.
.
Βασίλης Μποῦτος
.
Ἀτυχία αὐτόχειρος
.
ΠΟΛΙΤΕΙΑ τοῦ τσίρκου ἡ πολύχρωμη εἶχε ξεφυτρώσει σὰν ξωτικὸ λουλούδι ἕνα βράδυ ἄνοιξης στὰ χέρσα οἰκόπεδα τῆς φαντασίας μου. Τὰ ἀστέρια τῆς πάνινης ὀροφῆς του, ἂν καὶ ζωγραφισμένα, συναγωνίζονταν σὲ λάμψη αὐτὰ τῆς νύχτας. Πῆγα. Τὰ μάτια μου ἀνίχνευσαν τὸν χῶρο, ἀδημονώντας γιὰ ὅσα ἀπὸ ἀναμνήσεις καὶ διηγήσεις περίμενα νὰ δῶ. Ὅμως πόσο μικρὸς φάνταζε τώρα ὁ κάποτε τεράστιος κόσμος τοῦ τσίρκου· πόσο ψεύτικος καὶ χυδαῖος. Ἔνιωθα ἄβολα στὰ ξύλινα καθίσματα, ἀμήχανα. Ὅταν τὰ φῶτα ἔσβησαν καὶ ὁ προβολέας ἐπικεντρώθηκε στὴ σκηνή, ἀπογοητεύτηκα. Τί νὰ ἔβλεπα; Τὰ τέρατα καὶ τὰ σημεῖα ποὺ ὑποσχόταν μὲ ὑπερφίαλη βεβαιότητα ὁ λευκοντυμένος παρουσιαστής; Τὶς γυναῖκες μὲ τὰ γυμνὰ ὀπίσθια καὶ τοὺς ἄνδρες μὲ τὰ λαμὲ γιλέκα μόλις καὶ μετὰ βίας νὰ ἰσορροποῦν στὸ συρματόσχοινο; Τὸ σάλτο μορτάλε, ποὺ κατέληξε αἰώρηση σὲ μονόζυγο; Τοὺς κλόουν ἢ τὴν ἐλάχιστη Γιαπωνέζα μὲ τὰ σπαθιὰ πάνω στὴν μπάλα; Μόνο τὰ κανίς, σὰν νιφάδες χιονιοῦ, ντυμένα σπανιόλες, μπαλαρίνες καὶ τορέρος, προσπάθησαν εἰλικρινῶς νὰ μὲ διασκεδάσουν, μὰ αὐτὸ δὲν στάθηκε ἱκανό· ἀντιθέτως, μελαγχόλησα. Ἐξοργίστηκα μὲ τοὺς πιθήκους καὶ τὴν κακογουστιά τους. Ὅ,τι ἐπακολούθησε, μάγοι, φωτιές, ζογκλὲρ καὶ ἀλογάκια, δὲν μ’ ἔπεισαν. Ἀνέβαλα τὴν ἀναχώρησή μου, ἐνῶ ἤδη τὸ κάθισμα εἶχε γίνει ἀνυπόφορο καὶ τὸ κρύο ἔγλειφε τὶς σάρκες μου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δῶ τὰ ἄγρια θηρία, τὰ πολυδιαφημισμένα. Ἕνα μαστίγιο πλατάγισε, ἕνα παιδάκι ἔκλαψε καὶ ξαφνικὰ μπροστά μου, λουσμένη στὸ φῶς, μιὰ κακόκεφη λεοπάρδαλη. Ὁ θηριοδαμαστὴς πλατάγισε ξανὰ τὸ μαστίγιο, θέλοντας δῆθεν νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὑποταγμένο ζῶο, ποὺ σκαρφάλωσε στὴ θέση του μὲ βρυχηθμούς. Μετὰ ἐμφανίστηκαν κι ἄλλα θηρία σαρκοβόρα – κάτι λιοντάρια κουρασμένα. Αὐτὸ ἦταν. Ὁ φόβος κι ὁ τρόμος τῶν δασῶν, ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι τώρα διεκπεραίωναν τὴν εἰλημμένη ὑποχρέωσή τους νὰ μᾶς τρομοκρατήσουν ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς· νὰ μᾶς θέλξουν μὲ τὴν ἀγριάδα τους. Λόγοι εὐγενείας περισσότερο μὲ ἀνάγκασαν νὰ χειροκροτήσω. Πικράθηκα. Ἕνας ἱπποπόταμος ἀποπειράθηκε νὰ κάνει κι αὐτὸς τὰ σκέρτσα του, ἀλλὰ τὸ πάχος του δὲν βοήθησε. Ἀποχώρησε, ἀφοῦ ὑποκλίθηκε συνεσταλμένα, εἰσπράττοντας τὴ χλεύη ὅλων.
