.

.
Καίτη Βασιλάκου
.
Games
.
— Ἀριμάν, εἶσαι γιὰ ἕνα παιχνίδι; ρωτᾶ ὁ Ἀτάρ.
— Εἶμαι, ἀπαντᾶ ὁ Ἀριμάν. Ποιός θὰ κάνει τὸν κακό;
— Ἐγώ. Πάτα τὸ start.
Ὁ Ἀριμὰν πατᾶ τὸ start καὶ στὴν ὀθόνη ἐμφανίζεται ὁ τόπος τῶν μονομαχιῶν τους, ἕνας γαλάζιος πλανήτης ποὺ περιστρέφεται ἀργὰ περὶ τὸν ἑαυτό του.
— Πᾶμε Ἀφρική;
— Μπά, βαρέθηκα μ’ αὐτὴ τὴν Ἀφρική. Πᾶμε καλύτερα Ἀσία.
Ὁ Ἀριμάν πληκτρολογεῖ μὲ ταχύτητα.
— Μιανμάρ;
— Πάλι πλημμύρες;
— Τί θέλεις τότε;
— Γιὰ κοίτα στὴ θάλασσα γιὰ κανένα πλοῖο.
— Κάτι βλέπω στὸν κόλπο τῆς Βεγγάλης.
— Φέρε το πιὸ κοντά.
Στὴν ὀθόνη διακρίνεται ἕνα μικρὸ ἐμπορικὸ πλοῖο ποὺ πλέει ἀμέριμνο στὴ θάλασσα. Ὁ Ἀτὰρ καὶ ὁ Ἀριμάν κοιτάζονται πονηρά.
— Ἕτοιμος;
— Ἕτοιμος.
— Πᾶμε!
— Βάζω φωτιὰ στὶς μηχανές, λέει ὁ Ἀτὰρ καὶ πληκτρολογεῖ.
Τὸ καράβι τυλίγεται στὶς φλόγες καὶ κάποιοι ἄνθρωποι τρέχουν πάνω-κάτω σὲ κατάσταση πανικοῦ.
— Ρίχνω τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, λέει ὁ Ἀριμάν καὶ πληκτρολογεῖ.
— Πέφτουν ἀνάποδα στὸ νερό, ἀντικρούει ὁ Ἀτάρ.
— Ἐκτὸς ἀπὸ μία.
Οἱ βάρκες πέφτουν ἀνάποδα στὴ θάλασσα ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν ποὺ πρόλαβε νὰ σώσει ὁ Ἀριμάν.
— Ρίχνω τοὺς ἀνθρώπους στὴ θάλασσα μακριὰ ἀπὸ τὴ βάρκα, λέει ὁ Ἀτάρ.
Οἱ ναυαγοὶ σκορπίζονται στὴ θάλασσα οὐρλιάζοντας ἀπελπισμένα.
— Σώζω ἕναν, ἀντεπιτίθεται ὁ Ἀριμάν.
Ἕνας νεαρὸς ἄνδρας πλησιάζει κολυμπώντας τὴ βάρκα κι ἀνεβαίνει μὲ κόπο ἐπάνω.
— Ἔκπληξη! φωνάζει ὁ Ἀτὰρ καὶ πληκτρολογεῖ.
Πάνω στὴ βάρκα βρίσκεται ἤδη κάποιος ἄλλος: μιὰ μικρὴ λευκὴ τίγρη τῆς Βεγγάλης. Ὁ Ἀριμάν σταματᾶ τὸ παιχνίδι θυμωμένος.
— Κλέβεις! Τί δουλειὰ ἔχει αὐτὸ τὸ θηρίο στὴ ναυαγοσωστικὴ λέμβο;
— Δὲν κλέβω καθόλου. Χρησιμοποίησα τὸν ἀπρόβλεπτο παράγοντα.
— Πές μου τί δουλειὰ ἒχει αὐτὴ ἡ τίγρη μέσα στὴ βάρκα!
