N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld): Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες



N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld)

[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 5/6]


Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α

στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες


Ο 1927 ὁ Ernest Hemingway ὁ­λο­κλή­ρω­σε καί ἐ­ξέ­δω­σε μιά συλ­λο­γή μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν του, μέ τί­τλο Ἄν­δρες χω­ρίς γυ­ναῖ­κες. Ἡ συλ­λο­γή πε­ρι­εῖ­χε ἀρ­κε­τές ἀ­ξι­ό­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἐ­ξε­τά­σει προ­σε­κτι­κά σχε­δόν ἀ­πό τήν πρώ­τη μέ­ρα τῆς ἔκ­δο­σής τους. Ἀ­νά­με­σά τους ἡ πλέ­ον εὐ­ρέ­ως ἀν­θο­λο­γη­μέ­νη καί ἡ πιό συ­χνά δι­δα­σκό­με­νη, ἀ­κό­μα καί τώ­ρα, εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, πού συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν εἰ­δι­κῶν καί τήν θερ­μή ἀν­τι­γνω­μί­α τῶν φοι­τη­τῶν.

       Πρό­κει­ται γιά μιά πα­ρά πο­λύ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α, πε­ρί­που χί­λι­ες λέ­ξεις, σχε­δόν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου δι­ά­λο­γος. Ἄν καί ὑ­πάρ­χει θέ­μα, ἀ­που­σιά­ζει ἡ πλο­κή· ἄν καί ἀ­νά­με­σα στούς κύ­ριους χα­ρα­κτῆρες ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται κου­βέν­τες, κα­μιά λύ­ση δέν δί­δε­ται. Τό θέ­μα τῆς συ­ζή­τη­σής τους, δη­λα­δή ἡ ἔ­κτρω­ση, πο­τέ δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ὀ­νο­μα­στι­κά ἀ­πό κα­νέ­ναν τους. Πα­ρά τήν συν­το­μί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καί πα­ρά τά κε­νά πού δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ δι­ά­λο­γος, οἱ λό­γιοι συ­νε­χί­ζουν νά γρά­φουν σε­λί­δες ἐ­πί σε­λί­δων κρι­τι­κοῦ σχο­λια­σμοῦ. Ἕ­να τό­σο με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι’ αὐ­τήν, τό λι­γό­τε­ρο δεί­χνει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι πλού­σια, ἀ­νοι­χτή ὡς κεί­με­νο, καί προ­σκα­λεῖ τήν ἀ­να­γνω­στι­κή συμ­με­το­χή στήν δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­νεύ­ρε­σης νο­ή­μα­τος.

       Ἐμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρα­πλα­νη­τι­κά ἁ­πλή. Ἕ­νας ἄν­δρας καί μιά γυ­ναί­κα κά­θον­ται σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου ἱ­σπα­νι­κοῦ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοῦ σταθ­μοῦ, πε­ρι­μέ­νον­τας τό τραῖ­νο. Μέ τήν συ­ζή­τη­ση στήν ὁ­ποί­α ἐμ­πλέ­κον­ται­, ὁ Hemingway φαί­νε­ται νά ὑ­παι­νίσ­σε­ται πώς πρό­κει­ται γιά κου­βέν­τα πού ἔ­χει ξε­κι­νή­σει καί συ­νε­χί­ζε­ται. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ρί­χνε­ται στό μέ­σο τῆς κου­βέν­τας χω­ρίς συμ­φρα­ζό­με­να καί πρέ­πει νά ἀ­πο­σπά­σει ὅ­ποι­α πλη­ρο­φο­ρί­α μπο­ρεῖ ἀ­πό ὅ­σα λέ­γον­ται. Τό σκη­νι­κό τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι σύγ­χρο­νο μέ τήν γρα­φή της· δη­λα­δή, ἄν καί δέν ση­μει­ώ­νε­ται συγ­κε­κρι­μέ­νη ἡ­με­ρο­μη­νί­α, μοιά­ζει νά το­πο­θε­τεῖ­ται κά­που με­τα­ξύ τῶν χρό­νων με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο, ἀλ­λά πρίν ἀ­πό τόν Ἱ­σπα­νι­κό Ἐμ­φύ­λιο. Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ σκη­νο­θε­σί­α εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, τό­σο χρο­νι­κά ὅ­σο καί το­πι­κά. Στήν πρώ­τη κι­ό­λας πα­ρά­γρα­φο δί­δε­ται τό πλαί­σιο τῆς ἱ­στο­ρί­ας μέ τήν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή ἀ­ναγ­γε­λί­α πώς «τό ἐξ­πρές ἀ­πό τήν Βαρ­κε­λώ­νη φτά­νει σέ σα­ράν­τα λε­πτά», καί ,πρός τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­ναγ­γέ­λε­ται ἀ­πό τήν Ἱ­σπα­νί­δα σερ­βι­τό­ρα πώς «Τό τραῖ­νο φτά­νει σέ πέν­τε λε­πτά». Ἄ­ρα, ὅ­λα τά τῆς ἱ­στο­ρί­ας συμ­βαί­νουν ἐν­τός τῶν τρι­α­πέν­τε λε­πτῶν. Ἐ­πι­πρό­σθετα οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πο­τέ δέν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό.

       Οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἀ­να­γνώ­σει τό δι­ή­γη­μα μέ δι­ά­φο­ρους ση­μαν­τι­κούς τρό­πους. Ἄλ­λοι ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται στήν δο­μή του, ση­μει­ώ­νον­τας τήν χρή­ση τοῦ δι­α­λό­γου καί τήν θέ­ση τῶν λί­γων καί σύν­το­μων πε­ρι­γρα­φι­κῶν ση­μεί­ων. Ὁ John Hollander, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­τεί­νει τήν ἰ­δέ­α πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ὅ­πως ἕ­να φίλμ ἤ θε­α­τρι­κό ἔρ­γο καί πώς τά σύν­το­μα πε­ρι­γρα­­φι­κά ση­μεῖ­α μπο­ροῦν νά ἀ­να­γνω­σθοῦν ὡς σκη­νο­θε­τι­κές ὁ­δη­γί­ες. Ἄλ­λοι ἀ­να­πτύσ­σουν προ­σε­κτι­κές καί πε­ρί­πλο­κες ἀ­να­γνώ­σεις βα­σι­σμέ­νες στό γλωσ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο ἀ­νά­λυ­σης τῶν λέ­ξε­ων, ἐ­ξε­τά­ζον­τας τό πῶς ὁ Ηe­ming­way χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς νύ­ξεις, τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις, τήν εἰ­κο­νο­ποι­ΐ­α καί τόν συμ­βο­λι­σμό. Κά­ποι­οι ἀ­π’­αὐ­τούς ἐ­ξε­τά­ζουν τίς πη­γές του συν­δέ­ον­τας τήν ἱ­στο­ρί­α μέ τό νε­ω­τε­ρι­στι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα τοῦ Τ.S. Eliot Ἔ­ρη­μη Χώ­ρα. Μιά ὁ­μά­δα λο­γί­ων, πιό πρό­σφα­τα, συγ­κεν­τρώ­νει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον της στό φυ­λε­τι­κό λε­ξι­λό­γιο, πα­ρα­τη­ρών­τας πο­λύ προ­σε­κτι­κά τούς δι­α­φο­ρε­τι­κούς γλωσ­σι­κούς τρό­πους ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας πού χρη­σι­μοποι­οῦν ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καί ἡ Z­ίγκ. Κι ἀ­κό­μα ἄλ­λοι ἐ­πι­χει­ροῦν νά κά­νουν χρή­ση τῶν αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κῶν χει­ρο­γρά­φων καί ἐ­πι­στο­λῶν τοῦ He­ming­way γιά νά ἀ­να­γνώ­σουν μέ­ρη τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς του μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­πως καί νά ἔ­χει τό πράγ­μα τό γε­γο­νός τῶν πολ­λα­πλῶν τρό­πων προ­σέγ­γι­σης τῆς ἱ­στο­ρί­ας δέν ση­μαί­νει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή· πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μαί­νει πώς εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο πού προ­σκα­λεῖ σέ συμ­με­το­χή.

       Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Paul Smith, ὁ Ηe­ming­way δέν λέ­ει στόν ἀ­να­γνώ­στη «πῶς ἔ­φτα­σαν οἱ ἥ­ρω­ες στήν πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση, ἤ πῶς θά λύ­σουν τήν σύγ­κρου­ση· δέν τό χρει­α­ζό­μα­στε νά μᾶς εἰ­πω­θεῖ, για­τί οἱ ἀ­παν­τή­σεις βρί­σκον­ται ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες σέ ὅ,τι βλέ­που­με καί ἀ­κοῦ­με μέ τό­ση συν­το­μί­α». Ἄν καί ὁ Smith μοιά­ζει μ’ αὐ­τήν τήν θέ­ση νά προ­τεί­νει πώς οἱ «ἀ­παν­τή­σεις» βρί­σκον­ται ἐ­κεῖ πρός ἀ­νά­γνω­ση, ὑ­πάρ­χει ἡ πι­θα­νό­τη­τα πολ­λα­πλῶν ἀ­παν­τή­σε­ων χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τίς ἴ­δι­ες ἀ­ρά­δες τοῦ κει­μέ­νου.

