Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της: Ἡ Τε­λευ­ταί­α Νύ­χτα



Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της


Ἡ Τε­λευ­ταί­α Νύ­χτα


ΠΑΡΧΟΥΝ νύ­χτες ἀ­τε­λεί­ω­τες, κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες δὲν συμ­βαί­νει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα, καὶ ἄλ­λες, ὅ­ταν τὰ πάν­τα μπο­ροῦν νὰ συμ­βοῦν.»

       Αὐ­τὸ μό­νο πρό­λα­βε κι ἔ­γρα­ψε στὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό της ἡ Μό­να πρὶν ἕ­να ξαφ­νι­κό, ἀ­δι­ό­ρα­το φῶς, ποὺ ἐρ­χό­ταν ἀπ΄ἔ­ξω καὶ ὁ­λο­έ­να δυ­νά­μω­νε, ἀρ­χί­σει νὰ τυ­λί­γει τὰ βι­βλί­α καὶ τοὺς πί­να­κές της —τὰ «πα­ρά­θυ­ρά» της, ὅ­πως ἔ­λε­γε πάν­τα— στὸ πα­ρα­φορ­τω­μέ­νο ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       — Ὤ, ὄ­χι… ὄ­χι ἀ­κό­μα, ψέλ­λι­σε ἡ Μό­να.

       Τό­τε μό­νο ἀ­κού­στη­κε σο­βα­ρὴ ἡ Φω­νή:

       — Ἂν δὲν θέ­λεις ἀ­κό­μα, μὴν δι­α­μαρ­τύ­ρε­σαι γιὰ τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες νύ­χτες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­τη­ς (Πύ­λος,1964). Σπού­δα­σε στὴ Νο­μι­κὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ Κα­νο­νι­κὸ Δί­και­ο στὸ Πον­τι­φι­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Σα­λα­μάν­κα. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει κυ­ρί­ως πε­ζο­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποί­η­ση τοῦ Auden, ἐ­νῶ ἔ­χει πρω­το­πα­ρου­σιά­σει τὸν Ἰρ­λαν­δὸ ποι­η­τὴ Louis MacNeice, σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ μέ­σα.


			

Γιῶργος Λυκοτραφίτης: Μιὰ νίκη σὲ διαγωνισμὸ ζωγραφικῆς


Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της


Μιὰ νί­κη σὲ δι­α­γω­νι­σμὸ ζω­γρα­φι­κῆς


ΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ 1964, προ­κει­μέ­νου νὰ ἑ­ορ­τα­σθοῦν τὰ τε­τρα­κό­σια χρό­νια ἀ­πὸ τὴν γέν­νη­ση τοῦ Σαίξ­πηρ, τὸ Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο τῆς Ἀ­θή­νας προ­κή­ρυ­ξε δι­α­γω­νι­σμὸ ζω­γρα­φι­κῆς, στὸν ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­σαν νὰ συμ­με­τέ­χουν οἱ μα­θη­τὲς τῆς δευ­τε­ρο­βαθ­μί­ου ἀ­πὸ σύμ­πα­σα τὴν Ἐ­πι­κρά­τεια. Τὰ ἔρ­γα ποὺ θὰ ὑ­πε­βάλ­λον­το, ἐ­λευ­θέ­ρας τε­χνι­κῆς ἀλ­λὰ ὄ­χι με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ τριά­ντα ἐ­πὶ πε­νήν­τα ἑ­κα­το­στά, θὰ ἔ­πρε­πε ἀ­πα­ραι­τή­τως νὰ εἶ­ναι ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξαί­σιο δρά­μα Ρω­μαῖ­ος καὶ Ἰ­ου­λι­έ­τα τοῦ κο­ρυ­φαί­ου Ἄγ­γλου δρα­μα­τουρ­γοῦ.

          Ἔ­σπα­σα τὸ κε­φά­λι μου γιὰ νὰ βρῶ κά­ποι­ο πρω­τό­τυ­πο θέ­μα συμ­με­το­χῆς. Ἀ­π’ τὴν ἀρ­χή, ἡ φι­λό­λο­γος, κυ­ρί­α Μα­ρί­α Ἀ­λε­ξο­πού­λου, εἶ­χε κα­τα­στή­σει σα­φὲς ὅ­τι ὁ συ­να­γω­νι­σμὸς θὰ ἦ­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα σκλη­ρός, λό­γῳ τοῦ με­γά­λου ἀ­ριθ­μοῦ συμ­με­τε­χόν­των καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, μιᾶς «πλη­ρέ­στε­ρης προ­ε­τοι­μα­σί­ας, θε­ω­ρη­τι­κῆς καὶ τε­χνι­κῆς, τῶν συμ­μα­θη­τῶν μας τῆς πρω­τεύ­ου­σας».

          Μέ­ρες δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κοι­μη­θῶ, θε­ω­ρών­τας ὅ­τι στὴν πρω­το­τυ­πί­α τοῦ θέ­μα­τος κρυ­βό­ταν τὸ κλει­δὶ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας.