— Θὰ σοῦ ἐξηγήσω ἀμέσως τὸ τιγράκι τὸ πήγαιναν σ’ ἕνα καταφύγιο οἰκολόγων στὴ Σρὶ Λάνκα. Αὐτὸς ποὺ τὸ συνόδευε, πρόλαβε νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὸ κλουβὶ του καὶ νὰ τὸ πετάξει στὴ βάρκα. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος πνίγηκε. Τί θὰ κάνεις τώρα;
Ὁ Ἀριμὰν στέκεται ἀμήχανος πάνω ἀπὸ τὰ πλῆκρα του.
— Βιάσου, τοῦ λέει ὁ Ἀτὰρ. Τὸ ζῶο εἶναι τρομαγμένο καὶ γι’ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνο.
— Δικαίωμα, λέει ὁ Ἀριμάν. Θέλω πίστωση χρόνου.
— Σοῦ δίνω ἕνα λεπτό. Μετὰ ἡ τίγρη θὰ ἐπιτεθεῖ στὸν ἄνδρα.
Ὁ Ἀριμὰν σκέφτεται λίγο, ἔπειτα πληκτρολογεῖ βιαστικά.
.
Μερικὲς ὧρες ἀργότερα ἕνα παραπλέον πλοῖο ποὺ εἶχε εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὸ ναυάγιο, ἐντοπίζει τὴ βάρκα μὲ τὴ λευκὴ τίγρη τῆς Βεγγάλης.
Στὸ νερό, δίπλα στὴ βάρκα, κολυμπᾶ ἐξαντλημένος ἕνας ναυαγὸς μὲ καταξεσκισμένα τὰ χέρια του ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ζώου. Ἡ ἀσφαλιστικὴ ἑταιρεία ποὺ ἔκανε στὴ συνέχεια τὶς ἔρευνες, δὲν κατάφερε νὰ ἀνιχνεύσει τὴν αἰτία τῆς φωτιᾶς στὸ πλοῖο. Μυστήριο ἐπίσης παρέμεινε πῶς ἔπεσαν ἀνάποδα ὅλες οἱ ναυαγοσωστικὲς λέμβοι πλὴν μιᾶς. Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, πνίγηκαν ὅλοι οἱ ἐπιβαίνοντες, ἐνῶ σώθηκε μία τίγρη, ἦταν τόσο ἀπίθανο, ποὺ τὸ ἀνέφεραν ὅλα τὰ εἰδησεογραφικὰ πρακτορεῖα τοῦ κόσμου.
.
Οἱ συνέπειες τοῦ παιχνιδιοῦ τους ὡστόσο καθόλου δὲν ἐνδιαφέρουν τὸν Ἀτὰρ καὶ τὸν Ἀριμάν.
— Ὀχτώ-ἕνα! Χάλια τὰ πῆγες αὐτὴν τὴ φορά, Ἀριμάν, χαχανίζει ὁ Ἀτάρ.
— Ὀχτώ-δυό, λέει ὁ Ἀριμάν μουτρωμένος. Μὴν ξεχνᾶς πὼς ἔσωσα καὶ τὴν τίγρη.
— Ἐντάξει, ὀχτώ-δυό. Εἶσαι τώρα γιὰ ἄλλο ἕνα;
— Εἶμαι. Τί λὲς νὰ παίξουμε;
— Λέω νὰ παίξουμε ἕναν καλὸ σεισμὸ αὐτὴν τὴ φορά.
— Πάλι σεισμό; Πρὶν ἀπὸ ἕνα μήνα δὲν τὸν παίξαμε στὴν Ἀϊτή;
— Ἄλλο στὴν Ἀϊτή. Τώρα θὰ πᾶμε στὴ Χιλή. Ὀχτὼ Ρίχτερ εἶναι καλά;
— Κάνε τα ἐννιά.
— Ὀχτὼ κόμμα ὀχτὼ καὶ ξεκινᾶμε. Ποιὸς θὰ κάνει τὸν κακό;
.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ Τέταρτος Κλῶνος (Αἴολος, Ἀθήνα, 2011).
Καίτη Βασιλάκου (Χανιά). Σπούδασε ἀρχαιολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς φιλόλογος στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Ὁ πειρασμὸς τοῦ ἐρημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ (Ἰωλκός, 2010).
Filed under: Βασιλάκου Καίτη,Διδακτισμός,Ελληνικά,Μύθοι,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Καίτη Βασιλάκου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Καίτη Βασιλάκου: Games ἔχουν κλείσει