       Ἡ Do­ro­thy Par­ker, σέ μιά ἀ­πό τίς πρῶ­τες κρι­τι­κές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, τήν πε­ρι­έ­γρα­ψε ὡς «εὐ­αί­σθη­τη καί τρα­γι­κή». Ἄν καί εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά ἐν­νο­οῦ­σε ὅ­τι στούς Λό­φους ἔ­βλε­πε μιά τρα­γω­δί­α μέ τήν κλα­σι­κή Ἑλ­λη­νι­κή ση­μα­σί­α, ἡ πρό­τα­σή της μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει ση­μεῖ­ο εἰ­σα­γω­γῆς στήν ἱ­στο­ρί­α. Μιά ἐ­ξέ­τα­ση τό­σο τῶν κω­μι­κῶν ὅ­σο καί τῶν τρα­γι­κῶν στοι­χεί­ων ἀ­πο­κα­λύ­πτει πῶς λει­τουρ­γοῦν αὐ­τές οἱ ἰ­δέ­ες μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α, καί πῶς ὁ μον­τερ­νι­σμός ἔ­χει με­τα­μορ­φώ­σει τίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἰ­δέ­ες.

       Ξε­κι­νών­τας, εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά ξε­κα­θα­ρί­σου­με πώς ὁ ὅ­ρος «κω­μι­κό» δέν συ­νε­πά­γε­ται ἐ­δῶ χι­οῦ­μορ, ἤ γέ­λιο. Σ’ αὐ­τήν τήν συ­ζή­τη­ση ἡ «κω­μω­δί­α» δέν πα­ρα­πέμ­πει σέ τη­λε­ο­πτι­κές κω­μω­δί­ες σχε­δι­α­σμέ­νες γιά νά εἶ­ναι ἀ­στεῖ­ες. Σύμ­φω­να μέ τόν σκο­πό αὐ­τῆς τῆς συ­ζή­τη­σης, ἡ κω­μω­δί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νι­στᾶ μορ­φή πού μπο­ρεῖ νά λά­βει τό μυ­θι­στό­ρη­μα. Ἔ­χει τίς ρί­ζες της στίς ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες τε­λε­τές γο­νι­μό­τη­τας. Πα­νη­γυ­ρί­ζει τόν γά­μο, τήν σε­ξου­α­λι­κή ἕ­νω­ση, τήν γέν­νη­ση καί τήν συ­νέ­χεια τῆς κοι­νω­νί­ας. Ὡ­στό­σο δέν εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­νά­λα­φρη· συ­χνά φέ­ρει μα­ζί της τόν πό­νο, τήν μα­ταί­ω­ση, καί μιά κον­τι­νή κα­τα­στρο­φή. Ἡ ἀ­πει­λή τοῦ θα­νά­του βρί­σκε­ται πάν­το­τε ἐγ­κα­τα­στη­μέ­νη στήν ἀ­θέ­α­τη ἄλ­λη πλευ­ρά τῆς κω­μω­δί­ας. Ἐν κα­τα­κλεί­δι, ὡ­στό­σο, ὁ θρί­αμ­βος πά­νω στόν θά­να­το εἶ­ναι αὐ­τός πού δί­νει στήν κω­μω­δί­α τήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της φόρ­μα.

       Ἡ τρα­γω­δί­α ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ρι­ζώ­νει στόν θά­να­το καί τήν στει­ρό­τη­τα. Ἀ­ναγ­γέλ­λει τό τέ­λος μιᾶς γε­νιᾶς, τό τέ­λος μιᾶς οἰ­κο­γέ­νειας, τό τέ­λος τῆς κοι­νω­νί­ας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της εἰ­κό­νες εἶ­ναι ὁ χει­μώ­νας καί ἡ ἄ­γο­νη γῆ. Στόν μον­τερ­νι­σμό, τήν λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρί­ο­δο πού ἡ ἔ­ναρ­ξή της το­πο­θε­τεῖ­ται γε­νι­κῶς μέ­σα στόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, ἀν­τα­να­κλᾶ­ται ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς κουλ­τού­ρας στήν ἱ­στο­ρί­α, ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς βε­βαι­ό­τη­τας μπρο­στά στό μα­κε­λει­ό τοῦ Πο­λέ­μου, πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νό πλέ­ον λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πο­γε­νοῦς τε­χνο­λο­γί­ας.

