ ζη­τοῦ­σες νὰ στὸ ἐκ­φρά­σει μὲ λό­για σί­γου­ρα δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε.

       Ἄλ­λα­ξε τὶς ἑ­πό­με­νες ἡ­μέ­ρες ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Στὸ μα­γα­ζί του δού­λευ­ε ἀλ­λὰ χω­ρὶς μυα­λό. Αὐ­τὸ τὸ εἶ­χε χά­σει πλέ­ον, ἀ­φοῦ ὅ­λο τὴ φώ­κια σκε­φτό­ταν. Ἐ­πι­τέ­λους στὴν ἀ­κύ­μαν­τη ζω­ή του, ὁ Ἀν­τρί­κος εἶ­χε ἐ­ρω­τευ­τεῖ!

       Τὴν τρί­τη ἡ­μέ­ρα, χά­ρα­μα ὅ­πως πάν­τα, μὲ μιὰ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ ἔ­δει­χνε πὼς ὁ και­ρός της θὰ ἦ­ταν μουν­τός, μπῆ­κε ἕ­νας ἄλ­λος Ἀν­τρί­κος στὸ μα­γα­ζί του. Στὴν ὄ­ψη καὶ στὰ μέ­σα του.

       Μό­νο ποὺ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν ἦ­ταν μό­νος του. Ὅ­ποι­ος πέ­ρα­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μπα­κά­λι­κό του ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα τὸν εἶ­δε νὰ ἔ­χει τὴ φώ­κια στὰ πό­δια του καὶ τρυ­φε­ρὰ νὰ τὴν τα­ΐ­ζει.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μά­κης Μω­ρα­ΐ­της (Λη­ξού­ρι, 1951). Κι­νη­μα­το­γρά­φος, σκη­νο­θε­σί­α, με­λέ­τη, πε­ζο­γρα­φί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης. Ἐρ­γά­στη­κε ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν ὡς σκη­νο­θέ­της στὴν κρα­τι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ δί­δα­ξε σὲ σχο­λὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ στὸ ΤΕΙ Φω­το­γρα­φί­ας Ἀ­θη­νῶν. Δη­μο­σί­ευ­σε πολ­λὰ βι­βλί­α γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν: Ἡ ποι­η­τι­κὴ εἰ­κό­να (1987). Ὁ ποι­η­τὴς Ἀν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι (1996), Ἀ­κό­μη σοῦ χρω­στᾶ­με Νί­κο. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Νί­κου Σταυ­ρί­δη (2001). Δη­μο­σί­ευ­σε τὴ νου­βέ­λα Τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ τὸ πο­τά­μι κα­τέ­βα­σε κυ­δώ­νια (1985) καὶ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Ὁ Μου­νέ­λης (2004) καὶ Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πὸ τὸ Λη­ξού­ρι (2015). Ἐ­ξέ­δω­σε τὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Σι­νε­μά (1978-1981) καὶ Κα­θρέ­φτης (1997-2001).


			

Μάκης Μωραΐτης: Ἡ στενοχώρια τῶν γλάρων


Moraitis,Makis-IStenochoriaTonGlaron-Eikona-01


Μάκης Μωραΐτης


Ἡ στε­νο­χώ­ρια τῶν γλά­ρων


06-Taph-Century_Mag_Illuminated_T_HobbemaΡΙΑΝΤΑ ΔΥΟ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ βή­μα­τα ἔ­κα­νε ὁ Τζέ­ρυς ἐ­τοῦ­το τὸ σού­ρου­πο τῆς συν­νε­φιᾶς τοῦ φθι­νο­πώ­ρου. Πολ­λα­πλα­σι­α­σμέ­να ὅ­μως ἐ­πὶ τὸ δέ­κα. Ἄρ­χι­σε τὸ μέ­τρη­μα ἀ­μέ­σως μό­λις βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ χάρ­τι­νο για­πί του δί­πλα στὸ πο­τά­μι καὶ τὸ ξα­νάρ­χι­ζε ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τριά­ντα δύ­ο.

       Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα στὰ ἀ­πο­κα­θη­λω­μέ­να κα­ΐ­κια τῆς ξη­ρᾶς καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὸ δέ­κα­το τριά­ντα δύ­ο ἔ­φθα­σε στὴν ἄ­κρη τοῦ ἔ­ρη­μου λι­με­νο­βρα­χί­ο­να μὲ τὸ πό­δι του με­τέ­ω­ρο πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα, ἕ­τοι­μος χω­ρὶς δι­σταγ­μό, νὰ ἀρ­χί­σει τὸ μέ­τρη­μα τοῦ νέ­ου τριά­ντα δύ­ο. Ἦ­ταν τὸ δε­ξί του πό­δι, τὸ κα­λό, αὐ­τὸ ποὺ με­τε­ώ­ρι­ζε. Τὸ στή­ρι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ στὸν συμ­πα­γῆ ἀ­γέ­ρα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του ποὺ τὸ πά­τη­σε κα­νο­νι­κὰ πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς ἀ­κύ­μαν­της θά­λασ­σας. Συ­νέ­χι­σε τὸ βη­μα­τι­σμό του μὲ τὸ δε­ξί, ἤ­δη ἔ­χον­τας φθά­σει τὸ νέ­ο μέ­τρη­μα στὸ τρία.

