Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas): Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο



Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas)


Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο

(Nochebuena en Santiago)


Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ εἶναι Αὔ­γου­στος, ἂν καὶ οἱ συγ­γε­νεῖς μου καὶ οἱ φί­λοι μου μὲ φω­νά­ζουν Τί­το, ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὸ ποὺ δὲν ξέ­ρω ἂν ὀ­φεί­λε­ται στὴν ἀ­δυ­να­μί­α ποὺ μοῦ ἔ­χουν ἢ στὴν ἰ­δέ­α τους γιὰ τὸ κον­τό μου ἀ­νά­στη­μα (λέ­ω κον­τὸ καὶ ὄ­χι χα­μη­λὸ για­τὶ τὸ θε­ω­ρῶ πιὸ ἀ­κρι­βές· τὸ δεύ­τε­ρο ἐ­πί­θε­το ἀ­πευ­θύ­νε­ται σὲ αὐ­τοὺς ποὺ δὲν κα­τά­λα­βαν). Δὲν εἶ­μαι Χι­λια­νὸς ἀλ­λὰ Γου­α­τε­μαλ­τέ­κος. Ἦρ­θα ἐ­δῶ λί­γο ἀ­φό­του ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τὴ Βο­λι­βί­α, χώ­ρα στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα, σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη, σὲ μιὰ θέ­ση γραμ­μα­τέ­α τῆς πρε­σβεί­ας τῆς Γου­α­τε­μά­λας. Λέ­ω «σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη» για­τὶ δὲν πι­στεύ­ω στὶς πρε­σβεῖ­ες οὔ­τε στοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ ἂν δέ­χτη­κα τὴ θέ­ση ἦ­ταν ἐ­πει­δὴ ὁ πρό­ε­δρος ἦ­ταν φί­λος μου καὶ ὑ­πο­σχό­ταν νὰ δου­λέ­ψει πραγ­μα­τι­κὰ γιὰ τὸ κα­λό του λα­οῦ. Ἀλ­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πε­ρί­σκε­πτος, βάλ­θη­κε νὰ μι­λά­ει γιὰ ἀ­γρο­τι­κὴ με­ταρ­ρύθ­μι­ση καὶ ἐ­θνι­κο­ποί­η­ση καὶ οἱ μέ­το­χοι τῶν ἐ­ται­ρι­ῶν φρού­των καὶ ἄλ­λου τύ­που, μέ­το­χοι ποὺ δὲν ζοῦν στὴ Γου­α­τε­μά­λα ἀλ­λὰ ἀλ­λοῦ, κα­τσού­φια­σαν, ἂν καὶ θὰ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νὰ ποῦ­με, ἔ­τρι­ξαν τὰ δόν­τια. Πα­ρε­νέ­βη ἕ­νας πρέ­σβης, ἦρ­θε σὲ συ­νεν­νό­η­ση μὲ με­ρι­κοὺς στρα­τι­ω­τι­κοὺς —λέ­ω με­ρι­κοὺς για­τί ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι ἀ­κό­μα καὶ λί­γοι εἶ­ναι ἀρ­κε­τοί— καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν αὐ­το­νό­η­το· στὴ Λί­μα τοῦ Πε­ροῦ, κοι­τά­ζον­τας δυ­τι­κά, εἶ­πα: «Με­ξι­κὸ ἢ Χι­λή»· κέρ­δι­σε ἡ Χι­λὴ καὶ νά ‘μαι.

       Νά ‘μαι, μὲ τὸ κορ­μὶ λί­γο χά­λια, ὅ­πως λέ­νε οἱ Χι­λια­νοί. Εἶ­ναι μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται τὸ ξη­μέ­ρω­μα ἢ στὸ ξύ­πνη­μα. Ἡ ἔκ­φρα­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βὴς καὶ σχε­δόν μοῦ­ ἀ­ρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ «κροῦ­δο»(1), ὅ­πως λέ­νε οἱ Με­ξι­κά­νοι ἢ «χαν­γκό­βερ» ὅ­πως τὸ λέ­νε ἄλ­λοι: πο­νο­κέ­φα­λος, στό­μα ξε­ρό, μαγ­κω­μέ­νη σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη, μεί­ω­ση ἐν­θου­σια­σμοῦ γιὰ ζω­ή, τά­ση γιὰ ἀ­κι­νη­σί­α ἢ ὁ­ρι­ζον­τί­ω­ση, δυ­σφο­ρί­α στοὺς θο­ρύ­βους καὶ στὶς φω­νές, αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ πιὸ κοι­νὰ συμ­πτώ­μα­τα. Κα­τα­πο­λε­μεῖ­ται μὲ τὰ ἴ­δια ὅ­πλα ποὺ τὴν προ­κα­λοῦν, πράγ­μα ποὺ λέ­γε­ται «ἀ­να­συ­στή­νω τὸ σῶ­μα», similia similibus curantar, ἢ μὲ τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α, νε­ρό, χρό­νο καὶ ἀ­σπι­ρί­νες. Θὰ ὄ­φει­λα νὰ πῶ ὅ­τι συμ­βαί­νει σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὶς μέ­ρες 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, 19 καὶ 20 Σε­πτεμ­βρί­ου, 25 Δε­κεμ­βρί­ου, ἐ­πί­σης τὶς μέ­ρες ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν κά­ποι­ες γι­ορ­τές, κι­νη­τὲς ἢ μή: Σὰν Λου­ίς, Σὰν Μα­νου­έλ, Σὰν Φραν­θί­σκο, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ ἢ καὶ πα­ρα­πά­νω ἄλ­λους ἁ­γίους λι­γό­τε­ρο γνω­στοὺς καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὸ νὰ πῶ ὅ­τι ὅ­λες οἱ μέ­ρες, σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ χώ­ρα, ξη­με­ρώ­νουν μὲ τὸν ὀρ­γα­νι­σμὸ χά­λια ἑ­κα­τον­τά­δες ἄ­το­μα ποὺ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα γι­όρ­τα­ζαν τὸν ἑ­αυ­τό τους, γι­όρ­τα­ζαν ἄλ­λους ἢ ἁ­πλὰ με­θοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἢ δὲν ἤ­ξε­ραν νὰ κά­νουν κά­τι ἄλ­λο. Πράγ­μα πού, ὅ­πως νο­μί­ζω, συμ­βαί­νει σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο γι’ α­υτὸ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ θο­ρυ­βη­θοῦ­με ἐ­πει­δὴ συμ­βαί­νει στὴ Χι­λή.

       Σή­με­ρα, ἀ­κρι­βῶς, εἶ­ναι 25 Δε­κεμ­βρί­ου, μέ­ρα ζέ­στης καὶ ὀρ­γα­νι­σμοῦ χά­λια. Νὰ εἶ­σαι χά­λια μιὰ μέ­ρα μὲ κρύ­ο, τὸν Ἰ­ού­λιο ἢ τὸν Αὔ­γου­στο, εἶ­ναι δυ­σά­ρε­στο, ἀλ­λὰ νὰ τὸν ἔ­χεις μιὰ μέ­ρα μὲ ζέ­στη εἶ­ναι πο­λὺ χει­ρό­τε­ρο. Λέ­νε πολ­λὰ γιὰ τὴν Πα­ρα­μο­νὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λὰ δὲ λέ­νε ὅ­τι μιὰ τέ­τοι­α νύ­χτα δὲν εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, ὅ­τι φτά­νει μιὰ στιγ­μὴ ποὺ ἡ νύ­χτα καὶ ἡ γι­ορ­τὴ τε­λει­ώ­νουν καὶ ἔρ­χε­ται ἡ και­νούρ­για μέ­ρα μὲ τὸ τρο­με­ρό της φῶς. Τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι χτὲς ἤ­μουν κρα­τού­με­νος στὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα. Κρα­τού­με­νος ὡς με­θυ­σμέ­νος καὶ ὡς κλέ­φτης πα­που­τσι­ῶν.

