Αὐγὴ Λίλλη: Ἀνάποδα



Αὐγὴ Λίλλη


Ἀ­νά­πο­δα


ΑΠΛΩΣΕ ἀ­νά­πο­δα. Μὲ τὶς πα­τοῦ­σες νὰ κοι­τά­ζουν τὸ κε­φα­λά­ρι. Αὐ­τὸ κά­νει, ὅ­ταν δὲν ἔ­χει ὕ­πνο. Μπᾶς καὶ ἀλ­λά­ξει λί­γο ἡ ἐ­νέρ­γεια, ἡ ρο­ὴ τῶν πραγ­μά­των. Ἂν δὲν κά­νει κρύ­ο, ἀ­νοί­γει καὶ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ὁ φω­τι­σμὸς τοῦ δρό­μου εἶ­ναι μο­νί­μως ἐ­κτὸς λει­τουρ­γί­ας καί, ὅ­ταν εἶ­ναι κα­θα­ρὸς ὁ οὐ­ρα­νός, τὰ ἀ­στέ­ρια δι­α­κρί­νον­ται λαμ­πε­ρά. Ση­κώ­νε­ται. Τρα­βᾶ τὴν κουρ­τί­να. Κοι­τά­ζει ἔ­ξω: Σε­πτέμ­βριος, ξα­στε­ριά. Τὰ μά­τια δὲν λέ­νε νὰ κλεί­σουν. Θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο τὸ παι­δι­κὸ βι­βλί­ο ποὺ τοὺς εἶ­χε πά­ρει ἡ μα­μὰ μὲ τὸν Κα­λὸ Μά­γο ποὺ δί­δα­σκε ἀ­στρο­νο­μί­α. Δὲν ἔ­χει συγ­κρα­τή­σει καὶ πολ­λά, ἀλ­λὰ δι­α­κρί­νει ἀ­κό­μα τὶς Ἄρ­κτους, τὸν Ὠ­ρί­ω­να, τὸν Δρά­κον­τα, μπο­ρεῖ νὰ ἐν­το­πί­σει τὸν Δί­α καὶ τὸν Κρό­νο… Βλέ­πει τὴν οὐ­ρὰ τῆς Με­γά­λης Ἄρ­κτου καὶ ὑ­πο­λο­γί­ζει: ἡ Μι­κρὴ θὰ εἶ­ναι κά­που ἐ­κεῖ στὴ γω­νί­α κά­τω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, σκέ­φτε­ται, θυ­μᾶ­ται. Κά­που ἐ­κεῖ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι, ἐ­πέ­με­νε καὶ γκρί­νια­ζε, δὲν τὴν βρί­σκει, δὲν τὴν βρί­σκει! Θὰ στὴν δεί­ξω ἐ­γώ, πε­ρί­με­νε, λέ­ει ἐ­κεῖ­νος. Κοι­τά­ει, ξα­να­κοι­τά­ει, ὑ­πο­λο­γί­ζει βά­σει τοῦ με­γά­λου τη­γα­νιοῦ, ἀλ­λὰ τί­πο­τα. Ξάφ­νου, νά, τῆς λέ­ει, νά, ἐ­κεῖ, καὶ τῆς δεί­χνει ἕ­να γα­λα­κτε­ρὸ μι­κρο­σκο­πι­κὸ λε­κὲ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἐ­κεί­νη σκά­ει στὰ γέ­λια. Ἐ­κεῖ­νος δυ­σα­να­σχε­τεῖ. Μὰ ἡ Μι­κρὴ Ἄρ­κτος δὲν εἶ­ναι τό­σο μι­κρή, λέ­ει, εἶ­ναι καὶ αὐ­τὴ σὰν τη­γά­νι, ἀλ­λὰ μὲ ἕ­να πιὸ κυρ­τὸ χε­ρού­λι, καὶ ἁ­πλῶς κά­πως πιὸ μι­κρή! Ὄ­χι, αὐ­τὴ εἶ­ναι! Ὄ­χι, δὲν εἶ­ναι, καὶ τοῦ ἐ­ξη­γεῖ ξα­νά. Τὴν ὑ­πο­λο­γί­ζεις βά­σει τῆς Με­γά­λης Ἄρ­κτου, ἐ­πὶ πέν­τε, ἐ­πὶ ἑ­φτά, δὲν θυ­μᾶ­ται τώ­ρα… Ἀλ­λὰ πῶς νὰ τὸν πεί­σει ποὺ ἔ­χει στρα­βω­θεῖ καὶ τὴ Μι­κρὴ Ἄρ­κτο δὲν βρί­σκει! Αὐ­τὴ εἶ­ναι σοῦ λέ­ω, για­τί ἐ­πι­μέ­νεις; Αὐ­τὸς ὁ λε­κές; Δεῖ­ξε μου τό­τε τὰ ἑ­πτὰ της ἀ­στέ­ρια! Ἐ­κεῖ­νος προ­σπα­θεῖ μὲ σι­γου­ριά, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη γε­λά­ει. Μά, αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα δὲν εἶ­ναι ἀ­στε­ρι­σμός, σὰν θραῦ­σμα ἀ­πὸ γα­λα­ξί­α εἶ­ναι, ἕ­νας λε­κές, ἕ­νας λε­κὲς στὸν οὐ­ρα­νό, τοῦ λέ­ει, ἐ­κεῖ­νος ἐ­κνευ­ρί­ζε­ται καὶ ἐ­κεί­νην τὴν παίρ­νει ὁ ὕ­πνος.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Αὐ­γὴ Λίλ­λη (1980). Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Λευ­κω­σί­α. Σπού­δα­σε Κλα­σι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κύ­πρου καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό της στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν μὲ θέ­μα τὸ κρι­τι­κὸ καὶ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου Κο­τζιᾶ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Πρό­χει­ρες Ση­μει­ώ­σεις Πά­νω σ’ ἕ­να Σω­σί­βιο (Ἀρ­μί­δα, Λευ­κω­σί­α, 2011) καὶ Ἡ Σφα­γὴ τοῦ Αἰ­ώ­να (Θρά­κα, Ἀ­θή­να, 2018). Γρά­φει ἐ­πί­σης δρα­μα­τι­κοὺς μο­νο­λό­γους γιὰ τὸ θέ­α­τρο καὶ σε­νά­ρια ται­νι­ῶν μι­κροῦ μή­κους.



