Ἑλένη Μουσαμᾶ: Καράβι σέ τρικυμία

 

 

 

 

Ἑ­λέ­νη Μου­σα­μᾶ

 

Κα­ρά­βι σὲ τρι­κυ­μί­α

 

ΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΠΕ, κοι­τά­ζει τὸν τοῖ­χο ἀ­πέ­ναν­τι. Ὁ Βο­λα­νά­κης, σὲ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση. Μιὰ βα­ριὰ κορ­νί­ζα, σκοῦ­ρο ξύ­λο σκα­λι­στό, δί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο κύ­ρος στὸ θέ­μα. Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, βρό­μι­κα ὀρ­θο­γώ­νια πε­ρι­γράμ­μα­τα καὶ ὀρ­φα­νὰ καρ­φιά. Φαν­τά­σμα­τα ποὺ θυ­μί­ζουν, τὸ κα­θέ­να χω­ρι­στά, τὴ στιγ­μὴ ποὺ τοὺς ξε­κρέ­μα­σε, ποὺ τοὺς δί­πλω­σε προ­σε­χτι­κὰ σὲ ἄ­σπρο πα­νί-σά­βα­νο, καὶ τοὺς πῆ­γε στὸν φί­λο του τὸν γκα­λε­ρί­στα. Ἐ­κεῖ­νος πάν­τα βρί­σκει τὸν ἀ­γο­ρα­στὴ τῆς με­γά­λης εὐ­και­ρί­ας. Σπά­νιοι καὶ αὐ­θεν­τι­κοί, μὲ πι­στο­ποι­η­τι­κό. Κά­θε φο­ρὰ τὸν βε­βαι­ώ­νει πὼς τὸ πο­σὸ ποὺ παίρ­νει εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό, κι ἄς εἶ­ναι κά­τω ἀ­πὸ τὴ μι­σὴ τι­μὴ τῆς ἀ­γο­ρᾶς.

       Εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτο. Σκέ­φτε­ται πῶς νὰ τὸ πεῖ στὴ γριά. Ἴ­σως καὶ νὰ μὴν χρεια­στεῖ. Ζεῖ στὸν κό­σμο της. Πε­ρα­σμέ­να με­γα­λεῖ­α, ὁ­λό­φω­τα σα­λό­νια, ὑ­ψη­λὴ κοι­νω­νί­α καὶ ὑ­πη­ρέ­τες. Ἔ­χει δι­α­λέ­ξει τὴ λή­θη. Εἶ­ναι τὸ φάρ­μα­κό της. Ἄ­νοι­α δι­έ­γνω­σαν οἱ για­τροί. Χή­ρα ἀ­πὸ χρό­νια, μό­νο ὁ γιὸς τῆς στέ­κε­ται. Ὁ γιός, ποὺ τώ­ρα σκέ­φτε­ται νὰ ξε­κρε­μά­σει τὸν Βο­λα­νά­κη. Τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του γε­ρὸ χαρ­τί.

       Ὁ γκα­λε­ρί­στας ξέ­ρει. Κά­θε ποὺ τὸν βλέ­πει νὰ πλη­σιά­ζει στὸ μα­γα­ζί, χλω­μός, μὲ μά­τια καρ­φί­τσες καὶ μα­κριὰ μα­νί­κια, ἀ­κό­μα καὶ τὸ κα­λο­καί­ρι, ξέ­ρει. Δὲν εἶ­ναι πιὰ κα­ρά­βι σὲ τρι­κυ­μί­α, εἶ­ναι ἤ­δη ναυά­γιο.

 

Ἐ­κεί­νη, ἑ­τοι­μό­γεν­νη. Ἐ­κεῖ­νος, τὴ κρα­τά­ει τρυ­φε­ρὰ ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο. Κοι­τά­ζουν τὴ βι­τρί­να τῆς γκα­λε­ρί. Κα­ρά­βι σὲ τρι­κυ­μί­α. Τοὺς συ­νε­παίρ­νει. Ἄ­γρια στιγ­μή. Ἡ μαύ­ρη θά­λασ­σα ἀ­φρί­ζει καὶ ἀ­πει­λεῖ. Ἴ­δια ἡ ζω­ή. Ξυ­πνά­ει μέ­σα της ὁ φό­βος. Φό­βος ὅ­τι θὰ χά­σει κι αὐ­τὸ τὸ παι­δί, ὅ­πως καὶ τὸ προ­η­γού­με­νο, στὴ γέν­να. Δὲν θέ­λει νὰ τὸ ἀ­φή­σει νὰ βγεῖ ἀ­πὸ μέ­σα της. Ἐ­κεῖ­νος, πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι στὸ βά­θος τοῦ το­πί­ου ὁ οὐ­ρα­νὸς χρυ­σί­ζει, ξα­νοί­γει, ὑ­πό­σχε­ται. Ὑ­πό­σχε­ται καὶ βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι με­τὰ τὴ μπό­ρα πάν­τα ἔρ­χε­ται ἡ κα­λο­και­ρί­α. Τὴν πεί­θει καὶ μπαί­νουν νὰ ρω­τή­σουν. Κοι­τά­ζουν τὸ φόν­το. Ὁ φό­βος της κα­τα­λα­γιά­ζει. Χα­μο­γε­λᾶ­νε. Ὅ­λα κα­λά. Ἡ τι­μὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ εὐ­και­ρί­α. Ὁ γκα­λε­ρί­στας τοὺς ἐ­ξη­γεῖ τὸ για­τί. Ἐ­κεί­νη πο­νά­ει μέ­σα της. Πο­νά­ει τὴ μά­να, τὸν γιό, τὸ παι­δὶ ποὺ θὰ γεν­νή­σει. Δὲν χα­μο­γε­λά­ει πιά. Βγαί­νει στὸν δρό­μο καὶ ψά­χνει, ἀ­νά­με­σα στὰ ψη­λὰ κτί­ρια, τὸν ἀ­λη­θι­νὸ οὐ­ρα­νό. Προ­σπα­θεῖ μὲ τὸ βλέμ­μα νὰ δι­α­πε­ρά­σει τὰ στρώ­μα­τα τοῦ μπλέ, νὰ φτά­σει στὴ στρα­τό­σφαι­ρα. Νὰ δι­α­βά­σει ἀ­παν­τή­σεις. Δὲν τὸν θέ­λει αὐ­τὸν τὸν πί­να­κα. Θὰ ζω­γρα­φί­σει τὴ δι­κή της ἐκ­δο­χή.

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση

 

Ἑ­λέ­νη Μου­σα­μᾶ (Ἀ­θή­να, 1960) Σπού­δα­σε Ψυ­χο­λο­γί­α καὶ Του­ρι­στι­κὰ Ἐ­παγ­γέλ­μα­τα στὸ Πα­ρί­σι. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ριο με­τά­φρα­σης τοῦ ΕΚΕΜΕΛ, στὸ Ἀγ­γλι­κὸ τμῆ­μα, συγ­γρα­φῆς παι­δι­κοῦ βι­βλί­ου στὸ ΕΚΕΒΙ, συγ­γρα­φῆς δι­η­γή­μα­τος, στὸ τμῆ­μα τοῦ κ. Ἀν­δρέ­α Μή­τσου. Πρῶτο εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο παι­δι­κὸ βι­βλί­ο της: «Ἡ γα­λά­ζια μαρ­γα­ρί­τα καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες» (ἐκ­δ. GEMA, 2009). 

 

Εἰκό­να: Κων­σταν­τῖ­νος Βο­λα­νά­κης, Κα­ρά­βι στὴν κα­ται­γί­δα.