Κώστας Λαχᾶς
Εἰς μνήμην
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ τοῦ ἐκλιπόντος σὲ πλαίσιο ἔκτακτης λεπτουργικῆς τέχνης πάνω σὲ σκοῦρο καφέ, σχεδὸν μαῦρο τραπέζι. Ἀγριολούλουδα, ἐπίτηδες ἀγριολούλουδα, μὲ δυσφορία στολίζουν γυάλινο ἀνθοδοχεῖο.
Κυριακὴ Μαΐου καὶ περίμεναν, ἴσως, κάπως ἀλλοιῶς νὰ περάσουν τὴν ἥμερα. Ὁπωσδήποτε ἡ μυρωδιὰ τοῦ μοσχολίβανου δημιουργεῖ τὴν πρέπουσα ἀτμόσφαιρα. Σκηνοθεσία ἐπιμελής. Ἀντικείμενα ποὺ πολὺ ἀγάπησε ὁ μεταστὰς τοποθετημένα μὲ συγκίνηση. Μιὰ Καλημέρα —πουλὶ σὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο— ἔργο ξυλουργικῆς μὲ τὸ ὁποῖο ὁ τιμώμενος θὰ ἀπησχόλησε, ὑποθέτω, πολλὲς ὧρες τὸν καθηγητὴ τῶν «τεχνικῶν». Μιὰ ἐταζέρα μὲ τρία ἄνισα ἐπίπεδα κόντρα πλακέ, φιλοξενεῖ τώρα μπουκαλάκι μὲ κολώνια —πρόβλεψις γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο— ἔχει τὴν καρδιά της ἡ κυρία Ἐλευθερία.
Οἱ παριστάμενοι μὲ ἀνάλογο γιὰ τὴν περίσταση ἔκφραση. Παραλυμένο τὸ κάτω χεῖλος, πεσμένη ἡ κάτω σιαγών, διαβλέπεις ἤδη γωνίες ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τοῦ στόματος. Τὸ βλέμμα σχεδὸν ἀπλανές. Ὅλα αὐτὰ σὲ πρόσωπα ποὺ ἔχουν πάρει ἐλαφρὰ κλίση πρός, τὰ δεξιά. Τὰ πόδια στὸ ὕψος τῶν ἀστραγάλων, συμπλέκονται. Τὰ χέρια σὲ ἀτονία ἢ σὲ μονότονη μηχανικὴ κίνηση.
Μοιρολογῆτρες, ἐπὶ τούτου καλεσμένες, πῆραν θέση ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς φωτογραφίας. Τιμῆς ἕνεκεν πιὸ κοντὰ στὴν ἔκφραση τοῦ εἰκονιζόμενου. Ἄλλωστε αὐτὸ θὰ βοηθήσει σὲ συγκινητικώτερες ἐκδηλώσεις. Ρωτοῦν: Γιατί τό ‘κανες αὐτό· κι ἀκόμα: Ποῦ βρίσκονται τὰ ματάκια σου, τὰ χειλάκια σου, κι ἂν συνάντησε τὸν Ἀντρόνικο. Ἦταν πατέρας τοῦ μνημονευομένου ὁ Ἀντρόνικος ποὺ χάθηκε στοὺς Ἁγίους Σαράντα. Τώρα καμαρώνει ἀνυποψίαστος μέσα ἀπὸ μιὰ φωτογραφία ποὺ ὁ πλανόδιος φωτογράφος πέτυχε νὰ τὴν μοντάρει ἔτσι ποὺ φαίνεται ὅτι ὁδηγεῖ ἀεροπλάνο. Μόνο ποὺ κάτω κάτω διακρίνονται οἱ γκέτες του. Πάντως καὶ πριονάκια ἔχει γύρω γύρω, σὲ σχῆμα καρδιᾶς, καὶ κάποιους στίχους διαβάζεις στὸ πλαίσιο:
Λάβε κορμὶ χωρὶς ψυχὴ
καὶ σῶμα δίχως αἷμα
λάβε καὶ τὴ φωτογραφία μου
γιὰ νὰ θυμᾶσαι ἐμένα.
