Νίκος Κατσαλίδας: Ζητοῦνται μαλλιά


Νί­κος Κα­τσα­λί­δας


Ζη­τοῦν­ται μαλ­λιὰ

 

ΝΩ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ στὴν πό­λη, ντά­λα με­ση­μέ­ρι, καὶ κοι­τοῦ­σε τὰ κα­τά­λευ­κα ἀ­κρο­γιά­λια μὲ τὰ ξα­πλω­μέ­να ἡ­λι­ο­κα­μέ­να σώ­μα­τα τῶν πα­ρα­θε­ρι­στῶν στὴν ἀμ­μου­διά, στα­μά­τη­σε νὰ πά­ρει μιὰ ἀ­νά­σα στὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς πεύ­κου, ἀ­κούμ­πη­σε στὸν κορ­μὸ του χα­μέ­νος στὶς πευ­κο­βε­λό­νες ποὺ θρό­ι­ζαν ἀ­πὸ τὸν μα­ΐ­στρο. Ὁ ἥ­λιος εἶ­χε θο­λώ­σει τὸ βλέμ­μα του καὶ ἡ θά­λασ­σα ἔ­βρα­ζε καὶ ἄ­χνι­ζε σὰν θε­ό­ρα­το κα­ζά­νι. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­ρι­ξε τὸ βλέμ­μα του καὶ δι­έ­κρι­νε ἀ­πέ­ναν­τι στὴν κο­λό­να τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ ρεύ­μα­τος μιὰ κί­τρι­νη εἰ­δο­ποί­η­ση ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΜΑΛΛΙΑ καὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σε τὴ θά­λασ­σα καὶ σκε­πτό­τα­νε γιὰ αὐ­τὴ τὴν πρω­τό­τυ­πη εἰ­δο­ποί­η­ση ποὺ δὲν εἶ­χε δεῖ καὶ ἀ­κού­σει ἄλ­λη φο­ρὰ τέ­τοι­α στὴ ζω­ή του, νὰ ὑ­πάρ­χει καὶ πώ­λη­ση μαλ­λι­ῶν στὴν ἀ­γο­ρὰ τοῦ κό­σμου. Ἦ­ταν μιὰ μα­κά­βρια εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ δὲν τὸ πί­στευ­ε ἕ­να τέ­τοι­ο ἐμ­πό­ρευ­μα. Κι ἄς ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὸ καὶ γραμ­μέ­νο μὲ κε­φα­λαί­α καὶ ξε­κά­θα­ρα γράμ­μα­τα. Εἶ­χε δι­α­βά­σει μιὰ τρο­μα­χτι­κὴ ἱ­στο­ρί­α μὲ τὰ μαλ­λιὰ ποὺ ’­χε σχέ­ση μὲ τὴν ἀ­δερ­φὴ τοῦ Ἀ­λῆ, τὴ Χα­ϊ­νί­τσα. Ὅ­ταν τὸ πε­λέ­κι της εἶ­χε πέ­σει πά­νω στὸ Γαρ­δί­κι, ἔ­βα­λε μπρο­στὰ τὶς γυ­ναῖ­κες κο­πά­δι καὶ μα­ζὶ μὲ τοὺς βια­σμοὺς τῶν στρα­τι­ω­τῶν, ἔ­κο­ψε τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὶς ἄ­φη­σε κου­ρε­μέ­νες καὶ γέ­μι­σε μὲ τὰ κομ­μέ­να μαλ­λιὰ τους τὰ στρώ­μα­τα καὶ τὰ μα­ξι­λά­ρια καὶ κοι­μό­ταν ἀ­να­κου­φι­σμέ­νη ἡ φό­νισ­σα πά­νω στὰ γε­μά­τα στρώ­μα­τα καὶ μα­ξι­λά­ρια μὲ τὰ κομ­μέ­να γυ­ναι­κεῖ­α μαλ­λιά τους. Πῆ­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο καὶ τὴ δι­εύ­θυν­ση καὶ γυ­ρί­ζον­τας σπί­τι πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὸ γραμ­μέ­νο στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ στα­μά­τη­σε δι­στα­κτι­κὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Τί νὰ ’­κα­νε, νὰ χτυ­ποῦ­σε καὶ νὰ ’μ­παι­νε μέ­σα ἢ νὰ μὴ χτυ­ποῦ­σε τέ­τοι­α ὥ­ρα, στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο τοῦ Ἰ­ού­λη ποὺ τὰ πάν­τα ἔ­και­γαν κι ἄ­χνι­ζε ἡ ἄ­σφαλ­τος κι οἱ πέ­τρες. Ἔ­φυ­γε κι ὅ­ταν