       Ὁ μον­τερ­νι­σμός μει­ώ­νει τό πε­δί­ο τοῦ τρα­γι­κοῦ στήν λο­γο­τε­χνί­α, ἑ­στι­ά­ζον­τας σέ ἐ­λάσ­σο­νες χα­ρα­κτῆ­ρες μέ­σα σέ πιό πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες σκη­νο­θε­σί­ες. Σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τίς τρα­γω­δί­ες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, οἱ ἥ­ρω­ες πλέ­ον δέν χρει­ά­ζε­ται νά εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τήν ζω­ή, πα­γι­δευ­μέ­νοι στά δι­κά τους τρα­γι­κά λά­θη. Ἡ τρα­γι­κή κί­νη­ση μπο­ρεῖ μᾶλ­λον νά ἐν­το­πι­σθεῖ στήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση καί ἀ­πο­μό­νω­ση τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς. Ἡ μον­τερνι­στι­κή τρα­γω­δί­α τεί­νει νά δώ­σει ἔμ­φα­ση στήν εἰ­ρω­νι­κή ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση, καί στό ἥ­συ­χο ἐ­λι­ο­τι­κό τέ­λος «ὄ­χι μέ ἕ­να μπάμ ἀλ­λά μ’ ­ἕ­να κλα­ψού­ρι­σμα».

       Πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν Λό­φων ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­τι ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος βρί­σκον­ται σέ μιά στιγ­μή πού πα­ρα­παί­ει στό ὅ­ριο με­τα­ξύ κω­μι­κοῦ καί τρα­γι­κοῦ. Εἶ­ναι ἡ στιγ­μή μιᾶς ἀ­πό­φα­σης πού θά τούς σπρώ­ξει πρός τήν μιά ἤ τήν ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση. Τό το­πί­ο ὁ­λό­γυ­ρά τους ἀν­τα­να­κλᾶ καί τά δύ­ο πι­θα­νά μελ­λού­με­να. Ἀ­πό τή μιά πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι εὔ­φο­ρη καί πρά­σι­νη. Τό νε­ρό τοῦ πο­τα­μοῦ τρέ­φει τήν νέ­α ζω­ή. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή το­πο­γρα­φί­α, ἡ το­πο­γρα­φί­α τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι γυ­μνή, ἀ­φι­λό­ξε­νη καί σκο­νι­σμέ­νη, δέν τρέ­φε­ται καί δέν ἔ­χει καί ζω­ή. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, ἕ­νας τύ­πoς μέ ση­μαν­τι­κά ψε­γά­δια, ἀ­πο­τυγ­χά­νει νά πα­ρα­τη­ρή­σει τήν δι­χο­τό­μη­ση τοῦ το­πί­ου. Ἡ ὀ­πτι­κή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Ζεῖ τό δια­ρκές «τώ­ρα» θέ­λον­τας μό­νο στιγ­μια­ῖες ἀ­πο­λαύ­σεις, καί κα­μιά ἀ­νά­πτυ­ξη δι­αρ­κεί­ας. Ἡ ἐγ­κυ­μο­σύ­νη τοῦ κο­ρι­τσιοῦ, κα­τά­στα­ση πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη δεί­χνει πρός τό μέλ­λον, ἔ­χει δι­α­τα­ρά­ξει τήν τω­ρι­νή του ἰ­σορ­ρο­πί­α. Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης τόν πι­έ­ζει νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τό μέλ­λον. Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κό πώς πο­τέ σ’­ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἱ­στο­ρί­α δέν ἀ­να­φέ­ρει τήν λέ­ξη «ἐγ­κυ­μο­σύ­νη» λές καί μό­νο τό νά τήν προ­φέ­ρει θά ἐμ­πλέ­ξει καί θά πε­ρι­πλέ­ξει τήν ζω­ή του.

       Ἡ Ζίγκ ἀ­πό τήν ἄλ­λη, μοιά­ζει νά ἔ­χει ὑ­ψη­λή ἐ­πί­γνω­ση τοῦ γκρε­μοῦ πά­νω ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ο στέ­κε­ται. Ὅ,τι εὔ­χε­ται εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή λύ­ση, πώς ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νός θά τήν παν­τρευ­τεῖ, θά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πα­τρί­δα, καί θά δη­μι­ουρ­γή­σουν οἰ­κο­γέ­νεια. Θά ἔ­χει συμ­με­το­χή στή γέν­νη­ση τῆς ἑ­πό­με­νης γε­νιᾶς, καί ἡ προ­σο­χή της θά ἑ­στι­ά­ζε­ται μπρο­στά. Ἐν­τού­τοις, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ἐ­πί­σης ὅ­τι αὐ­τό πού εὔ­χε­ται νά συμ­βεῖ δέν ὁ­μοιά­ζει μέ αὐ­τό πού θά ἀ­πο­κτή­σει. Ὅ­ταν ση­κώ­νε­ται καί περ­πα­τᾶ ὥς τήν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ, πα­ρα­τη­ρεῖ τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ μπρο­στά της, καί κα­τα­λα­βαί­νει τήν σύν­δε­ση ἀ­νά­με­σα στό το­πί­ο καί τό μέλ­λον πού ἐ­πι­θυ­μεῖ. Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Barry Stampfl, «Ἡ Ζίγκ μέ τήν κου­βέν­τα της γιά τό το­πίο ὑ­πο­δει­κνύ­ει τήν ἀ­λή­θεια γιά τήν σχέ­ση της μέ τόν Ἀ­με­ρι­κά­νο καί γιά τά συ­ναι­σθή­μα­τά της πρός τό ἀ­γέν­νη­τό της μω­ρό».

       K­α­τά κά­ποι­ο τρό­πο, αὐ­τή ἡ στιγ­μή εἶ­ναι χο­ρι­κή, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ χρο­νι­κοῦ ση­μεί­ου ὅ­που ὁ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής ἐκ­φρά­ζει μιά κρί­ση γιά τούς χα­ρα­κτῆ­ρες καί τίς πρά­ξεις τους. Σ’ αὐ­τήν τήν τό­σο μι­κρή, ἐ­λά­χι­στη, ἱ­στο­ρί­α ἡ Ζίγκ πρέ­πει νά ἀ­να­λά­βει τόν ρό­λο τοῦ ἴ­διου τοῦ δι­κοῦ της χο­ρι­κοῦ. Αὐ­τήν τή στιγ­μή, ἡ Ζίγκ βγαί­νει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της καί βλέ­πει τήν εὐ­ρύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση. Κοι­τά­ζον­τας πέ­ρα στήν κοι­λά­δα λέ­ει: «Καί θά μπο­ρού­σα­με νά τά ἔ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά… Καί θά μπο­ρού­σα­με νά ἔ­χου­με τό κά­θε τι, καί κά­θε μέ­ρα τό κά­νου­με καί πιό ἀ­πί­θα­νο.» Εἶ­ναι σάν νά συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι τό κω­μι­κό τέ­λος ξε­γλι­στρά­ει μα­κριά της. Ἴ­σως μπο­ρεῖ νά παί­ξει ἕ­ναν ρό­λο στήν μον­τερ­νι­στική τρα­γω­δί­α, μιά τρα­γω­δί­α ὅ­που, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, βρί­σκει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νο καί μό­νο μέ ἔν­το­νη τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­που­σί­ας ζω­ῆς στήν μή­τρα της. Στήν χει­ρό­τε­ρη, πε­θαί­νον­τας κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἔ­κτρω­σης σέ κά­ποι­α κλι­νι­κή, μπο­ρεῖ νά βρε­θεῖ τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού δέ μι­λοῦν τήν γλώσ­σα της.

       Σέ ἀν­τί­θε­ση, πάν­τως, μέ τίς πα­ρα­δο­σια­κές κω­μω­δί­ες καί τρα­γω­δί­ες, οἱ Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες δέν προ­σφέ­ρουν μιά ἀ­να­γνω­ρί­σι­μη λύ­ση. Τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας μᾶλ­λον πα­ρα­μέ­νει δί­χως συμ­πέ­ρα­σμα, οἱ πι­θα­νές λύ­σεις κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες. Γιά τήν Z­ίγκ, ἡ λα­χτά­ρα γιά τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα εἶ­ναι καί ἡ λα­χτά­ρα γιά ἕ­να Ἐ­δε­μι­κό πα­ρελ­θόν καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α ἀ­πο­γό­νων γιά τήν προ­έ­κτα­ση στό μέλ­λον. Κα­μιά ἀ­πό τίς λύ­σεις δέν προ­σφέ­ρουν τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς λα­χτά­ρας της, καί τό γνω­ρί­ζει. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος μέ τήν μα­τιά του στίς βα­λί­τσες τους, πού εἶ­ναι γε­μά­τες ἀ­πό ταμ­πέ­λες ξε­νο­δο­χεί­ων, ση­μα­το­δο­τεῖ τόν πό­θο του νά πα­ρα­μεί­νει στό πα­ρόν δι­αρ­κεί­ας, ἕ­να πα­ρόν δί­χως πα­ρελ­θόν ἤ μέλ­λον. Καί πά­λι, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τους, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀν­δρός θά πα­ρα­μεί­νει ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη.

