Ioanna Abatzí: ¿Cuánto se debe?



Ioanna Abatzí


¿Cuánto se debe?


QUEL verano nos había ido bien con el tabaco. Bajábamos a Atenas para cobrar. Todos éramos de pueblo. El autobús a rebosar, muchas las horas, estábamos asfixiados. Se escuchaban interferencias por la radio, la culpa era de la antena. El conductor puso Tsitsanis. Me recordó a Kikí. No la quería de nuera la finada, era pobre, decía, échala. Se fue a Alemania de obrera, por lo que me dijeron. Veinte años. La culpa fue de mi madre.

       Llegamos a Atenas, bajamos al centro. El comerciante de tabaco nos paga un buen dinero. Nos lo repartimos, nos fuimos a beber retsina, nos pasamos un poco.

       ¿Vamos a celebrarlo a lo de Filís? dicen los otros dos.

       Nuestras billeteras ya están llenas, señores. Vámonos.

       El burdel vacío. Aún es temprano. Vuelvo a escuchar a Tsi­tsa­nis. Un clásico, eso tenía la culpa. Entro al cuarto. Cama metálica, sábanas arrugadas y la muchacha, pequeña. Veinte minutos. Salgo.

       Veo a los demás pagar. Espero mi turno. Me saco del bolsillo un fajo de billetes de cien doblados.

       ¿Cuánto se debe?, le digo.

       Dice que nada, señor.

       Pero, ¿cómo?, no es posible, ¿cuánto quieres?, insisto».

       Por Dios, Dimitris, no irás a pagar por tu propia hija.

       La miro. La veo. No se ha ido a Alemania, no ha estado de o­bre­ra. La culpa fue mía.



Fuente: Planodion Bonsái, 10 de marzo de 2021

Ioanna Abatzí (Salónica). Graduada en Filología Francesa, con máster en Teatrología y Escritura Creativa. Además de la escritura, se dedica a la escenografía y la ilustración.

La traducción es producto de las clases de Traducción Literaria que imparte en la Universidad Aristóteles de Salónica el profesor Konstantinos Paleologos. Tradujeron los estudiantes de la Universidad de Málaga, Irene Antich Fernández, Pablo Casero Baeza y Marta Valero. Revisión: Eduardo Lucena.


			

Ἰωάννα Ἀμπατζῆ: Τὶ χρωστάω;


Ἰ­ω­άν­να Ἀμ­πα­τζὴ


Τὶ χρωστάω;

 

ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ τὰ κα­πνὰ εἶ­χαν πά­ει κα­λά. Κα­τε­βαί­να­με Ἀ­θή­να νὰ πλη­ρω­θοῦ­με. Ὅ­λοι χω­ριά­τες ἤ­μα­σταν. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο φί­σκα, πολ­λὲς οἱ ὧ­ρες, ἐ­σκά­γα­με. Τὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἔ­κα­νε πα­ρά­σι­τα, ἡ κε­ραί­α ἔ­φται­γε. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε Τσι­τσά­νη. Μοῦ θύ­μι­σε τὴν Κι­κή. Δὲν τὴν ἤ­θε­λε γιὰ νύ­φη ἡ μα­κα­ρί­τισ­σα, ἦ­ταν φτω­χή, ἔ­λε­γε, δι­ώ­ξ’ τη. Εἶ­χε πά­ει Γερ­μα­νί­α ἐρ­γά­τρια, ἔ­τσι μοῦ ’­χαν πεῖ. Εἴ­κο­σι χρό­νια. Ἡ μά­να μου ἔ­φται­γε.

        Φτά­νου­με Ἀ­θή­να, κα­τε­βαί­νου­με κέν­τρο. Ὁ κα­πνέμ­πο­ρος μᾶς πλη­ρώ­νει, κα­λά τα λε­φτά. Κά­νου­με τὴ μοι­ρα­σιά, κα­θό­μα­στε γιὰ ρε­τσί­να, τὰ τσού­ζου­με.

        Πᾶ­με νὰ τὸ γλεν­τή­σου­με στὴ Φυ­λῆς; Λέ­νε οἱ ἄλ­λοι δύ­ο.

              Γε­μά­τα τὰ πορ­το­φό­λια μας, ἄρ­χον­τες. Πᾶ­με.

        Τὸ μπουρ­δέ­λο ἄ­δει­ο. Εἶ­ναι νω­ρίς, ἀ­κό­μα. Ἀ­κού­ω πά­λι Τσι­τσά­νη. Ἦ­ταν δι­α­χρο­νι­κός, αὐ­τὸ ἔ­φται­γε. Μπαί­νω στὸ δω­μά­τιο. Με­ταλ­λι­κὸ κρε­βά­τι, τσα­λα­κω­μέ­να σεν­τό­νια, ἡ κο­πέ­λα μι­κρή. Εἴ­κο­σι λε­πτά. Βγαί­νω.

        Βλέ­πω τοὺς ἄλ­λους νὰ πλη­ρώ­νουν. Παίρ­νω σει­ρά. Βγά­ζω ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη μου ἕ­να μά­τσο κα­το­στά­ρι­κα δι­πλω­μέ­να.

