Νικόλαος Ἐπισκοπόπουλος
Τὰ μαλλιά
ΕΛΩ νὰ λύσω τὰ μαλλιά σου. Ὄχι, μὴν κινηθῇς ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τῆς Καλλονῆς. Θέλω πάλι νὰ λύσω ὅλα τὰ μαλλιά σου, θέλω νὰ τὰ λύσω ἐπάνω στὸ πρόσωπό σου, καὶ τώρα ποὺ λίγο λίγο ἔρχεται παντοῦ καὶ μᾶς γεμίζει ἡ νύκτα καὶ μᾶς θάπτει, θέλω νὰ προφθάσω νὰ ἰδῶ καὶ νὰ κρατήσω πάλι στὴ μνήμη μου τὴν εἰκόνα σου, βουτηγμένη καὶ σὰν ὑγρή μέσα στὸ ξανθὸ αὐτὸ ἡλιοβασίλεμα τῶν μαλλιῶν σου.
Τὰ δάχτυλά μου φρικιοῦν, ἀλλὰ θὰ τοὺς λύσω ὅλους τοὺς πλοκάμους καὶ θὰ τοὺς σείσω σιγὰ καὶ θὰ τοὺς ἀφήσω νὰ πέσουν γύρω στὸ κεφάλι σου· καὶ θὰ σὲ φιλήσουν —εἶναι οἱ μόνοι ποὺ δὲν τοὺς ζηλεύω— καὶ θὰ σὲ ἀνατριχιάσουν μὲ ὅλα των τὰ χρυσονήματα, καὶ θὰ ἀναδύσῃ καὶ θὰ σηκωθῇ τὸ πρόσωπόν σου ἄϋλο μέσα στὸν τρελλό του πληθυσμό, καὶ θὰ μεταβληθῇ τὸ κεφάλι σου ὅλο σὲ ἕνα ἀναβρυτήριο ζωντανὸ βροχῆς χρυσῆς.
Καὶ, ἔπειτα, ἀφοῦ ἡ ὠχρότης ὅλη τοῦ προσώπου σου ἀναλάμψει μυστικὴ μέσα στὴ χρυσῆ τους ἀναλαμπή, καὶ ἀφοῦ τὸ σκοτάδι μᾶς πλημμυρήσῃ, πλημμυρήσῃ καὶ ἀδελφωθῇ μὲ τὴ λήθη τοῦ κρεββατιοῦ μας, θὰ βυθίσω τότε τὰ χέρια μου βαθειὰ μέσα στὰ μαλλιά σου, καὶ θὰ πλησιάσω τὸ κεφάλι μου στὸ δικό σου, καὶ θὰ κολλήσω τὰ χείλη μου καὶ θὰ πιῶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τὴν ἀστείρευτη τὴν πετρωμένη τοῦ χρυσοῦ, καὶ θὰ χορτάσω ἀπὸ ἡδονή.
Γιατὶ τὰ μαλλιά σου εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ πλούσια καὶ βαθύτερη πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πίνω ὅλα τὰ φίλτρα καὶ ἀντλῶ ὅλη τὴ λήθη καὶ ὅλα τῆς ἡδονῆς τὰ ὄνειρα. Τὰ μαλλιά σου μοῦ χαρίζουν μίαν φρικίασιν ὁλοκληρωτική, μιὰ φρικίασιν τελεία, ποὺ ἐναγκαλίζεται ὅλας μου τὰς αἰσθήσεις.
Ἡ γοητεία ποὺ σταλάζουν αἱ τρίχες σου, εἶναι μιὰ πολύμορφη καὶ καθρεπτίζεται εἰς τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο.
