Τίνα Κάτσαρη: Survivor


Κά­τσα­ρη Τί­να


Survivor


ΧΕΙ ΑΡΧΗΓΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ σ’ αὐ­τὸ τὸ τη­λε­ο­πτι­κὸ παι­χνί­δι. Κά­ποι­οι λέ­νε πὼς δὲν σκου­πί­ζει πο­τὲ τὴν κα­λύ­βα. Οὔ­τε κό­βει κλα­διὰ γιὰ τὴ φω­τιά. Οὔ­τε ση­κώ­νει τὰ στρώ­μα­τα γιὰ σκορ­πιούς, φί­δια ἢ πον­τί­κια. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ τὸν στό­χο οὔ­τε κο­λυμ­πᾶ γρή­γο­ρα. Ἤ­πι­ε νε­ρὸ καὶ τὸν ἔ­βγα­λαν ση­κω­τό. Κά­θε­ται μ’ ἕ­ναν συμ­παί­κτη πα­ρά­με­ρα στὴν πα­ρα­λί­α.

            Τί λέ­νε, κα­νεὶς δὲν ξέ­ρει. Μι­λᾶ πα­ρά­ξε­να. Καὶ στὸν ὕ­πνο μι­λᾶ. Κι ἔ­χει καὶ βι­βλί­α μα­ζί του, κά­τι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Πα­ρό­λη τὴ ζέ­στη κυ­κλο­φο­ρεῖ ντυ­μέ­νος μ’ αὐ­τὲς τὶς ἀ­στεῖ­ες λε­πτο­μέ­ρει­ες ἀ­πὸ μέ­ταλ­λο καὶ δέρ­μα καὶ τὰ νού­με­ρα τῆς τη­λε­θέ­α­σης χτυ­πᾶ­νε κόκ­κι­νο.  Στὰ παι­χνί­δια γνώ­σε­ων κερ­δί­ζει πάν­τα τοὺς ἀν­τι­πά­λους σὲ κά­ποι­ες ρο­μαν­τι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες, ὅ­πως ὅ­τι μιὰ λι­βε­λού­λα ζεῖ γιὰ εἰ­κο­σι­τέσ­σε­ρις ὧ­ρες μό­νο. Ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι πιὸ πι­θα­νὸ νὰ σκο­τω­θεῖ κα­νεὶς ἀ­πὸ ἄ­νοιγ­μα φελ­λοῦ, πα­ρὰ ἀ­πὸ δη­λη­τη­ρι­ώ­δη ἀ­ρά­χνη. Στὴ θά­λασ­σα δὲν μπαί­νει για­τί κι ὁ Λου­δο­βί­κος ὁ δέ­κα­τος τέ­ταρ­τος τῆς Γαλ­λί­ας ἔ­κα­νε μπά­νιο μό­νο μί­α φο­ρὰ τὸν χρό­νο.

            Δὲν πα­ρα­πο­νι­έ­ται οὔ­τε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρι­νὴ βρο­χὴ οὔ­τε γιὰ τὸ κρύ­ο καὶ τὴν ὑ­γρα­σί­α. Ἡ κά­με­ρα τὸν ἔ­χει κα­τα­γρά­ψει νὰ πιά­νει ἕ­να δαυ­λὸ με­τὰ τὰ συμ­βού­λια τοῦ νη­σιοῦ καὶ νὰ τὸν προ­τάσ­σει σὰν ξί­φος μπρο­στὰ στὰ το­τέμ. Τὸ βα­σι­κό­τε­ρο πρό­βλη­μα μὲ τοὺς συμ­παῖ­κτες εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α. Μᾶλ­λον δὲν κα­τα­λα­βαί­νει τὰ πει­ράγ­μα­τά τους. Ἀ­πο­τρα­βι­έ­ται καὶ πο­τέ, μὰ πο­τέ, δὲν ἀν­τα­πο­δί­δει. Δὲν εἶ­ναι τό­σο γρή­γο­ρος οὔ­τε καὶ σω­μα­τώ­δης, ἀλ­λὰ κερ­δί­ζει τοὺς πάν­τες στὴν εὐ­γέ­νεια. Ὅ­ταν νι­κοῦν, οἱ ἄλ­λοι βγά­ζουν πο­λε­μι­κὲς κραυ­γές, ὅ­ταν νι­κᾶ αὐ­τὸς δὲν μι­λά­ει. Κά­ποι­οι τὸν λέ­νε ψώ­νιο, ἄλ­λοι μι­λοῦν γιὰ στρα­τη­γι­κή. Κά­ποι­οι λέ­νε ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ γρα­φι­κὸς δὲν θ’ ἀν­τέ­ξει μέ­χρι τὸ τέ­λος, θὰ εἶ­ναι ὁ ἑ­πό­με­νος ὑ­πο­ψή­φιος γιὰ ἀ­πο­χώ­ρη­ση.

