Μανουὲλ Ρόχας (Manuel Rojas)
Παραμονὴ Χριστουγέννων στὸ Σαντιάγκο
(Nochebuena en Santiago)
Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ εἶναι Αὔγουστος, ἂν καὶ οἱ συγγενεῖς μου καὶ οἱ φίλοι μου μὲ φωνάζουν Τίτο, ὑποκοριστικὸ ποὺ δὲν ξέρω ἂν ὀφείλεται στὴν ἀδυναμία ποὺ μοῦ ἔχουν ἢ στὴν ἰδέα τους γιὰ τὸ κοντό μου ἀνάστημα (λέω κοντὸ καὶ ὄχι χαμηλὸ γιατὶ τὸ θεωρῶ πιὸ ἀκριβές· τὸ δεύτερο ἐπίθετο ἀπευθύνεται σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν κατάλαβαν). Δὲν εἶμαι Χιλιανὸς ἀλλὰ Γουατεμαλτέκος. Ἦρθα ἐδῶ λίγο ἀφότου ἐγκατέλειψα τὴ Βολιβία, χώρα στὴν ὁποία ὑπηρετοῦσα, σχεδὸν μὲ μεγάλη μου λύπη, σὲ μιὰ θέση γραμματέα τῆς πρεσβείας τῆς Γουατεμάλας. Λέω «σχεδὸν μὲ μεγάλη μου λύπη» γιατὶ δὲν πιστεύω στὶς πρεσβεῖες οὔτε στοὺς γραμματεῖς καὶ ἂν δέχτηκα τὴ θέση ἦταν ἐπειδὴ ὁ πρόεδρος ἦταν φίλος μου καὶ ὑποσχόταν νὰ δουλέψει πραγματικὰ γιὰ τὸ καλό του λαοῦ. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος, ἀπερίσκεπτος, βάλθηκε νὰ μιλάει γιὰ ἀγροτικὴ μεταρρύθμιση καὶ ἐθνικοποίηση καὶ οἱ μέτοχοι τῶν ἐταιριῶν φρούτων καὶ ἄλλου τύπου, μέτοχοι ποὺ δὲν ζοῦν στὴ Γουατεμάλα ἀλλὰ ἀλλοῦ, κατσούφιασαν, ἂν καὶ θὰ ἦταν καλύτερα νὰ ποῦμε, ἔτριξαν τὰ δόντια. Παρενέβη ἕνας πρέσβης, ἦρθε σὲ συνεννόηση μὲ μερικοὺς στρατιωτικοὺς —λέω μερικοὺς γιατί ὑποθέτω ὅτι ἀκόμα καὶ λίγοι εἶναι ἀρκετοί— καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν αὐτονόητο· στὴ Λίμα τοῦ Περοῦ, κοιτάζοντας δυτικά, εἶπα: «Μεξικὸ ἢ Χιλή»· κέρδισε ἡ Χιλὴ καὶ νά ‘μαι.