ἔ­φτα­σε σπί­τι του ἄ­νοι­ξε τὰ βι­βλί­α νὰ δι­α­βά­σει καὶ μιὰ φο­ρὰ τὶς ἀ­πάν­θρω­πες μα­κά­βρι­ες πρά­ξεις μὲ τὰ κου­ρε­μέ­να κε­φά­λια καὶ τὰ κομ­μέ­να μαλ­λιὰ τῶν γυ­ναι­κὼν ποὺ τὸν ἔ­κα­ναν νὰ πε­ρά­σει φο­βί­ες. Ξα­πλώ­θη­κε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ, ἀλ­λὰ τοῦ βγαί­να­νε στὸν ὕ­πνο του ἐ­φιά­λτες καὶ κα­τὰ τὸ ἀ­πό­βρα­δο βγῆ­κε στὸ ἀ­κρο­γιά­λι νὰ πά­ρει μιὰ ἀ­νά­σα. Στα­μα­τοῦ­σε ὅ­που ἔ­βρι­σκε κο­λό­νες καὶ σὲ μιὰ ἄλ­λη γε­μά­τη κολ­λη­μέ­νες νε­κρο­λο­γί­ες, εἶ­δε πολ­λὰ γνω­στὰ καὶ ἄ­γνω­στα ὀ­νό­μα­τα γιὰ αὐ­τὸν ποὺ εἶ­χε φύ­γει χρό­νια μα­κριὰ ἀ­πὸ τού­τη τὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη καὶ ἔ­ψα­χνε νὰ φέ­ρει μπρο­στά του ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς κολ­λη­μέ­νους στὶς νε­κρο­λο­γί­ες ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἔ­βλε­πε καὶ δὲν θὰ τοὺς ἄ­κου­γε πιὰ στὴ ζω­ή του. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε συλ­λο­γι­σμέ­νος δί­χως νὰ τὸν προ­σέ­ξει κα­νέ­νας στοὺς δρό­μους ψά­χνον­τας τὶς νε­κρο­λο­γί­ες μὲ τὰ ὅ­σα εἶ­δε καὶ δι­ά­βα­σε στὶς κο­λό­νες τῆς πό­λης, σκέ­φτη­κε καὶ προ­βλη­μα­τί­στη­κε γιὰ τὸ διά­βα τῆς ζω­ῆς κά­νον­τας σχε­τι­κὲς προ­βλέ­ψεις γιὰ τὴν πό­λη του ποὺ κά­ποι­α μέ­ρα θὰ εἶ­ναι ξέ­νος καὶ δὲν θὰ τὸν γνω­ρί­ζει κα­νέ­νας κι ἄλ­λοι, ἐρ­χό­με­νοι, θὰ εἶ­ναι οἱ κύ­ριοί της. Πά­τη­σε τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ στα­θε­ροῦ ποὺ ’­χε πά­ρει στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ πε­ρί­με­νε στὸ ἀ­κου­στι­κὸ ποὺ βού­ι­ζε μὴν τὸ ση­κώ­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ καὶ κα­νεὶς δὲν ἀ­παν­τοῦ­σε. Μιὰ φω­νὴ σβη­σμέ­νη ποὺ ἀ­κού­στη­κε ἀ­πὸ βα­θιά τοῦ ζή­τη­σε νὰ μά­θει ποι­ὸς ἦ­ταν τέ­τοι­α ὥ­ρα. Αὐ­τὸς τοῦ εἶ­πε τὸ ὄ­νο­μά του καὶ τοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι τὸ στα­θε­ρό του τη­λέ­φω­νο τὸ βρῆ­κε στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ ἤ­θε­λε νὰ μά­θει ἂν βρέ­θη­καν μαλ­λιὰ ἢ ὄ­χι. Ἄχ, τὰ μαλ­λιά, εἶ­πε ὁ ἄλ­λος. Πά­ει και­ρὸς ποὺ βά­λα­με εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ ξε­χά­στη­κε στὴν κο­λό­να. Τί ἀ­ξί­α ἔ­χει πιὰ νὰ μι­λᾶ­με γιὰ τὰ μαλ­λιά, κύ­ρι­έ μου, ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σαν τὰ πάν­τα γιὰ μέ­να; Τί μᾶς χρει­ά­ζον­ται πιὰ τὰ μαλ­λιά, ἀ­φοῦ ἡ γυ­ναί­κα μου ἔ­φυ­γε, τῆς βγά­λα­με καὶ τὰ χρό­νια; Ἔ­βα­λα τὴν εἰ­δο­ποί­η­ση μ’ ὅ­λη μου τὴν καρ­διὰ νὰ ἀ­γό­ρα­ζα τὰ κα­λύ­τε­ρα μαλ­λιὰ τοῦ κό­σμου ὅ­σο καὶ νὰ που­λι­όν­ταν. Θὰ τὰ ’­δι­να ὅ­λα, φτά­νει νὰ περ­νοῦ­σε κα­λὰ νὰ τὴν κά­λυ­πτε νὰ μὴν τῆς φαι­νό­τα­νε τὸ ἄ­δει­ο κε­φά­λι ἀ­πὸ τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἐ­σὺ που­λᾶς τὰ μαλ­λιά; Θὰ τὰ ἀ­γό­ρα­ζα ὅ­σα κι ὅ­σα ἂν δὲν μοῦ ’­φευγε κα­κὴν κα­κῶς ἡ γυ­ναί­κα. Μο­λα­ταύ­τα, ἀ­φοῦ πῆ­ρες τὸν κό­πο καὶ ἐν­δι­α­φέρ­θη­κες, πές μου, πό­σο τὰ που­λᾶς τὰ μαλ­λιά, νὰ τ’ ἀ­γο­ρά­σω; Στὴν καρ­κι­νι­κὴ μα­ζὶ μὲ τὴ γυ­ναί­κα μου ἦ­ταν τό­σες καὶ τό­σες ἄλ­λες κυ­ρί­ες, μά­λι­στα κι ἡ κα­λύ­τε­ρη φί­λη της. Πι­στεύ­ω κά­που θὰ πιά­σουν τό­πο τὰ μαλ­λιά. Κά­με κα­λὸ καὶ ρί­ξ’ το στὸν για­λό. Θὰ τὰ πλη­ρώ­σω μό­νος μου σὰν νὰ τ’ ἀ­γό­ρα­ζα γιὰ τὴ γυ­ναί­κα μου. Ἄς κά­νο­με κι ἕ­να κα­λὸ καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἐ­σύ, ποῦ­θε τα ’­χεις τὰ μαλ­λιά; Ποῦ τὰ ’­βρες καὶ βγῆ­κες νὰ τὰ που­λή­σεις; Ποῦ τὰ προ­μη­θεύ­τη­κες; Τώ­ρα εἶ­ναι ἀρ­γὰ γιὰ τὴ γυ­ναί­κα μου ποὺ ἔ­φυ­γε καὶ ἀ­γαλ­λιά­ζει στὸ κοι­μη­τή­ριο στὸν Λει­μώ­να; Μή­πως εἶ­ναι ἀ­πὸ πε­θα­μέ­νη κι εἶ­σαι νε­κρο­θά­φτης; Συγ­γνώ­μη, του ’­πε ὁ πα­λιὸς πα­ρα­θε­ρι­στὴς κά­τοι­κος ποὺ εἶ­χε γυ­ρί­σει στὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια γε­νέ­θλια πό­λη του, ἐ­γὼ οὔ­τε ἔ­χω κι οὔ­τε που­λά­ω μαλ­λιά. Ἀ­πὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τη­λε­φώ­νη­σα νὰ σᾶς ἔ­λε­γα ὅ­τι δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­γο­ρά­ζα­τε ἀ­λη­θι­νὰ μαλ­λιὰ ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­χουν πε­ροῦ­κες γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες ποὺ τοὺς πέ­φτουν ἀ­πὸ τὶς χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἔ­μα­θε τὸ ὄ­νο­μά της καὶ τὴν αὐ­ρια­νή, γυ­ρο­φέρ­νον­τας καὶ ψά­χνον­τας στὶς κο­λό­νες μὲ τὶς νε­κρο­λο­γί­ες τῆς πό­λης, βρῆ­κε τὴ φω­το­γρα­φί­α τῆς νι­ό­της της μὲ τὰ ὡ­ραῖ­α σγου­ρὰ μαλ­λιά της καὶ ἀ­νη­φο­ρί­ζον­τας στα­μά­τη­σε στὴν ἄλ­λη κο­λό­να καὶ ἔ­σκι­σε σὰν ἀ­γρι­ό­γα­τος γρα­τζου­νί­ζον­τας τὴν ξε­θω­ρι­α­σμέ­νη εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ τὴν πέ­τα­ξε στὴ θά­λασ­σα. Για­τί σχί­ζεις τὸ εἰ­δο­ποι­η­τή­ριο καὶ τὸ πε­τᾶς πει­σμω­μέ­νος στὴ θά­λασ­σα, τοῦ ’­πε ἕ­νας πε­ρα­στι­κός, ἀ­φοῦ χρει­ά­ζον­ται μαλ­λιὰ γιὰ τὶς καρ­κι­νο­πα­θεῖς γυ­ναῖ­κες; Μα­ζεύ­ον­ται, ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ται σὲ ἐρ­γο­στά­σια καὶ γί­νον­ται πε­ροῦ­κες; Μα­κά­ρι νὰ μὴ σοῦ χρει­α­στοῦ­νε ἀλ­λὰ τῆς δι­κῆς μου τῆς τὰ γκρέ­μι­σαν οἱ χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες κι ἔ­βα­λε πε­ροῦ­κες.