       Τὸ ἱ­στο­ρι­κό μου εἶ­ναι ἔν­τι­μο, καὶ ἂς ἔ­χω ὑ­πάρ­ξει γραμ­μα­τέ­ας τῆς πρε­σβεί­ας. Ἤ­δη ἔ­χω πεῖ ποι­οί ἦ­ταν οἱ λό­γοι ποὺ μὲ ὤ­θη­σαν νὰ δε­χτῶ αὐ­τὸ τὸ πό­στο. Σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως, στὴν κα­τη­γο­ρί­α γιὰ κλο­πή, ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ μὲ πό­νε­σε πο­λύ, ποὺ μὲ πο­νά­ει ἀ­κό­μα καί, ὅ­σο καὶ νὰ ὑ­πῆρ­ξαν γραμ­μα­τεῖς ποὺ κα­τη­γο­ρή­θη­καν γιὰ λα­θρεμ­πό­ριο χρυ­σοῦ ἢ ξέ­νου συ­ναλ­λάγ­μα­τος, γιὰ κλο­πὴ σὲ οὐ­ί­σκι ἢ γιὰ κα­τα­σκο­πεί­α, κα­νείς, ἀ­π’ ὅ­τι ξέ­ρω, δὲν ἔ­χει κα­τη­γο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἔ­κλε­ψε «ἕ­να» με­τα­χει­ρι­σμέ­νο πα­πού­τσι.

       Ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο εἶ­δα τὸ με­θυ­σμέ­νο, καί, δὲν ξέ­ρω για­τί, συγ­κι­νή­θη­κα, ἂν καὶ μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς συγ­κί­νη­σης ὀ­φει­λό­ταν στὸ πόν­τσε ἐν λέ­τσε (2), στὸ κρα­σὶ καὶ σὲ ἄλ­λα πο­τὰ ποὺ κα­τα­νά­λω­σα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας. Ἦ­ταν πιὸ πι­ω­μέ­νος ἀ­πὸ μέ­να καὶ βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σα σε δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ἀν­τι­στε­κό­με­νος στὴ σύλ­λη­ψή του, ὄ­χι ἀν­τι­στε­κό­με­νος βί­αι­α ἀλ­λὰ μὲ ἕ­να εἶ­δος σι­ω­πη­ρῆς καὶ με­τρη­μέ­νης ἀν­τί­δρα­σης. Στα­μά­τη­σα.

       — Καὶ για­τί …μὲ θὰ μὲ φυ­λα­κί­σε­τε; – εἶ­πε. Δὲν ἔ­χου­με σή­με­ρα Πά­σχα;

       Ὁ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς τό­νος τῆς φω­νῆς του ἦ­ταν λί­γο παι­δι­κός.

       — Ἄν­τε, προ­χώ­ρα! – εἶ­πε ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς σπρώ­χνον­τάς τον δυ­να­τά.

       Πλη­σί­α­σα.

       — Για­τί τὸν παίρ­νε­τε; – ρώ­τη­σα.

       Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς μοῦ ἀ­πάν­τη­σε:

       — Εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νος καὶ ἔ­κα­νε με­γά­λη φα­σα­ρί­α.

       — Ὅ­μως —τοῦ εἴ­πα— σή­με­ρα εἶ­ναι Πά­σχα, μέ­ρα γιὰ τὰ κά­λαν­τα, γιὰ τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα, ἡ μέ­ρα ποὺ γι­ορ­τά­ζε­ται ἡ γέν­νη­ση τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου συμ­βό­λου τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­δῶ καὶ δυ­ὸ χι­λιά­δες χρό­νια. Πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶ­με καὶ νὰ συγ­χω­ροῦ­με.

       Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς μὲ κοί­τα­ξε σὰν νὰ τοῦ εἶ­χα πεῖ ὅ­τι τὸ τε­τρά­γω­νο τῆς ὑ­πο­τεί­νου­σας ἰ­σοῦ­ται μὲ τὸ ἄ­θροι­σμα τῶν τε­τρα­γώ­νων τῶν κα­θέ­των, μιὰ μα­τιὰ ποὺ μὲ τύ­λι­ξε ὁ­λό­κλη­ρο —πράγ­μα ποὺ δὲν τὸν δυ­σκό­λε­ψε καὶ πο­λύ—, ἐ­ξέ­τα­σε τὸ πρό­σω­πό μου καὶ τὰ μά­τια μου καὶ ἰ­δί­ως τὸ στό­μα καὶ μοῦ εἶ­πε:

       — Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τοῦ δί­νε­τε, κύ­ρι­ε. Εἶ­στε καὶ ἐ­σεῖς μι­σο­με­θυ­σμέ­νος.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο σπρώ­ξι­μο ἔ­ρι­ξε τὸ με­θυ­σμέ­νο πά­νω στὸν τοῖ­χο, τὸ με­θε­πό­με­νο τὸν πῆ­γε μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, ὅ­που πα­ρα­λί­γο νὰ πέ­σει· ἄλ­λο σπρώ­ξι­μο τὸν ἰ­σορ­ρό­πη­σε. Σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ δῶ σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ κεῖ, οἱ δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ καὶ ὁ πι­ω­μέ­νος πῆ­ραν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ πιὸ κον­τι­νὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα, ἀλ­λὰ ἤ­μουν καὶ ἐ­γώ, ρη­το­ρεύ­ον­τας καὶ λα­λών­τας, ὅ­πως λέ­γε­ται κα­τὰ τὸ κοι­νῶς λε­γό­με­νο, σχε­τι­κὰ μὲ τὰ Χρι­στού­γεν­να καὶ τὸ νό­η­μά τους. Εἶ­χε φτά­σει ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἤ­μουν στου­πὶ στὸ με­θύ­σι, ἡ στιγ­μὴ ποὺ τὸ ἀλ­κο­ὸλ ποὺ ἤ­πι­ες ἀ­νε­βαί­νει μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη πρὸς τὸ κε­φά­λι καὶ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νος μὲ ἀλ­κο­όλ, ἤ­δη κου­ρα­σμέ­νος, χά­νει λί­γο τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ἐκ­στα­σι­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ λό­γο μου, ἀ­να­στέ­να­ξα λί­γο καὶ ὁ με­θυ­σμέ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ αὐ­τὸς ἦ­ταν στου­πί, ἀ­πάν­τη­σε στοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μούς μου, βγά­ζον­τας κά­τι δυ­να­τὲς κραυ­γὲς καὶ πέ­φτον­τας στὸ ἔ­δα­φος· τὸν ἔ­συ­ραν καὶ τό­τε ἔ­χα­σε ἕ­να πα­πού­τσι, ἕ­να χρω­μα­τι­στὸ πα­πού­τσι ποὺ μά­ζε­ψα μὲ κίν­δυ­νο νὰ καρ­φω­θῶ κά­τω σκύ­βον­τας. Τὰ τε­τρά­γω­να ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν με­τὰ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κό­μα στὸ σκο­τά­δι· πα­πού­τσι στὸ χέ­ρι, μι­λών­τας καὶ βγά­ζον­τας ἀ­πὸ κα­μιὰ μι­κρὴ κραυ­γή, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μι­σῶ τὶς δυ­να­τὲς κραυ­γές, πα­ρα­τη­ρών­τας ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση κά­ποι­ων μέ­τρων τὸν κα­κο­ποι­η­μέ­νο καὶ τοὺς δι­ῶ­κτες, ἀ­κο­λού­θη­σα γιὰ Σὰν Φραν­θί­σκο.