Μὲ τὸ χρῶμά των, καὶ μὲ τὸ φῶς των, καὶ μὲ τὰς ἀντανακλάσεις των, καὶ μὲ τὶς μυστικὲς σκιές των, καὶ μὲ τὰς ἑνώσεις τὰς χιλίας τῶν χρυσῶν κλωστῶν των, καὶ μὲ τὰς τρέλλας τῶν μαιάνδρων, καὶ μὲ τὰς περιπλοκὰς καὶ τοὺς πλοκάμους των, μᾶς χύνουν μία θωπεία ὑλικὴ καὶ ἁπαλὴ στὰ μάτια. Ἡ ἐπαφή των εἶναι ἡ διαρκὴς φρικίασις τῶν χειρῶν μου, καὶ σείει τὸ σήμαντρον τῆς εὐαισθησίας μου ὅλης, καὶ μιλεῖ εἰς ὅλα μου τὰ μέλη, εἰς ὅλα μου τὰ νεῦρα, καὶ ξυπνᾷ ὅλη τὴ χαρά τῆς ἐπιδερμίδος μου. Εἶναι καὶ τὸ μῦρόν τους, ἕνα μῦρο ποὺ μόνο μὲ ἁρμονίαν μουσικὴν ἠμπορῶ νὰ παραβάλω, τὸ μῦρόν τους τὸ ὁποῖον μοῦ ἔρχεται μὲ ἰσόχρονα κύματα σὰν παλμὸς γενναίου αἵματος, καὶ μοῦ πλημμυρεῖ τὴν ὄσφρησι μὲ χίλια ἀρώματα, ποὺ δὲν ἀνήκουν σὲ κανένα τῆς φύσεως βασίλειο, ποὺ κανένα ἄνθος δὲν γνώρισε ποτέ, ἀρώματα τῆς ψυχῆς φευγαλέα καὶ ἀπροσδιόριστα, αἰθέρες ἡδονῆς.
Καὶ γι’ αὐτὸ ἔχω πάντα τὴν αἴσθησι, τὴ μικτὴ ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ περιέργεια, ὅτι ἂν ἀναποδογυρίσω τὸ κεφάλι μου ἐπάνω εἰς τὰ μαλλιά σου καὶ μείνω, ἠμπορῶ νὰ μεθύσω· καὶ ἔχω τὸ φόβο ὅταν κοιμοῦμαι κοντά σου, ὅταν μοῦ δίνῃς τὸ προσκέφαλο τῶν μαλλιῶν σου, ὅταν ξαλαφρώνεσαι ἀπὸ τὸ χρυσό σου στέμμα καὶ μοῦ τὸ παραδίνεις ὁλόκληρο, ὅτι τὸ κεφάλι μου θὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὴν μυρωδιὰ καὶ θὰ ναρκωθῇ καὶ ὅτι ὁ ἀέρας θὰ μοῦ λείψῃ, καὶ ὅτι θὰ μοῦ δώσουν τὰ μαλλιά σου τὸ λήθαργο τὸν ὁποῖον δίδουν οἱ ὕπνοι κάτω ἀπὸ μεγάλα δένδρα δηλητηριώδη, καὶ τὴν ἀσφυξία ποὺ δίδουν τὰ ὑπνωτήρια τὰ πλημμυρισμένα ἀπὸ ἄνθη, καὶ ὅτι ἠμποροῦσε τὸ κεφάλι σου νὰ μοῦ χαρίσῃ ἕνα θάνατο γλυκό, ἕνα προσκέφαλο αἰωνίας ὑπνώσεως.
Καὶ τὴ φοβοῦμαι τὴν κόμη σου.
Τὴν ἄλλη φορά, στὴν ἐπαφὴ τῶν μαλλιῶν σου, μοῦ ἐφάνηκε ὅτι τὸ αἷμα ἐφοβεῖτο καὶ ἀπεσύρετο ἀπὸ τὰ δάκτυλά μου, καὶ χίλιες γλῶσσες τῶν τριχῶν σου μὲ ἔγλειφαν καὶ μοῦ επροξενοῦσαν στὴν ἁφὴ χίλιες φρικιάσεις τῶν θηλῶν, καὶ μοῦ ἐφάνηκε ὅτι στὸ σκοτάδι καὶ στὴ νύκτα τὰ μαλλιά σου ἐζωντάνευσαν καὶ ἐκινοῦντο, ἐσείοντο σὰν ἀπέραντο δάσος θορυβοῦν καὶ ψιθυρίζον, καὶ στὴν ζωή του τὴν μυστικὴ καὶ ξαφνικὴ ἐφρικίασα, ὅπως ἐμπροστὰ σὲ ἀπρόοπτη ἐμφάνισι.
