Μιχαὴλ Μητσάκης: Ἡ πίστις

Mitsakis,Michail-IPistis-Eikona-04a

Μ­χα­ὴλ Μη­τσά­κης


Ἡ πί­στις


01-DeltaΙ­ΠΛ’ ἀ­π’ τὸν μαρ­μα­ρέ­νιον Κα­πο­δί­στρια, ποὺ ὀρ­θό­νε­ται λευ­κὸς μέ­σα στὸν κη­πά­κον του, ἀν­τί­κρυ στὴν πα­νύ­ψη­λην, τὴν ἐ­πι­βλη­τι­κὴν Ἰ­ό­νιον Ἀ­κα­δη­μί­αν, μὲ τὸ ἀ­μαυ­ρω­θὲν ἀ­πὸ τὸν και­ρὸν χρῶ­μα της, καὶ τὴν με­γά­λην σκά­λαν της ἀ­πέ­ξω, ἐ­πὶ τοῦ κα­τη­φο­ρι­κοῦ δρό­μου, τοῦ ἀμ­μο­στρώ­του καὶ τοῦ καγ­κελ­λο­φράκτου, πα­ρὰ τὸ δε­ξι­ό­θεν ὕ­ψω­μα, ὑ­πὸ τὰ πυ­κνὰ δέν­τρα πρὸς τὴν ἥ­συ­χη Γα­ρί­τσα, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ­λο­στρόγ­γυ­λος ὁ κόρ­φος ἀ­να­λάμ­π’ ὑ­πὸ τὸ φί­λη­μα τοῦ πρω­ϊ­νοῦ ἥ­λιου, κα­τε­βαί­νου­με μα­ζὶ μὲ τὸ με­σί­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μοῦ κολ­λή­θη, καὶ ρω­τᾷ ἂν θέ­λω τί­πο­τσι, κά­μα­ρη νὰ μοῦ βρῇ, λο­κάν­τα νὰ μοῦ δεί­ξῃ, ἢ ἄλ­λην τι­νὰ ὑ­πη­ρε­σί­αν, μᾶλ­λον ἐμ­πι­στευ­τι­κήν, νὰ μοῦ προ­σφέ­ρῃ. Σάβ­βα­το, ξά­στε­ρος οὐ­ρα­νός, θερ­μὸς ἡ­λά­κης, μα­λα­κὴ πνοὴ ἀ­πὸ τὸ πέ­λα­γος, φύλ­λα πρά­σι­να στὰ δέν­τρα, ἔν­το­μα τρι­ζο­νί­ζον­τα στὰ χόρ­τα, χα­ρὰ θε­οῦ τρι­γύ­ρω, εἰς στε­ρέ­ω­μα κ’ εἰς πόν­τον καὶ εἰς γῆν. Ἐ­πι­θά­λασ­σον, τὸ κά­στρο τὸ δι­κό­ρυ­φον, ἐ­γεί­ρε­ται ὑ­πὲρ τὸν στρω­τὸν κόρ­φον ἀ­πο­δῶ, δε­σπό­ζον τῆς λι­μνο­θα­λασ­σού­λας, μα­κρυ­νὸς ὁ ἀ­νε­μό­μυ­λος, κεῖ-κά­τω, δι­πλό­νει τὴν καμ­πύ­λην του, ἀγ­κα­λιά­ζουν ἐ­κα­τέ­ρω­θεν τ’ ἀ­βα­θῆ νε­ρά. Κα­νέ­νας εἰς τὸ δρό­μο, δὲν εἶν’ ὁ και­ρὸς τοῦ ἐρ­χο­μοῦ τῶν ξέ­νων, καὶ αὐ­γὴ ἀ­κό­μα, κοι­μοῦν­ται οἱ Κορ­φιάτες, ἀρ­γο­ξύ­πνη­τοι. Ἀλ­λὰ ἀ­πο­πί­σω μας, μί­α γυ­ναί­κα ἔρ­χε­ται ὁ­μοί­ως, προ­σπερ­νᾶ, κα­λη­με­ρί­ζει τὸ με­σί­τη, καὶ τρα­βᾶ πρὸς κάτου, ξέ­σκου­φη, μὲ τὸ χρω­μα­τι­στὸ φου­στά­νι της, κρα­τοῦ­σα εἰς τὸ χέ­ρι μέ­γα μπου­κέ­το ἀ­πὸ ἄν­θη. Κι’ ὁ με­σί­της, ὑ­πο­χρε­ω­τι­κός, πλη­ρο­φο­ρῶν με.