       Ἐ­πι­τέ­λους, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να δι­ά­στη­μα καὶ μιὰ ἀ­πό­στα­ση ποὺ μοῦ φά­νη­κε πο­λὺ με­γά­λη, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἔμ­παι­να σὲ μιὰ ζώ­νη δυ­να­τοῦ φω­τός· ἦ­ταν ἡ πόρ­τα τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος. Ἐ­κεῖ, κά­τω ἀ­πὸ μιὰ ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ λάμ­πα, ὁ με­θυ­σμέ­νος μὲ ἔ­δει­χνε μὲ τὸ χέ­ρι καὶ τσί­ρι­ζε:

       — Αὐ­τὸς ὁ λι­μο­κον­τό­ρος μοῦ ἔ­κλε­ψε τὸ πα­πού­τσι!

       Εἶ­χε πε­ρά­σει τὸ βα­ρὺ με­θύ­σι. Πλη­σί­α­σα, πα­ρέ­δω­σα τὸ πα­πού­τσι καὶ προ­σπά­θη­σα νὰ πῶ στοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ὅ­τι ἐ­γώ…, ἀλ­λὰ οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ δὲν ἦ­ταν οἱ ἴ­διοι ποὺ εἶ­χα δεῖ μπαί­νον­τας στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο. Αὐ­τοὶ δὲ μὲ γνώ­ρι­ζαν. Ποι­ά στιγ­μὴ εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει; Τὸ ἀ­γνο­ῶ. Αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρω εἶ­ναι ὅ­τι μπῆ­κα μέ­σα μὲ μιὰ σπρω­ξιὰ καὶ πέ­ρα­σα τὴ νύ­χτα σὲ ἕ­να κε­λὶ μὲ τὸ με­θυ­σμέ­νο νὰ ρο­χα­λί­ζει πλά­ι μου.

       Δὲν ἔ­με­νε πο­λὺ ἀ­πὸ τὴ νύ­χτα τῆς Πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λά, ὅ­σο λί­γο καὶ νὰ ἔ­με­νε, εἶ­χα χρό­νο γιὰ νὰ ξε­χά­σω τὰ κά­λαν­τα, τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα καὶ τὰ σύμ­βο­λα τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης.


(1) Ἡ λέ­ξη στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα ση­μαί­νει «ὠ­μός», ἀλ­λὰ ἐ­δῶ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ φα­γη­τὸ τῆς Χι­λῆς ποὺ πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται μὲ ὠ­μὸ μο­σχα­ρί­σιο κρέ­ας.
(2) Πόν­τς μὲ ρού­μι καὶ γά­λα. Εἶ­ναι χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο πο­τὸ τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς.


Πη­γή: https://lecturia.org/cuentos-y-relatos/manuel-rojas-nochebuena-en-santiago/6677/

Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas). Γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες τὸ 1896 καὶ πέ­θα­νε στὸ Σαν­τιά­γκο τὸ 1973. Ἂν καὶ ἡ μα­κρὰ ζω­ή του καὶ τὸ με­γά­λο του ἔρ­γο τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πει­ρα­μα­τι­στεῖ καὶ νὰ προ­βάλ­λει τὶς πιὸ ποι­κί­λες ἀν­θρώ­πι­νες κα­τα­στά­σεις, ὁ Ρό­χας πα­ρέ­μει­νε πι­στὸς σὲ μιὰ βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη ὀ­πτι­κή τῶν πραγ­μά­των: αὐ­τὴ τοῦ λα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που, τα­πει­νοῦ καὶ ἐ­πί­μο­νου, ὑ­πο­χω­ρη­τι­κοῦ καὶ ἀ­ρι­στο­κρά­τη, ἀ­κό­μα καὶ ἂν δὲν εἶ­χε τί­πο­τα ἢ ὑ­πῆρ­ξε πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νί­α. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του ἑ­στι­ά­ζε­ται στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ συμ­πό­νοι­α ποὺ δὲ χρει­ά­ζε­ται με­γά­λα λό­για ἢ χει­ρο­νο­μί­ες γιὰ νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ. Στὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς του πο­ρεί­ας ὁ Ρό­χας θε­ω­ροῦν­ταν ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος χι­λια­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μον­τέρ­νος κλη­ρο­νό­μος τῆς με­γά­λης πα­ρά­δο­σης τοῦ χι­λια­νοῦ ρε­α­λι­σμοῦ. Παι­δὶ τα­πει­νῶν Χι­λια­νῶν με­τα­να­στῶν, με­γά­λω­σε στὸ Μπου­έ­νος Ἄ­ϊ­ρες, στὸ Ρο­ζά­ριο καὶ στὴ Μεν­τό­ζα, ἐ­νῶ ἐ­παγ­γέλ­θη­κε τὰ πάν­τα: βο­η­θὸς ρά­φτη, μα­ραγ­κός, μη­χα­νι­κός, ἠ­λε­κτρο­λό­γος, φύ­λα­κας σὲ τσίρ­κο, ἐ­λαι­ο­χρω­μα­τι­στής… Στὴ Μεν­τό­ζα, ἡ ἐ­πα­φή του μὲ ἐ­ξό­ρι­στους Χι­λια­νοὺς ἀ­ναρ­χι­κοὺς ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ του ταυ­τό­τη­τα, ἡ ἀ­ναρ­χι­κὴ χροι­ὰ τῶν δι­η­γη­μά­των του θὰ εἶ­ναι πάν­τα πρό­δη­λη, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να σχῆ­μα ἄρ­νη­σης ἢ ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς ἢ ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς κα­θε­στη­κυί­ας σκέ­ψης, ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὴν τῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Ἔρ­γα τοῦ Μα­νου­ὲλ Ρό­χας εἶ­ναι τά: Hombres del sur, El delicuente, Lanchas en la bahñia, la ciudad de las Césares, Hijo de Ladrón, Mejor que el vino, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λα.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Rafael Barret: Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή



Ραφαὲλ Μπάρρετ (Rafael Barret)


Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή

(De cuerpo presente)


ΑΝΩ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ κρεβ­βά­τι βρι­σκό­ταν τὸ σῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα, θύ­μα­τος σα­ράν­τα χρό­νια κα­τσα­ρο­λι­ῶν καὶ σκού­πας. Στὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο μπαι­νό­βγαι­ναν κλα­μέ­νες οἱ κό­ρες. Παι­δά­κια κά­θε ἡ­λι­κί­ας, σχε­δὸν κου­ρε­λι­ά­ρι­κα καὶ ξε­χτέ­νι­στα, ἔ­τρε­χαν πα­ρα­σύ­ρον­τας τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, μιὰ κου­λου­ρι­α­σμέ­νη γριὰ κρα­τοῦ­σε ἕ­να κομ­πο­σκοί­νι ἀ­νά­με­σα στὰ ξυ­λώ­δη δά­χτυ­λά της. Ὁ θό­ρυ­βος τῆς πό­λης κα­τέ­φτα­νε σὰν τὸ συγ­κε­χυ­μέ­νο βου­η­τὸ ποὺ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πὸ κά­ποι­α ἄ­βυσ­σο καὶ τὸ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο φῶς, σκορ­πι­σμέ­νο ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πά­νω σὲ μι­σογ­κρε­μι­σμέ­νους τοί­χους, γλί­στρα­γε νω­θρὰ στὰ χι­λι­ο­χτυ­πη­μέ­να ἔ­πι­πλα.

       Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν κλί­ση τοῦ σπα­σμέ­νου πα­τώ­μα­τος, κυ­λοῦ­σαν ἀμ­φι­βό­λου σύ­στα­σης ὑ­γρά, νε­ρὰ βρώ­μι­κα. Ἕ­να τρα­πέ­ζι χω­ρὶς τρα­πε­ζο­μάν­τη­λο, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μπου­κα­λά­κια ἀ­πὸ φάρ­μα­κα ἀ­να­κα­τε­μέ­να μὲ λι­γδι­α­σμέ­να πιά­τα, τα­ρα­κου­νι­ό­ταν στὸ διά­βα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἔ­δει­χνε νὰ τρί­ζει καὶ νὰ βογ­κά­ει. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­τα­ξί­α καὶ μι­ζέ­ρια. Ἡ δό­να Φραν­θί­σκα, ἡτ­τη­μέ­νη, κει­τό­ταν ἀ­κί­νη­τη.

       Εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δυ­να­τὴ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Εἶ­χε τρα­γου­δή­σει στὸν ἥ­λιο, πλέ­νον­τας κάλ­τσες καὶ που­κά­μι­σα. Εἶ­χε πλύ­νει πλά­κες, πι­ρού­νια, κου­τά­λια καὶ μα­χαί­ρια δη­μι­ουρ­γών­τας μιὰ ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ σπι­τι­κιὰ φα­σα­ρί­α. Εἶ­χε σκου­πί­σει νι­κη­φό­ρα. Εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει στὴν κου­ζί­να, μπρο­στά σε σει­ό­με­να τη­γά­νια, δί­νον­τας ξυ­λι­ὲς στὰ λαί­μαρ­γα παι­διά. Εἶ­χε γεν­νή­σει καὶ με­γα­λώ­σει γυ­ναῖ­κες σὰν αὐ­τή, πει­σμα­τά­ρες καὶ χα­ρού­με­νες. Εἶ­χε στὸ τέ­λος ὑ­πο­κύ­ψει, για­τί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μπρο­στὰ στὴν ἀ­δυ­σώ­πη­τη φύ­ση.

       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς της ἡ δό­να Φραν­θί­σκα πά­χυ­νε καὶ πέ­τα­ξε μου­στά­κι. Ἕ­να μου­στα­κά­κι μαῦ­ρο καὶ στιλ­πνό, ποὺ προ­σέ­δι­δε στὸ γέ­λιο τῆς κα­λῆς γυ­ναί­κας κά­τι τὸ ψευ­το­τρο­μα­κτι­κὸ καὶ χα­ρι­τω­μέ­να πο­λε­μι­κό. Τὰ κόκ­κι­να καὶ κον­τό­χον­τρα χέ­ρια της, γε­ρὰ καὶ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να, ἔ­γι­ναν πιὸ τρα­χιά. Ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη της ἀμ­βλύν­θη­κε καὶ ἔ­γι­νε ἐ­πί­μο­νη. Καὶ μιὰ νύ­χτα ἔ­πε­σε ἀ­πὸ ἕ­να ἐγ­κε­φα­λι­κὸ ἐ­πει­σό­διο, ὅ­πως πέ­φτει ἕ­να βό­δι χτυ­πη­μέ­νο ἀ­πὸ ρό­πα­λο.

       Κα­θὼς κυ­λοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες μέ­ρες ποὺ ἀρ­γο­πέ­θαι­νε, τὸ ρά­ψι­μο ἐγ­κα­τα­λεί­φτη­κε, οἱ κό­ρες τρο­μαγ­μέ­νες δὲν ἀ­σχο­λοῦν­ταν πιὰ πα­ρὰ μό­νο μὲ τὸ νὰ πα­ρα­τη­ροῦν τὴν ὄ­ψη τῆς ἑ­τοι­μο­θά­να­της καὶ νὰ κα­τα­σκο­πεύ­ουν τὰ βή­μα­τα τοῦ θα­νά­του. Οἱ σκο­τει­νὲς ἐ­χθρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ φτω­χοῦ, αὐ­τὲς οἱ κα­κό­βου­λες ποὺ κη­λι­δώ­νουν, ἀ­πο­δο­μοῦν καὶ προ­κα­λοῦν σή­ψη, αὐ­τὲς οἱ φορ­τι­κὲς καὶ ἐ­λε­ει­νές, κα­τέ­λα­βαν τὸ σπι­τι­κὸ καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὸ πτῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα.

       Οἱ ὧ­ρες, οἱ μο­νό­το­νες ὧ­ρες, ἀ­δι­ά­φο­ρες, ἴ­δι­ες, ἔ­φτα­ναν δι­α­δο­χι­κὰ καὶ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μί­ζε­ρο δω­μα­τιά­κι, περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ πτῶ­μα τῆς δό­νια Φραν­θί­σκα καὶ ἐ­πέ­τρε­παν νὰ κυ­λή­σουν πά­νω σε ἐ­κεί­νη τὴ με­λαγ­χο­λί­α, ἡ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ σού­ρου­που καὶ τὸ κου­βά­ρι ἀ­πὸ σκι­ὲς ποὺ δέ­νει τὸν ὕ­πνο μὲ τὴ λή­θη. Τὰ παι­δά­κια, χορ­τα­σμέ­να ἀ­πὸ παι­χνί­δι, σι­γὰ σι­γὰ κοι­μή­θη­καν. Οἱ γυ­ναῖ­κες, κα­θι­σμέ­νες στὶς γω­νι­ές, μᾶλ­λον προ­σεύ­χον­ταν. Ἡ γριά, πάν­τα κου­λου­ρι­α­σμέ­νη, ἦ­ταν στὸ σκο­τά­δι σὰν ἄλ­λο πτῶ­μα ποὺ εἶ­χε ἀ­νοι­χτά τα μά­τια.

       Μιὰ ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες ση­κώ­θη­κε σὲ λί­γο καὶ ἄ­να­ψε ἕ­να κε­ρί. Με­τὰ γύ­ρι­σε πρὸς τὴ νε­κρὴ καὶ κοκ­κά­λω­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλα­κου­τσω­τὴ μύ­τη τῆς δό­να Φραν­θί­σκα ἡ γραμ­μὴ τοῦ μου­στα­κιοῦ γι­νό­ταν ἐν­το­νό­τε­ρη. Τὸ μῆ­κος τῆς κά­θε τρί­χας εἶ­χε δι­πλα­σια­στεῖ καὶ με­ρι­κὲς ἄγ­γι­ζαν πιὰ τὰ πρα­σι­νω­πὰ μά­γου­λα τῆς γεν­ναι­ό­ψυ­χης μά­νας.

       — Στοὺς ἄν­δρες συ­νή­θως με­γα­λώ­νουν τὰ γέ­νια – μουρ­μού­ρι­σε ἡ γριά.

       Ἡ σι­ω­πὴ σκέ­πα­σε ξα­νὰ σὰν ἕ­να σά­βα­νο τὴ θλι­βε­ρὴ σκη­νή. Ἡ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ τρε­μό­παι­ζε ἀλ­λό­κο­τα κά­νον­τας συν­θέ­σεις ἀ­πὸ σκι­ὲς νὰ χο­ρεύ­ουν στοὺς τοί­χους τῆς κά­μα­ρας. Κου­βα­ρι­α­σμέ­νες καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες οἱ γυ­ναῖ­κες κοι­μόν­ταν, βυ­θί­ζον­τας τὰ μα­ρα­μέ­να μέ­τω­πά τους στὰ κύ­μα­τα τῆς νύ­χτας. Οἱ ὧ­ρες πέρ­να­γαν καὶ τὸ μου­στά­κι τῆς δό­να Φραν­θί­σκα συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει.