Καὶ παρηγοροῦμαι μόνον διότι μοῦ φαίνεται ὅτι ὅταν τὰ σώματά μας ἑνωθοῦν, ὅταν τὰ φιλήματά μας ὀδυνηρὰ πλέον ἐγγίσουν τὰς ψυχάς μας, ὅταν τὰ χέρια μας, ἀναζητοῦντα ἀβεβαίως καὶ σπασμωδικῶς τὴν ἡδονή, περάσουν, νικήσουν τὴν ἐπιδερμίδα καὶ θωπεύσουν τὰς ρίζας τῶν νεύρων, ὅταν βυθισθῶ εἰς τὸ σῶμα σου βαθειὰ καὶ ψαύσω τὰς πηγὰς τῆς ζωῆς τὰς σκοτεινάς, ὁπόταν πλέον τίποτε ἀπὸ τὰς Σφίγγας τῆς γοητείας, ποὺ σὲ περιτριγυρίζουν δὲν θὰ μοῦ μείνῃ κρυφὸ – τότε θὰ μοῦ ἔλθῃ αἰφνιδία καὶ ὑπέροχος ἡ συνείδησις τῆς ζωῆς τῆς βαθειᾶς τῶν μαλλιῶν σου, καὶ τότε ἡ ἀγωνία ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καταλαμβάνει μπροστὰ στὸ σύμβολο καὶ στὸ μυστήριο τὸ ρευστὸ καὶ χρυσὸ καὶ ἀκίνητο, θὰ διαλυθῇ καὶ θὰ μιλήσουν τότε στὴν ψυχή μου τὰ μαλλιά σου, καὶ θὰ μοῦ διηγηθοῦν καὶ θὰ μεθύσουν καὶ τὰ δικά μου αὐτιά, ὅπως διηγοῦνται καὶ μεθύουν τὰ δικά σου ὅταν χύνονται, τριγύρω, ὅλα των τὰ μυστικά, ὅλας τὰς τάσεις των καὶ τὰ ὄνειρά των, καὶ θὰ μοῦ παραδώσουν μὲ μιᾶς ὅλα των τὰ ἀρώματα, καὶ θὰ μοῦ δείξουν, θὰ μοῦ μαρτυρήσουν τὴν πηγὴ τὴν ἄγνωστη, τὴν ἀόρατη τῆς Ἡδονῆς, ἀπὸ τὴν ὁποίαν μυστηριωδῶς ροφοῦν σὰν τόσοι κλάδοι τὸν χυμό, διὰ νὰ χύσουν ἔπειτα σὰν αἴγλη μυστική, σὰν χλιαρὰ ἀτμοσφαῖρα γοητείας τριγύρω σου.
Καὶ θὰ ἀκούω ἐγὼ μὲ τὸ κεφάλι μου κοντὰ εἰς τὸ δικό σου σιωπηλός, ὅπως τώρα μέσα στὴ νύκτα.
Πηγή: Νικόλαος Ὲπισκοπόπουλος, Τρελλὰ διηγήματα, ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1989 [Πρώτη δημοσίευση: περ. Ἡ Τέχνη, 1898].
Ἐπισκοπόπουλος Νικόλαος (Ζάκυνθος, 1874-Παρίσι, 1944). Πεζογράφος, κριτικός, ἀρθρογράφος. Ἔκανε δεύτερη καριέρα στὸ Παρίσι ὡς Nicolas Ségur. Πρῶτο του βιβλίο: Τὰ διηγήματα τοῦ δειλινοῦ, 1899.
Filed under: Αισθητισμός,Επισκοπόπουλος Ν.,Ερωτας,Ελληνικά,Σώμα | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Νικόλαος Επισκοπόπουλος,Σώμα | Τὰ σχόλια στὸ Νικόλαος Ἐπισκοπόπουλος: Τὰ μαλλιά ἔχουν κλείσει