       Ἡ ἱ­στο­ρί­α τε­λει­ώ­νει, τό τραῖ­νο στά­σι­μο, ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νο γιά πέν­τε λε­πτά στίς σι­δη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές. Πα­γω­μέ­νοι στό με­σο­δι­ά­στη­μα ἀ­νά­με­σα στήν κω­μι­κή καί τήν τρα­γι­κή λύ­ση, οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πα­ρα­μέ­νουν ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, μέ τόν δι­ά­λο­γο στα­μα­τη­μέ­νο. Ἄν καί κρι­τι­κοί, πα­νε­πι­στη­μια­κοί, ἀ­να­γνῶ­στες, φοι­τη­τές μπο­ροῦν νά δι­α­φω­νοῦν για­τί τό «τί θά συμ­βεῖ στή συ­νέ­χεια», ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πώς τί­πο­τα δέν συμ­βαί­νει στούς χα­ρα­κτῆ­ρες με­τά τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ὁ Ηe­ming­way ἀ­φή­νει τούς χα­ρα­κτῆ­ρες του ὅ­πως τούς βρῆ­κε, στό μέ­σον ἑ­νός εὐ­ρύ­τε­ρου κά­τι , ἔ­ξω ἀ­πό τά πε­ρι­θώ­ρια τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Πραγ­μα­τι­κά ἡ Ζίγκ και ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος φτά­νουν στό ση­μεῖ­ο νά ἐκ­προ­σω­ποῦν αὐ­τή τή στιγ­μή τήν χα­μέ­νη γε­νιά. Δί­χως λύ­ση, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι καί ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, πα­ρα­μέ­νουν στόν ἐ­ρη­μό­το­πο τοῦ ἀ­τε­λέ­σφο­ρου, μέ τό ἐν­δε­χό­με­νο τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς συ­νέ­χειας, ὅ­πως ἀ­να­πα­ρί­στα­ται στήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα, ἐν­τε­λῶς ἀ­πρό­σι­το.



Πη­γή: Tra­gic and Co­mic E­le­ments of «Hills Like Wh­ite E­le­phants». Last Upda­ted on June 1, 2019, by eNotes E­dito­rial. Di­ane Andre­ws Hen­ningfeld

Hills Like White Elephants Essays and Criticism – eNotes.com

N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld). Ἐ­πί­τι­μη κα­θη­γή­τρια (Pro­fes­sor E­me­rita) τῆς Ἀγ­γλι­κῆς στό Κολ­λέ­γιο Adri­an τοῦ Μί­σιγ­καν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ θέ­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας καί ἱ­στο­ρί­ας γιά πολ­λές ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κές καί ἐκ­παι­δευ­τι­κές ἐκ­δό­σεις.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Τὸ ἐξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς διη­γη­μά­των τοῦ E­rnest He­ming­way Men With­out Wo­men, πρώ­τη ἔ­κδο­ση ἀπὸ τὸν νε­οϋρ­κέ­ζι­κο ἐ­κδο­τι­κὸ οἶ­κο Cha­rles Scrib­ner’s Sons τὸ 1927.

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway): Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες



Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 4/6]


Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες

(Hills Like White Elephants)


ΕΥΚΟΙ ΛΟΦΟΙ ἁ­πλώ­νον­ταν πά­νω ἀ­π’ τὴν κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ. Σὲ τού­τη δῶ τὴν πλευ­ρὰ οὔ­τε σκιὰ οὔ­τε δέν­τρα κι ὁ σταθ­μὸς κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὲς γραμ­μές. Κολ­λη­τὰ στὸ πλά­ϊ τοῦ σταθ­μοῦ τὸ κτί­ριο ἔ­ρι­χνε ζε­στὴ τὴ σκιά του, καὶ στὴν ἀ­νοι­χτὴ εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ, γιὰ νὰ μὴ μπαί­νουν μύ­γες, κρε­μό­ταν μιὰ κουρ­τί­να ἀ­πὸ χάν­τρες. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καὶ τὸ κο­ρί­τσι ποὺ συ­νό­δευ­ε κά­θι­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ κτί­ριο, σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι στὴ σκιά. Ἔ­κα­νε πολ­λὴ ζέ­στη, καὶ τὸ ἐξ­πρὲς ἀ­πὸ τὴν Βαρ­κε­λώ­νη θὰ ἔ­φτα­νε σὲ σα­ράν­τα λε­πτά. Στα­μα­τοῦ­σε σ’ αὐ­τὴ τὴ δι­α­σταύ­ρω­ση γιὰ δυ­ὸ λε­πτὰ καὶ συ­νέ­χι­ζε γιὰ τὴ Μα­δρί­τη.