Οἱ μοιρολογῆτρες συνεχίζουν τοὺς κοπετοὺς καὶ μαζὶ τὶς ἐρωτήσεις πάντα. Καὶ μὲ τὸ δίκιο τους, γιατὶ τὸ ἀστυνομικὸ δελτίο μᾶς ἄφησε, τότε, ἀπληροφόρητους. Βέβαια, βρίσκουν πὼς ἦταν καλὸ παιδί, ἔξυπνος, καὶ πὼς δὲν παρέλειπε νὰ ποτίζει κάθε πρωὶ τοὺς αὐτοφυεῖς κρίνους τῆς αὐλῆς.
Μιὰ κυρία διαπιστώνει πὼς ὁ καιρὸς ἔστρωσε, σὲ πεῖσμα τοῦ μετεωρολογικοῦ δελτίου εἰδήσεων, καὶ πὼς οἱ τριανταφυλλιές της προοδέψανε τὶς τελευταῖες μέρες. Ἀποφαίνεται ὅτι τὸ καστανόχωμα ποὺ πουλᾶνε στὴ γωνία Κομνηνῶν-Βασιλέως Ἡρακλείου εἶναι ἐξαιρετικό. Μὲ διακριτικότητα, κοπέλλα μετρᾶ τὰ κεφάλια. Τὰ δάχτυλά της κοντυλοφόροι ποὺ καταγράφουν τοὺς παρόντες. Προφανῶς καφεδάκι. Σιχαίνομαι τὸν καφὲ καὶ σ’ αὐτὸ φταίει ἡ πενθοῦσα ποὺ δὲν καταφέρνει τὸ ψήσιμό του. Ὅμως ἐπιμένει κάθε πρώτη τοῦ μηνὸς νὰ μοῦ λέει: Ἕνα καφεδάκι; Ἔτσι, εὐτυχῶς ποὺ ἡ κυρία Ἐλευθερία δὲν εἶχε καιρό, γιατὶ ἔπρεπε νὰ κλαίει.
Ὁ καφὲς ἦρθε. Ζητήσαμε «ἄφεση ἁμαρτιῶν», «γαῖαν ἐλαφράν» καὶ τὰ παρόμοια. Σιωπή... Ἀναζητεῖται ὁ θαρραλέος ποὺ θὰ κάνει τὴν ἀρχή. Ὕστερα ρουφηξιές, θόρυβος ἀπὸ τὰ φλυτζάνια, λίγα ψίχουλα στὰ σκοῦρα —ὣς ἐπὶ τὸ πλείστον— ἐνδύματα τῶν καλεσμένων. Ὁ ἄλλος γιὸς τῆς νοικοκυρᾶς μου βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ διασκεδάσει τὴν ἀνία παρακαθημένης του. Αἰσθάνεται εὐτυχὴς ποὺ στὴ γενικὴ κατάθλιψη βρίσκει τὴ χαρά.
Κατὰ τὰ ἄλλα στὴν Αἰσχύλου 9 ὅλα ζοῦν ὅπως καὶ χτές, ὅπως καὶ προχτές, ὅπως θὰ ζήσουν κι αὔριο.
Οἱ φοιτηταὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἐξεταστικὴ περίοδο τοῦ Ἰουνίου, διασκεδάζοντας πότε πότε μὲ τὴ σκανταλιάρα γειτόνισσα, οἱ θαμῶνες τοῦ καφενείου ζητᾶνε τρίτο γιὰ πρέφα καὶ στὸ θερινὸ κινηματογράφο οἱ καουμπόυδες ψάχνουν τὸ χαμένο θησαυρό…
Πηγή: Κώστας Λαχᾶς, Πεδίον ὀσφρήσεως, Β΄ ἔκδοση, ἐκδ. Ὕψιλον, Ἀθήνα, 1985 (Α’ ἔκδοση: Θεσσαλονίκη, 1964).
Κώστας Λαχᾶς (Κάτω Θεοδωράκι Νομοῦ Κιλκίς, 1936). Μελέτη, διήγημα, ζωγραφική. Στὰ γράμματα ἐμφανίστηκε τὸ 1964. Ἀπὸ τὸ 1982 ἕως τὸ 1986 διηύθυνε τὴν γκαλερὶ «Κοχλίας» στὴ Θεσσαλονίκη. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Πεδίον ὀσφρήσεως (Θεσσαλονίκη, 1964).
Filed under: Ελληνικά,Θάνατος,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Λαχάς Κώστας,Ρεαλισμός | Tagged: Διήγημα,Κωμικό,Κώστας Λαχάς | Τὰ σχόλια στὸ Κώστας Λαχᾶς: Εἰς μνήμην ἔχουν κλείσει