Ἀλκίφρων: [Σαλταδῶρος καὶ ἀνοιχτοχέρης]

 

 

Ἀλ­κί­φρων

 

[Σαλ­τα­δῶ­ρος καὶ ἀ­νοι­χτο­χέ­ρης]

 

ΘΕΣ ΚΑΡΙΩΝΟΣ πε­ρὶ τὸ φρέ­αρ ἀ­σχο­λου­μέ­νου εἰ­σέ­φρη­σα εἰς τοὐ­πτά­νιον· ἔ­πει­τα εὑ­ρὼν λο­πά­δα εὖ μά­λα κε­κα­ρυ­κευ­μέ­νην καὶ ἀ­λε­κτρυ­ό­να ὀ­πτὸν καὶ χύ­τραν μεμ­βρά­δας ἔ­χου­σαν καὶ ἀ­φύ­ας Με­γα­ρι­κὰς ἐ­ξήρ­πα­σα͵ καὶ ἀ­πο­πη­δή­σας͵ ποῖ κα­τα­χθε­ί­ην ἐ­ζή­τουν καὶ εὐ­κα­ί­ρως ἐμ­φά­γοι­μι μό­νος. Ἀ­πο­ρί­ᾳ δὲ τό­που δρα­μὼν ἐ­πὶ τὴν Ποι­κί­λην καὶ γὰρ οὐκ ἠ­νώ­χλει τα­ύ­την οὐ­δὲ εἷς τῶν ἀ­δο­λέ­σχων του­τω­νὶ φι­λο­σό­φων κεῖ­θι τῶν πό­νων ἀ­πέ­λαυ­ον. Ἀ­να­νε­ύ­σας δὲ τῆς λο­πά­δος ὁ­ρῶ προ­σι­ό­ντας τῶν ἀ­πὸ τῆς τη­λί­ας τι­νὰς νε­α­νί­σκων͵ καὶ δε­ί­σας τὰ μὲν βρώ­μα­τα ὄ­πι­σθεν ἀ­πε­θέ­μην͵ αὐ­τὸς δὲ εἰς τοὔ­δα­φος ἐ­κε­ί­μην κρύ­πτων τὰ κλέμ­μα­τα εὐ­χό­με­νός τε τοῖς Ἀ­πο­τρο­πα­ί­οις τὸ νέ­φος πα­ρελ­θεῖν͵ χόν­δρους ὑ­πο­σχό­με­νος λι­βα­νω­τοῦ ἱ­κα­νο­ύς͵ οὓς οἴ­κοι ἀ­να­λε­ξά­με­νος τῶν ἱ­ε­ρῶν ἔ­χω εὖ μά­λα εὐ­ρω­τι­ῶν­τας. Καὶ οὐκ ἠ­στό­χη­σα· οἱ θε­οὶ γὰρ αὐ­τοὺς ἄλ­λην ὁ­δὸν ἔ­τρε­ψαν. Κἀ­γὼ σπου­δῇ κα­τα­βρο­χθί­σας πάνθ΄ ὅ­σα ἐ­νέ­κει­το τοῖς σκε­ύ­ε­σι͵ φί­λῳ παν­δο­κεῖ τὴν χύ­τραν καὶ τὸ λο­πά­διον͵ τὰ λε­ί­ψα­να τῶν κλεμ­μά­των͵ χά­ρι­σμα δοὺς ἔ­χειν ἀ­πε­χώ­ρη­σα͵ ἐ­πι­ει­κής τις καὶ δε­ξιὸς ἐκ τῶν δω­ρη­μά­των ἀ­να­φα­νε­ίς.