— Τί θά­ ‘ταν κα­λύ­τε­ρο νὰ πι­οῦ­με; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­χε βγά­λει τὸ κα­πέ­λο της καὶ τ’­ἄ­φη­σε πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

— Μὲ τό­ση ζέ­στη ἂς πι­οῦ­με μπύ­ρα, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Dos cervezas, πα­ράγ­γει­λε πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς κουρ­τί­νας.

— Με­γά­λες; ρώ­τη­σε μιὰ γυ­ναί­κα ἀ­π’ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ.

— Ναί. Δυ­ὸ με­γά­λες.

        Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­φε­ρε δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ δυ­ὸ τσό­χι­να σου­πλά. Τ’ἀκούμπησε στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοὺς κοί­τα­ξε. Τὸ κο­ρί­τσι ἔ­βλε­πε πέ­ρα κα­τὰ τὴ σει­ρὰ τῶν λό­φων. Λευ­κοὶ κά­τω ἀ­π’­τὸν ἥ­λιο, σὲ μιὰν ἀ­γρο­τι­κὴ πε­ρι­ο­χὴ κα­φε­τιὰ καὶ ξε­ρή.

— Μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, εἶ­πε.

— Δὲν ἔ­χω δεῖ πο­τὲ κα­νέ­ναν, ἀ­πάν­τη­σε αὐ­τὸς πί­νον­τας τὴ μπύ­ρα του.

— Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σες.

— Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μπο­ροῦ­σα. Ἐ­πει­δὴ τὸ λὲς ἐ­σύ, δὲν ἀ­πο­δει­κνύ­ει τί­πο­τα.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὰ μπαμ­ποῦ τῆς κουρ­τί­νας.

— Ἔ­χουν ζω­γρα­φί­σει κά­τι ἐ­κεῖ πά­νω, εἶ­πε. Τί­λέ­ει;

— Anis del Toro. Εἶ­ναι πο­τό.

— Νὰ τὸ δο­κι­μά­ζα­με;

— Ὁ ἄν­τρας φώ­να­ξε «ἄ­κου» πρός τή με­ριά τῆς κουρ­τί­νας. Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ μπάρ.

— Τέσ­σε­ρα reales.

— Δυ­ὸ Anis del Toro.

— Μὲ νε­ρό;

— Θὲς μὲ νε­ρό;

— Δὲν ξέ­ρω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­ναι κα­λὸ μὲ νε­ρό;

— Μιὰ χα­ρά.

— Τὰ θέ­λε­τε μὲ νε­ρό; ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

— Ναὶ μὲ νε­ρό.

— Ἔ­χει γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι κι ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ τρα­πέ­ζι.

— Ὅ­πως ὅ­λα.

— Ναί, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Τὰ πάν­τα ἔ­χουν γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας. Ἰ­δί­ως τὰ πράγ­μα­τα ποὺ πε­ρί­με­νες τό­σο και­ρό, ὅ­πως τὸ ἀ­ψέν­τι.

— Οὔφ, Πά­ψε.

— Ἐ­σὺ τὸ ξε­κί­νη­σες, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.Ἐ­γὼ δι­α­σκέ­δα­ζα.Περ­νοῦ­σα τὴν ὥ­ρα μου εὐ­χά­ρι­στα.

— Ὡ­ραῖ­α, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ πε­ρά­σου­με κα­λά.

— Ὡ­ραῖ­α. Εἶ­πα πὼς τὰ βου­νὰ μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Δὲν ἦ­ταν ἔ­ξυ­πνο;

— Αὐ­τὸ ναί.

— Ἤ­θε­λα νὰ δο­κι­μά­σω τοῦ­το τὸ νέ­ο πο­τό. Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ποὺ κά­νου­με; Νὰ πε­ρι­ερ­γα­ζό­μα­στε τὰ γύ­ρω καὶ νὰ δο­κι­μά­ζου­με νέ­α πο­τά;

— Νο­μί­ζω, ναί.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε ἀ­πέ­ναν­τι κα­τὰ τοὺς λό­φους.

— Ὄ­μορ­φοι λό­φοι, εἶ­πε. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Στὸ νοῦ μου εἶ­χα τὴν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ δέρ­μα­τός τους ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα. Νὰ παίρ­να­με ἄλ­λο ἕ­να πο­τό;

— Ἐν­τά­ξει.