		

	

Αὐ­γὴ Λίλ­λη: Τὸ λα­οῦ­τον



Αὐ­γὴ Λίλ­λη


Τὸ λα­οῦ­τον


Ν ΗΜΟΥΝ ΣΙΟΥΡΟΣ ἂν ἔ­θε­λα νὰ πά­ω. Μᾶλ­λον ἤ­μουν σί­ου­ρος ὅ­τι ἒν ἔ­θε­λα νὰ πά­ω. Για­τὶ ἤ­μα­στουν μα­θη­μέ­νοι ποὺ τὴν ἐ­πο­χὴν ποὺ ἒν εἴ­χα­μεν ἐ­πι­λο­γὴν τζιαὶ ἦ­ταν πιὸ εὔ­κο­λο, ἦ­ταν πιὸ εὔ­κο­λο νὰ λα­λοῦ­με ὅ­τι «ἒν πᾶ­μεν!». Ἄ­μαν ἀ­πο­φα­σί­ζουν οἱ ἄλ­λοι, ἔν’ πάν­τα πιὸ εὔ­κο­λο, ἔν­ναιν ἔ­τσι; «Εἴν­τα πρά­μαν; Νὰ δεί­ξω δι­α­βα­τή­ριο, γιὰ νὰ πά­ω ἔσ­σω* μου; Ποτ­τέ!». Ἔ­τσι ἐ­λα­λού­σα­μεν. Ἔ­τσι ἐ­λά­λουν τζὶ ἐ­γώ. Ἔ, ὕ­στε­ρα ἐ­θώ­ρουν ἕ­νας-ἕ­νας ἐ­πηα­ίνναν, τζιαὶ πο­τού­τους* ποὺ ὁρ­κί­ζουν­ταν ὅ­τι ἒν θὰ πά­σιν, δη­λα­δή. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν ὁ κα­φε­νές, με­τὰ οἱ για­τροί, μέ* ὥ­ραν εἶ­χα μέ* ὥ­ραν ἔ­κα­μνα, γιὰ νὰ τὸ σκε­φτῶ. Με­τά, ποὺ ἔ­κλει­σα τὸν κα­φε­νέ, εἶ­χα τό­σην πολ­λὴν ὥ­ραν, ποὺ ἒν ἐμ­πο­ροῦ­σα νὰ σκε­φτῶ τί­πο­τε ἄλ­λο. Τζιαὶ ἐ­πήα. Ἐ­χτές. Ἐ­πή­α ἐ­χτές. Μὲ ὅ,τι εἴ­σι­εν μεί­νει. Μό­νο τὸ λα­οῦ­τον ἐ­πί­α­σα τζι­εί­νην τὴν μέ­ρα τζιαὶ μό­νο τὸ λα­οῦ­τον ἐ­πῆ­ρα πί­σω τούν­την μέ­ραν, τὴν μό­νην ἡ­μέ­ραν ποὺ μᾶς ἔ­μει­νεν, τὴν ἡ­μέ­ραν ποὺ εἴ­σι­εν γεν­νη­θεῖ ὁ Χρί­στος μας. Ἔ­τσι, ἦρ­τεν μου τζιαὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ πά­ω, νὰ δῶ… Ἄλ­λοι κά­μνουν τά­μα­τα, προ­σευ­χές, κά­μνουν πρό­γραμ­μα πό­τε νὰ πά­σιν, ἐ­μέ­να ἦρ­τεν μου, ἔ­τσι, ἐ­ξε­κί­νη­σα τὸ πρω­ΐν, ἐ­πή­α, ἐ­πέ­ρα­σα πο­τζεῖ, ὣς τὸ με­ση­μέ­ρι, τὴν ὥ­ρα ποὺ οὗλ­λοι ἐ­πρή­ζουν­ταν ποὺ τὰ κρέ­α­τα τζιαὶ τὰ «Χρό­νια πολ­λά», ἐ­γι­ῶ ἐ­πή­α τζιαὶ εἶ­δα τὸ σπί­τι