        Τί χρω­στά­ω; τῆς λέ­ω.

        Λέ­ει, τί­πο­τα, κύ­ρι­ε.

        Μά, πῶς, δὲν εἶ­ναι δυ­να­τόν, πό­σα θές, ἐ­πι­μέ­νω.

        Γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, Δη­μή­τρη, δὲν θὰ πλη­ρώ­σεις γιὰ τὴν κό­ρη σου.

        Τὴν κοι­τά­ω. Τὴ βλέ­πω. Δὲν εἶ­χε φύ­γει Γερ­μα­νί­α, δὲν εἶ­χε γί­νει ἐρ­γά­τρια. Ἐ­γὼ ἔ­φται­γα.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Ἀμ­πα­τζῆ. (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Ἀ­πό­φοι­τος Γαλ­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας, μὲ με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴ Θε­α­τρο­λο­γί­α καὶ τὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ συγ­γρα­φή, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ σκη­νο­γρα­φί­α καὶ τὴν εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση. Ἔρ­γα της, ἀ­το­μι­κὰ ἢ συλ­λο­γι­κά, ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρους ἐκ­δο­τι­κούς. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Πα­ρά­θυ­ρα (ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή, ἔκδ. Μο­λύ­βι, 2014).


Ἰωάννα Ἀμπατζῆ: Γιὰ τὴ Δόνια Δουλτσινέα


02-Ampatzi,Ioanna-GiaTinDoniaDulcinea-Eikona-02


Ἰ­ω­άν­να Ἀμ­πα­τζῆ


Γιὰ τὴ Δό­νια Δουλ­τσι­νέ­α


02-TaphΟΥΣ ΤΟ ΕΙΧΕ ΨΙΘΥΡΙΣΕΙ ὁ ἄ­νε­μος ποὺ τὰ μαρ­τυ­ρά­ει ὅ­λα κι ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ μέ­ρα δὲν ἔ­βρι­σκαν ἡ­συ­χί­α. Πρώ­τη φο­ρὰ εἶ­χαν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν ἕ­ναν τό­σο φο­βε­ρὸ κίν­δυ­νο, ἀ­λί­μο­νο, ἡ μοί­ρα τους ἦ­ταν προ­δι­α­γε­γραμ­μέ­νη. Για­τὶ μπο­ρεῖ νὰ γνώ­ρι­ζαν χί­λια δύ­ο πράγ­μα­τα, μπο­ρεῖ νὰ σή­κω­ναν βου­νὰ μὲ τὰ χέ­ρια τους, νὰ ἔ­λι­ω­ναν πό­λεις στὸ πά­τη­μά τους, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­χαν μά­θει πο­τὲ νὰ ἀ­γα­ποῦν. Ἦ­ταν γί­γαν­τες. Δὲν ἤ­ξε­ραν τὰ τερ­τί­πια τοῦ ἔ­ρω­τα, δὲν εἶ­χαν αἰ­σθαν­θεῖ πο­τὲ τὶς βου­τι­ές του, τὰ ρί­γη του, τὰ χτυ­πο­κάρ­δια του. Πῶς νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σεις κά­τι ποὺ δὲν γνω­ρί­ζεις; Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­νι­ω­σαν τὸ ζε­στὸ ἀ­έ­ρα στὸ πρό­σω­πό τους, ὕ­στε­ρα μιὰ λόγ­χη, ἕ­να βέ­λος, μιὰ αἰχ­μὴ ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς τρυ­πά­ει ἕ­ναν ἕ­ναν. Κου­νοῦ­σαν μὲ ἀ­πελ­πι­σί­α τὰ χέ­ρια τους κα­θὼς ἔ­βλε­παν τὰ πό­δια τους νὰ ρι­ζώ­νουν στὴ γῆ. Δυ­να­τὰ τὰ ξόρ­κια. Ἄ­νι­ση μά­χη. «Γιὰ τὴ Δό­νια Δουλ­τσι­νέ­α!» ἦ­ταν οἱ τε­λευ­ταῖ­ες λέ­ξεις ποὺ ἄ­κου­σαν πρὶν με­τα­μορ­φω­θοῦν σὲ ἀ­νε­μό­μυ­λους.


Don-Quixote-WindTurbine


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβρουάριος 2016.

­ω­άν­να Ἀμ­πα­τζῆ. (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Ἀ­πό­φοι­τος Γαλ­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας, μὲ με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴ Θε­α­τρο­λο­γί­α καὶ τὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ συγ­γρα­φή, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ σκη­νο­γρα­φί­α καὶ τὴν εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση. Ἔρ­γα της, ἀ­το­μι­κὰ ἢ συλ­λο­γι­κά, ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρους ἐκ­δο­τι­κούς. Τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της: Πα­ρά­θυ­ρα (ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή, ἔκδ. Μο­λύ­βι, 2014).

Εἰκόνα: Juan Gallego.