 

* * *

 

[Ἀλ­κί­φρων, {Σαλ­τα­δῶ­ρος καὶ ἀ­νοι­χτο­χέ­ρης}

Με­τά­φρα­ση: Χρι­στό­φο­ρος Μη­λι­ώ­νης

 

ΕΧΤΕΣ, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Κα­ρί­ων ἦ­ταν ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νος μὲ τὸ πη­γά­δι του, τρύ­πω­σα στὸ μα­γει­ριό του. Ἐ­κεῖ ἀ­να­κά­λυ­ψα ἕ­να πιά­το μα­γει­ρε­μέ­νο φα­γη­τὸ μὲ μπό­λι­κη σάλ­τσα, ἕ­ναν κό­κο­ρα ψη­τὸ καὶ μιὰ χύ­τρα λι­α­νό­ψα­ρα καὶ με­γα­ρί­τι­κες σαρ­δέ­λες. Τὰ ἅρ­πα­ξα καὶ πή­δη­σα ἔ­ξω κι ἔ­ψα­χνα νὰ βρῶ ἕ­να μέ­ρος γιὰ νὰ τὰ πε­ρι­δρο­μιά­σω, μό­νος μου καὶ μὲ τὴν ἡ­συ­χί­α μου.

       Κι ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρα ποῦ νὰ πά­ω, ἔ­τρε­ξα στὴν Ποι­κί­λη Στο­ὰ —ἦ­ταν ὥ­ρα ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἕ­νας ἀ­πὸ κεί­νους τοὺς φι­λο­σό­φους, τοὺς φα­φλα­τά­δες, νὰ μ΄ ἐ­νο­χλή­σει— κι ἐ­κεῖ κά­θι­σα κι ἀ­πο­λάμ­βα­να τοὺς κό­πους μου. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ποὺ σή­κω­σα τὸ κε­φά­λι μου ἀ­πὸ τὸ πιά­το, βλέ­πω κι ἐρ­χόν­του­σαν ἀ­πὸ τὴ μπαρ­μπου­τι­έ­ρα κά­τι νε­α­ροί. Φο­βή­θη­κα κι ἔ­βα­λα πί­σω μου τὰ φα­γώ­σι­μα, ἔ­πε­σα μπρού­μυ­τα στὸ ἔ­δα­φος κι ἔ­κρυ­βα τὰ κλεμ­μέ­να μου. Καὶ συ­νά­μα προ­σεύ­χο­μουν στοὺς Ἀ­πο­τρό­παι­ους θε­οὺς νὰ πε­ρά­σει ἡ μπό­ρα καὶ τοὺς ἔ­τα­ζα με­γά­λα σπει­ριὰ λι­βά­νι, ποὺ τὰ ξε­δι­ά­λε­ξα ἀ­πὸ τοὺς βω­μούς, ὅ­που μου­χλι­ά­ζα­νε, καὶ τὰ φυ­λά­ω στὸ σπί­τι μου. Καὶ δὲν ἐ­λά­θε­ψα, οἱ θε­οὶ τοὺς ἔ­κα­ναν νὰ πά­ρουν ἄλ­λο δρό­μο. Κι ἐ­γὼ κα­τα­βρό­χθι­σα στὰ γρή­γο­ρα ὅ,τι ὑ­πῆρ­χε καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε. Κι ὕ­στε­ρα, τὴ χύ­τρα καὶ τὸ πιά­το, τὰ μό­να ποὺ εἶ­χαν ἀ­πο­μεί­νει ἀ­πὸ τὰ κλο­πι­μαῖα, τά ΄δω­σα χά­ρι­σμα στὸν χα­νιτ­ζὴ νὰ τά ΄χεῖ κι ἔ­φυ­γα, πε­ρή­φα­νος ποὺ φά­νη­κα μὲ τὰ δῶ­ρα μου τό­σο κα­λὸς φί­λος κι ἀ­νοι­χτο­χέ­ρης.]

 

 

Πη­γή: T­LG [T­h­e­s­a­u­r­us L­i­n­g­u­ae G­r­a­e­c­ae], A­l­k­i­p­h­r­on, «Λο­πα­δί­ων Εὐ­κνίσ­σῳ», 3.17.1-3.17.4.

 

Ἀλ­κί­φρων (περ. 2ο-3ο αἰ. μ.Χ.­). Ἐ­ρω­τι­κὸς ποι­η­τὴς, ἐ­πι­στο­λο­γρά­φος καὶ σο­φι­στής. Ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὶς δύ­ο ἐ­πι­νο­η­μέ­νες ἐ­πι­στο­λές του τοῦ Μέ­ναν­δρου πρὸς τὴ Γλυ­κέ­ρα.