       Κά­που-κά­που ἀ­να­ση­κω­νό­ταν κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς κό­ρες καὶ ἐ­ξέ­τα­ζε προ­σε­κτι­κά τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς μη­τέ­ρας της ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζον­ται προ­σε­κτι­κά τὰ στοι­χειὰ ἑ­νὸς ἐ­φιά­λτη. Τὰ μι­κρά, μὲ φτε­ρου­γί­σμα­τα που­λι­ῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται, τραν­τά­ζον­ταν ἀ­κα­τά­στα­τα. Τὸ κε­ρὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ταν. Στὴν πρη­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­κρου­στι­κὴ δό­να Φραν­θί­σκα, συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει ἐ­κεῖ­νο τὸ φο­βε­ρὸ μου­στά­κι ποὺ με­τὰ τὸ θά­να­τό της τῆς ἄλ­λα­ζε τὸ φύ­λο.

       Ὅ­ταν ἡ χλω­μὴ καὶ πα­γω­μέ­νη αὐ­γὴ γλί­στρη­σε στὸ φτω­χι­κὸ δω­μά­τιο καὶ οἱ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ξύ­πνη­σαν ξυ­λι­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἀν­τίκρυ­σαν πά­νω στὴν ἀ­πο­συν­θε­μέ­νη σάρ­κα τῆς δό­νας Φραν­θί­σκα κά­τι τε­ρά­στια γου­ρου­νί­σια καὶ μα­ρα­μέ­να μου­στά­κια ποὺ τῆς ἔ­δι­ναν μιὰ ὄ­ψη ἀ­πο­κε­φα­λι­σμέ­νου σὲ κέ­ρι­νο ὁ­μοί­ω­μα.

       Τό­τε τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ δι­α­βο­λά­κια ἔ­σκα­σε στὸ γέ­λιο, ἕ­να γέ­λιο τρε­λὸ ποὺ ξε­πή­δη­σε σὲ πί­δα­κα σὰν ἀ­πὸ μιὰ ἄ­γρια πη­γή· ἡ γριὰ ἀποκαλύφθηκε σὰν ἕ­να πλη­για­σ­μέ­νο ἀγρίμι καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν ἄν­τε­ξαν ἄλ­λο καὶ γέ­λα­σαν σὰν κά­ποι­ος ποὺ οὐρ­λιά­ζει καὶ ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα γέ­λια, ἀν­τη­χών­τας στὰ σω­θι­κὰ τοῦ πάμ­φτω­χου σπι­τι­κοῦ, προ­κα­λοῦ­σαν χα­μό­γε­λα σὲ αὐ­τοὺς ποὺ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ δρό­μο.



Πηγή: Cuentos breves, 1911:

https://ciudadseva.com/autor/rafael-barrett/cuentos/

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret). Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)



Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret)


Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)

Gallinas (un cuento anarquista)


ΣΟ ΔΕΝ ΕΙΧΑ στὴν κα­το­χή μου τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να κρεβ­βά­τι καὶ τὰ βι­βλί­α μου, ἤ­μουν εὐ­τυ­χής. Τώ­ρα ἔ­χω στὴν κα­το­χή μου ἐν­νιὰ κό­τες καὶ ἕ­ναν κό­κο­ρα καὶ ἡ ψυ­χή μου εἶ­ναι ἀ­νά­στα­τη.

       Ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α μὲ σκλή­ρυ­νε. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­γό­ρα­ζα μιὰ κό­τα τὴν ἔ­δε­να δυ­ὸ μέ­ρες σὲ ἕ­να δέν­τρο γιὰ νὰ τῆς ἐ­πι­βάλ­λω τὴν κα­τοι­κί­α μου, κα­τα­στρέ­φον­τας στὴν εὔ­θραυ­στη μνή­μη της τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὸν πα­λιό της τό­πο δι­α­μο­νῆς. Μπά­λω­σα τὸν φρά­χτη τῆς αὐ­λῆς μου, μὲ σκο­πὸ νὰ γλυ­τώ­σω τὴν ἀ­πό­δρα­ση τῶν που­λε­ρι­κῶν μου καὶ τὴν ἐ­πι­δρο­μὴ τε­τρά­πο­δων καὶ δί­πο­δων ἀ­λε­πού­δων. Ἀ­πο­μο­νώ­θη­κα, ἐ­νί­σχυ­σα τὸ σύ­νο­ρο, σχε­δί­α­σα μιὰ δι­α­βο­λι­κὴ γραμ­μὴ ἀ­νά­με­σα στὸν πλη­σί­ον καὶ ἐ­μέ­να. Δι­αί­ρε­σα τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα σὲ δυ­ὸ κα­τη­γο­ρί­ες: ἐ­γώ, ἀ­φέν­της τῶν κο­τῶν μου καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ποὺ μπο­ροῦ­σαν νὰ μοῦ τὶς πά­ρουν. Προσ­δι­ό­ρι­σα τὸ ἀ­δί­κη­μα. Ὁ κό­σμος γιὰ μέ­να γε­μί­ζει ἀ­πὸ ὑ­πο­τι­θέ­με­νους κλέ­φτες καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­ρι­ξα στὴν ἄλ­λη με­ριὰ τῆς πε­ρί­φρα­ξης μιὰ ἐ­χθρι­κὴ μα­τιά.

       Ὁ κό­κο­ράς μου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ νε­α­ρός. Ὁ κό­κο­ρας τοῦ γεί­το­να πή­δη­ξε τὸ φρά­χτη καὶ βάλ­θη­κε νὰ φλερ­τά­ρει μὲ τὶς κό­τες μου καὶ νὰ κά­νει δύ­σκο­λη τὴ ζω­ὴ τοῦ δι­κοῦ μου κό­κο­ρα. Ἔ­δι­ω­ξα μὲ πε­τρι­ὲς τὸν πα­ρεί­σα­κτο, ἀλ­λὰ οἱ κό­τες πή­δα­γαν τὸν φρά­χτη καὶ ἔ­κα­ναν αὐ­γὰ στὸ σπί­τι τοῦ γεί­το­να. Ἀ­παί­τη­σα τὰ αὐ­γὰ καὶ ὁ γεί­το­νάς μου μὲ μί­ση­σε. Ἀ­πὸ τό­τε, ἔ­βλε­πα τὴ φά­τσα του πά­νω στὸ φρά­χτη, τὴν ἐ­χθρι­κὴ καὶ ἱ­ε­ρο­ε­ξε­τα­στι­κὴ μα­τιά του, ἴ­δια μὲ τὴν δι­κή μου. Τὰ κο­τό­που­λά του περ­να­γαν τὸν φρά­χτη καὶ κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὸ μου­λι­α­σμέ­νο κα­λαμ­πό­κι ποὺ προ­ό­ρι­ζα γιὰ τὰ δι­κά μου. Τὰ ξέ­να κο­τό­που­λα μοῦ ἔ­μοια­ζαν ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Τὰ κα­τα­δί­ω­ξα καὶ τυ­φλω­μέ­νος ἀ­πὸ λύσ­σα σκό­τω­σα ἕ­να. Ὁ γεί­το­νας προ­σέ­δω­σε τε­ρά­στια ση­μα­σί­α στὴν ἐ­πί­θε­ση. Δὲν θέ­λη­σε νὰ δε­χτεῖ μιὰ χρη­μα­τι­κὴ ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση. Τρά­βη­ξε μὲ σο­βα­ρό­τη­τα τὸ πτῶ­μα τοῦ κο­τό­που­λου καὶ ἀν­τὶ νὰ τὸ φά­ει, τὸ ἔ­δει­ξε στοὺς φί­λους του, γε­γο­νὸς μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σε νὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ στὸ χω­ριὸ ὁ θρύ­λος τῆς ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κῆς μου κτη­νω­δί­ας. Ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­νι­σχύ­σω τὴν πε­ρί­φρα­ξη, νὰ ἐ­παυ­ξή­σω τὴν ἐ­πα­γρύ­πνη­ση, νὰ ἀ­νε­βά­σω μὲ μιὰ λέ­ξη, τὸν πο­λε­μι­κό μου προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό. Ὁ γεί­το­νας δι­έ­θε­τε ἕ­ναν σκύ­λο ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο γιὰ ὅ­λα· ἐ­γὼ σκέ­φτο­μαι νὰ ἀ­γο­ρά­σω ἕ­να πι­στό­λι.

