Kostas Despiniadis: El gato



Kostas Despiniadis


El gato


S UNA SERENA noche de diciembre. Fuera nieva desde por la mañana. Estoy sentado en mi escritorio, leyendo. En la radio, de fondo, se oye una insulsa charla política. De repente, mi gato, que hasta entonces estaba tumbado y despreocupado en su alfombrilla, se levanta, da un salto, se sube a la pequeña biblioteca que se encuentra bajo la ventana y clava la mirada en algún sitio, sin moverse durante largo rato. No puedo entender qué está mirando, cuando fuera todo se encuentra en calma, y vuelvo al libro que estaba leyendo, sonriendo por su «tontería». Pero en el fondo le envidio. Cuánto quisiera, aunque fuese un par de instantes, mirar despreocupado la nieve que cae en la densa oscuridad. Cuánto quisiera, aunque fuese un par de instantes, que todo lo humano me fuera ajeno.



Fuente: de la colección de breves narraciones Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (Salónica, Panoptikon, 2010).

Kostas Despiniadis (Kozani, 1978) dirige la editorial y la revista literaria Πα­νο­πτι­κόν. Escribe literatura y ensayo. Trabaja como traductor y corrector.

Tra­duc­ción: I­lek­tra A­na­gno­stou, Be­atriz Cá­rca­mo A­boi­tiz, So­fía Fer­taki, Theoni Kabra, María Kalouptsi, Eduardo Lucena, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, E­vange­lía Po­lyra­ki, Anto­nia Vla­chou.

La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2017 hasta marzo de 2018, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.



		

	

Κώστας Δεσποινιάδης: Ὁ τσαλαπετεινός

Despoiniadis,Kostas-OTsalapeteinos-Eikona-03


Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης

 

Ὁ τσα­λα­πε­τει­νός


02-TaphΟ ΒΡΑΔΥ εἶ­δα στὸν ὕ­πνο μου πὼς ἤ­μουν κυ­νη­γὸς καὶ σκό­τω­σα ἕ­ναν πα­νέ­μορ­φο τσα­λα­πε­τει­νό. Ἐ­γώ, ποὺ πο­τέ μου δὲν ἔ­χω πιά­σει ὅ­πλο κι ἀ­πε­χθά­νο­μαι τὸ κυ­νή­γι, ἔ­νι­ω­σα στὸ ὄ­νει­ρό μου μιὰ σα­δι­στι­κὴ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ποὺ σκό­τω­σα τὸ ἀ­θῶ­ο που­λά­κι.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2010.

 

Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης (Κο­ζά­νη, 1978). Ἀ­πὸ τὸ 2001 ἐκ­δί­δει καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­νο­πτι­κόν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ με­τα­φρά­σεις καὶ ἐ­πι­μέ­λεια ἐκ­δό­σε­ων. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Ἐν­τευ­κτή­ριο, ­νε­κεν, Πλα­νό­διον. Δη­μο­σί­ευ­σε τὰ βι­βλί­α Φράν­τς Κάφ­κα. ­να­τό­μος τῆς ­ξου­σί­ας (Πα­νο­πτι­κόν, 2007), Πό­λε­μος καὶ ­σφά­λεια (Πα­νο­πτι­κόν, 2008), Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2010).

Κώστας Δεσποινιάδης: Οἱ κυνηγοί

Despoiniadis,Kostas-OiKynigoi-Eikona-01


Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης

 

Οἱ κυ­νη­γοί


03-PiΑΡΑΘΕΡΙΖΩ σ’ ἕ­να μι­κρό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νο σπί­τι στὴ νῆ­σο Σκ. Κα­νέ­νας θό­ρυ­βος τοῦ «πο­λι­τι­σμοῦ» δὲν φτά­νει ἐ­δῶ· τὸ πλη­σι­έ­στε­ρο σπί­τι βρί­σκε­ται στὰ τρί­α χι­λι­ό­με­τρα. Ἀ­κού­γον­ται μό­νο τζι­τζί­κια, κο­κό­ρια, τὰ βε­λά­σμα­τα τῶν προ­βά­των ἀ­πὸ κά­ποι­α μα­κρι­νὴ στά­νη καὶ τὸ θρό­ι­σμα τῶν φύ­λ­λων. Φύ­ση καὶ ἡ­συ­χί­α.

       Κά­θε τό­σο, ὅ­μως, ἀ­πὸ τὰ βά­θη τῆς λαγ­κα­διᾶς, ἀ­κού­γον­ται πυ­ρο­βο­λι­σμοί. Ἕ­νας ξε­ρὸς κρό­τος σπά­ει τὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ κα­λο­και­ρι­νοῦ το­πί­ου, σέρ­νε­ται γιὰ λί­γο ἡ ἠ­χώ του κι ἔ­πει­τα χά­νε­ται.

