Κατερίνα Αγυιώτη: Τὸ βραβεῖο


Κα­τε­ρί­να Ἀ­γυι­ώ­τη


Τὸ βρα­βεῖ­ο


ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ἀ­πὸ τὴ δου­λειά, κά­θο­μαι σὲ μί­αν ἄ­κρη τῆς Τρα­φάλ­γκαρ Σκου­έ­αρ, τρώ­γον­τας τὸ με­ση­με­ρια­νὸ ποὺ ἔ­φε­ρα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Σκέ­φτο­μαι τὶς δύ­σκο­λες ὑ­πο­θέ­σεις τῆς προ­σω­πι­κῆς μου ζω­ῆς. Κά­ποι­α στιγ­μὴ παίρ­νει τὸ μά­τι μου μιὰ ἐ­πί­ση­μη πομ­πὴ νὰ εἰ­σέρ­χε­ται μὲ συγ­χρο­νι­σμέ­νο βη­μα­τι­σμὸ στὴν πλα­τεί­α.

        Σί­γου­ρα πρό­κει­ται γιὰ κά­τι σο­βα­ρό, τὰ κο­στού­μια τους εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πί­ση­μα, τὸ ὕ­φος τους ἐ­πί­σης. Δι­α­σχί­ζουν τὴν πλα­τεί­α κα­τευ­θυ­νό­με­νοι πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Δη­λα­δὴ τί πρὸς τὸ μέ­ρος μου, κα­θὼς συ­νε­χί­ζουν νὰ προ­χω­ροῦν κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἔρ­χον­ται εὐ­θεί­α κα­τα­πά­νω μου. Κο­κα­λώ­νω μὲ τὴν μπου­κιὰ στὸ στό­μα.

        Στα­μα­τοῦν ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά μου. Γυ­ρί­ζουν ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λον καί, κλί­νον­τας τὰ κε­φά­λια τους, συ­νεν­νο­οῦν­ται μ’ ἕ­να μι­κρὸ σού­σου­ρο. Βγά­ζουν κά­τι ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ κου­τί. Εἶ­ναι ἕ­να χρυ­σὸ με­τάλ­λιο.

        Στρέφονται προς τα μένα, και μὲ βα­σι­λι­κὴ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα στὰ εὐ­γε­νι­κά τους πρό­σω­πα, μὲ βρα­βεύ­ουν. Μοῦ περ­νοῦν στὸ λαι­μὸ τὸ με­τάλ­λιο. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἀ­φή­σω κά­τω τὸ τά­περ καὶ τὸ πι­ρού­νι μου, δι­ό­τι μοῦ προ­τεί­νουν τὸ χέ­ρι γιὰ χει­ρα­ψί­α.

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀλ­λά… για­τί;,  ρω­τά­ω (στὰ ἀγ­γλι­κά).

        — Ξέ­ρε­τε ἐ­σεῖς, μοῦ ἀ­παν­τοῦν (ἐ­πί­σης στὰ ἀγ­γλι­κά). Καὶ ἀ­πο­χω­ροῦν κα­τό­πιν ἐ­λα­φριᾶς ὑ­πό­κλι­σης, στοι­χι­σμέ­νοι ὅ­πως ἦρ­θαν.

        Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι ξέ­ρω. Ὅ­πως ξέ­ρεις κι ἐ­σύ. Ὅ­πως ξέ­ρει, δη­λα­δή, γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του κά­θε ἄν­θρω­πος. Ἁ­πλά, δὲν πε­ρι­μέ­νου­με νὰ πά­ρου­με καὶ κά­να βρα­βεῖ­ο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Κα­τε­ρί­να Ἀ­γυι­ώ­τη (Βό­λος 1976).  Σπού­δα­σε Θε­ο­λο­γί­α καὶ Ψυ­χο­λο­γί­α στὸ Α.Π.Θ., κι ἐκ­παι­δεύ­τη­κε στὴ Συ­στη­μι­κὴ Θε­ρα­πεί­α. Πρό­σφα­τα ξε­κί­νη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Ψυ­χι­κὴ Ὑ­γεί­α. Ἔ­χει συμ­με­τά­σχει μὲ κεί­με­να, μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ ποι­ή­μα­τά της σὲ πο­λυ­ά­ριθ­μα πε­ρι­ο­δι­κά, ὅ­πως ἐ­πί­σης σὲ συλ­λο­γι­κὰ projects καὶ ἀν­θο­λο­γί­ες.  Οἱ ποι­η­τι­κές της συλ­λο­γέ­ς Φρου­ρὸς (2016) και Ο Τα­μί­ας τοῦ Θε­οῦ (2019) κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Φαρ­φου­λᾶς. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον της ἔ­χει στρα­φεί στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Ἀ­πὸ τὸ 2014 ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Λον­δί­νο.