       Περ­πα­τών­τας καὶ με­τρών­τας ἔ­τσι πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς θά­λασ­σας ἔ­φθα­σε στὸ φά­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ὅ­που κούρ­νια­ζαν δύ­ο με­γά­λοι γλά­ροι. Κου­ρα­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν ὁ­λο­ή­με­ρη ἀ­να­ζή­τη­ση τρο­φῆς ἦ­ταν ἕ­τοι­μοι νὰ πᾶ­νε γιὰ ὕ­πνο.

       Πα­ρὰ τὴν γκρί­νια τους δὲν τοὺς ἄ­φη­σε νὰ κλεί­σουν μά­τι ὅ­λη νύ­χτα. Μέ­χρι ποὺ πρό­βα­λε ὁ ἥ­λιος πά­νω ἀ­πὸ τὸ βου­νὸ στὸ βά­θος τοῦ κόλ­που γιὰ νὰ φω­τί­σει τὰ συμ­βάν­τα τῆς ἀ­να­τέλ­λου­σας νέ­ας ἡ­μέ­ρας, ὁ Τζέ­ρυς τοὺς εἶ­χε ἐ­ξι­στο­ρή­σει ὅ­λα τὰ βά­σα­να τῆς ἄ­θλιας ζω­ῆς του, ἐ­κεῖ­να τοῦ σώ­μα­τος καὶ τὰ ἄλ­λα τοῦ μυα­λοῦ του. Καὶ ἦ­ταν πολ­λὰ αὐ­τὰ ποὺ τὸν βα­σά­νι­σαν μιὰ ὁ­λά­κε­ρη ζω­ή. Εἶ­χε ἐ­πί­σης ἀ­παν­τή­σει σὲ ὅ­λες τὶς μά­ται­ες ἐ­ρω­τή­σεις τους.

       Ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα οἱ δύ­ο γλά­ροι δὲν πέ­τα­ξαν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ φά­ρο. Ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ ὁ­λό­γυ­ρα πέ­τα­ξαν. Βου­τι­ὲς δὲν ἔ­κα­ναν στὴ θά­λασ­σα καὶ νη­στι­κοὶ τὴν ἔ­βγα­λαν μέ­χρι τὸ βρά­δυ. Οὔ­τε κὰν πρό­σε­χαν τὰ κο­πά­δια τῶν ψα­ρι­ῶν ποὺ περ­νοῦ­σαν δί­πλα ἀ­πὸ τὸ φά­ρο καὶ σὰν νὰ τοὺς προ­κα­λοῦ­σαν. Βα­ρί­δια ἀ­σή­κω­τα ἔ­νι­ω­θαν πά­νω στὶς φτε­ροῦ­γες τους καὶ στὰ πό­δια τους ἐ­πί­σης.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση

Μά­κης Μω­ρα­ΐ­της (Λη­ξού­ρι, 1951). Κι­νη­μα­το­γρά­φος, σκη­νο­θε­σί­α, με­λέ­τη, πε­ζο­γρα­φί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης. Ἐρ­γά­στη­κε ἐ­πὶ σει­ρὰ ἐ­τῶν ὡς σκη­νο­θέ­της στὴν κρα­τι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ δί­δα­ξε σὲ σχο­λὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ στὸ ΤΕΙ Φω­το­γρα­φί­ας Ἀ­θη­νῶν. Δη­μο­σί­ευ­σε πολ­λὰ βι­βλί­α γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν: Ἡ ποι­η­τι­κὴ εἰ­κό­να (1987). Ὁ ποι­η­τὴς Ἀν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι (1996), Ἀ­κό­μη σοῦ χρω­στᾶ­με Νί­κο. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο τοῦ Νί­κου Σταυ­ρί­δη (2001). Δη­μο­σί­ευ­σε τὴ νου­βέ­λα Τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ τὸ πο­τά­μι κα­τέ­βα­σε κυ­δώ­νια (1985) καὶ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Ὁ Μου­νέ­λης (2004) καὶ Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πὸ τὸ Λη­ξού­ρι (2015). Ἐ­ξέ­δω­σε τὰ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά Σι­νε­μά (1978-1981) καὶ Κα­θρέ­φτης (1997-2001).