Νά ‘μαι, μὲ τὸ κορμὶ λίγο χάλια, ὅπως λένε οἱ Χιλιανοί. Εἶναι μιὰ κατάσταση ποὺ ἐμφανίζεται τὸ ξημέρωμα ἢ στὸ ξύπνημα. Ἡ ἔκφραση εἶναι ἀκριβὴς καὶ σχεδόν μοῦ ἀρέσει περισσότερο ἀπὸ «κροῦδο»(1), ὅπως λένε οἱ Μεξικάνοι ἢ «χανγκόβερ» ὅπως τὸ λένε ἄλλοι: πονοκέφαλος, στόμα ξερό, μαγκωμένη σπονδυλικὴ στήλη, μείωση ἐνθουσιασμοῦ γιὰ ζωή, τάση γιὰ ἀκινησία ἢ ὁριζοντίωση, δυσφορία στοὺς θορύβους καὶ στὶς φωνές, αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ κοινὰ συμπτώματα. Καταπολεμεῖται μὲ τὰ ἴδια ὅπλα ποὺ τὴν προκαλοῦν, πράγμα ποὺ λέγεται «ἀνασυστήνω τὸ σῶμα», similia similibus curantar, ἢ μὲ τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία, νερό, χρόνο καὶ ἀσπιρίνες. Θὰ ὄφειλα νὰ πῶ ὅτι συμβαίνει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς μέρες 2 Ἰανουαρίου, 19 καὶ 20 Σεπτεμβρίου, 25 Δεκεμβρίου, ἐπίσης τὶς μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν κάποιες γιορτές, κινητὲς ἢ μή: Σὰν Λουίς, Σὰν Μανουέλ, Σὰν Φρανθίσκο, ἐκτὸς ἀπὸ καμιὰ δωδεκαριὰ ἢ καὶ παραπάνω ἄλλους ἁγίους λιγότερο γνωστοὺς καὶ δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ πῶ ὅτι ὅλες οἱ μέρες, σὲ ὁλόκληρη τὴ χώρα, ξημερώνουν μὲ τὸν ὀργανισμὸ χάλια ἑκατοντάδες ἄτομα ποὺ τὴν προηγούμενη μέρα γιόρταζαν τὸν ἑαυτό τους, γιόρταζαν ἄλλους ἢ ἁπλὰ μεθοῦσαν ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ἢ δὲν ἤξεραν νὰ κάνουν κάτι ἄλλο. Πράγμα πού, ὅπως νομίζω, συμβαίνει σὲ ὅλον τὸν κόσμο γι’ αυτὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ θορυβηθοῦμε ἐπειδὴ συμβαίνει στὴ Χιλή.
Σήμερα, ἀκριβῶς, εἶναι 25 Δεκεμβρίου, μέρα ζέστης καὶ ὀργανισμοῦ χάλια. Νὰ εἶσαι χάλια μιὰ μέρα μὲ κρύο, τὸν Ἰούλιο ἢ τὸν Αὔγουστο, εἶναι δυσάρεστο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἔχεις μιὰ μέρα μὲ ζέστη εἶναι πολὺ χειρότερο. Λένε πολλὰ γιὰ τὴν Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀλλὰ δὲ λένε ὅτι μιὰ τέτοια νύχτα δὲν εἶναι αἰώνια, ὅτι φτάνει μιὰ στιγμὴ ποὺ ἡ νύχτα καὶ ἡ γιορτὴ τελειώνουν καὶ ἔρχεται ἡ καινούργια μέρα μὲ τὸ τρομερό της φῶς. Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι χτὲς ἤμουν κρατούμενος στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα. Κρατούμενος ὡς μεθυσμένος καὶ ὡς κλέφτης παπουτσιῶν.
Τὸ ἱστορικό μου εἶναι ἔντιμο, καὶ ἂς ἔχω ὑπάρξει γραμματέας τῆς πρεσβείας. Ἤδη ἔχω πεῖ ποιοί ἦταν οἱ λόγοι ποὺ μὲ ὤθησαν νὰ δεχτῶ αὐτὸ τὸ πόστο. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅμως, στὴν κατηγορία γιὰ κλοπή, ὑπάρχει κάτι ποὺ μὲ πόνεσε πολύ, ποὺ μὲ πονάει ἀκόμα καί, ὅσο καὶ νὰ ὑπῆρξαν γραμματεῖς ποὺ κατηγορήθηκαν γιὰ λαθρεμπόριο χρυσοῦ ἢ ξένου συναλλάγματος, γιὰ κλοπὴ σὲ οὐίσκι ἢ γιὰ κατασκοπεία, κανείς, ἀπ’ ὅτι ξέρω, δὲν ἔχει κατηγορηθεῖ ὅτι ἔκλεψε «ἕνα» μεταχειρισμένο παπούτσι.