            Ἂν κά­τι τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν, εἶ­ναι ἡ στιγ­μὴ ποὺ κέρ­δι­σε τὸ ἔ­πα­θλο φα­γη­τοῦ. Ἡ αὐ­τοῦ ἐ­ξο­χό­της του τὸ μοί­ρα­σε στοὺς συμ­παῖ­κτες. Ἀ­κρι­βο­δί­και­α, ἔ­τσι κά­νει ἕ­νας ἱπ­πό­της. Ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε για­τί ἦρ­θε στὸ παι­χνί­δι, εἶ­πε για­τὶ μό­νο ἕ­νας ἱπ­πό­της μπο­ρεῖ νὰ κον­τα­ρο­χτυ­πη­θεῖ μὲ τὴν πεί­να. Δὲν τὸν ἐν­δι­α­φέ­ρουν τὰ σχό­λια στὰ κοι­νω­νι­κὰ μέ­σα δι­κτύ­ω­σης, ἕ­νας ἱπ­πό­της δὲν ἀ­να­κα­τεύ­ε­ται μ’ αὐ­τά. Γι’ αὐ­τὸ οὔ­τε τὸ ἔ­πα­θλο τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας τὸν ἐν­δι­α­φέ­ρει. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ μό­νος ποὺ τὸν κα­τα­λα­βαί­νει εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ συμ­παί­κτης μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο κά­θε­ται πα­ρά­με­ρα κά­ποι­ες φο­ρὲς στὴν πα­ρα­λί­α.

            Ὁ πα­ρά­ξε­νος ἱπ­πό­της χαι­ρε­τᾶ τὸν ἀν­τί­πα­λο μὲ μιὰ ὑ­πό­κλι­ση, λέ­γον­τας: «vamos;»  Ὅ­λο ρω­τά­ει ἂν θὰ δι­α­γω­νι­στεῖ καὶ στὴν ἱπ­πα­σί­α, ὅ­λο ὑ­πο­σχέ­σεις εἶ­ναι ἡ πα­ρα­γω­γή.

            Ἀ­πὸ ποῦ τὸν ξε­θά­ψα­νε αὐ­τὸν τὸν πα­λι­ο­μο­δί­τη; λέ­νε κά­ποι­οι. Στὴν ὁ­μά­δα τῶν δι­α­σή­μων, κά­ποι­ος ἀ­π’ τὰ πε­ρα­σμέ­να.

            Μιὰ μέ­ρα κα­βα­λᾶ ἕ­ναν κορ­μὸ καὶ μὲ τὸ βλέμ­μα στὸν ὁ­ρί­ζον­τα φω­νά­ζει: ἐ­πί­θε­ση! Αὐ­τὸς ὁ ρο­μαν­τι­κὸς τρε­λὸς ποὺ κα­βα­λᾶ τὸν κορ­μὸ καὶ τὸν φω­νά­ζει Ρο­σι­νάν­τε, θὰ βγεῖ γρή­γο­ρα ἀ­π’ τὸ παι­χνί­δι. Θὰ ξε­χα­στεῖ. Δὲν εἶ­ναι γιὰ ρο­μαν­τι­κοὺς αὐ­τὲς οἱ ἐ­πο­χές, λέ­νε κά­ποι­οι.

            Ὁ Δὸν Κι­χώ­της ὅ­μως, ἕ­νας ἀ­λη­θι­νὸς survivor, δὲν εἶ­ναι πε­ρα­στι­κός.  Γι’ αὐ­τὸν μι­λᾶ­με ἤ­δη τε­τρα­κό­σια χρό­νια.



