Καίτη Βασιλάκου: Ψυχή στὴν ἔρημο


Καί­τη Βα­σι­λά­κου


Ψυ­χὴ στὴν ­ρη­μο


 ΨΥΧΗ ΕΝΟΣ ΑΣΚΗΤΗ ποὺ πέ­θα­νε στὴν ἔ­ρη­μο πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ βρεῖ τὸν δρό­μο της. Πέ­ρα­σαν ἔ­τσι πολ­λὲς μέ­ρες καὶ ἡ ψυ­χὴ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη καὶ χω­ρὶς ἄλ­λα κου­ρά­για φώ­να­ξε δυ­να­τὰ μέ­σα στὴν καυ­τὴ ἐ­ρη­μιά:

— Δὲν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο! Ἂν ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ός, ὁ Πα­ρά­δει­σος καὶ ἡ Κό­λα­ση, ἄς μὲ ἀ­κού­σουν. Ζη­τῶ βο­ή­θεια!

          Πε­ρί­με­νε λί­γη ὥ­ρα μέ­σα στὴ σι­ω­πή, ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τῆς ἀ­πάν­τη­σε.

        — Εἶ­μαι σί­γου­ρη πὼς μὲ ἀ­κοῦ­τε, φώ­να­ξε ξα­νά. Εἶ­μαι μιὰ ψυ­χὴ χω­ρὶς σῶ­μα καὶ γι’ αὐ­τὸ πρέ­πει οἱ ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ­τε καὶ νὰ μὲ βο­η­θή­σε­τε.

              Πε­ρί­με­νε πά­λι λί­γο, ἀλ­λὰ ἡ ἔ­ρη­μος ἔ­με­νε βου­βή.

        — Θὰ πε­θά­νω χω­ρὶς βο­ή­θεια! Φώ­να­ξε γιὰ τρί­τη φο­ρά. Τί­πο­τα, σι­γή. Τό­τε ἡ ψυ­χὴ κα­τά­λα­βε πὼς ἦ­ταν πράγ­μα­τι ὁ­λο­μό­να­χη.

        — Δὲ βα­ρι­έ­σαι! Μουρ­μού­ρι­σε. Πέ­θα­να ἤ­δη μιὰ φο­ρά. Τώ­ρα ξέ­ρω πῶς εἶ­ναι.

        Καὶ πέ­θα­νε.

        Τὴν ἴ­δια ὥ­ρα οἱ ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις τῆς Φύ­σης συ­ζη­τοῦ­σαν με­τα­ξύ τους.

        — Γιὰ δές! εἶ­πε μί­α. Ἐ­κεί­νη ἡ ψυ­χὴ ποὺ πέ­θα­νε στὴν ἔ­ρη­μο εἶ­χε με­γά­λη ἰ­δέ­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Νό­μι­ζε πὼς θὰ ζοῦ­σε αἰ­ώ­νια.

        — Πράγ­μα­τι, εἶ­πε μιὰ ἄλ­λη. Αὐ­τὲς οἱ ἀν­θρώ­πι­νες ψυ­χὲς εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νό­η­τες.

        — Τέ­λος πάν­των, εἶ­πε μιὰ τρί­τη. Ἄς φρον­τί­σου­με τώ­ρα τὸ σῶ­μα της, τὸ μό­νο ποὺ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ αἰ­ώ­νιο.

        Πῆ­γαν κον­τά του καὶ τὸ βο­ή­θη­σαν νὰ ἀ­πο­δο­μη­θεῖ.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ Τέταρτος Κλῶνος (Αἴολος, Ἀθήνα, 2011).

Καίτη Βασιλάκου (Χανιά). Σπούδασε ἀρχαιολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἐργάστη­κε ὡς φιλόλογος στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Ὁ πειρασμὸς τοῦ ἐρημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ (Ἰωλκός, 2010). Ἂλλα βιβλία της: Σιμόν (θεατρικό· Μαν­δρα­γό­­ρας, 2014), Τὸ ἐπίμονο φαι­νό­μενο (πε­ζο­γρα­φία· Ἀ­πό­πει­ρα, 2016).


Καίτη Βασιλάκου: Games

.

Basilakou,Kaiti-Games-Eikona-01

.

Καίτη Βασιλάκου

.

Games

.

   

      — Ἀ­ρι­μάν, εἶ­σαι γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι; ρω­τᾶ ὁ Ἀ­τάρ.

      — Εἶ­μαι, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἀ­ρι­μάν. Ποι­ός θὰ κά­νει τὸν κα­κό;

      — Ἐ­γώ. Πά­τα τὸ start.