         Με­τὰ ἀ­πὸ δέ­κα ἡ­μέ­ρες, σχε­δόν, δύ­σκο­λων νυ­χτῶν (καὶ ἀ­κό­μη δυ­σκο­λο­τέ­ρων ἡ­με­ρῶν), πά­νω σε ἕ­να δη­μι­ουρ­γι­κὸ πα­ρο­ξυ­σμό, ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ ζω­γρα­φί­σω τὴ συμ­μα­θή­τριά μου Κα­ρυ­στι­νά­κη, ποὺ κα­θό­ταν πάν­τα στὸ πρῶ­το θρα­νί­ο καὶ ἦ­ταν ἡ κα­λύ­τε­ρη μα­θή­τρια στὴν τά­ξη, ντυ­μέ­νη Ἰ­ου­λι­έ­τα.

         Τὴν ζω­γρά­φι­σα «ὁ­λόρ­θη καὶ ἀ­γέ­ρω­χη μέ­σ’ στὴ νύ­χτα, ἐ­πά­νω στὸν πύρ­γο της, μὲ φόν­το τὸν οὐ­ρα­νό, μὲ τὸ φου­στά­νι της ποὺ κυ­μά­τι­ζε ἐ­λα­φριὰ στὸ φύ­ση­μα τοῦ ζε­φύ­ρου, μὲ πά­νω της κά­τι τὸ ἐ­ξω­τι­κό».

         Τὸ τρί­μη­νο τοῦ κα­λο­και­ριοῦ, ποὺ με­σο­λά­βη­σε μέ­χρι τὴν ἀ­να­κοί­νω­ση τῶν ἀ­πο­τε­λε­σμά­των, τὴν ἔ­βλε­πα ποὺ καὶ ποὺ ἀ­πὸ μα­κριά, στὴν πα­ρα­λί­α. Ἤ­θε­λα νὰ κερ­δί­σω πιὸ πο­λὺ γιὰ ἐ­κεί­νη, γιὰ νὰ δεί­ξω σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο πό­σο ὄ­μορ­φη ἦ­ταν.


         Το ἐρ­γά­κι μου τε­λι­κὰ δὲν προ­κρί­θη­κε.

         Ὅ­μως λί­γο πρὶν τὰ Χρι­στού­γεν­να, μπό­ρε­σα νὰ δῶ στὸ Φι­λο­λο­γι­κὸ Σύλ­λο­γο Παρ­νασ­σό, ὅ­που ἐ­κτέ­θη­καν τὰ δι­α­κρι­θέν­τα ἔρ­γα, τὸν ἑ­αυ­τό μου ντυ­μέ­νο Ρω­μαῖ­ο, στὸ βρα­βευ­μέ­νο ἔρ­γο τῆς συμ­μα­θή­τριάς μου. Στὴ γω­νί­α, κά­τω δε­ξιά, εἶ­χε γρά­ψει «Ἄν­δρος» (τὸ νη­σί της) καὶ δί­πλα ἀ­κρι­βῶς εἶ­χε βά­λει τὴν ὑ­πο­γρα­φή της: Νί­κη Κ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­τη­ς (Πύ­λος, 1964). Σπού­δα­σε στὴ Νο­μι­κὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ Κα­νο­νι­κὸ Δί­και­ο στὸ Πον­τι­φι­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Σα­λα­μάν­κα. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει κυ­ρί­ως πε­ζο­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποί­η­ση τοῦ Auden, ἐ­νῶ ἔ­χει πρω­το­πα­ρου­σιά­σει τὸν Ἰρ­λαν­δὸ ποι­η­τὴ Louis MacNeice, σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ μέ­σα.


Γιῶργος Λυκοτραφίτης: Crash

the-egg-featured


Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της


Crash


04-omikronΤΑΝ ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΗΣΑ τὸν παι­δι­κό μου φί­λο Μ.Σ., ἑ­βδο­μά­δες με­τὰ τὸ αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κό του δυ­στύ­χη­μα, τὸν ρώ­τη­σα μὲ εἰ­λι­κρι­νὲς ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ἀ­φο­πλι­στι­κὴ εἰ­λι­κρί­νεια ἐ­ὰν ἡ γυ­ναί­κα του, Σ.Κ., ποὺ τὸν πῆ­ρε μα­κριά μου, εἶ­χε ὄν­τως ἀ­κρω­τη­ρια­στεῖ.

        Τα­ρά­χτη­κε. Λί­γα λε­πτὰ σι­ω­πῆς, ποὺ ἐ­μέ­να φά­νη­καν αἰ­ῶ­νες.

          «Ὄ­χι», ἀ­πάν­τη­σε. «Ἐ­κεί­νη γλί­τω­σε τε­λι­κὰ μὲ κά­ποι­ες ἀ­μυ­χὲς στὰ πό­δια κι ἐ­λα­φρὰ δι­ά­σει­ση. Ἔ­χα­σε τὸ παι­δί μας, βέ­βαι­α», συμ­πλή­ρω­σε.