       —Τὴ σερ­βά­ρεις αὐ­τήν, ἀ­φέν­τη μου;­.­.. Εἶ­νε πόρ­νη.­.. Ὀ­βρη­ά.­.. Καὶ ξέ­ρεις ποῦ πά­ει τό­ρα;­.­.. μὲ τὰ φι­ό­ρα;­.­.. Πά­ει στὸ Κοι­μη­τή­ριο.­.. νὰ ντὰ βά­λῃ στὸ λάκ­κο τοῦ μο­ρό­ζου­τση.­.. Αὐ­τή­νε ἀ­φέν­τη μου ποὺ γλέ­πεις εἶ­χ’ ἕ­να μο­ρό­ζο.­.. χρι­στια­νό.­.. ἐ­δῶ, κορ­φιά­τη.­.. ἕ­ναν κό­γο.­.. μά­γε­ρ’ ἀ­φέν­τη μου.­.. κι’ αὐ­τὸς ὄ­ξ’ ἀ­πὸ μᾶς.­.. ἅ­γιος νὰ μᾶς φυ­λά­ῃ, ἔ­πα­θε.­.. ἀρ­ρώ­στη­σ’ ὁ ἄν­θρω­πος… τὸ πέτ­το του.­.. φι­σι­κός.­.. καὶ αὐ­τή­νε ἀ­φέν­τη μου τὸν ἐ­βά­στα­ξε ὅ­λη ντὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἔ­κα­μ’ ἄρ­ρω­στος.­.. ἕ­να χρό­νο καὶ πι­λι­ό­τε­ρο.­.. τὸν δι­α­τή­ρη­σε, μ’ ὅ­λη ντὴ ρέ­γου­λα, νὰ ξο­δεύ’ αὐ­τή, ποὺ δὲ μπό­ρου­νε νὰ δου­λέ­ψῃ κειός, νὰ ντὸν ἔ­χῃ στὴ γκά­μα­ρή τση, νὰ ντοῦ πά­ρῃ για­τροί, τσοὶ καλ­λί­τε­ροι για­τροὶ τσὴ Κέρ­κυ­ρας, νὰ ντὸ μπερ­μποι­έ­ται καλ­λί­τε­ρα κι’ ἀ­πὸ ἄν­τρα τση.­.. νὰ ντοῦ κά­νῃ τὴ σο­κό­μα.­.. νὰ κά­θε­ται νὰ ντοῦ καρ­τῇ γκουά­ρδια ἀ­πά­νω ‘­πὸ τὸ κε­φά­λι του.­.. ὅ­λοι τσοὶ μῆ­νοι ποὺ κα­τά­πε­σ’ ὁ ἄν­θρω­πος.­.. νὰ κοι­μᾶ­τ’ ἀγ­κα­λιὰ ὣς τὸ ὕ­στε­ρο με­νοῦ­το, ἴ­σια­με ποὺ ξε­ψύ­χη­σε, ἀ­κοῦς ἀ­φέν­τη μου!­.­.. κι’ ἀ­πέ­κεια σὰν ἀ­πό­θα­ν’ αὐ­τός, πῆ­ρ’ ἀ­φέν­τη μου τσοῦ πα­πά­δες, τσοῦ πλέ­ρω­σε, τοὔ­κα­με τὴ θα­νή του, τοῦ ἀ­γό­ρα­σε τὸ ντό­πο, τὸν ἔ­τα­φια­σε, ὅ­λα τὰ πάν­τα.­.. πῆ­ε καὶ στὸ σιὸρ Μί­κιο, νὰ πά­ρῃ ἄδ­για, νὰ ντοῦ φκιά­σῃ κυ­βού­ρι.­.. μὸν τὴ μπό­δι­σαν.­.. τσ’ ηὔ­ρη­καν δυ­σκο­λί­ες.­.. νὰ μὴ ντὴν ἀ­φή­κουν μα­θὲ φτω­χιὰ γυ­ναί­κα νὰ ξό­δε­ψῃ τό­σα ὄ­βο­λα.­.. κι’ ἀ­πὸ τό­τες ποὺ λές, ἀ­φέν­τη μου, ἀ­σκό­νε­ται καὶ πα­αί­νει τα­χτι­κά, τοῦ πά­ει τὸ λά­δι του, τ’ ἀ­νά­φτει τὸ καν­τύ­λι του, κά­θε αὐ­γὴ τοῦ πά­ει φι­ό­ρα ποὺ γλέ­πεις… Κεῖ, πα­αί­νει τό­ρα μὲ τὰ φι­ό­ρα ποὺ τὴ γλέ­πεις.­.. Μῆ­νοι τού­τ’ ἡ δου­λειὰ ὁ­ποῦ κρα­τεῖ.­.. Ἀ­πὸ τό­τες ποὺ ἀ­πό­θα­νε.­.. Κι ἄ­σε ποὺ τό­νε βά­στα­ξε ἀρ­ρω­στό­νε κά­να-δυ­ὸ χρό­νοι ποὺ σοῦ λέ­ω.­..