      Ὁ Ἀ­ρι­μὰν πα­τᾶ τὸ start καὶ στὴν ὀ­θό­νη ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ τό­πος τῶν μο­νο­μα­χι­ῶν τους, ἕ­νας γα­λά­ζιος πλα­νή­της ποὺ πε­ρι­στρέ­φε­ται ἀρ­γὰ πε­ρὶ τὸν ἑ­αυ­τό του.

      — Πᾶ­με Ἀ­φρι­κή;

      — Μπά, βα­ρέ­θη­κα μ’ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­φρι­κή. Πᾶ­με κα­λύ­τε­ρα Ἀ­σί­α.

      Ὁ Ἀ­ρι­μάν πλη­κτρο­λο­γεῖ μὲ τα­χύ­τη­τα.

      — Μια­νμάρ;

      — Πά­λι πλημ­μύ­ρες;

      — Τί θέ­λεις τό­τε;

      — Γιὰ κοί­τα στὴ θά­λασ­σα γιὰ κα­νέ­να πλοῖ­ο.

      — Κά­τι βλέ­πω στὸν κόλ­πο τῆς Βεγ­γά­λης.

      — Φέ­ρε το πιὸ κον­τά.

      Στὴν ὀ­θό­νη δι­α­κρί­νε­ται ἕ­να μι­κρὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοῖ­ο ποὺ πλέ­ει ἀ­μέ­ρι­μνο στὴ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­τὰρ καὶ ὁ Ἀ­ρι­μάν κοι­τά­ζον­ται πο­νη­ρά.

      — Ἕ­τοι­μος;

      — Ἕτοι­μος.

      — Πᾶ­με!

      — Βά­ζω φω­τιὰ στὶς μη­χα­νές, λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.

      Τὸ κα­ρά­βι τυ­λί­γε­ται στὶς φλό­γες καὶ κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι τρέ­χουν πά­νω-κά­τω σὲ κα­τά­στα­ση πα­νι­κοῦ.

      — Ρί­χνω τὶς βάρ­κες στὴ θά­λασ­σα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.

      — Πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὸ νε­ρό, ἀν­τι­κρού­ει ὁ Ἀ­τάρ.

      — Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ μί­α.

      Οἱ βάρ­κες πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὴ θά­λασ­σα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν ποὺ πρό­λα­βε νὰ σώ­σει ὁ Ἀ­ρι­μάν.

      — Ρί­χνω τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴ θά­λασ­σα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ βάρ­κα, λέ­ει ὁ Ἀ­τάρ.

      Οἱ ναυα­γοὶ σκορ­πί­ζον­ται στὴ θά­λασ­σα οὐρ­λι­ά­ζον­τας ἀ­πελ­πι­σμέ­να.

      — Σώ­ζω ἕ­ναν, ἀν­τε­πι­τί­θε­ται ὁ Ἀ­ρι­μάν.

      Ἕ­νας νε­α­ρὸς ἄν­δρας πλη­σιά­ζει κο­λυμ­πών­τας τὴ βάρ­κα κι ἀ­νε­βαί­νει μὲ κό­πο ἐ­πά­νω.

      — Ἔκ­πλη­ξη! φω­νά­ζει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.

      Πά­νω στὴ βάρ­κα βρί­σκε­ται ἤ­δη κά­ποι­ος ἄλ­λος: μιὰ μι­κρὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης. Ὁ Ἀ­ρι­μάν στα­μα­τᾶ τὸ παι­χνί­δι θυ­μω­μέ­νος.

      — Κλέ­βεις! Τί δου­λειὰ ἔ­χει αὐ­τὸ τὸ θη­ρί­ο στὴ ναυ­α­γο­σω­στι­κὴ λέμ­βο;

      — Δὲν κλέ­βω κα­θό­λου. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα τὸν ἀ­πρό­βλε­πτο πα­ρά­γον­τα.

      — Πές μου τί δου­λειὰ ἒ­χει αὐ­τὴ ἡ τί­γρη μέ­σα στὴ βάρ­κα!

      — Θὰ σοῦ ἐ­ξη­γή­σω ἀ­μέ­σως τὸ τι­γρά­κι τὸ πή­γαι­ναν σ’ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο οἰ­κο­λό­γων στὴ Σρὶ Λάν­κα. Αὐ­τὸς ποὺ τὸ συ­νό­δευ­ε, πρό­λα­βε νὰ τὸ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ κλου­βὶ του καὶ νὰ τὸ πε­τά­ξει στὴ βάρ­κα. Ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος πνί­γη­κε. Τί θὰ κά­νεις τώ­ρα;

      Ὁ Ἀ­ρι­μὰν στέ­κε­ται ἀ­μή­χα­νος πά­νω ἀ­πὸ τὰ πλῆ­κρα του.