Τί­να Κά­τσα­ρη (Αθήνα, 1978). Σπούδασε φιλολογία. Εἶναι φοιτήτρια στὸ Μεταπτυχιακὸ Πρόγραμμα Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεί στὴ συλλογική ἔκ­δοση Ὁδὸς Δημιουργικῆς Γραφῆς 2 (ἐκδ. Ὀσελότος, Ἀθήνα 2013).

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Tina Kátsari: La llave



Tina Kátsari


La llave


ADRE echó la chamarra en la silla, se quitó la gorra, las botas y se sacudió las zarzas. Agarró media hogaza de pan, se bebió de un trago un rakí y se tumbó en el sofá al lado de la chimenea. Dejó caer el brazo hacia el suelo y vi que, aun durmiendo, portaba una cadena con una llave. Había puesto las otras llaves en una alcayata torcida, pero una la había asegurado en la cadena. No era ni la más grande ni la más pequeña, ni tenía un grabado raro. Me envolví en una cobija, a su lado en el sofá, y fingí leer, mas sus ronquidos me cortaban la respiración. Al despertarse, entró en el cuarto y yo me agazapé no ser que me viera. Me quité las zapatillas, estiré el cuello por si pudiera verle por la ventanilla de la puerta abriendo con la llave algo en el cuarto.

       Con padre no jugábamos, ni me llevaba a conducir el tractor, jamás me montó en la moto que tenía abandonada en el patio desde cuando se marcharon los alemanes, ni me inició en las fincas. Padre no me acariciaba, ni me contaba historias, de la guerra no quería ni acordarse. No llevaba kombolói, ni anillo grueso en el meñique. Un día padre enfermó y murió. En un trozo de papel en el bolsillo del chaleco ponía: «Hijo mío, la llave la tenía antaño un sargento alemán. Mientras agonizaba me la entregó. Me rompí la cabeza buscando el porqué, pero no obtuve respuesta. En adelante guárdala tú».

       Metí la llave en la cerradura de los cajones del cuarto, del baúl al lado del sofá y de la caja de hojalata de la choza, en la finca. Tanto jaleo por una llave que no cerraba nada, me dije. Solo años después porté yo también la llave.



Fuente: Primera publicación blog Planodion – Historias Bonsái, 19 de agosto de 2016.

Tina Kátsari (Atenas, 1978). Ha estudiado filología. Cuentos suyos se han publicado en la edición colectiva Oδός Δημιουργικής Γραφής 2 (ediciones Oσελότος, Atenas 2013).

Tra­duc­ción: Equipo Proyecto Grequerías: I­lek­tra A­na­gno­stou, So­fía Fer­taki, The­oni Kabra, María Karalí, Eduardo Lucena, María Malakata, Alicia Manolá, Kon­­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, Jaralambos Theodosis, Anto­nia Vla­chou. La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2018 hasta abril de 2019, Konstanti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.