       —Καὶ εἶ­νε πόρ­νη αὐ­τή;­.­..

       —Πόρ­νη ἀ­φέν­τη μου!­.­.. Δη­μό­σια.­.. Δὲ μ’ ἀ­κοῦς ποὺ σοῦ λέ­ω;­.­.. Ἡ Μα­ρί­α μὲ τ’ ὄ­νο­μα.­.. Ὀ­βρη­ά. ‘­Πὸ τὴν Ἄρ­τα­’­νε φερ­μέ­νη.­.. Μὲ δέ­κα ὄ­βο­λα τὴ μπαίρ­νεις!­…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Μιχ. Μη­τσά­κης, Τὸ ἔρ­γο του, Εἰ­σα­γω­γή-σχό­λια-ἐ­πι­μέ­λεια: Μιχ. Πε­ράν­θη, Βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ον «Ἑ­στί­ας» Ι.Δ. Κολ­λά­ρου καὶ Σί­ας Α.Ε., Ἀ­θή­να, Ἀ­πρί­λιος 1956. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: ἐφ. Ἀ­κρό­πο­λις, 10-1-1895.

Mitsakis,Michail-Eikona-01Μι­χα­ὴλ Μη­τσά­κης (Μέ­γα­ρα, 1863-Ἀ­θή­να, Δρο­μο­κα­ΐ­τει­ο, 1916). Δι­ή­γη­μα, χρο­νο­γρά­φη­μα, κρι­τι­κή, δο­κί­μιο. Κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σπάρ­τη, δη­μο­σι­ο­γρά­φος, συ­νι­δρυ­τὴς τοῦ σα­τι­ρι­κοῦ Ἄ­στε­ος μα­ζὶ μὲ τὸν Θέ­μο καὶ Μπάμ­πη Ἄν­νι­νο. Ἐκ­δή­λω­σε προ­ϊ­ού­σα πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­σθέ­νεια ἀ­πὸ τὸ 1894 καὶ τὸ 1916 πέ­θα­νε ἀ­πὸ πνευ­μο­νί­α στὸ Δρο­μο­κα­ΐ­τει­ο. Γνω­στό­τε­ρο ἔρ­γο του τὸ Εἷς Ἀ­θη­ναῖ­ος χρυ­σο­θή­ρας, Ἀ­θή­να, 1890.