Ὅταν μπῆκα στὴν ὁδὸ Σὰν Φρανθίσκο εἶδα τὸ μεθυσμένο, καί, δὲν ξέρω γιατί, συγκινήθηκα, ἂν καὶ μέρος αὐτῆς τῆς συγκίνησης ὀφειλόταν στὸ πόντσε ἐν λέτσε (2), στὸ κρασὶ καὶ σὲ ἄλλα ποτὰ ποὺ κατανάλωσα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας. Ἦταν πιὸ πιωμένος ἀπὸ μένα καὶ βρισκόταν ἀνάμεσα σε δυὸ ἀστυνομικοὺς ἀντιστεκόμενος στὴ σύλληψή του, ὄχι ἀντιστεκόμενος βίαια ἀλλὰ μὲ ἕνα εἶδος σιωπηρῆς καὶ μετρημένης ἀντίδρασης. Σταμάτησα.
— Καὶ γιατί …μὲ θὰ μὲ φυλακίσετε; – εἶπε. Δὲν ἔχουμε σήμερα Πάσχα;
Ὁ ἀποφασιστικὸς τόνος τῆς φωνῆς του ἦταν λίγο παιδικός.
— Ἄντε, προχώρα! – εἶπε ὁ ἀστυνομικὸς σπρώχνοντάς τον δυνατά.
Πλησίασα.
— Γιατί τὸν παίρνετε; – ρώτησα.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀστυνομικοὺς μοῦ ἀπάντησε:
— Εἶναι μεθυσμένος καὶ ἔκανε μεγάλη φασαρία.
— Ὅμως —τοῦ εἴπα— σήμερα εἶναι Πάσχα, μέρα γιὰ τὰ κάλαντα, γιὰ τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα στὰ ἀνθρώπινα πλάσματα, ἡ μέρα ποὺ γιορτάζεται ἡ γέννηση τοῦ μεγαλύτερου συμβόλου τῆς ἀδελφοσύνης ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ συγχωροῦμε.
Ὁ ἀστυνομικὸς μὲ κοίταξε σὰν νὰ τοῦ εἶχα πεῖ ὅτι τὸ τετράγωνο τῆς ὑποτείνουσας ἰσοῦται μὲ τὸ ἄθροισμα τῶν τετραγώνων τῶν καθέτων, μιὰ ματιὰ ποὺ μὲ τύλιξε ὁλόκληρο —πράγμα ποὺ δὲν τὸν δυσκόλεψε καὶ πολύ—, ἐξέτασε τὸ πρόσωπό μου καὶ τὰ μάτια μου καὶ ἰδίως τὸ στόμα καὶ μοῦ εἶπε:
— Εἶναι καλύτερα νὰ τοῦ δίνετε, κύριε. Εἶστε καὶ ἐσεῖς μισομεθυσμένος.
Τὸ ἑπόμενο σπρώξιμο ἔριξε τὸ μεθυσμένο πάνω στὸν τοῖχο, τὸ μεθεπόμενο τὸν πῆγε μέχρι τὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ὅπου παραλίγο νὰ πέσει· ἄλλο σπρώξιμο τὸν ἰσορρόπησε. Σπρώξιμο ἀπὸ δῶ σπρώξιμο ἀπὸ κεῖ, οἱ δυὸ ἀστυνομικοὶ καὶ ὁ πιωμένος πῆραν τὸ δρόμο γιὰ τὸ πιὸ κοντινὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα, ἀλλὰ ἤμουν καὶ ἐγώ, ρητορεύοντας καὶ λαλώντας, ὅπως λέγεται κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενο, σχετικὰ μὲ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ νόημά τους. Εἶχε φτάσει ἡ στιγμὴ ποὺ ἤμουν στουπὶ στὸ μεθύσι, ἡ στιγμὴ ποὺ τὸ ἀλκοὸλ ποὺ ἤπιες ἀνεβαίνει μὲ περισσότερη δύναμη πρὸς τὸ κεφάλι καὶ κατὰ τὴν ὁποία ὁ δηλητηριασμένος μὲ ἀλκοόλ, ἤδη κουρασμένος, χάνει λίγο τὸν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐκστασιασμένος ἀπὸ τὸ λόγο μου, ἀναστέναξα λίγο καὶ ὁ μεθυσμένος, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἦταν στουπί, ἀπάντησε στοὺς ἀναστεναγμούς μου, βγάζοντας κάτι δυνατὲς κραυγὲς καὶ πέφτοντας στὸ ἔδαφος· τὸν ἔσυραν καὶ τότε ἔχασε ἕνα παπούτσι, ἕνα χρωματιστὸ παπούτσι ποὺ μάζεψα μὲ κίνδυνο νὰ καρφωθῶ κάτω σκύβοντας. Τὰ τετράγωνα ποὺ ἀκολούθησαν μετὰ παραμένουν ἀκόμα στὸ σκοτάδι· παπούτσι στὸ χέρι, μιλώντας καὶ βγάζοντας ἀπὸ καμιὰ μικρὴ κραυγή, δεδομένου ὅτι μισῶ τὶς δυνατὲς κραυγές, παρατηρώντας ἀπὸ ἀπόσταση κάποιων μέτρων τὸν κακοποιημένο καὶ τοὺς διῶκτες, ἀκολούθησα γιὰ Σὰν Φρανθίσκο.
Ἐπιτέλους, μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα καὶ μιὰ ἀπόσταση ποὺ μοῦ φάνηκε πολὺ μεγάλη, διαπίστωσα ὅτι ἔμπαινα σὲ μιὰ ζώνη δυνατοῦ φωτός· ἦταν ἡ πόρτα τοῦ ἀστυνομικοῦ τμήματος. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ μιὰ ἐκτυφλωτικὴ λάμπα, ὁ μεθυσμένος μὲ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι καὶ τσίριζε:
— Αὐτὸς ὁ λιμοκοντόρος μοῦ ἔκλεψε τὸ παπούτσι!
Εἶχε περάσει τὸ βαρὺ μεθύσι. Πλησίασα, παρέδωσα τὸ παπούτσι καὶ προσπάθησα νὰ πῶ στοὺς ἀστυνομικοὺς ὅτι ἐγώ…, ἀλλὰ οἱ ἀστυνομικοὶ δὲν ἦταν οἱ ἴδιοι ποὺ εἶχα δεῖ μπαίνοντας στὴν ὁδὸ Σὰν Φρανθίσκο. Αὐτοὶ δὲ μὲ γνώριζαν. Ποιά στιγμὴ εἶχαν ἀλλάξει; Τὸ ἀγνοῶ. Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι μπῆκα μέσα μὲ μιὰ σπρωξιὰ καὶ πέρασα τὴ νύχτα σὲ ἕνα κελὶ μὲ τὸ μεθυσμένο νὰ ροχαλίζει πλάι μου.
Δὲν ἔμενε πολὺ ἀπὸ τὴ νύχτα τῆς Παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ἀλλά, ὅσο λίγο καὶ νὰ ἔμενε, εἶχα χρόνο γιὰ νὰ ξεχάσω τὰ κάλαντα, τὴν ἀγάπη ἀνάμεσα στὰ ἀνθρώπινα πλάσματα καὶ τὰ σύμβολα τῆς ἀδελφοσύνης.
(1) Ἡ λέξη στὴν ἱσπανικὴ γλώσσα σημαίνει «ὠμός», ἀλλὰ ἐδῶ ἀναφέρεται σὲ φαγητὸ τῆς Χιλῆς ποὺ παρασκευάζεται μὲ ὠμὸ μοσχαρίσιο κρέας.
(2) Πόντς μὲ ρούμι καὶ γάλα. Εἶναι χριστουγεννιάτικο ποτὸ τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς.
