Μχαὴλ Μητσάκης
Ἡ πίστις
ΙΠΛ’ ἀπ’ τὸν μαρμαρένιον Καποδίστρια, ποὺ ὀρθόνεται λευκὸς μέσα στὸν κηπάκον του, ἀντίκρυ στὴν πανύψηλην, τὴν ἐπιβλητικὴν Ἰόνιον Ἀκαδημίαν, μὲ τὸ ἀμαυρωθὲν ἀπὸ τὸν καιρὸν χρῶμα της, καὶ τὴν μεγάλην σκάλαν της ἀπέξω, ἐπὶ τοῦ κατηφορικοῦ δρόμου, τοῦ ἀμμοστρώτου καὶ τοῦ καγκελλοφράκτου, παρὰ τὸ δεξιόθεν ὕψωμα, ὑπὸ τὰ πυκνὰ δέντρα πρὸς τὴν ἥσυχη Γαρίτσα, τῆς ὁποίας ὁλοστρόγγυλος ὁ κόρφος ἀναλάμπ’ ὑπὸ τὸ φίλημα τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου, κατεβαίνουμε μαζὶ μὲ τὸ μεσίτη, ὁ ὁποῖος μοῦ κολλήθη, καὶ ρωτᾷ ἂν θέλω τίποτσι, κάμαρη νὰ μοῦ βρῇ, λοκάντα νὰ μοῦ δείξῃ, ἢ ἄλλην τινὰ ὑπηρεσίαν, μᾶλλον ἐμπιστευτικήν, νὰ μοῦ προσφέρῃ. Σάββατο, ξάστερος οὐρανός, θερμὸς ἡλάκης, μαλακὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ πέλαγος, φύλλα πράσινα στὰ δέντρα, ἔντομα τριζονίζοντα στὰ χόρτα, χαρὰ θεοῦ τριγύρω, εἰς στερέωμα κ’ εἰς πόντον καὶ εἰς γῆν. Ἐπιθάλασσον, τὸ κάστρο τὸ δικόρυφον, ἐγείρεται ὑπὲρ τὸν στρωτὸν κόρφον ἀποδῶ, δεσπόζον τῆς λιμνοθαλασσούλας, μακρυνὸς ὁ ἀνεμόμυλος, κεῖ-κάτω, διπλόνει τὴν καμπύλην του, ἀγκαλιάζουν ἐκατέρωθεν τ’ ἀβαθῆ νερά. Κανένας εἰς τὸ δρόμο, δὲν εἶν’ ὁ καιρὸς τοῦ ἐρχομοῦ τῶν ξένων, καὶ αὐγὴ ἀκόμα, κοιμοῦνται οἱ Κορφιάτες, ἀργοξύπνητοι. Ἀλλὰ ἀποπίσω μας, μία γυναίκα ἔρχεται ὁμοίως, προσπερνᾶ, καλημερίζει τὸ μεσίτη, καὶ τραβᾶ πρὸς κάτου, ξέσκουφη, μὲ τὸ χρωματιστὸ φουστάνι της, κρατοῦσα εἰς τὸ χέρι μέγα μπουκέτο ἀπὸ ἄνθη. Κι’ ὁ μεσίτης, ὑποχρεωτικός, πληροφορῶν με.