       Ποῦ εἶ­ναι ἡ πα­λιά μου ἡ­συ­χί­α; Εἶ­μαι πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν κα­χυ­πο­ψί­α καὶ τὸ μί­σος. Τὸ πνεῦ­μα τοῦ κα­κοῦ μὲ ἔ­χει κα­τα­λά­βει. Πρὶν ἤ­μουν ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Τώ­ρα εἶ­μαι ἕ­νας ἰ­δι­ο­κτή­της.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἰ­στο­σε­λί­δα El libertario.

Gallinas (un cuento anarquista) (periodicoellibertario.blogspot.com)

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Τὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λί…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (5/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[V. Τὸ ἐ­κτε­λε­στι­κὸ ἀ­πό­σπα­σμα τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λί…]

[V. El pelotón de fusilamiento lo sacó de su celda…]


Ο ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ τὸν πα­ρέ­λα­βε ἀ­πὸ τὸ κε­λὶ ἕ­να πα­γω­μέ­νο ξη­μέ­ρω­μα καὶ ὅ­λοι μα­ζὶ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­σχί­σουν μιὰ χι­ο­νι­σμέ­νη πε­ρι­ο­χὴ γιὰ νὰ φτά­σουν στὸ ση­μεῖ­ο τῆς ἐ­κτέ­λε­σης. Οἱ χω­ρο­φύ­λα­κες ἦ­ταν κα­λὰ προ­στα­τευ­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο μὲ πα­νω­φό­ρια, γάν­τια καὶ τρί­κο­χα, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἔ­τσι τουρ­τού­ρι­ζαν ἐν μέ­σῳ τῆς πα­γω­μέ­νης ἐ­ρη­μιᾶς. Ὁ κα­η­μέ­νος ὁ φυ­λα­κι­σμέ­νος, ποὺ φό­ρα­γε μό­νο μιὰ ζα­κέ­τα ἀ­πὸ ξε­φτι­σμέ­νο μαλ­λί, δὲν ἔ­κα­νε τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ νὰ τρί­βει τὸ σχε­δὸν κοκ­κα­λω­μέ­νο σῶ­μα, ἐ­νῶ πα­ρα­πο­νι­ό­ταν δυ­να­τὰ γιὰ τὸ φο­νι­κὸ ψύ­χος. Κά­ποι­α στιγ­μή, ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ ἐ­κτε­λε­στι­κοῦ ἀ­πο­σπά­σμα­τος, ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νος μὲ τὰ πα­ρά­πο­να, τοῦ φώ­να­ξε:

       — Δι­ά­ο­λε, πά­ψε νὰ κά­νεις τὸν μάρ­τυ­ρα μὲ τὸ σκα­το­κρύ­ο. Σκέ­ψου καὶ ἐ­μᾶς, ποὺ ἔ­χου­με καὶ νὰ γυ­ρί­σου­με.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Δυ­ὸ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὲς κα­τά­φε­ραν νὰ βροῦν κα­τα­φύ­γιο…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (4/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[IV. Δυ­ὸ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὲς κα­τά­φε­ραν νὰ βροῦν κα­τα­φύ­γιο…]

[IV. Dos exploradores lograron refugiarse…]


ΥΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΕΣ κα­τά­φε­ραν νὰ βροῦν κα­τα­φύ­γιο σὲ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο ἀ­γρο­τό­σπι­το ἀ­φοῦ εἶ­χαν πε­ρά­σει τρεῖς μέ­ρες ἀ­γω­νί­ας χα­μέ­νοι στὰ χι­ό­νια. Με­τὰ ἀ­πὸ ἄλ­λες τρεῖς μέ­ρες, ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο πέ­θα­νε. Ὁ ἐ­πι­ζή­σας ἔ­σκα­ψε ἕ­να λάκ­κο στὸ χι­ό­νι, σὲ καμ­μιὰ ἑ­κα­το­στὴ μέ­τρα ἀ­πὸ τὸ σπι­τά­κι καὶ ἔ­θα­ψε τὸ πτῶ­μα. Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ὅ­μως, ξυ­πνών­τας ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το του ἤ­ρε­μο ὕ­πνο, τὸν βρῆ­κε ξα­νὰ μέ­σα στὸ σπί­τι, νε­κρὸ καὶ κοκ­κα­λω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἀλ­λὰ κα­θι­στὸ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὸ κρεβ­βά­τι του σὰν ἕ­ναν κα­νο­νι­κὸ ἐ­πι­σκέ­πτη. Τὸν ἔ­θα­ψε ἐκ νέ­ου σὲ ἕ­ναν τά­φο πιὸ μα­κριά, ἀλ­λὰ ξυ­πνών­τας τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα τὸν ξα­να­βρῆ­κε κα­θι­σμέ­νο ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὸ κρεβ­βά­τι του. Τό­τε ἔ­χα­σε τὰ λο­γι­κά του. Ἀ­πὸ τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ποὺ εἶ­χε γρά­ψει μέ­χρι τό­τε μπό­ρε­σε νὰ γί­νει γνω­στὸ τὸ ἀ­λη­θὲς τῆς ἱ­στο­ρί­ας του. Ἀ­νά­με­σα στὶς πολ­λὲς ἑρ­μη­νεῖ­ες ποὺ προ­σπά­θη­σαν νὰ δώ­σουν στὸ αἴ­νιγ­μα, μί­α ἔ­δει­χνε νὰ εἶ­ναι ἡ πιὸ ἀ­λη­θο­φα­νής: ὁ ἐ­πι­ζῶν εἶ­χε πλη­γεῖ τό­σο ἀ­πὸ τὴν μο­να­ξιά του ποὺ αὐ­τὸς ὁ ἴ­διος ξέ­θα­βε κοι­μι­σμέ­νος τὸ πτῶ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­θα­βε ξύ­πνιος.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Εἶ­ναι τὸ δρά­μα τοῦ ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νου…


 

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (3/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[IΙI. Εἶ­ναι τὸ δρά­μα τοῦ ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νου…]

[IΙI. Es el drama del desencantado…]


ΙΝΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ τοῦ ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νου ποὺ πή­δη­ξε στὸ δρό­μο ἀ­πὸ ἕ­να κά­ποι­ο δέ­κα­το ὄ­ρο­φο καὶ κα­θὼς ἔ­πε­φτε ἔ­βλε­πε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα τὴν προ­σω­πι­κὴ ζω­ὴ τῶν γει­τό­νων του, τὶς μι­κρὲς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, τὶς φευ­γα­λέ­ες ἀ­γά­πες, τὶς μι­κρὲς στιγ­μὲς εὐ­τυ­χί­ας, αὐ­τοὺς τῶν ὁ­ποί­ων τὰ νέ­α δὲν εἶ­χαν φτά­σει πο­τὲ μέ­χρι τὸ κοι­νὸ κλι­μα­κο­στά­σιο, ἔ­τσι ὥ­στε τὴν στιγ­μὴ ποὺ ἔ­σκα­γε στὸ πε­ζο­δρό­μιο τοῦ δρό­μου εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τε­λεί­ως τὴν κο­σμο­θε­ω­ρί­α του καὶ εἶ­χε φτά­σει στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ἐ­κεί­νη τὴν ζω­ὴ ποὺ ἐγ­κα­τέ­λει­πε γιὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὴν λά­θος πόρ­τα ἄ­ξι­ζε τὸν κό­πο νὰ τὴν ζή­σει.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Ἡ Μαί­ρη Τζό, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (2/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[IΙ. Ἡ Μαί­ρη Τζό, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν…]