Τίνα Κάτσαρη: Τὸ κλειδὶ

Katsari,Tina-ToKleidi-Eikona-02


Τί­να Κά­τσα­ρη


Tὸ κλει­δί


16-Omikron-The_Raven;_with_literary_and_historical_commentary_-_page_17,_initial ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΡΙΞΕ τὴν μπα­τα­νί­α στὴν κα­ρέ­κλα, ἔ­βγα­λε τὴν τρα­γιά­σκα, τὶς ἀρ­βύ­λες καὶ τί­να­ξε τὰ βά­τα. Χού­φτω­σε μι­σὸ καρ­βέ­λι ψω­μί, ἤ­πι­ε μο­νο­κο­πα­νιὰ μιὰ ρα­κὴ κι ἔ­πε­σε στὸ σο­φὰ δί­πλα στὸ τζά­κι. Ἔ­γει­ρε τὸ μπρά­τσο στὸ πά­τω­μα κι εἶ­δα πὼς κου­βα­λοῦ­σε μιὰ κα­δέ­να μὲ κλει­δὶ στὸν ὕ­πνο. Ἔ­βα­λε τ’ ἄλ­λα κλει­διὰ σὲ μιὰ πρό­κα στρα­βή, μὰ τό ’­να τὸ  σι­γού­ρε­ψε στὴν κα­δέ­να. Δὲν ἦ­ταν οὔ­τε με­γα­λύ­τε­ρο οὔ­τε μι­κρό­τε­ρο, δὲν εἶ­χε σκά­λι­σμα πε­ρί­ερ­γο. Κου­κου­λώ­θη­κα μιὰ κου­βέρ­τα στὸ σο­φὰ δί­πλα του κι ἔ­κα­να πὼς δι­ά­βα­ζα, μὰ τὸ ρο­χα­λη­τὸ μοῦ ’­κο­βε τὴν ἀ­νά­σα. Σὰν ξύ­πνη­σε, μπῆ­κε στὴν κά­μα­ρη κι ἐ­γὼ πα­ρα­φύ­λα­ξα μὴ μὲ δεῖ. Ἔ­βγα­λα τὶς παν­τό­φλες, τέν­τω­σα τὸ λαι­μὸ μπὰς καὶ δῶ ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς πόρ­τας ν’ ἀ­νοί­γει μὲ τὸ κλει­δὶ κά­τι στὴν κά­μα­ρη.

        Μὲ τὸν πα­τέ­ρα δὲν παί­ζα­με, οὔ­τε μ’ ἔ­βα­ζε νὰ ὁ­δη­γῶ τὸ τρα­κτέρ, οὔ­τε πο­τὲ κα­βά­λη­σα μιὰ μη­χα­νὴ πού ’­χε ἀ­φη­μέ­νη στὴν αὐ­λὴ ἀ­π’ ὅ­ταν φύ­γα­νε οἱ Γερ­μα­νοὶ οὔ­τε μὲ μά­θαι­νε στὰ κτή­μα­τα. Ὁ πα­τέ­ρας δὲν μὲ χά­ι­δευε οὔ­τε μοῦ ’­λε­γε ἱ­στο­ρί­ες, τὸν πό­λε­μο δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὸν θυ­μᾶ­ται. Δὲν εἶ­χε κομ­πο­λό­ι, δα­χτυ­λί­δι χον­τρὸ στὸ μι­κρὸ δά­χτυ­λο. Μιὰ μέ­ρα ὁ πα­τέ­ρας ἀρ­ρώ­στη­σε καὶ πέ­θα­νε. Σ’ ἕ­να κομ­μά­τι χαρ­τί, στὴν τσέ­πη τοῦ γι­λέ­κου, ἔ­λε­γε: «Γι­έ μου, τὸ κλει­δὶ τό ’­χε κά­πο­τε ἕ­νας λο­χί­ας Γερ­μα­νός. Σὰν ξε­ψύ­χα­γε μοῦ τό ’­δω­σε. Ἔ­σπα­σα τὸ κε­φά­λι μου για­τί, μὰ ἀ­πάν­τη­ση δὲν πῆ­ρα. Στὸ ἑ­ξῆς φύ­λα­γέ το ἐ­σύ».

        Ἔ­βα­λα τὸ κλει­δὶ στὴν κλει­δω­νιὰ στὰ συρ­τά­ρια τῆς κά­μα­ρης, στὸ μπα­οῦ­λο δί­πλα στὸ σο­φὰ καὶ στὸ τε­νε­κε­δέ­νιο κου­τὶ στὴν πα­ράγ­κα, στὸ κτῆ­μα. Τό­σος σα­μα­τὰς γιὰ ἕ­να κλει­δί, ποὺ δὲν κλεί­δω­νε τί­πο­τα, εἶ­πα. Μό­νο με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια φό­ρε­σα κι ἐ­γὼ τὸ κλει­δί.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τί­να Κά­τσα­ρη (Αθήνα, 1978). Σπούδασε φιλολογία. Εἶναι φοιτήτρια στὸ Μεταπτυχιακὸ Πρόγραμμα Δημιουργικῆς Γραφῆς τοῦ Πανεπιστημίου Δυτικῆς Μακεδονίας. Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεί στὴ συλλογική ἔκ­δοση Ὁδὸς Δημιουργικῆς Γραφῆς 2 (ἐκδ. Ὀσελότος, Ἀθήνα 2013).