Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος: Μικρὰ Πατερικά



Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος


Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά


Ι ΣΥΛΛΟΓΕΣ ἀ­πο­φθεγ­μά­των ἢ ἱ­στο­ρι­ῶν ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ ἀ­σκη­τῶν καὶ ἁ­γί­ων ὑ­πῆρ­ξαν ἕ­να δι­α­χρο­νι­κῶς προ­σφι­λὲς ἀ­νά­γνω­σμα τῶν πι­στῶν χρι­στια­νῶν πρὸς ψυ­χι­κὴ ὠ­φέ­λεια καὶ πνευ­μα­τι­κὴ οἰ­κο­δο­μή. Ἀ­πει­κο­νί­ζουν μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη πτυ­χὴ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης, αὐ­τὴ τῶν ἀ­να­χω­ρη­τῶν τῆς Ἐ­ρή­μου οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­ζη­σαν μὲ τρό­πο ἀ­κραί­α ἀ­σκη­τι­κὸ σὲ τό­πους ἀ­πά­τη­τους τῆς Αἰ­γύ­πτου, τῆς Συ­ρί­ας, τῆς Πα­λαι­στί­νης καὶ τῆς Ἀ­ρα­βί­ας, κα­τὰ τὸν 4ο αἰ­ώ­να μ.Χ., ἀν­τι­δρών­τας στὴν προ­ϊ­ού­σα ἐκ­κο­σμί­κευ­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὅ­ταν αὐ­τὴ ἔ­γι­νε ἐ­πί­ση­μη θρη­σκεία τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Οἱ δι­η­γή­σεις αὐ­τὲς καὶ τὰ ἀ­πο­φθέγ­μα­τα εἶ­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­να σ’ ἕ­να βι­βλί­ο μὲ τὸν τί­τλο «Γε­ρον­τι­κόν» ἀ­γνώ­στου συγ­γρα­φέ­ως, συλ­λο­γὴ ποὺ δι­α­σώ­θη­κε, κυ­ρί­ως, ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση τοῦ Johannes Baptista Co­tel­lerious (Eccle­siae Grae­cae Monumenta) τὴν ὁ­ποί­α πι­στὰ ἀ­να­πα­ρῆ­γε ὁ J. P. Migne στὴν Πα­τρο­λο­γί­α του. Συγ­γε­νεῖς συλ­λο­γὲς εἶ­ναι καὶ τὸ Λαυ­σα­ϊ­κόν τοῦ Παλ­λα­δί­ου, ἀλ­λὰ καὶ τὸ Λει­μω­νά­ριον τοῦ Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου. Οἱ συλ­λο­γὲς αὐ­τὲς κα­λύ­πτουν μιὰ ἐ­πο­χὴ ἀ­πὸ τὸν 4ο ἕ­ως τὸν 7ο αἰ. μ.Χ. Μί­α ἄλ­λη πα­ρεμ­φε­ρὴς πη­γὴ τέ­τοι­ων δι­η­γή­σε­ων εἶ­ναι καὶ τὰ Μη­ναῖ­α ποὺ πε­ρι­έ­χουν ὄ­χι μό­νο τὶς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς κά­θε ἡ­μέ­ρας τοῦ μή­να ἀλ­λὰ καὶ σύν­το­μες —ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον— δι­η­γή­σεις γιὰ τοὺς ἁ­γί­ους ποὺ κά­θε ἡ­μέ­ρα τι­μᾶ­ται ἡ μνή­μη τους. Γιὰ τοὺς ἁ­γί­ους τῆς κά­θε ἡ­μέ­ρας μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ κα­νεὶς δι­η­γή­σεις γιὰ τὸν βί­ο τους στὰ «Συ­να­ξά­ρια». Ἰ­δι­αί­τε­ρη μνεί­α ἀ­ξί­ζει νὰ κά­νου­με στὸν Μέ­γα Συ­να­ξα­ρι­στὴ τοῦ Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­τη (ἡ πιὸ πρό­σφα­τη ἔκ­δο­ση ἀ­πὸ τὸν «Δό­μο») ἀλ­λὰ καὶ στὰ Μη­ναῖ­α τῆς ἔκ­δο­σης τῆς Ἰν­δί­κτου, ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νουν καὶ βί­ους νε­ώ­τε­ρον ἁ­γί­ων τῆς οἰ­κου­με­νι­κῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.