Ἅ­γιοι Σα­ράν­τα, 07.07.2021


Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022)

Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῶ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.


 

Νίκος Κατσαλίδας: Ἀπαραμύθητο βουνό


Νίκος Κατσαλίδας


Ἀπαραμύθητο βουνό


Η ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ τὴ μαγ­κού­φα ὅ­που κά­νει δῆ­θεν πὼς κοι­μᾶ­ται καὶ μᾶς γύ­ρι­σε ἡ μου­χρω­μέ­νη τοὺς γλου­τοὺς καὶ τοὺς γο­φοὺς καὶ τὶς φαρ­δι­ές της ὠ­μο­πλά­τες τὶς ἀν­τα­ρι­α­σμέ­νες; Τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τοῦ­το τὸ γρου­σού­ζι­κο κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νὸ ποὺ δὲν σα­λεύ­ει κὰν ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του καὶ κά­νει δῆ­θεν πῶς κοι­μᾶ­ται; Καὶ ὅ­ταν πα­χνιά­ζει καὶ πα­χαί­νει καὶ στοι­χει­ώ­νει ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­θύ­ελ­λες καὶ ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­στι­βά­δες καὶ ἀ­χνί­ζει ἀ­πὸ ψυ­χρὲς κι ἄ­χα­ρες ἡ­λι­α­χτί­δες προ­σποι­εῖ­ται ἀ­σά­λευ­το θη­ρί­ο, ἕ­να ἀ­γρί­μι ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο καὶ οὔ­τε γυ­ρί­ζει νὰ μᾶς δεῖ καὶ δὲν ἀ­νοί­γει μά­τι; Ἄν­τε στὰ τσα­κί­δια καὶ ἐ­σὺ μω­ρὲ κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νό, ποὺ κά­θε μέ­ρα σὲ κοι­τῶ μα­ρα­ζι­α­σμέ­νη μὲ τὸ καρ­φω­μέ­νο βλέμ­μα πά­νω σου, μπὰς καὶ συ­νέλ­θεις, μπὰς καὶ βρυ­χη­θεῖς, μπὰς καὶ μουγ­κρί­σεις καὶ ξα­να­γυ­ρί­σεις νὰ μὲ δεῖς νὰ μὲ προ­σέ­ξεις νὰ μὲ σφί­ξεις καὶ νὰ μ’ ἀγ­κα­λιά­σεις. Ἄν­τε στὸ κα­λὸ κι ἐ­σὺ μω­ρὲ ἀ­γέ­ρω­χο βου­νό, ὅ­που τρο­χί­ζεις τὰ ἀ­στρο­πε­λέ­κια πά­νω σου καὶ κά­νεις τὸ χα­τί­ρι τοῦ χι­ο­νιὰ καὶ τῆς πη­χτῆς ἀν­τά­ρας, δὲν πε­ρί­με­να ὅ­τι κι ἐ­σὺ θὰ μᾶς ξε­χνοῦ­σες κά­ποι­α μέ­ρα, θὰ μᾶς γύ­ρι­ζες τὶς πλά­τες, σὰν νὰ μ’ ἤ­μα­σταν κι ἐ­μεῖς ρω­μιοὶ μὲ λά­δι βα­φτι­σμέ­νοι, σὰν νὰ ἤ­μα­σταν γιὰ σέ­να ξέ­νοι, ἔ­λε­γε κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε ἡ για­γιὰ κα­τὰ και­ροὺς θω­ρών­τας τὸ ἀ­κα­πί­στρω­το βου­νὸ ποὺ σφύ­ρι­ζαν ἀ­πά­νω του σὰν τέ­ρα­τα οἱ βο­ριά­δες κι ἔ­βλε­πε νὰ βγαί­νει ἀ­πα­ρα­μύ­θη­τος πη­χτὸς κα­πνὸς ἀ­πὸ φω­τι­ὲς σβη­σμέ­νες ποὺ ἀ­κό­μα σπιν­θη­ρί­ζα­νε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ τὶς νύ­χτες κι ἔ­φτα­ναν οἱ σπί­θες τους στὰ μαν­τριά μας καὶ μὲ ἔσφιγ­γε στὴν ἀγ­κα­λιά της.



Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022)


Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῶ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.