—Τὴ σερβάρεις αὐτήν, ἀφέντη μου;... Εἶνε πόρνη... Ὀβρηά... Καὶ ξέρεις ποῦ πάει τόρα;... μὲ τὰ φιόρα;... Πάει στὸ Κοιμητήριο... νὰ ντὰ βάλῃ στὸ λάκκο τοῦ μορόζουτση... Αὐτήνε ἀφέντη μου ποὺ γλέπεις εἶχ’ ἕνα μορόζο... χριστιανό... ἐδῶ, κορφιάτη... ἕναν κόγο... μάγερ’ ἀφέντη μου... κι’ αὐτὸς ὄξ’ ἀπὸ μᾶς... ἅγιος νὰ μᾶς φυλάῃ, ἔπαθε... ἀρρώστησ’ ὁ ἄνθρωπος… τὸ πέττο του... φισικός... καὶ αὐτήνε ἀφέντη μου τὸν ἐβάσταξε ὅλη ντὴν ἐποχὴ ποὺ ἔκαμ’ ἄρρωστος... ἕνα χρόνο καὶ πιλιότερο... τὸν διατήρησε, μ’ ὅλη ντὴ ρέγουλα, νὰ ξοδεύ’ αὐτή, ποὺ δὲ μπόρουνε νὰ δουλέψῃ κειός, νὰ ντὸν ἔχῃ στὴ γκάμαρή τση, νὰ ντοῦ πάρῃ γιατροί, τσοὶ καλλίτεροι γιατροὶ τσὴ Κέρκυρας, νὰ ντὸ μπερμποιέται καλλίτερα κι’ ἀπὸ ἄντρα τση... νὰ ντοῦ κάνῃ τὴ σοκόμα... νὰ κάθεται νὰ ντοῦ καρτῇ γκουάρδια ἀπάνω ‘πὸ τὸ κεφάλι του... ὅλοι τσοὶ μῆνοι ποὺ κατάπεσ’ ὁ ἄνθρωπος... νὰ κοιμᾶτ’ ἀγκαλιὰ ὣς τὸ ὕστερο μενοῦτο, ἴσιαμε ποὺ ξεψύχησε, ἀκοῦς ἀφέντη μου!... κι’ ἀπέκεια σὰν ἀπόθαν’ αὐτός, πῆρ’ ἀφέντη μου τσοῦ παπάδες, τσοῦ πλέρωσε, τοὔκαμε τὴ θανή του, τοῦ ἀγόρασε τὸ ντόπο, τὸν ἔταφιασε, ὅλα τὰ πάντα... πῆε καὶ στὸ σιὸρ Μίκιο, νὰ πάρῃ ἄδγια, νὰ ντοῦ φκιάσῃ κυβούρι... μὸν τὴ μπόδισαν... τσ’ ηὔρηκαν δυσκολίες... νὰ μὴ ντὴν ἀφήκουν μαθὲ φτωχιὰ γυναίκα νὰ ξόδεψῃ τόσα ὄβολα... κι’ ἀπὸ τότες ποὺ λές, ἀφέντη μου, ἀσκόνεται καὶ πααίνει ταχτικά, τοῦ πάει τὸ λάδι του, τ’ ἀνάφτει τὸ καντύλι του, κάθε αὐγὴ τοῦ πάει φιόρα ποὺ γλέπεις… Κεῖ, πααίνει τόρα μὲ τὰ φιόρα ποὺ τὴ γλέπεις... Μῆνοι τούτ’ ἡ δουλειὰ ὁποῦ κρατεῖ... Ἀπὸ τότες ποὺ ἀπόθανε... Κι ἄσε ποὺ τόνε βάσταξε ἀρρωστόνε κάνα-δυὸ χρόνοι ποὺ σοῦ λέω...
—Καὶ εἶνε πόρνη αὐτή;...
—Πόρνη ἀφέντη μου!... Δημόσια... Δὲ μ’ ἀκοῦς ποὺ σοῦ λέω;... Ἡ Μαρία μὲ τ’ ὄνομα... Ὀβρηά. ‘Πὸ τὴν Ἄρτα’νε φερμένη... Μὲ δέκα ὄβολα τὴ μπαίρνεις!…
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο: Μιχ. Μητσάκης, Τὸ ἔργο του, Εἰσαγωγή-σχόλια-ἐπιμέλεια: Μιχ. Περάνθη, Βιβλιοπωλεῖον «Ἑστίας» Ι.Δ. Κολλάρου καὶ Σίας Α.Ε., Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 1956. Πρώτη δημοσίευση: ἐφ. Ἀκρόπολις, 10-1-1895.
Μιχαὴλ Μητσάκης (Μέγαρα, 1863-Ἀθήνα, Δρομοκαΐτειο, 1916). Διήγημα, χρονογράφημα, κριτική, δοκίμιο. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σπάρτη, δημοσιογράφος, συνιδρυτὴς τοῦ σατιρικοῦ Ἄστεος μαζὶ μὲ τὸν Θέμο καὶ Μπάμπη Ἄννινο. Ἐκδήλωσε προϊούσα πνευματικὴ ἀσθένεια ἀπὸ τὸ 1894 καὶ τὸ 1916 πέθανε ἀπὸ πνευμονία στὸ Δρομοκαΐτειο. Γνωστότερο ἔργο του τὸ Εἷς Ἀθηναῖος χρυσοθήρας, Ἀθήνα, 1890.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ελληνικά,Θάνατος,Μητσάκης Μιχαήλ,Νοσήματα,Ρεαλισμός,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μιχαήλ Μητσάκης | Τὰ σχόλια στὸ Μιχαὴλ Μητσάκης: Ἡ πίστις ἔχουν κλείσει