       Στὴν πα­ροῦ­σα ἀν­θο­λο­γί­α συγ­κεν­τρώ­σα­με κεί­με­να ἀ­πὸ τὸ Γε­ρον­τι­κὸν ἤ­τοι ἀ­πο­φθέγ­μα­τα ἁ­γί­ων Γε­ρόν­των (εἰ­σα­γω­γὴ Μο­να­χοῦ Θε­ο­κλή­του Δι­ο­νυ­σιά­του, ἐ­πιμ. Π. Β. Πά­σχου) στὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, ἐκδ. «Ἀ­στὴρ» Αλ. & Ε. Πα­πα­δη­μη­τρί­ου, γ΄ἔκδ.· τὸ Εἶ­πε Γέ­ρων…, τὸ γε­ρον­τι­κὸ σὲ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου Πέν­τζα, ἐκδ. «Ἀ­στὴρ», 1999· Παλ­λα­δί­ου, Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α, μτφρ. Μο­να­χοῦ Συ­με­ών, ἔκδ. Ι.Μ. Σταυ­ρο­νι­κή­τα, 1980· Ἰ­ω­άν­νου Μό­σχου, Λει­μω­νά­ριον, μτφρ. Μο­να­χοῦ Θε­ο­λό­γου Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νοῦ, ἔκδ. Ἱ.Μ. Σταυ­ρο­νι­κή­τα, 1983· τὸ Νέ­ον μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, ἐκδ. «Ἀ­στὴρ», γ΄ἔκδ. 1961 καὶ ἀ­πὸ τὰ Μη­ναῖ­α, δι­α­φό­ρων ἐκ­δό­σε­ων (Σα­λί­βε­ρος, Φῶς κλπ).

       Εἴ­πα­με ὅ­τι τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ γρά­φτη­καν μὲ σκο­πὸ νὰ ἀ­πευ­θυν­θοῦν στοὺς πι­στοὺς χρι­στια­νοὺς πρὸς πνευ­μα­τι­κὴ οἰ­κο­δο­μή. Ὡ­στό­σο, ἕ­νας λό­γιος ἀ­να­γνώ­στης μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ στὰ κεί­με­να αὐ­τὰ καὶ ποι­κί­λα ἄλ­λα στοι­χεῖ­α ποὺ ἔ­χουν νὰ κά­νουν μὲ τὸν τρό­πο ἀ­φή­γη­σης, τὴ γλώσ­σα ἀλ­λὰ καἰ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­πο­χῆς στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρον­ται. Ἐξ ἄλ­λου, οἱ συ­να­ξα­ρι­στὲς —κυ­ρί­ως— ἀλ­λὰ καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα κεί­με­να γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος ἀ­πο­τε­λοῦν βα­σι­κὴ πη­γὴ τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς λε­γο­μέ­νης Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

       Τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κό, ὅ­μως, εἶ­ναι ὅ­τι μᾶς με­τα­φέ­ρουν μιὰ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα αἰ­ώ­νων ἡ ὁ­ποί­α δὲν μᾶς κα­λεῖ σὲ μιὰ συμ­μόρ­φω­ση μὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη δε­ον­το­λο­γί­α —πα­ρ’­ ὅ­λο ποὺ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στη­ρί­ζε­ται στὶς γνω­στὲς βα­σι­κές της ἀρ­χές— ἀλ­λὰ ἀ­να­δει­κνύ­ουν τὴν προ­σω­πι­κὴ προ­σέγ­γι­ση καὶ τὴν προ­σω­πι­κὴ βί­ω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ ἡ ἀ­λή­θεια ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν εἶ­ναι μί­α, ὁ τρό­πος γιὰ νὰ βι­ω­θεῖ αὐ­τὴ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πάν­τα προ­σω­πι­κός.

       Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ποὺ ζεῖ στὴν ἐ­ρη­μί­α τῶν συγ­χρό­νων πό­λε­ων μπο­ρεῖ νὰ ἐν­τρυ­φή­σει στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς αὐ­τοὺς θη­σαυ­ροὺς προ­κει­μέ­νου να ἀν­τι­λη­φθεῖ ποι­ός εἶ­ναι ὁ τρό­πος τῆς κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ῆς ὄ­χι στὰ πλαί­σια μιᾶς ἐν πολ­λοῖς ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νης ἐ­πί­ση­μης θρη­σκεί­ας. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες τῶν Γε­ρόν­των δὲν εἶ­ναι ἕ­νας πρα­κτι­κὸς ὁ­δη­γὸς ἑ­νὸς σύγ­χρο­νου μο­να­χοῦ. Ἀλ­λὰ ἀ­πο­κτᾶ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­ξί­α αὐ­τὴ ἡ πα­ρά­δο­ση μέ­σα στους ό­ρους της σύγ­χρο­νης ζω­ῆς. Οἱ δι­η­γή­σεις αὐ­τὲς μᾶς με­τα­φέ­ρουν μιὰ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα αἰ­ώ­νων ἡ ὁ­ποί­α δὲν μᾶς κα­λεῖ σὲ μιὰ συμ­μόρ­φω­ση μὲ μιὰ δε­δο­μέ­νη δε­ον­το­λο­γί­α —πα­ρ’­ὅ­λο ποὺ ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στη­ρί­ζε­ται στὶς γνω­στὲς βα­σι­κές της ἀρ­χές— ἀλ­λὰ ἀ­να­δει­κνύ­ουν τὴν προ­σω­πι­κὴ προ­σέγ­γι­ση καὶ τὴν προ­σω­πι­κὴ βί­ω­ση τῆς ἀ­λή­θειας. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ ἡ ἀ­λή­θεια ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν εἶ­ναι μί­α, ὁ τρό­πος γιὰ νὰ βι­ω­θεῖ αὐ­τὴ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πάν­τα προ­σω­πι­κός.

       Ὀ­φεί­λου­με ἐ­πί­σης νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὸ ρι­ζι­κὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πνεῦ­μα ποὺ με­τα­φέ­ρει ἡ πα­ρά­δο­ση τῶν ἀ­σκη­τῶν τῆς ἐ­ρή­μου ἐν σχέ­σει μὲ τὴν σύγ­χρο­νη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ἢ μὲ τὶς δι­ά­φο­ρες με­θό­δους αὐ­το­βελ­τί­ω­σης ποὺ κυ­κλο­φο­ροῦν ἐν ἀ­φθο­νί­ᾳ στὶς μέ­ρες μας. Ἐ­νῶ δη­λα­δὴ οἱ μέ­θο­δοι αὐ­το­βελ­τί­ω­σης ἐμ­μέ­νουν σὲ μιὰ ἐ­γω­ι­στι­κὴ κα­τὰ βά­σιν τα­κτι­κὴ ὥ­στε νὰ «εἶ­σαι κα­λὰ μὲ τὸν ἑ­αυ­τό σου» προ­κει­μέ­νου «νὰ εἶ­σαι κα­λὰ μὲ τοὺς ἄλ­λους» ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ θε­ω­ρί­α συ­νί­στα­ται σὲ μιὰ ἐκ βά­θρων «ἀλ­λο­τρί­ω­ση» τοῦ ἐ­γώ, ἀ­φοῦ πα­ρα­θέ­τεις τὸν ἑ­αυ­τό σου ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὸν ἄλ­λον, προ­κει­μέ­νου νὰ βρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος διὰ τοῦ θε­ϊ­κοῦ δώ­ρου τῆς ἀ­γά­πης τὸ ἀ­λη­θι­νό του πρό­σω­πο. Καὶ τὸ ἀ­λη­θι­νό μας πρό­σω­πο προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴ «δι­ά­κρι­ση»: ὁ δρό­μος τοῦ κα­θε­νὸς ἂς πο­ρεύ­ε­ται μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῶν κα­νό­νων μιᾶς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ μιᾶς πα­ρά­δο­σης εἶ­ναι μο­να­δι­κὸς καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτος

       Αὐ­τὴ ἡ «δι­ά­κρι­ση» —ὅ­ρος θε­με­λι­ώ­δης τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τας τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας— εἶ­ναι ἕ­να κομ­βι­κὸ ση­μεῖ­ο προ­κει­μέ­νου νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι οἱ ἀ­φη­ρη­μέ­νες ἔν­νοι­ες καὶ οἱ γε­νι­κὲς ἀρ­χὲς κα­νο­νι­στι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα κα­θό­λου δὲν συμ­βάλ­λουν στὴν δι­ά­σω­ση τῆς προ­σω­πι­κῆς ἑ­τε­ρό­τη­τας, ἀ­πε­ναν­τί­ας ὁ­δη­γοῦν στὴν ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση καὶ στὴν ἐ­ξά­λει­ψή της.

       Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἡ τρι­βὴ μὲ τέ­τοι­α — «πε­ρι­θω­ρια­κὰ» γιὰ τὸν ση­με­ρι­νὸ λό­γιο ἀ­να­γνώ­στη— κεί­με­να εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πα­ραί­τη­το γύ­μνα­σμα προ­κει­μέ­νου νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τὸ βά­ρος καὶ τὸ βά­θος μιᾶς πα­ρα­δό­σε­ως ποὺ μᾶς κα­θό­ρι­σε. Ὅ­ταν ἐν­τρυ­φή­σει κα­νεὶς σ’­αὐ­τὴ τὴν φι­λο­κα­λι­κὴ πα­ρά­δο­ση ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι μό­νο ἡ δι­ά­χυ­ση αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως στὴν κοι­νω­νι­κή μας ζω­ὴ μᾶς ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πὸ τοὺς δε­σμοὺς τοῦ σο­γιοῦ, τῆς συγ­γέ­νειας, τῆς φα­τρί­ας, τοῦ συ­να­φιοῦ. Ἀ­πὸ τοὺς φυ­σι­κοὺς δε­σμοὺς τοῦ αἵ­μα­τος κι ἀ­πὸ τὴν λο­γι­κὴ τῆς ἰ­σχύ­ος. Ἀ­πὸ τὴν κα­τά­πτω­ση τοῦ λό­γου τοῦ Χρι­στοῦ σὲ μιὰ ἐ­ξου­σι­α­στι­κὴ θρη­σκεί­α ἕρ­μαι­ο τῶν πο­λι­τι­κῶν ἐ­ξου­σι­ῶν. Μᾶς δι­δά­σκει μὲ πολ­λα­πλοὺς τρό­πους τὴν κοι­νό­τη­τα τῆς ἀ­γά­πης ποὺ δὲν συν­θλί­βει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ προ­σώ­που.

       Μό­νο ἂν γνω­ρί­σου­με κα­λὰ μιὰ τέ­τοι­α πα­ρά­δο­ση —ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ τί πι­στεύ­ου­με— ἔ­χου­με μιὰ ἐλ­πί­δα νὰ γι­α­τρευ­τοῦ­με ἀ­πὸ τὴν δι­ε­γνω­σμέ­νη μας σχι­ζο­φρέ­νεια.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. [Βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’, ἐγγραφὴ 25.11.2019]

Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος (Κυ­πα­ρισ­σί­α Μεσ­ση­νί­ας, 1959). Ποι­η­τὴς καὶ φι­λό­λο­γος. Ἀ­πό­φοι­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶ­ν μὲ δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴ μου­σι­κο­λο­γί­α. Ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος τῶν ἐκ­δο­τι­κῶν ὁ­μά­δων γιὰ τὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς πε­ρι­ο­δι­κὲς ἐκ­δό­σει­ς Ἐ­ρου­ρέ­μ καὶ Ἴν­δι­κτος. Ἐκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τὸ Κοι­νὸν τῶν Ὡ­ραί­ων Τε­χνῶν. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἀ­να­κο­μι­δή. Ἀ­κο­λου­θί­α ποι­η­μά­των καὶ τρα­γου­δι­ῶν (ἐν Πλῷ, 2016).

Μι­κρὰ Πα­τε­ρι­κά: ἐ­πι­μέ­λεια: Ἄγ­γε­λος Κα­λο­γε­ρό­που­λος καὶ Γιά­ννης Πα­τί­λης.