Μαρία Δαλαμήτρου
Ἡ Ἀνοστάλγητη
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ποὺ ἡ Μιλούνα πέθανε, τὰ πράγματα ἦταν δυσάρεστα. Κανεὶς δὲν εἶχε προετοιμαστεῖ γι’ αὐτό. Κάποιοι, δυὸ τρεῖς, δὲν ἤξεραν κὰν ὅτι ὑπῆρχε καὶ αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο. Ἦταν παιδιά, δὲν τὸ εἶχαν ξαναδεῖ. Καὶ ἡ Μιλούνα ἦταν παιδί. Στὰ βουνὰ εἶχε χιόνια. Ἐκτὸς ἀπὸ δυσάρεστος, ὁ θάνατος τοὺς φάνηκε καὶ περίεργος, κι ἔλεγαν πὼς ἔχει χρῶμα κερασί, γιατί τὰ χείλη τῆς Μιλούνα τὴν τελευταία μέρα ἦταν κατακόκκινα. Κάποιοι, δυὸ τρεῖς, ζωγράφισαν κεράσια πάνω στὸ βράχο γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσουν καὶ στοὺς ἄλλους. Τὰ παιδιὰ πῆραν βότσαλα καὶ ζωγράφισαν κεράσια κι αὐτά. Ἀποχαιρέτισαν τὴ Μιλούνα κι ἐκεῖνο τὸ βράδι κοιμήθηκαν νωρίς.
Ὁ βράχος ἦταν ἕνας δύσμορφος μεγάλος ὄγκος ἀπὸ ἀσβέστη δίπλα στὴ θάλασσα.
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ἡ Μιλούνα πέθανε, τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη πιὸ δυσάρεστα. Κανεὶς δὲν εἶχε προετοιμαστεῖ γι’ αὐτό. Στὰ βουνὰ φάνηκαν κέδροι. Τὴν ἀρχικὴ ἔκπληξη τὴ διαδέχτηκε μιὰ μεγαλύτερη. Πῶς ζεῖ; Καὶ ἔπειτα, πῶς ξαναπέθανε; Ὅταν ἐπέστρεψε, ἡ μάνα της δὲ σταμάτησε νὰ φωνάζει ἀπὸ χαρά. Οἱ ὑπόλοιποι χάρηκαν, ἀλλὰ καὶ φοβήθηκαν. Ἡ Μιλούνα δὲ μιλοῦσε καθόλου γι’ αὐτό, σάμπως γιὰ νὰ ξεχάσει, καὶ μόνο ἔτρεχε ἐδῶ κι ἐκεῖ. H ἐπιστροφή της τοὺς εἶχε φανεῖ περίεργη κι ἔλεγαν πὼς ὄχι μόνο ὁ θάνατος, ἀλλὰ καὶ ἡ ζωὴ ἔχει χρῶμα κερασί, γιατί τὴν πρώτη μέρα ποὺ γύρισε ἡ Μιλούνα, τὰ χείλη της ἦταν κατακόκκινα. Κάποιοι, δυὸ τρεῖς, πῆγαν στὸν βράχο γιὰ νὰ τοὺς ἐξηγήσει, ἀλλὰ κι αὐτὸς εἶχε ἀρχίσει νὰ φαγώνεται ἀπὸ τὸ χρόνο. Ὅταν πέθανε, ὅλα ἔγιναν γρήγορα, σάμπως γιὰ νὰ ξεχαστοῦν. Ἀποχαιρέτισαν τὴ Μιλούνα, κι αὐτὴ τὴ φορὰ ἔκλαψαν πολύ. Γιὰ πρώτη φορά, κάποιος εἶπε πὼς δὲν ἦταν δίκαιο, καὶ καλύτερα νὰ μὴν εἶχε ξαναγεννηθεῖ. Ὅλοι κούνησαν τὸ κεφάλι. Ἡ μάνα ἔφυγε, δὲν τὴν ξαναεῖδαν. Ἐκεῖνο τὸ βράδι δὲν κοιμήθηκε κανείς.
Τὰ ἑπόμενα χρόνια, οἱ κέδροι ἄλλαζαν φύλλα πιὸ ἀργά.