       Κυ­νη­γοὶ εἶ­ναι ποὺ πυ­ρο­βο­λοῦν τὰ ἐ­λεύ­θε­ρα κι ἀ­νέ­με­λα που­λιά.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2010.

Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης (Κο­ζά­νη, 1978). Ἀ­πὸ τὸ 2001 ἐκ­δί­δει καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­νο­πτι­κόν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ με­τα­φρά­σεις καὶ ἐ­πι­μέ­λεια ἐκ­δό­σε­ων. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Ἐν­τευ­κτή­ριο, ­νε­κεν, Πλα­νό­διον. Δη­μο­σί­ευ­σε τὰ βι­βλί­α Φράν­τς Κάφ­κα. ­να­τό­μος τῆς ­ξου­σί­ας (Πα­νο­πτι­κόν, 2007), Πό­λε­μος καὶ ­σφά­λεια (Πα­νο­πτι­κόν, 2008), Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2010).

Κώστας Δεσποινιάδης: Τὸ σπουργίτι



Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης


Τὸ σπουρ­γί­τι

 

02-DeltaΙΑΣΧΙΖΩ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ Ν. πα­ρέ­α μὲ τὸν φί­λο μου τὸν Θ. Βλέ­που­με χτυ­πη­μέ­νο ἕ­να σπουρ­γί­τι ποὺ προ­σπα­θεῖ μά­ται­α νὰ πε­τά­ξει. Αποφασίζουμε νὰ τὸ πᾶ­με σὲ κά­ποι­ον κτη­νί­α­τρο ἢ σὲ κά­ποι­α φι­λο­ζω­ι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση. Εἶ­ναι Κυ­ρια­κὴ καὶ ὅ­ποι­ο τη­λέ­φω­νο κα­λοῦ­με δὲν ἀ­παν­τᾶ. Με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα, μᾶς ἀ­παν­τᾶ ὁ Κ.Κ. καὶ προ­σφέ­ρε­ται νὰ μᾶς βο­η­θή­σει. Ἕ­νας ξαν­θὸς πι­τσι­ρί­κος, μὲ γα­λα­νὰ ἔ­ξυ­πνα μά­τια, ποὺ ἔ­παι­ζε ἐ­κεῖ δί­πλα, μᾶς φέρ­νει ἕ­να κου­τὶ ἀ­πὸ χαρ­τό­νι. Ἀ­νοί­γου­με τρεῖς τέσ­σε­ρις τρύ­πες στὸ χαρ­το­νέ­νιο κου­τί, πι­ά­νου­με ἁ­πα­λὰ τὸ χτυ­πη­μέ­νο που­λὶ καὶ τὸ βά­ζου­με μέ­σα. Κα­λοῦ­με ἕ­να τα­ξὶ καὶ λί­γο πρὶν μποῦ­με μέ­σα ἐ­γὼ κι ὁ Θ., ὁ μι­κρὸς μὲ κοι­τά­ει στὰ μά­τια καὶ μοῦ λέ­ει μὲ κά­ποι­ο πα­ρά­πο­νο: «Θέ­λω νὰ ζή­σει τὸ που­λά­κι, κύ­ρι­ε». «Θὰ ζή­σει», τὸν δι­α­βε­βαι­ώ­νω, χα­ϊ­δεύ­ον­τάς του τὸ κε­φά­λι καὶ κλεί­νω τὴν πόρ­τα. Σὲ λί­γο φτά­νου­με στὴ συ­νοι­κί­α Ντ., βρί­σκου­με τὸν Κ.Κ. καὶ τοῦ δί­νου­με τὸ χτυ­πη­μέ­νο σπουρ­γί­τι. Τὸ ἐ­ξε­τά­ζει προ­σε­κτι­κά. «Εἶ­ναι χτυ­πη­μέ­νο τὸ μά­τι του, ἡ φτε­ρού­γα του, πι­θα­νό­τα­τα καὶ ἡ σπον­δυ­λι­κή του στή­λη», μᾶς λέ­ει καὶ πρό­σθέ­τει: «Ἔ­χει, ἐ­λά­χι­στες πι­θα­νό­τη­τες νὰ ζή­σει, ἀλ­λὰ ἀ­φῆ­στε το ἐ­δῶ νὰ δῶ τί μπο­ρῶ νὰ κά­νω.» Σὲ τρεῖς μέ­ρες ξα­να­παίρ­νω τη­λέ­φω­νο τὸν Κ. Κ. καὶ τὸν ρω­τά­ω γιὰ τὸ σπουρ­γί­τι. «Πέ­θα­νε λί­γες ὧ­ρες ἀ­φό­του τὸ φέ­ρα­τε», μοῦ ἀ­παν­τᾶ.

