Κάρολ Ἔντελσταϊν (Carol Edelstein): 232-9979

 

 

Κάρολ Ἔντελσταϊν (Carol Ed­elstein)

 

232-9979

 

ΣΩΣ ΝΑ ΗΤΑΝ ΛΑΘΟΣ νὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σω. Μπο­ροῦ­σα ἤ­δη νὰ ἀ­κού­σω τὰ παι­διά. Δὲν ξέ­ρω πῶς θὰ ἀρ­χί­σω γιὰ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω τί ἔ­χω κά­νει.

       Ὑ­πο­θέ­τω θὰ ἀρ­χί­σω παρ­κά­ρον­τας ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι σου. Ἀλ­λὰ ἀ­μέ­σως ἀρ­χί­ζω νὰ φαν­τά­ζο­μαι ὅ­τι θὰ ἐ­κτε­λοῦν­ται ὁ­δι­κὰ ἔρ­γα ποὺ θὰ τὸ κά­νουν αὐ­τὸ ἀ­δύ­να­το. Ἐ­γὼ θὰ βρῶ ἕ­να μέ­ρος ὅ­μως, ἀ­κό­μα καὶ ἂν πρό­κει­ται γιὰ τὸ χῶ­ρο στάθ­μευ­σης ἑ­νὸς κα­τα­στή­μα­τος γρή­γο­ρης ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σης. Δὲν θὰ εἶ­ναι γρή­γο­ρη ὅ­μως ἡ ἐ­πί­σκε­ψή μου, ἂν εἶ­σαι σπί­τι καὶ μοῦ ἀ­νοί­ξεις τὴν πόρ­τα. Δὲν ἔ­χω κά­τι νὰ πῶ, ἀλ­λὰ νο­μί­ζω πὼς θὰ μοῦ πά­ρει πολ­λὴ ὥ­ρα, γιὰ νὰ τὸ πῶ.

       Δὲν ξέ­ρω πό­σο πί­σω στὸ πα­ρελ­θὸν πρέ­πει νὰ πά­ω. Πρό­σφα­τα ἔ­χουν γί­νει ἡ­φαι­στεια­κὲς ἐ­κρή­ξεις στὴν Ἀ­φρο­δί­τη. «Πρό­σφα­τα» σύμ­φω­να μὲ τοὺς ἐ­πι­στή­μο­νες, ὅ­πως ἔ­λε­γε ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα, εἶ­ναι «300.000 μέ­χρι με­ρι­κὰ ἑκα­τομ­μύ­ρια» χρό­νια πρίν. Πι­στεύ­ω θὰ ξε­κι­νή­σω τρεῖς χει­μῶ­νες πρίν, ἦ­ταν 19 Δε­κεμ­βρί­ου γιὰ νὰ εἶ­μαι ἀ­κρι­βής, ὅ­ταν ὁ ἄν­τρας σου καὶ ἐ­γὼ εἴ­χα­με τὸ πρῶ­το μας ἀ­τύ­χη­μα. Ἕ­να αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κὸ ἀ­τύ­χη­μα. Κα­νέ­νας δὲν πλη­γώ­θη­κε, ἀλ­λὰ ἀν­ταλ­λά­ξα­με δι­ευ­θύν­σεις, νού­με­ρα πι­να­κί­δων, ἀ­σφα­λι­στι­κὰ στοι­χεῖ­α – πρέ­πει νὰ τὸ πα­ρα­δε­χτῶ ὅ­μως ὅ­τι πα­ρα­τή­ρη­σα τὸ χρῶ­μα τῶν μα­τι­ῶν τοῦ συ­ζύ­γου σου, δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κά­νω ἀλ­λι­ῶς. Ἀ­νοι­κτὸ κα­στα­νό.

       Τί­πο­τα ἄλ­λο δὲν θὰ συ­νέ­βαι­νε με­τα­ξύ μας, ἂν τρεῖς ἑ­βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα δὲν ἐ­πέ­στρε­φα ἕ­να σα­κού­λι μὲ φα­ρί­να ποὺ εἶ­χε μέ­σα ψεῖ­ρες σὲ μιὰ ὑ­πε­ρα­γο­ρά, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ψω­νί­ζω συ­νή­θως λό­γῳ πε­ρι­στα­τι­κῶν, ὅ­πως τὸ προ­η­γού­με­νο, καὶ λό­γῳ τοῦ ὅ­τι ἡ πρώ­ην κου­νιά­δα μου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α πο­τὲ δὲν τὰ πη­γαί­να­με κα­λά, δου­λεύ­ει ἐ­κεῖ. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ εἶ­χα σχε­διά­σει νὰ βρε­θεῖ ὁ ἄν­τρας σου μπρο­στά μου στὸ τα­μεῖ­ο ἀ­γο­ρά­ζον­τας φρου­τό­κρε­μα καὶ πλα­στι­κὲς πά­νες; Τὸ πρῶ­το πράγ­μα ποὺ πα­ρα­τή­ρη­σα ἦ­ταν τὸ κο­λά­ρο ποὺ φο­ροῦ­σε στὸ λαι­μό, με­τὰ ὅ­μως, ὅ­ταν εἶ­δα ποι­ὸς ἦ­ταν, ἔ­πρε­πε νὰ μά­θω τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Ἂν ἐ­πρό­κει­το νὰ φάω κα­μιὰ μή­νυ­ση, ἤ­θε­λα νὰ τὸ ξέ­ρω. Ἐ­σεῖς δὲν θὰ θέ­λα­τε;

       Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ τό­τε τί­πο­τα δὲν θὰ εἶ­χε συμ­βεῖ ἄν, στὶς 16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, ἡ γει­τό­νισ­σά μου ἡ Μά­τι, ποὺ μέ­νει ἀ­πὸ κά­τω, δὲν κά­πνι­ζε στὸ κρε­βά­τι. Θυ­μᾶ­μαι κα­θα­ρὰ τὴν ἡ­με­ρο­μη­νί­α, για­τί εἶ­χα πά­ρει ἄ­δεια ἀ­πὸ τὴ δου­λειὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ὶ γιὰ νὰ πά­ω τὴ μη­τέ­ρα μου γιὰ ἀ­πο­νεύ­ρω­ση δον­τιοῦ. Ἀ­πο­δεί­χτη­κε ὅ­τι ἦ­ταν ἀλ­λερ­γι­κὴ στὸν αἰ­θέ­ρα ἢ σ’ αὐ­τὸ τέ­λος πάν­των ποὺ τὴν ἀ­νάγ­κα­σαν νὰ ρου­φή­ξει καὶ πέ­θα­νε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ πά­νω στὴν κα­ρέ­κλα.

       Εἶ­χα ἐ­πι­πλή­ξει τὴ Μά­τι γιὰ νὰ κα­πνί­ζει μὲ ἀ­σφά­λεια πά­νω στὸ κρε­βά­τι, ἀλ­λὰ δὲν μὲ ἄ­κου­σε. Ἔ­κα­ψε σχε­δὸν ὁ­λο­σχε­ρῶς τὸ δι­ά­δρο­μο, κά­τι ποὺ χρει­α­ζό­ταν, ἀλ­λὰ ἂν δὲν ἦ­ταν ὁ ἄν­τρας σου καὶ ἡ ὁ­μά­δα του, ἡ φω­τιὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­χε προ­χω­ρή­σει καὶ πα­ρα­πέ­ρα.

       Τυ­χαῖ­α φο­ροῦ­σα τὴν κί­τρι­νή μου ρόμ­πα, σχε­δὸν ἔ­τρε­μα, καὶ εἶ­πα “Χὰνκ Χέν­κινς!­”, ἀ­φοῦ μέ­χρι τό­τε τὸν ἤ­ξε­ρα μὲ τὸ ὄ­νο­μά του.

       “Χὰνκ Χέν­κινς! Δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­σαι ἐ­σύ!” Φυ­σι­κὰ καὶ χά­ρη­κα ποὺ τὸν εἶ­δα κά­τω ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς πε­ρι­στά­σεις – κι ἐ­σεῖς θὰ χαι­ρό­σα­σταν. Καὶ ὀ­φεί­λω νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω, ἀ­κό­μα καὶ ἂν αὐ­τὸς δὲν τὸ κά­νει, ὅ­τι τό­τε ἦ­ταν ποὺ πρό­σε­ξε τὸ χρῶ­μα τῶν δι­κῶν μου μα­τι­ῶν· πού, ἁ­πλὰ πλη­ρο­φο­ρια­κά, εἶ­ναι μπλέ.

       Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ χα­ζὴ ὁ­μι­λί­α ποὺ ἔ­χω στὸ μυα­λό μου ἐ­νῶ ὁ­δη­γῶ, πα­ρό­λο ποὺ ἀ­κό­μα δὲν ἔ­χω κά­νει αὐ­τὸ τὸ τη­λε­φώ­νη­μα. Ἔ­χω τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῆς Ἔ­λι Χέν­κινς καὶ ἔ­χω πε­ρά­σει ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι της ἔ­τσι ὥ­στε νὰ γνω­ρί­ζω πὼς εἶ­ναι ἐ­κεῖ. Ἡ πόρ­τα τοῦ γκα­ρὰζ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὴ καὶ τὸ κα­ρο­τσά­κι τῶν δι­δύ­μων βρί­σκε­ται σὲ μιὰ πε­ρί­ο­πτη θέ­ση στὴ μέ­ση του πε­ζο­δρο­μί­ου. Ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νὰ μι­λή­σω. Εἶ­μαι τρε­λὰ ἐ­ρω­τευ­μέ­νη μὲ τὸν Χὰνκ Χέν­κινς καὶ αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει μέ­χρι νὰ με­γα­λώ­σουν ἡ Κά­θι καὶ ἡ Πάμ. Δὲν μπο­ρεῖ κὰν νὰ πε­ρι­μέ­νει μέ­χρι νὰ τε­λει­ώ­σουν τὸ σχο­λεῖ­ο, πράγ­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Χὰνκ καὶ ἐ­γὼ προ­σπα­θού­σα­με. Νό­μι­ζα πὼς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με τὸ με­γα­λύ­τε­ρο φλὲρτ στὴν ἱ­στο­ρί­α χω­ρὶς ὀ­λέ­θρι­ες συ­νέ­πει­ες, ἀλ­λὰ τώ­ρα κά­τι ἔ­χει συμ­βεῖ καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Κά­ρολἜν­τελ­στα­ϊν (C­a­r­ol E­d­e­l­s­t­e­in). Γεν­νή­θη­κε στὸ Νορ­θάμ­πτον τῆς Μα­σα­χου­σέ­της καὶ μα­ζὶ μὲ τὸν σύ­ζυ­γό της, τὸν Ρόμ­πιν Μπάρ­μπερ, δι­ευ­θύ­νουν συγ­γρα­φι­κὰ ἐρ­γα­στή­ρια καὶ ὀρ­γα­νώ­νουν ἀ­να­γνώ­σεις γιὰ τὴν προ­ώ­θη­ση το­πι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων. Γρά­φει ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ δο­κί­μια καὶ ἡ δου­λειά της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Σκεύ­η Χατ­ζη­ευ­θυ­μί­ου. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.