
Πηγὴ Κούτση
50 τετραγωνικά
ΥΠΝΗΣΑ ἀπότομα. Θυμᾶμαι ὅτι πῆρα μιὰ δύσκολη ἀναπνοὴ καὶ μὲ ἐπίασαν τὰ κλάματα. Σὰν νὰ μὲ γέννησε ἡ μάνα μου ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου καὶ βρέθηκα σὲ ἕνα ἄγνωστο γιὰ μένα μέρος. Δὲν εἶχα ἰδέα ποῦ ἤμουν καὶ γιατί βρισκόμουν ἐκεῖ.
. Ἦταν ἕνα σπίτι ποὺ δὲν ἤξερα.
. Σηκώθηκα μὲ πόνους. Εἶχα πιαστεῖ. Φῶς ἐλάχιστο ἀπὸ ἕνα μισόκλειστο παντζούρι. Ἔκανε ἀφόρητη ζέστη καὶ ἔνιωθα τὸν ἱδρώτα νὰ στάζει καυτός. Κυλοῦσε χωρὶς σταματημὸ πάνω στοὺς ὤμους μου.
. Προσπάθησα νὰ ἀνοίξω τοὺς διακόπτες ἀλλὰ δὲν εἶχε ρεῦμα. Ἔτρεξα φοβισμένη πρὸς τὴν ἐξώπορτα. Κλειδωμένη. Ὁ ἱδρώτας ἄρχισε νὰ παγώνει πάνω στὴν πλάτη μου. Ἤμουν φυλακισμένη; Δὲν μποροῦσα νὰ θυμηθῶ πῶς βρέθηκα ἐκεῖ καὶ ἡ ἀγωνία ποὺ γεννᾶ ἡ ἀπελπισία σταμάτησε ἐντελῶς τὸ μυαλό μου.
. Ἄρχισα νὰ οὐρλιάζω μήπως μὲ ἀκούσει κανείς. Καμία ἀπάντηση. Κανένας θόρυβος.
. Πέρασαν λίγα λεπτὰ ἀπόγνωσης καὶ μόλις συνῆλθα, ἀποφάσισα νὰ περιεργαστῶ τὸ μέρος στὸ ὁποῖο βρισκόμουν. Μιὰ μικρὴ κουζίνα, ἕνα δωμάτιο, ἕνα μπάνιο μικρό, ἕνα σαλόνι. Ἕνα διαμέρισμα περίπου 50 τετραγωνικῶν.
. Ἄνοιξα στὴν τύχη ἕνα ντουλάπι νὰ βρῶ ἕνα ποτήρι. Γέμισα μὲ νερὸ νὰ σβήσω τὴ δίψα μου. Δὲν ἤξερα ποῦ βρίσκομαι. Κοίταξα γύρω μου. Ὅλα στὴ θέση τους. Πεντακάθαρα. Κάθισα σὲ μιὰ καρέκλα, μέσα στὴν κουζίνα.
. Περίμενα.
. Περίμενα μήπως γίνει κάτι. Μήπως ξεκλειδώσει κάποιος τὴν πόρτα. Πρέπει νὰ πέρασα ἀρκετὴ ὥρα κοιτώντας τὴ βρύση. Τὴν ἄφησα νὰ στάζει λίγο. Ὁ ἦχος τῆς σταγόνας ποὺ πέφτει μοῦ ἔκανε παρέα. Μοῦ θύμιζε ὅτι δὲν ἔχω πεθάνει. Μετροῦσα τὸ χρόνο, ἔτσι περιμένοντας.
. Ξαφνικὰ ἕνας ἄλλος θόρυβος μέσα στὸ σπίτι. Ἦχος ἀπὸ ἕνα πέταγμα. Εἶχε μπεῖ μιὰ μύγα. Τί παράξενο! Ἀπὸ ποῦ μπῆκε αὐτὴ ἡ μύγα; Σηκώθηκα καὶ ἔψαχνα μὲ μανία νὰ βρῶ ἀπὸ ποῦ μπορεῖ νὰ βρῆκε εἴσοδο. Δὲν ἔβρισκα. Ἄρχισα νὰ τὴν κυνηγάω μπᾶς καὶ τὴν ἀνάγκαζα νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦρθε. Νὰ δῶ ἂν ὑπάρχει κάποιο σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσα νὰ δραπετεύσω καὶ ἐγώ. Αὐτὴ ἡ μύγα ἦταν ἡ ὑποψία μιᾶς ἐλπίδας. Τίποτα. Κανένα ἀποτέλεσμα. Ἔβαλα τὰ κλάματα.
. Κουράστηκα. Ἀποφάσισα νὰ κάνω ἕνα μπάνιο. Ἔψαξα νὰ βρῶ πετσέτα. Τὴ βρῆκα. Ξάπλωσα στὸ κρεβάτι. Κοιμήθηκα. Δὲν ὀνειρεύτηκα τίποτα.
. Ξύπνησα πάλι στὸ ἴδιο σπίτι. Δὲν μποροῦσα πάλι νὰ ἀναπνεύσω. Ἄρχισα νὰ φωνάζω μὲ ὅση δύναμη μποροῦσα. Ὕστερα χτυποῦσα τοὺς τοίχους. Πῆρα ἕνα ποτήρι καὶ τὸ ἔσπασα μὲ δύναμη, μήπως κάποιος ἀκούσει. Κανείς. Λιποθύμησα. Ἔμεινα πολλὴ ὥρα στὸ πάτωμα. Δὲν ἤθελα νὰ σηκωθῶ. Προσπαθοῦσα μὲ μανία νὰ μὴν τρελαθῶ. Νὰ μὴ χάσω τὰ λογικά μου.