          Ἄλ­λη μιὰ ὅ­πως τό­σες προ­σπά­θει­ες ἐ­τῶν, ἀ­κό­μη μιὰ φο­ρά, ἔ­πε­σε στὸ κε­νό.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­τη­ς (Πύ­λος,1964). Σπού­δα­σε στὴ Νο­μι­κὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ Κα­νο­νι­κὸ Δί­και­ο στὸ Πον­τι­φι­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Σα­λα­μάν­κα. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει κυ­ρί­ως πε­ζο­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποί­η­ση τοῦ Auden, ἐ­νῶ ἔ­χει πρω­το­πα­ρου­σιά­σει τὸν Ἰρ­λαν­δὸ ποι­η­τὴ Louis MacNeice, σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ μέ­σα.

Γιῶργος Λυκοτραφίτης: Στὴ σπηλιὰ τοῦ Μοντεσίνος


06-Lykotrafitis,Giorgos-ODonKichotisStiSpiliaTouMontesinos-Eikona-02


Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της


Στὴ σπη­λιὰ τοῦ Μον­τε­σί­νος


03-PiΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ νὰ ξε­χά­σω τὸν πρό­σφα­το θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα μου, ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κα­τε­βῶ στὰ μυ­στη­ρι­ώ­δη ὑ­πό­γεια μπά­νια.

       Ἡ σπη­λαι­ώ­δης κά­θο­δος, μὲ τὰ ὑ­γρὰ σκα­λιά, δὲν ὑ­πο­σχό­ταν τί­πο­τα κα­λό. Ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κα τὰ σα­ράν­τα σκα­λο­πά­τια, στὸ ἀμ­φί­βο­λο φῶς ποὺ λαμ­πτῆ­ρες κα­λυμ­μέ­νοι ἀ­πὸ ἔγ­χρω­μες ζε­λα­τί­νες δι­έ­χε­αν στὸ χῶ­ρο, δι­έ­κρι­να ἄν­τρες νὰ συ­νο­μι­λοῦν, πί­νον­τας στὸ μπὰρ ἢ ἁ­πλῶς πε­ρι­μέ­νον­τας.

       Ἡ ὑ­γρα­σί­α καὶ τὸ ἡ­μί­φως, ὑ­πο­βο­η­θού­με­να ἀ­πὸ τὴν κού­ρα­ση τῆς μέ­ρας, με­τ’ ὀ­λί­γου μὲ ἔ­κα­ναν νὰ ἀ­πο­κοι­μη­θῶ. Ἂν καὶ ἐ­κεῖ­νος ὁ ὕ­πνος δὲν δι­ήρ­κε­σε πά­νω ἀ­πὸ μί­α ὥ­ρα, ὅ­πως τὸ ρο­λό­ι τοί­χου ἀ­πέ­δει­ξε, ἐ­γὼ αἰ­σθάν­θη­κα ὅ­τι κοι­μή­θη­κα τρεῖς μέ­ρες καὶ τρεῖς νύ­χτες. Στὰ ὄ­νει­ρα αὐ­τοῦ τοῦ ἀμ­φί­βο­λου χρό­νου πα­ρου­σι­ά­στη­καν μορ­φὲς πού, ἀ­πὸ μα­θη­τή, μὲ συ­νό­δευ­αν: εἶ­δα τὸν Οἰ­δί­πο­δα τυ­φλό, τὸν Ἄμ­λετ καί, ἀ­κό­μη, τὸν Ἀ­λι­ό­σα καὶ τὸν Ἰ­βὰν Κα­ρα­μα­ζόφ.

       Ὁ πα­τέ­ρας ἔ­λε­γε νὰ μὴν ἀ­φή­νω βι­βλί­α στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο, ἐ­πει­δή, ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν, δη­λη­τη­ρί­α­ζαν τὰ ὄ­νει­ρα καί, κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση, ὅ­λη τὴ ζω­ή.

       Ὅ­μως δὲν ὑ­πά­κου­σα.


Don-Quixote-WindTurbine


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβουάριος 2016.

Γι­ῶρ­γος Λυ­κο­τρα­φί­της (Πύλος,1964). Σπού­δα­σε στὴ Νο­μι­κὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ Κα­νο­νι­κὸ Δί­και­ο στὸ Πον­τι­φι­κὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Σα­λα­μάν­κα. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει κυ­ρί­ως πε­ζο­γρα­φί­α ἀ­πὸ τὴν ἰ­σπα­νι­κὴ καὶ ἰ­σπα­νό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποί­η­ση τοῦ Auden, ἐ­νῶ ἔ­χει πρω­το­πα­ρου­σιά­σει τὸν Ἰρ­λαν­δὸ ποι­η­τὴ Louis MacNeice, σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ μέ­σα.

Εἰκόνα: «Ὁ Δὸν Κι­χώ­της στὴν σπη­λιὰ τοῦ Μον­τε­σί­νος». Χαρακτικὸ τοῦ Gustave Doré (1888).