Ἄφησα τὴ θέση μου καὶ μὲ τρόπο βγῆκα ἔξω· κάτω ἀπ’ τὸ φεγγάρι βρέθηκα, ἀνάμεσα στὰ ζῶα. Οἱ ἀνάσες τους μύριζαν θάνατο· στὰ βελούδινα πέλματά τους τὸν ἔκρυβαν. Ὄχι, δὲν ἦταν ἐκεῖνα τὰ ἡμερωμένα κατοικίδια ποὺ εἶδα, δὲν ἦταν. Οἱ μαϊμοῦδες φωνασκοῦσαν· χτυποῦσαν τὸ πλέγμα τοῦ κλουβιοῦ τους· μὲ τὰ κοφτερά τους δόντια τὸ δάγκωναν. Ξέφυγα τῆς προσοχῆς ἑνὸς περιπλανώμενου σκύλου καὶ τοῦ ἐλέγχου τῆς λογικῆς μου ἀρκετὰ εὔκολα, καὶ χωρὶς περιστροφὲς τράβηξα τοὺς σύρτες τῶν κλουβιῶν. Μιὰ ἡδονὴ αἰσθάνθηκα γιὰ τὴ λύτρωση ποὺ ἐρχόταν. Τὰ ζῶα, μουδιασμένα στὴν ἀρχή, δὲν ἀντέδρασαν. Πρῶτα οἱ μαϊμοῦδες πήδηξαν στὴ νύχτα καὶ χάθηκαν. Τὰ πόδια τῶν λιονταριῶν, τὰ δόντια τῆς λεοπάρδαλης ἦρθαν πρὸς ἐμένα. Τὰ μάτια τους μὲ εἶδαν καὶ πέθανα…
Καθὼς τὸ σῶμα μου βλέπω νεκρὸ στὶς φωτογραφίες τῶν ἐφημερίδων νὰ εἶναι ὅπως τὸ ἔπλασε ὁ ἔρωτας, λυπᾶμαι. Λυπᾶμαι ποὺ ὁ φόβος πρόλαβε τὰ λιοντάρια, ἀφοῦ ἀπὸ χρόνια σχεδίαζα ἕναν θάνατο ρωμαϊκό, ἀντάξιο τῶν καιρῶν μας. Καὶ γιὰ αὐτόχειρες τῆς ἰδιοσυγκρασίας μου, τὸ στὺλ καὶ ἡ ποιότητα τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ἐσχάτη δικαίωση. Γι’ αὐτὸ τὴν ἑπόμενη φορά, τὴν πραγματική, τὸν φόβο θὰ δαμάσω…
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Γυναῖκες στὰ πάρκα (Καστανιώτης, 1992).
Βασίλης Μποῦτος (Λάρισα, 1959).Πρῶτο του βιβλίο: Χειρονομίες ντροπῆς (Ὁδός Πανός, 1986), τελευταῖο: Τὰ δάκρυα τῆς βασίλισσας (Νεφέλη,
Filed under: Ελληνικά,Θάνατος,Μπούτος Βασίλης,Μονόλογος,Περιγραφή,Φύση-Ζώα,Φανταστικό,Ψυχογραφία | Tagged: Βασίλης Μπούτος,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Βασίλης Μποῦτος: Ἀτυχία Αὐτόχειρος ἔχουν κλείσει