. Ἄκουσα πάλι ἐκείνη τὴ μύγα. Εἶχε ἐγκατασταθεῖ γιὰ τὰ καλά. Ἡ μύγα διαολιζόταν στὸν χῶρο, ἡ βρύση ἔσταζε. Κάτι εἶναι καὶ αὐτό. Παρέα.
. Οἱ μέρες κυλοῦσαν ἔτσι. Προσπαθοῦσα νὰ καταλαβαίνω πότε εἶναι πρωὶ καὶ πότε βράδυ. Μοῦ τὸ μαρτυροῦσε ἡ ἀχτίδα φωτὸς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ μισόκλειστο παντζούρι. Τὴν ἀναζητοῦσα κάθε φορὰ ποὺ σηκωνόμουν ἀπὸ τὸ κρεβάτι.
. Οἱ μέρες περνοῦσαν καὶ ἄρχισα νὰ χάνω τὸ κουράγιο μου. Ἔκλεισα τὴ βρύση καὶ σκότωσα τὴν παλιομύγα. Ἤθελα κάποιον νὰ μιλήσω.
. Βρῆκα κάτι πολύχρωμες κιμωλίες.
. Ἄνοιξα τὸ κουτί. Εἶδα τὰ χρώματα. Ξεκίνησα νὰ ζωγραφίζω τοὺς τοίχους.
. Ζωγράφισα ἕναν ἄντρα. Ἔπειτα ἕνα παιδὶ καὶ ἕναν κῆπο. Τί ὡραῖα! Ἔνιωσα τεράστια χαρὰ ὅταν ὁλοκλήρωσα τὴ ζωγραφιά μου. Τὰ χρώματα ἔδωσαν ζωὴ στὸ μουντὸ τοῖχο. Ἔφτιαξα μιὰ δικιά μου οἰκογένεια. Πάντα τὸ ὀνειρευόμουν. Νὰ ἔχω ἕναν ἄντρα καὶ ἕνα παιδί… Τὶ καλά!
. Ἄρχισα νὰ τοὺς μιλάω. Ἄρχισα νὰ τοὺς ἀκούω. Ἄρχισα νὰ κάνω σχέδια μαζί του. Ἄρχισα νὰ νιώθω καλὰ σὲ ἐκεῖνο τὸ παράξενο σπίτι. Ἄρχισα νὰ μὴ θέλω νὰ φύγω.
. Τραγουδοῦσα καὶ κανάκευα τὸ παιδί. Μαγείρευα γιὰ τὸν σύζυγο. Κάναμε σχέδια γιὰ τὸ ποῦ θὰ πᾶμε τὶς γιορτές, τὸ καλοκαίρι. Τοὺς ἀγάπησα πολύ. Τοὺς γέλαγα, τοὺς ἔκανα ἀστεία. Συζητοῦσα μαζί τους αὐτὰ ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσαν. Καὶ ἔφτιαχνα κάθε μέρα τὸν χρωματιστό μου κῆπο.
. Περνοῦσε ἔτσι ὁ καιρός. Καὶ ἡ ἀπόγνωση, ἡ τάση γιὰ ἐλευθερία ἄρχισαν νὰ γίνονται μακρινὴ ἀνάμνηση. Ἔνιωθα πολὺ ὄμορφα ἐκεῖ μέσα. Δὲν ἤθελα νὰ φύγω πιά.
. Ἔγινα ἕνα μὲ τὸ σπίτι. Καὶ οἱ ζωγραφιές μου ζωντάνεψαν καὶ δὲν ἤμουν πιὰ μόνη.
. Τώρα μεσημέριασε καὶ ἔνιωσα τὴν κοιλιά μου πεινασμένη. Ἔφαγα ἕνα παξιμάδι ποὺ βρῆκα. Τὸ ἔφαγα μὲ λαιμαργία καὶ κατάλαβα ὅτι μοῦ κάθεται στὸ λαιμό. Πνίγομαι. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ βγάλω. Χάνω τὶς αἰσθήσεις μου. Καταλαβαίνω ὅτι πεθαίνω. Κενό.
. Ἄνοιξα τὰ μάτια μου γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀπότομα. Πάλι μὲ δύσκολη ἀναπνοή. Πρέπει νὰ ἔχει περάσει πολλὴ ὥρα. Τὸ γνωρίζω αὐτὸ τὸ μέρος. Εἶναι τὸ δικό μου σπίτι. Ἦταν ὄνειρο τελικά. Εἶμαι ἐκεῖ ποὺ θέλω;

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Πηγὴ Κούτση (Ζάκυνθος, 1972). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται στὸ Μητροπολιτικὸ Κολέγιο. Ἔχει σπουδάσει Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ψυχολογία.
Filed under: 1. ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ,Ελληνικά,Κούτση Πηγή,Μονόλογος,Μοναξιά,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Ψυχογραφία | Tagged: Διηγήμα,Λογοτεχνία,Πηγή Κούτση | Τὰ σχόλια στὸ Πηγὴ Κούτση: 50 τετραγωνικά ἔχουν κλείσει