Τὴν τρίτη φορά, ζοῦσαν λίγοι ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν γύρισε ἡ Μιλούνα, αὐτοὶ ἦταν γερασμένοι, καὶ νόμιζαν πὼς ἔβλεπαν φάντασμα. Μετὰ εἶδαν τὰ χείλη τὰ κερασί. Τὴν πῆραν πάλι μαζί τους καὶ δὲν τὴν ἄφησαν καθόλου. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ εἶχαν πεθάνει, κανεὶς δὲν εἶχε ξαναγυρίσει. Κι αὐτοὺς τοὺς εἶχαν πονέσει. Σκέφτηκαν ὅμως ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ δὲν τὸ παραδέχτηκαν φωναχτά, πὼς ἔτσι ἦταν καλύτερα γιὰ ὅλους, ἀντὶ νὰ πεθαίνει κάποιος πολλὲς φορές. Δὲν τὸ εἶπαν στὴ Μιλούνα, γιατί αὐτὴ τώρα ἦταν ζωντανή. Στὰ βουνὰ τὰ χιόνια ἔλιωσαν, ἔγιναν καταρράχτες, οἱ ἐποχὲς πέρασαν, κι ἦρθε ἕνα πρωὶ ποὺ ἡ Μιλούνα πέθανε. Κάποιοι ἄρχισαν νὰ ἀποροῦν, σήκωσαν τὸ κεφάλι στὸν οὐρανό, κάποιοι νὰ λυποῦνται, ἔσκυψαν τὰ μάτια στὴ γῆ, μόνο ἕνας τὴν κοιτοῦσε ὅταν τὴν ἀποχαιρετοῦσαν, καὶ σκεφτόταν ἀπὸ μέσα του πὼς θὰ ξαναρθεῖ. Γιὰ πρώτη φορά, κάποιος θύμωσε, εἶπε πὼς δὲν ἦταν δίκαιο, καλύτερα νὰ μὴν ξαναρθεῖ. Καλύτερα νὰ φεύγει κανείς, νὰ μὴν ξαναζεῖ. Οἱ λίγοι ποὺ ἔμειναν κούνησαν τὸ κεφάλι. Τώρα ὅλη ἡ ζωὴ τοὺς φάνηκε δυσάρεστη. Ἐκεῖνο τὸ βράδι, πέθαναν κι αὐτοί. Ἔμεινε ἕνα παιδί.
Τὸ ρέμα ἀπὸ τὰ βουνὰ μὲ τὰ χιόνια ποὺ ἔλιωσαν ἔφερε τὰ φύλλα τῶν κέδρων στὸ βράχο, στὴ θάλασσα.
Τέταρτη φορὰ δὲν ὑπῆρξε. Μάταια περίμενε ὁ ἕνας ὁ μικρότερος, ποὺ τώρα ἦταν γέρος κι αὐτός, νὰ ξαναγεννηθεῖ ἡ Μιλούνα. Μάταια περίμενε νὰ ξαναγεννηθεῖ κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὴ φυλή. Ὅσο ζοῦσε αὐτὸς τουλάχιστο, ὁ τελευταῖος ποὺ θυμόταν, δὲν ξαναγεννήθηκε κανείς. Στὸ τέλος βαρέθηκε νὰ περιμένει, ἔφυγε κι αὐτός. Ταξίδεψε στὴ θάλασσα καὶ τοῦ ἄρεσε πολύ. Φοβήθηκε λίγο, ἀλλὰ περισσότερο τοῦ ἄρεσε. Κανεὶς δὲν εἶχε ταξιδέψει στὴ θάλασσα πρὶν ἀπὸ αὐτόν. Δὲν εἶχε κανέναν γιὰ παρέα στὸ ταξίδι, δὲν εἶχε κανέναν γιὰ παρέα ὣς τὸ τέλος, πέθανε μόνος αὐτός. Ὅταν πέθανε, κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀπόγευμα, κάτω ἀπὸ τὸ κατάρτι, θυμήθηκε τὴ Μιλούνα. Δὲν τῆς ἄρεσε, τοῦ εἶχε πεῖ, αὐτὸ ποὺ ἔζησε. Κάθε φορὰ ποὺ γυρνοῦσε, τὰ θυμόταν ὅλα, θυμόταν τὸ θάνατο, θυμόταν καὶ τὴ ζωή, θυμόταν ξανὰ τὸ θάνατο, θυμόταν ξανὰ τὴ ζωή, θυμόταν καὶ τὴ μάνα νὰ φωνάζει, καὶ δὲν ἤθελε νὰ θυμᾶται, οὔτε νὰ καταλαβαίνει. Ἦταν δυσάρεστη ἀνάμνηση ἡ ἐπιστροφή.
Ὁ ἥλιος κατέβηκε στὴ θάλασσα, ὁ ἥλιος ἔδυσε, ὁ οὐρανὸς κοκκίνισε καὶ ἡ θάλασσα βάφτηκε κερασί. Ὅταν ὁ ἕνας ὁ μικρότερος πέθανε, θυμήθηκε τὴ Μιλούνα ζωντανή, πρὶν αὐτὴ πεθάνει γιὰ τελευταία φορὰ καὶ γεννηθεῖ ὁριστικὰ στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὁριστικότητα τοῦ τέλους καὶ ἡ νοσταλγία γιὰ μιὰ ἄλλη ζωή.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Μαρία Δαλαμήτρου (Κοζάνη, 1978). Ἔχει δημοσιεύσει τὴ συλλογὴ Ἄντρες παρὰ τέταρτο (ΑΩ, διηγήματα, 2012).
Filed under: Δαλαμήτρου Μαρία,Επέκεινα,Ελληνικά,Ηλικίες,Θάνατος,Φανταστικό,Ψυχή | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρία Δαλαμήτρου | Τὰ σχόλια στὸ Μαρία Δαλαμήτρου: Ἡ Ἀνοστάλγητη ἔχουν κλείσει