μας. Τζια­μαὶ* ἐ­γεν­νή­θη­κεν ὁ Χρί­στος μας, ἒν ἐ­πρό­λα­βα­μεν νὰ πᾶ­μεν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ον. Ἐ­στά­θη­κα πό­ξω. Ἒν ἐμ­πή­κα. Εἶ­δα το. Ἔ­μει­να τζια­μαί, ἐ­θώ­ρουν το… Ἐ­σκέ­φτου­μουν… Ἐ­σκέ­φτου­μουν δι­ά­φο­ρα, ἐ­δρῶ­σαν λλί­ον τὰ δά­χτυ­λά μου, ἐ­γλιά­ζαν, ἔ­σφιγ­γά τα, ἀλ­λὰ πά­λε ἐ­γλιά­ζαν πά­νω στὸ λα­οῦ­τον, ἐ­φά­νη­κέν μου πιὸ βα­ρὺ σάν­να*… Ὕ­στε­ρα ποὺ κα­νέ­ναν τέ­ταρ­τον ἔ­φυ­α τζιαὶ ἦρ­τα πί­σω· ἦρ­τα ἔσ­σω. Ἐ­κου­βά­λη­σα μι­τά μου τζαὶ τὸ λα­οῦ­τον τζιαὶ ἔ­βα­λά το πά’ στὸ σέν­τε*. Ἐ­νημ­πο­ρῶ νὰ τὸ κου­βα­λῶ ἄλ­λον.


* ἔσ­σω μου: σπί­τι μου
* πο­τού­τους: ἀ­π’ ἐ­κεί­νους
* μέ… μέ…: μή­τε… μή­τε
* τζια­μαί: ἐ­κεῖ
* μι­τά μου: μα­ζί μου
* σάν­να: λὲς καί (στὰ κυ­πρια­κὰ συ­χνὰ μπαί­νει στὸ τέ­λος τῆς πρό­τα­σης)
* σέν­τε: τὸ πα­τά­ρι


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Αὐ­γὴ Λίλ­λη (1980). Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Λευ­κω­σί­α. Σπού­δα­σε Κλα­σι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κύ­πρου καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό της στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν μὲ θέ­μα τὸ κρι­τι­κὸ καὶ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου Κο­τζιᾶ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Πρό­χει­ρες Ση­μει­ώ­σεις, Πά­νω σ’ ἕ­να Σω­σί­βιο (Ἀρ­μί­δα, Λευ­κω­σί­α, 2011) καὶ Ἡ Σφα­γὴ τοῦ Αἰ­ώ­να (Θρά­κα, Ἀ­θή­να, 2018). Γρά­φει ἐ­πί­σης δρα­μα­τι­κοὺς μο­νο­λό­γους γιὰ τὸ θέ­α­τρο καὶ σε­νά­ρια ται­νι­ῶν μι­κροῦ μή­κους.