      — Βιά­σου, τοῦ λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ. Τὸ ζῶ­ο εἶ­ναι τρο­μαγ­μέ­νο καὶ γι’ αὐ­τὸ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νο.

      — Δι­καί­ω­μα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν. Θέ­λω πί­στω­ση χρό­νου.

      — Σοῦ δί­νω ἕ­να λε­πτό. Με­τὰ ἡ τί­γρη θὰ ἐ­πι­τε­θεῖ στὸν ἄν­δρα.

      Ὁ Ἀ­ρι­μὰν σκέ­φτε­ται λί­γο, ἔ­πει­τα πλη­κτρο­λο­γεῖ βι­α­στι­κά.

.

     Με­ρι­κὲς ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα ἕ­να πα­ρα­πλέ­ον πλοῖ­ο ποὺ εἶ­χε εἰ­δο­ποι­η­θεῖ γιὰ τὸ ναυά­γιο, ἐν­το­πί­ζει τὴ βάρ­κα μὲ τὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης.

     Στὸ νε­ρό, δί­πλα στὴ βάρ­κα, κο­λυμ­πᾶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἕ­νας ναυα­γὸς μὲ κα­τα­ξε­σκι­σμέ­να τὰ χέ­ρια του ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ ζώ­ου. Ἡ ἀ­σφα­λι­στι­κὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ ἔ­κα­νε στὴ συ­νέ­χεια τὶς ἔ­ρευ­νες, δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ ἀ­νι­χνεύ­σει τὴν αἰ­τί­α τῆς φω­τιᾶς στὸ πλοῖ­ο. Μυ­στή­ριο ἐ­πί­σης πα­ρέ­μει­νε πῶς ἔ­πε­σαν ἀ­νά­πο­δα ὅ­λες οἱ ναυ­α­γο­σω­στι­κὲς λέμ­βοι πλὴν μιᾶς. Ἀλ­λὰ καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν, πνί­γη­καν ὅ­λοι οἱ ἐ­πι­βαί­νον­τες, ἐ­νῶ σώ­θη­κε μί­α τί­γρη, ἦ­ταν τό­σο ἀ­πί­θα­νο, ποὺ τὸ ἀ­νέ­φε­ραν ὅ­λα τὰ εἰ­δη­σε­ο­γρα­φι­κὰ πρα­κτο­ρεῖ­α τοῦ κό­σμου.

.

      Οἱ συ­νέ­πει­ες τοῦ παι­χνι­διοῦ τους ὡ­στό­σο κα­θό­λου δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρουν τὸν Ἀ­τὰρ καὶ τὸν Ἀ­ρι­μάν.

      — Ὀ­χτώ-ἕ­να! Χά­λια τὰ πῆ­γες αὐ­τὴν τὴ φο­ρά, Ἀ­ρι­μάν, χα­χα­νί­ζει ὁ Ἀ­τάρ.

      — Ὀ­χτώ-δυ­ό, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν μου­τρω­μέ­νος. Μὴν ξε­χνᾶς πὼς ἔ­σω­σα καὶ τὴν τί­γρη.

      — Ἐν­τά­ξει, ὀ­χτώ-δυ­ό. Εἶ­σαι τώ­ρα γιὰ ἄλ­λο ἕ­να;

      — Εἶ­μαι. Τί λὲς νὰ παί­ξου­με;

      — Λέ­ω νὰ παί­ξου­με ἕ­ναν κα­λὸ σει­σμὸ αὐ­τὴν τὴ φο­ρά.

      — Πά­λι σει­σμό; Πρὶν ἀ­πὸ ἕ­να μή­να δὲν τὸν παί­ξα­με στὴν Ἀ­ϊ­τή;

       — Ἄλ­λο στὴν Ἀ­ϊ­τή. Τώ­ρα θὰ πᾶ­με στὴ Χι­λή. Ὀ­χτὼ Ρί­χτερ εἶ­ναι κα­λά;

       — Κά­νε τα ἐν­νιά.

       — Ὀ­χτὼ κόμ­μα ὀ­χτὼ καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ποι­ὸς θὰ κά­νει τὸν κα­κό;

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 

Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ὁ Τέταρτος Κλῶνος (Αἴολος, Ἀθήνα, 2011).

Καίτη Βασιλάκου (Χανιά). Σπούδασε ἀρχαιολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἐργάζεται ὡς φιλόλογος στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Ὁ πειρασμὸς τοῦ ἐρημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ (Ἰωλκός, 2010).