       Λί­γες μέ­ρες με­τά, περ­νῶ καὶ πά­λι ἀ­πὸ τὴν πλα­τεί­α Ν. Βλέ­πω ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν μι­κρὸ ποὺ μᾶς εἶ­χε βο­η­θή­σει μὲ τὸ που­λά­κι, νὰ μὲ πλη­σιά­ζει τρέ­χον­τας. «Τί ἔ­γι­νε, κύ­ρι­ε, ἔ­ζη­σε τὸ που­λί;», ρω­τᾶ μὲ ἐμ­φα­νῆ ἀ­γω­νί­α. «Ἔ­ζη­σε· ἔ­ζη­σε χά­ρη σὲ ἐ­σέ­να», τοῦ ἀ­παν­τῶ καὶ προ­σπα­θῶ νὰ ἀ­πο­φύ­γω τὸ βλέμ­μα του.



Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2010).



Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης (Κο­ζά­νη, 1978). Ἀ­πὸ τὸ 2001 ἐκ­δί­δει καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­νο­πτι­κόν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ με­τα­φρά­σεις καὶ ἐ­πι­μέ­λεια ἐκ­δό­σε­ων. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Ἐν­τευ­κτή­ριο, ­νε­κεν, Πλα­νό­διον. Δη­μο­σί­ευ­σε τὰ βι­βλί­α Φράν­τς Κάφ­κα. ­να­τό­μος τῆς ­ξου­σί­ας (Πα­νο­πτι­κόν, 2007), Πό­λε­μος καὶ ­σφά­λεια (Πα­νο­πτι­κόν, 2008), Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2010).



		

	

Κώστας Δεσποινιάδης: Ὁ γάτος

 

 

Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης

 

Ὁ γά­τος

 

Ι­ΝΑΙ ἕ­να ἥ­συ­χο δε­κεμ­βρι­ά­τι­κο βρά­δυ. Ἔ­ξω χι­ο­νί­ζει ἀ­πὸ τὸ πρω­ί. Κά­θο­μαι στὸ γρα­φεῖ­ο μου καὶ δι­α­βά­ζω. Τὸ ρα­δι­ό­φω­νο στὸ βά­θος παί­ζει μιὰ ἀ­νού­σια πο­λι­τι­κὴ κου­βέν­τα. Ξαφ­νι­κὰ ὁ γά­τος μου, ποὺ μέ­χρι τό­τε ξά­πλω­νε ἀ­μέ­ρι­μνος στὸ χα­λά­κι του, ση­κώ­νε­ται ὄρ­θιος, κά­νει ἕ­να σάλ­το, ἀ­νε­βαί­νει στὴ μι­κρὴ βι­βλι­ο­θή­κη ποὺ βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ καρ­φώ­νει τὸ βλέμ­μα του κά­που, μέ­νον­τας ἀ­κί­νη­τος γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα. Δὲν μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω τί κοι­τά­ει, ἀ­φοῦ ὅ­λα ἔ­ξω εἶ­ναι ἤ­ρε­μα, καὶ ἐ­πι­στρέ­φω στὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζα, χα­μο­γε­λών­τας γιὰ τὴν «ἀ­νο­η­σί­α» του. Κρυ­φὰ ὅ­μως τὸν ζη­λεύω. Πό­σο θά ’­θε­λα, ἔ­στω καὶ γιὰ δυ­ὸ στιγ­μές, νὰ κοι­τά­ζω ἀ­μέ­ρι­μνος τὸ χι­ό­νι ποὺ πέ­φτει στὸ πυ­κνὸ σκο­τά­δι; Πό­σο θά ’­θε­λα, ἔ­στω καὶ γιὰ δυ­ὸ στιγ­μές, ὅ­λα τα ἀν­θρώ­πι­να νὰ μοῦ ἦ­ταν ξέ­να;

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2010).

 

Κώ­στας Δε­σποι­νιά­δης (Κο­ζά­νη, 1978). Ἀ­πὸ τὸ 2001 ἐκ­δί­δει καὶ δι­ευ­θύ­νει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ καὶ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­νο­πτι­κόν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ με­τα­φρά­σεις καὶ ἐ­πι­μέ­λεια ἐκ­δό­σε­ων. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Ἐν­τευ­κτή­ριο, ­νε­κεν, Πλα­νό­διον. Δη­μο­σί­ευ­σε τὰ βι­βλί­α Φράν­τς Κάφ­κα. ­να­τό­μος τῆς ­ξου­σί­ας (Πα­νο­πτι­κόν, 2007), Πό­λε­μος καὶ ­σφά­λεια (Πα­νο­πτι­κόν, 2008), Νύ­χτες ποὺ μύ­ρι­ζαν θά­να­το (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, 2010).