Αὐ­γὴ Λίλ­λη: Κρέας


 

Αὐ­γὴ Λίλ­λη


Κρέ­ας


ΓΚΑΒΙΑ’ΤΙΝΑ, μπα­ρά­νι­να, κού­ρι­τσα. Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις ποὺ ἔ­μα­θα, οἱ μό­νες ποὺ θυ­μᾶ­μαι. Τώ­ρα νὰ μὲ ρω­τή­σεις πῶς εἶ­ναι, ἂς ποῦ­με, τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ στὰ ρώ­σι­κα, θὰ κά­νω καὶ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα νὰ σοῦ πῶ σπα­σίμ­πα. Βο­δι­νό, ἀρ­νί, κο­τό­που­λο – σασ­λίκ, στὴ σού­βλα. Τὸ κα­λύ­τε­ρο κρέ­ας ποὺ ἔ­χω φά­ει πο­τέ. Τρί­α χρό­νια ἔ­κα­τσα. Κα­λὰ ἤ­τα­νε, δὲν ἔ­χω πα­ρά­πο­νο. Βα­ρε­τὰ κά­πο­τε μέν, ὁ χει­μώ­νας δὲν τὸ κου­νοῦ­σε. Στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση νὰ δι­αρ­κοῦ­σε ἕ­ξι μῆ­νες, στὴ χει­ρό­τε­ρη ὀ­κτώ. Χει­μώ­νας ὅ­μως, ὄ­χι ἀ­στεῖ­α! Πλὴν τριά­ντα, πλὴν σα­ράν­τα καὶ βά­λε. Στοὺς πλὴν εἴ­κο­σι καὶ στοὺς πλὴν δε­κα­πέν­τε ἔ­λε­γες μπαί­νει ἡ ἄ­νοι­ξη ἢ σερ­γι­α­νά­ει ἀ­κό­μα τὸ φθι­νό­πω­ρο. Ἡ Πα­ρα­σκευ­ή μας ὅ­μως ἦ­ταν στα­θε­ρή, βρέ­ξει —ποὺ δὲν ἔ­βρε­χε—, χι­ο­νί­σει —ποὺ χι­ό­νι­ζε τοῦ πού­στη—, φυ­σή­σει, ποὺ φύ­σα­γε ἀ­έ­ρας σο­βα­ρός, νὰ σὲ πά­ρει καὶ νὰ σὲ ση­κώ­σει. Ἡ Πα­ρα­σκευ­ὴ σή­μαι­νε Café Real. Ἦ­ταν τρι­ώ­ρο­φο τὸ μα­γα­ζί, ἀ­πί­στευ­τα κὶτς —παρ­δα­λὲς κουρ­τί­νες, πλα­στι­κὰ λου­λού­δια, τέ­τοι­α— καὶ ἐ­νο­χλη­τι­κὰ φω­τει­νό. Καὶ κυ­ρί­ως θο­ρυ­βῶ­δες. Ἡ μου­σι­κὴ στὴ δι­α­πα­σῶν. Τὸ ἔ­χουν αὐ­τὸ οἱ ντό­πιοι. Ἀ­κοῦ­νε τὰ πάν­τα καὶ παν­τοῦ στὴ δι­α­πα­σῶν. Πᾶς στὸ μπάρ, φω­νά­ζεις. Μπαί­νεις στὸ τα­ξί, δυ­να­μώ­νει ὁ τα­ξι­τζῆς τὴ μου­σι­κὴ μὲ τὸ ποὺ σὲ βλέ­πει, φω­νά­ζεις – νὰ τὸ χα­μη­λώ­σει. Δὲν κα­τά­λα­βα πο­τὲ για­τί. Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς λί­γες τέ­χνες, ἡ μου­σι­κή, ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξαν. Τί νὰ ἀ­να­πτύ­ξεις μὲ τέ­τοι­α βα­ρυ­χει­μω­νιά, ἐ­ξάλ­λου; Τὴ μου­σι­κή, μό­νο μὲ ἕ­να δί­χορ­δο ντόμ­πρα δη­λα­δή, καὶ τὴν ποί­η­ση. Γιὰ θέ­α­τρο, ζω­γρα­φι­κὴ οὔ­τε λό­γος. Στὸ Café Real λοι­πὸν πη­γαί­να­με κά­θε Πα­ρα­σκευ­ή – ἦ­ταν τὸ πα­νη­γυ­ρι­κὸ κλεί­σι­μο ἄλ­λης μιᾶς δύ­σκο­λης ἑ­βδο­μά­δας. Καὶ κα­θό­μα­σταν πάν­τα στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο. Πα­ραγ­γέλ­να­με σασ­λὶκ γκα­βι­ά­τι­να, μπα­ρά­νι­να, κού­ρι­τσα. Οἱ με­ρί­δες ἦ­ταν τε­ρά­στι­ες, τὰ κομ­μά­τια τῆς σού­βλας με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ,τι συ­νή­θως, ἀλ­λὰ κομ­μέ­να κα­λά: ἄ­φθο­να κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­να κομ­μά­τια ψη­τοῦ κρέ­α­τος ἔ­κα­ναν τὸ κα­λύ­τε­ρο σασ­λὶκ σὲ ὅ­λη τὴν πό­λη, μὴ σοῦ πῶ σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ χώ­ρα! Ζου­με­ρὸ ὅ­σο πρέ­πει, ψη­μέ­νο ὅ­σο πρέ­πει, μὲ λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἁ­λά­τι ἀ­πὸ ὅ,τι θὰ ἔ­πρε­πε γιὰ ἕ­ναν Με­σο­γεια­κὸ μὲ χο­λη­στε­ρό­λη, πί­ε­ση καὶ τὰ τοια­ῦτα, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­σο πραγ­μα­τι­κὰ πρέ­πει. Τρώ­γα­με σὰν νὰ ἤ­μα­σταν αἰ­ώ­νια πει­να­σμέ­νοι, ἀλ­λὰ μα­σού­σα­με ἀρ­γά. Ἀρ­γά, σὰν νὰ μὴ θέ­λα­με νὰ ἀ­δειά­σουν πο­τὲ οἱ πι­α­τέ­λες μὲ τὸ κρέ­ας. Καὶ με­τά, κα­τὰ τὶς ἐν­τε­κά­μι­σι, ἔ­βγαι­ναν τὰ κο­ρί­τσια. Ἡ μου­σι­κὴ δυ­νά­μω­νε ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, τὰ φῶ­τα μό­νο τό­τε χα­μή­λω­ναν, γιὰ νὰ ἁ­πλώ­σουν στὸν χῶ­ρο πρά­σι­να καὶ κόκ­κι­να φω­το­ρυθ­μι­κὰ μιᾶς ἄλ­λης ἐ­πο­χῆς. Καὶ ἔ­βγαι­ναν. Καὶ χό­ρευ­αν. Ἀ­να­το­λί­τι­κα. Κά­τι μπού­τια, κά­τι στή­θη, ἕ­να λί­κνι­σμα συγ­χρο­νι­σμέ­νο καὶ νω­χε­λι­κὸ καὶ τὰ δά­χτυ­λα νὰ στρι­φο­γυρ­νᾶ­νε θελ­κτι­κὰ ἀ­πὸ τοὺς καρ­πούς… Καὶ ἐ­μεῖς νὰ θαυ­μά­ζου­με καὶ νὰ τσιμ­πο­λο­γᾶ­με ἀρ­γὰ ἀ­κό­μα γκα­βι­ά­τι­να, μπα­ρά­νι­να, κού­ρι­τσα ἀ­πὸ τὶς γεν­ναι­ό­δω­ρες πι­α­τέ­λες. Ναί, στὸ Café Real σέρ­βι­ραν τὸ κα­λύ­τε­ρο κρέ­ας. Νὰ μὴν ξέ­ρεις τί νὰ πρω­το­φᾶς.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Αὐ­γὴ Λίλ­λη (1980). Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Λευ­κω­σί­α. Σπού­δα­σε Κλα­σι­κὴ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κύ­πρου καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό της στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν μὲ θέ­μα τὸ κρι­τι­κὸ καὶ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­λέ­ξαν­δρου Κο­τζιᾶ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Πρό­χει­ρες Ση­μει­ώ­σεις Πά­νω σ’ ἕ­να Σω­σί­βιο (Ἀρ­μί­δα, Λευ­κω­σί­α, 2011) καὶ Ἡ Σφα­γὴ τοῦ Αἰ­ώ­να (Θρά­κα, Ἀ­θή­να, 2018). Γρά­φει ἐ­πί­σης δρα­μα­τι­κοὺς μο­νο­λό­γους γιὰ τὸ θέ­α­τρο καὶ σε­νά­ρια ται­νι­ῶν μι­κροῦ μή­κους.