Πηγή: https://lecturia.org/cuentos-y-relatos/manuel-rojas-nochebuena-en-santiago/6677/
Μανουὲλ Ρόχας (Manuel Rojas). Γεννήθηκε στὸ Μπουένος Ἄϊρες τὸ 1896 καὶ πέθανε στὸ Σαντιάγκο τὸ 1973. Ἂν καὶ ἡ μακρὰ ζωή του καὶ τὸ μεγάλο του ἔργο τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πειραματιστεῖ καὶ νὰ προβάλλει τὶς πιὸ ποικίλες ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὁ Ρόχας παρέμεινε πιστὸς σὲ μιὰ βαθιὰ ριζωμένη ὀπτική τῶν πραγμάτων: αὐτὴ τοῦ λαϊκοῦ ἀνθρώπου, ταπεινοῦ καὶ ἐπίμονου, ὑποχωρητικοῦ καὶ ἀριστοκράτη, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν εἶχε τίποτα ἢ ὑπῆρξε περιθωριοποιημένος ἀπὸ τὴν κοινωνία. Τὸ ἐνδιαφέρον του ἑστιάζεται στὴν οὐσιαστικὴ ἀλληλεγγύη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τὴ συμπόνοια ποὺ δὲ χρειάζεται μεγάλα λόγια ἢ χειρονομίες γιὰ νὰ ἐκδηλωθεῖ. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς παραγωγικῆς του πορείας ὁ Ρόχας θεωροῦνταν ὁ πιὸ σπουδαῖος χιλιανὸς συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος μοντέρνος κληρονόμος τῆς μεγάλης παράδοσης τοῦ χιλιανοῦ ρεαλισμοῦ. Παιδὶ ταπεινῶν Χιλιανῶν μεταναστῶν, μεγάλωσε στὸ Μπουένος Ἄϊρες, στὸ Ροζάριο καὶ στὴ Μεντόζα, ἐνῶ ἐπαγγέλθηκε τὰ πάντα: βοηθὸς ράφτη, μαραγκός, μηχανικός, ἠλεκτρολόγος, φύλακας σὲ τσίρκο, ἐλαιοχρωματιστής… Στὴ Μεντόζα, ἡ ἐπαφή του μὲ ἐξόριστους Χιλιανοὺς ἀναρχικοὺς ὑπῆρξε καθοριστικὴ γιὰ τὴ λογοτεχνικὴ καὶ πολιτικὴ του ταυτότητα, ἡ ἀναρχικὴ χροιὰ τῶν διηγημάτων του θὰ εἶναι πάντα πρόδηλη, κάτω ἀπὸ ἕνα σχῆμα ἄρνησης ἢ ἀντίστασης σὲ κάθε μορφὴ κοινωνικῆς ἢ ἰδεολογικῆς καθεστηκυίας σκέψης, ἀκόμα καὶ αὐτὴν τῆς ὀργανωμένης ἀριστερᾶς. Ἔργα τοῦ Μανουὲλ Ρόχας εἶναι τά: Hombres del sur, El delicuente, Lanchas en la bahñia, la ciudad de las Césares, Hijo de Ladrón, Mejor que el vino, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Χρηστάκου Βασιλική. Ἰατρὸς καρδιολόγος καὶ ἀριστοῦχος ἀπόφοιτος τοῦ τμήματος Ἱσπανικὴ γλώσσα καὶ Πολιτισμὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοιχτοῦ Πανεπιστημίου. Μεταφράζει λογοτεχνία ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα.
Filed under: Ισπανικά,Καθημερινά,Κοινωνικοί κώδικες,Μονόλογος,Μοναξιά,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Χρηστάκου Βάσω,Rojas Manuel | Tagged: Βασιλική Χρηστάκου,Ισπανὀγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία,Manuel Rochas | Τὰ σχόλια στὸ Μανουὲλ Ρόχας (Manuel Rojas): Παραμονὴ Χριστουγέννων στὸ Σαντιάγκο ἔχουν κλείσει