[IΙ. Mary Jo, de dos años de edad…]


ΜΑΙΡΗ ΤΖΟ, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν, μα­θαί­νει νὰ παί­ζει στὸ σκο­τά­δι, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ οἱ γο­νεῖς της, ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Μέ­ι, ὑ­πο­χρε­ώ­θη­καν νὰ ἐ­πι­λέ­ξουν ἀ­νά­με­σα στὴν ζω­ὴ τῆς μι­κρού­λας καὶ στὸ νὰ μεί­νει τυ­φλὴ γιὰ τὸ ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς της. Τῆς μι­κρῆς Μαί­ρης τῆς ἔ­βγα­λαν καὶ τὰ δύ­ο μά­τια, ἀ­φό­του ἕ­ξι δι­α­πρε­πεῖς εἰ­δι­κοὶ δι­έ­γνω­σαν: ρε­τι­νο­βλά­στω­μα. Με­τὰ ἀ­πὸ τέσ­σε­ρις μέ­ρες χει­ρουρ­γη­μέ­νη, ἡ μι­κρὴ εἶ­πε: «μα­μά, δὲν μπο­ρῶ νὰ ξυ­πνή­σω…Δὲν μπο­ρῶ νὰ ξυ­πνή­σω…»



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Ἕ­να παι­δά­κι γύ­ρω στὰ πέν­τε…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)

 

Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (1/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[Ι. Ἕ­να παι­δά­κι γύ­ρω στὰ πέν­τε…]

[Ι. Un niño de unos cinco años…]


ΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ γύ­ρω στὰ πέν­τε, ποὺ εἶ­χε χά­σει τὴν μη­τέ­ρα του ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἑ­νὸς πα­νη­γυ­ριοῦ, πλη­σιά­ζει ἕ­ναν ἀ­στυ­νο­μι­κὸ καὶ τὸν ρω­τᾶ: «Μή­πως εἴ­δα­τε μιὰ κυ­ρί­α νὰ περ­πα­τά­ει χω­ρὶς ἕ­να παι­δά­κι σὰν ἐ­μέ­να;»



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν


Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán)

 

Βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν

(Lluvia en los inviernos de Michigan)


 ΛΕΡΟΪ ἔ­φτα­σε στὸ σπί­τι του στὶς ἕ­ξι τὸ πρω­ῒ τοῦ Σαβ­βά­του, ἔ­βγα­λε τὰ πα­πού­τσια καὶ μπῆ­κε στὶς μύ­τες τῶν πο­δι­ῶν προ­σπα­θών­τας νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὸν θό­ρυ­βο. Στὸ δω­μά­τιό του, ἡ γυ­ναί­κα του κοι­μό­ταν βα­θιά· στὸ πλά­ι της, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τάς την, δι­έ­κρι­νε ἕ­ναν ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο ὄγ­κο. Πε­ρί­με­νε κρα­τών­τας τὴν ἀ­να­πνο­ὴ καί, μό­λις τὸ φῶς τῆς μέ­ρας ἄρ­χι­σε νὰ τὸν βο­η­θᾶ ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, ἀ­να­κά­λυ­ψε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ὁ ὄγ­κος ποὺ ἀγ­κά­λια­ζε τὴν γυ­ναί­κα του ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­δρας. Πλή­ρης δι­σταγ­μῶν, ἔ­πε­σε στὸ κρεβ­βά­τι δί­πλα τους, προ­σπα­θών­τας νὰ ἀ­πο­φύ­γει ἀ­πό­το­μες κι­νή­σεις ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τοὺς ξυ­πνή­σουν. Κοι­μή­θη­κε ἄ­βο­λα, κουρ­νι­α­σμέ­νος στὰ σεν­τό­νια, ἀ­κί­νη­τος. Ξύ­πνη­σε στὴ μί­α τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ὁ ἄν­δρας δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ καὶ αὐ­τὴ πα­ρέ­με­νε κοι­μι­σμέ­νη. Τί θὰ ἔ­κα­νε; Σκέ­φτη­κε ὅ­τι, μό­λις ξύ­πνα­γε, θὰ τὴν ἐ­πέ­πλητ­τε γιὰ τὴ δι­α­γω­γή της, ἀλ­λὰ ὕ­στε­ρα δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι οὔ­τε αὐ­τὸς ἦ­ταν ἐν­τά­ξει, ὅ­τι εἶ­χε ὁρ­κι­στεῖ νὰ γυ­ρί­σει στὶς δώ­δε­κα καὶ τὸ ἔ­κα­νε ἕ­ξι ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ὅ­τι ἂν αὐ­τὸς ἄρ­χι­ζε μὲ τὶς ἐ­πι­πλή­ξεις θὰ ἔ­κα­νε καὶ αὐ­τὴ τὸ ἴ­διο, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ τοὺς ἐ­νέ­πλε­κε σὲ μιὰ πυ­ρε­τώ­δη, ἐ­κρη­κτι­κὴ δι­α­φω­νί­α ποὺ θὰ τοῦ δι­α­τά­ρα­ζε τὴν συ­νή­θη ἠ­ρε­μί­α τοῦ ὑ­πό­λοι­πού του Σαβ­βά­του καί, ἴ­σως καὶ τῆς Κυ­ρια­κῆς.

        Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μὴν πεῖ τί­πο­τα. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κά­νει ἕ­να ντοὺς μὲ νε­ρὸ τό­σο κρύ­ο ὅ­σο ἡ βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των De­sen­cuen­tros (ἐκδ. Pá­gi­nas de E­spu­ma, 2018).

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Γεν­νή­θη­κε στὴν Κο­τσαμ­πάμ­πα (Βο­λι­βί­α) τὸ 1967. Σπό­υ­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις, Πο­λι­τι­κὲς Ἐ­πι­στῆ­μες καὶ Ἱ­σπα­νό­φω­νη Λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ ἔρ­γο του ἔ­χει λά­βει πολ­λὲς δι­α­κρί­σεις καὶ ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τὰ ἑ­ξῆς βρα­βεῖ­α: Χου­ὰν Ροῦλ­φο (Pre­mio Ju­an Rul­fo 1997), Ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος (Pre­mio Na­cio­nal de No­ve­la) (Bo­li­via) 2002), Γκούγ­κεν­χά­ιμ (Guggen­heim Fellow­ship, 2006). Σύγ­χρο­νοι με­λε­τη­τὲς κα­τα­τάσ­σουν τὸ ἔρ­γο του στὸ Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα Μα­κόν­το (McΟndo), ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Μα­γι­κοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ, με­του­σι­ω­μέ­νου ὡς Μον­τέρ­νου Ρε­α­λι­σμοῦ μὲ συ­χνὲς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἀ­να­φο­ρές. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ζεῖ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, δι­δά­σκει Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Cornell University ἀ­πὸ τὸ 1997 κα­θὼς ἐ­πί­σης ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως: The New York Ti­­mesEl PaisTi­me καὶ E­ti­­que­­ta Ne­­gra. Ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ δυ­ὸ ται­νί­ες τοῦ Ἀλ­φόν­σο Μά­γιο (Alfonso Mayo) ἔ­χουν βα­σι­στεῖ σὲ δι­η­γή­μα­τά του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Χρη­στά­κου Βάσω. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ Πο­λι­τι­σμοῦ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἐντμοῦντο Πὰς Σολδάν (Edmundo Paz Soldán): Παραμύθι μὲ δικτάτορα καὶ κάρτες


Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δάν (Edmundo Paz Soldán)


Πα­ρα­μύ­θι μὲ δι­κτά­το­ρα καὶ κάρ­τες

(Cuento con dictador y tarjetas)


ΚΕΙΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ὁ δι­κτά­το­ρας Χο­α­κὶν Ἰ­τουρ­βί­δε δι­α­φέν­τευ­ε μιὰ βι­ο­τε­χνί­α καρ­τῶν καὶ εἶ­χε τὸ μο­νο­πώ­λιο τῆς πώ­λη­σης τῶν καρ­τῶν στὴ χώ­ρα καὶ μιὰ μέ­ρα τοῦ ἦρ­θε ἡ ἰ­δέ­α νὰ κη­ρύ­ξει τὴν 26η Ἰ­ου­νί­ου Ἡ­μέ­ρα τῆς Φι­λί­ας καὶ οἱ κάρ­τες ποὺ φτι­ά­χτη­καν γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα εἶ­χαν μιὰ ἀ­πρό­σμε­νη ἐ­πι­τυ­χί­α στὸν πλη­θυ­σμὸ καὶ πραγ­μα­το­ποί­η­σαν θε­α­μα­τι­κὲς εἰ­σπρά­ξεις γιὰ τὴν ἐ­πι­χεί­ρη­ση· αὐ­τὸ ὤ­θη­σε τὸν δι­­κτάτο­ρα νὰ κη­ρύ­ξει τὴν 14η τοῦ Αὐ­γού­στου Ἡ­μέ­ρα τῆς Ζή­λειας καὶ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α ἐ­πα­να­λή­φθη­κε. Καὶ μὲ φό­ρα του ἡ δυ­να­μι­κή τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας συ­νε­χί­στη­κε καὶ σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ μιὰ πεν­τα­ε­τί­α ὅ­λες οἱ μέ­ρες τοῦ ἔ­τους ἐ­ξαν­τλή­θη­καν καὶ ὑ­πῆρ­χε Ἡ­μέ­ρα τῆς Μνη­σι­κα­κί­ας καὶ Ἡ­μέ­ρα τῆς Ἄ­πι­στης Μνη­στῆς καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Προ­πα­πού­δων καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Συ­ζύ­γων ποὺ Ἀ­γα­πι­οῦν­ται ἀλ­λὰ στὴν Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα Μι­σοῦν­ται καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Λα­τρῶν τοῦ Αὐ­νάν καὶ Ἡ­μέ­ρα αὐ­τῶν ποὺ Θά­θε­λαν νὰ κοι­μη­θοῦν μὲ τὶς Ὑ­πη­ρέ­τρι­ές τους καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ Μαρ­κή­σιου Ντὲ Σὰντ καὶ Ἡ­μέ­ρα αὐ­τῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται Κεν­ταύ­ρους. Γιὰ νὰ δώ­σει χῶ­ρο σὲ νέ­ες ἐ­πι­νο­ή­σεις ἔ­πρε­πε νὰ χω­ρί­σει τὴν μέ­ρα σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη: τὸ σού­ρου­πο τῆς 3ης τοῦ Γε­νά­ρη κη­ρύ­χτη­κε Στιγ­μὴ αὐ­τῶν ποὺ Τοὺς Ἀ­ρέ­σει νὰ κά­νουν Σὲξ στὸ Σκο­τά­δι ἑ­νὸς Κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ τὸ ξη­μέ­ρω­μα τῆς 16ης τοῦ Ὀ­κτώ­βρη Στιγ­μὴ αὐ­τῶν ποὺ Δὲν Σκο­τώ­νουν οὔ­τε μιὰ Μύ­γα καὶ τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς 21ης  τοῦ Δε­κέμ­βρη Στιγ­μὴ τῶν Νο­σταλ­γῶν τοῦ Τσα­τσα­τσά. Καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Ὁ δι­κτά­το­ρας ἤ­δη κο­νο­μοῦ­σε πιὸ πο­λὺ χρῆ­μα ἐ­τη­σί­ως μὲ τὴν πώ­λη­ση τῶν καρ­τῶν πα­ρὰ μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κλε­βε ἀ­προ­κά­λυ­πτα ἀ­πὸ τὰ τα­μεῖ­α τοῦ Κρά­τους, ἀλ­λὰ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­φή­σει τὴν ἐ­ξου­σί­α. Ἤ­θε­λε νὰ πε­θά­νει μα­ζί της, ὑ­πέρ­γη­ρος πιὰ καὶ σε­βά­σμιος πα­τριά­ρχης. Ὅ­ταν πέ­θα­νε ἦ­ταν ἕ­νας ὑ­πέρ­γη­ρος. Πρὸς τι­μήν του, ἡ Σύ­νο­δος τῶν Ἐ­ξε­χόν­των τῆς χώ­ρας κή­ρυ­ξε τὴν ὥ­ρα τέσ­σε­ρις καὶ εἴ­κο­σι ἑ­πτὰ λε­πτὰ καὶ δε­κα­πέν­τε δευ­τε­ρό­λε­πτα τῆς 2ης τοῦ Ἀ­πρί­λη σὰν τὴν Φευ­γα­λέ­α Στιγ­μὴ τῶν Ἰ­σό­βι­ων Δι­κτα­τό­ρων.



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἰ­στο­σε­λί­δα Rio Fugitivo:

http://riofugitivo.blogspot.com/2008/02/cuento-con-dictador-y-tarjeta-s-un.html

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Γεν­νή­θη­κε στὴν Κο­τσαμ­πάμ­πα (Βο­λι­βί­α) τὸ 1967. Σπό­υ­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις, Πο­λι­τι­κὲς Ἐ­πι­στῆ­μες καὶ Ἱ­σπα­νό­φω­νη Λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ ἔρ­γο του ἔ­χει λά­βει πολ­λὲς δι­α­κρί­σεις καὶ ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τὰ ἑ­ξῆς βρα­βεῖ­α: Χου­ὰν Ροῦλ­φο (Pre­mio Ju­an Rul­fo 1997), Ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος (Pre­mio Na­cio­nal de No­ve­la) (Bo­li­via) 2002), Γκούγ­κεν­χά­ιμ (Guggen­heim Fellow­ship, 2006). Σύγ­χρο­νοι με­λε­τη­τὲς κα­τα­τάσ­σουν τὸ ἔρ­γο του στὸ Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα Μα­κόν­το (McΟndo), ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Μα­γι­κοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ, με­του­σι­ω­μέ­νου ὡς Μον­τέρ­νου Ρε­α­λι­σμοῦ μὲ συ­χνὲς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἀ­να­φο­ρές. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ζεῖ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, δι­δά­σκει Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Cornell University ἀ­πὸ τὸ 1997 κα­θὼς ἐ­πί­σης ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως: The New York Ti­­mes, El Pais, Ti­me καὶ E­ti­­que­­ta Ne­­gra. Ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ δυ­ὸ ται­νί­ες τοῦ Ἀλ­φόν­σο Μά­γιο (Alfonso Mayo) ἔ­χουν βα­σι­στεῖ σὲ δι­η­γή­μα­τά του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Χρη­στά­κου Βάσω. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τός του τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.