        Ὁ ζε­στὸς ἄ­νε­μος φύ­σα­γε τὴν κουρ­τί­να ἀ­πὸ μπαμ­ποῦ ὣς τὸ τρα­πέ­ζι τους.

— Ὡ­ραί­α ἡ μπύ­ρα καὶ δρο­σε­ρή, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Κα­λή, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

— Ζίγ­κ, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἁ­πλῆ ἐ­πέμ­βα­ση, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Οὔ­τε κὰν ἐ­πέμ­βα­ση.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τὸ ἔ­δα­φος στὰ πό­δια τοῦ τρα­πε­ζιοῦ.

— Τὸ ξέ­ρω, Ζίγκ, δὲ θὰ σὲ πεί­ρα­ζε. Ἀ­λή­θεια, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα. Ἁ­πλά, ἀ­φή­νουν νὰ μπεῖ μέ­σα ἀ­έ­ρας.

        Τὸ κο­ρί­τσι δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα.

— Θὰ ‘ρθῶ μα­ζί σου καὶ θὰ μεί­νω μα­ζί σου ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Ἁ­πλῶς θὰ ἀ­φή­σουν τὸν ἀ­έ­ρα νὰ μπεῖ καὶ με­τὰ ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά.

— Με­τά, τί θὰ κά­νου­με στὴ συ­νέ­χεια;

— Με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε τέ­λεια. Ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἤ­μα­σταν πρίν.

— Τί σὲ κά­νει νὰ τὸ πι­στεύ­εις;

— Εἶ­ναι τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς ἐ­νο­χλεῖ. Τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς κά­νει δυ­στυ­χεῖς.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὶς χάν­τρες τοῦ μπαμ­ποῦ, σή­κω­σε τὸ χέ­ρι της καὶ ἔ­πια­σε δυ­ὸ ἀ­π’­τὰ κορ­δό­νια τῆς κουρ­τί­νας.

— Καὶ θαρ­ρεῖς πὼς με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε μιὰ χα­ρὰ κι εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Τὸ ξέ­ρω σί­γου­ρα. Νὰ μὴ φο­βᾶ­σαι, δὲ χρει­ά­ζε­ται. Ξέ­ρω ἕ­να σω­ρὸ ἀν­θρώ­πους ποὺ τὴν ἔ­κα­ναν.

— Κι ἐ­γώ, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­λοι τους ἦ­σαν τό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Λοι­πόν, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας, ἂν δὲ θές, δὲν εἶ­σαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νη νὰ τὴν κά­νεις.Οὔ­τε ἐ­γὼ θὰ σὲ ἀ­νάγ­κα­ζα, ἂν δὲν ἤ­θε­λες. Ἀλ­λὰ τὸ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἁ­πλή.

— Καὶ τὸ θὲς πραγ­μα­τι­κά;

— Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με, αὐ­τὸ νο­μί­ζω. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω νὰ τὴν κά­νεις ἂν πραγ­μα­τι­κὰ δὲν τὸ θέ­λεις.

— Κι ἂν τὴν κά­νω θὰ εἶ­σαι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος με­τά, κι ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ὅ­πως πρὶν καὶ θὰ μ’ ἀ­γα­πᾶς;

— Καὶ τώ­ρα σ’­ἀ­γα­πά­ω. Τὸ ξέ­ρεις πὼς σ’ ἀ­γα­πά­ω.

— Τὸ ξέ­ρω, ἀλ­λὰ ἂν τὴν κά­νω, με­τὰ δὲ θὰ τρέ­χει τί­πο­τα ἅ­μα λέ­ω πρά­μα­τα ὅ­πως γιὰ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, καὶ θὰ σ’ ἀ­ρέ­σει;

— Καὶ τό­τε θὰ σ’ ἀ­γα­πά­ω. Καὶ τώ­ρα, ὅ­μως δὲ μπο­ρῶ νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι. Ξέ­ρεις πῶς γί­νο­μαι ὅ­ταν στε­νο­χω­ρι­έ­μαι.

— Ἂν τὸ κά­νω, πο­τὲ δὲν θὰ στε­να­χω­ρη­θεῖς;

— Δὲ θὰ στε­να­χω­ρη­θῶ γιὰ κεῖ­νο, για­τί εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Τό­τε θὰ τὴν κά­νω. Ἐ­πει­δὴ δὲ μὲ νοιά­ζει γιὰ μέ­να.

— Τί θὲς νὰ πεῖς; Ἐ­γὼ πάν­τως νοι­ά­ζο­μαι γιὰ σέ­να.

— Ἄ, ναί. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲ νοι­ά­ζο­μαι γιὰ μέ­να. Θὰ τὴν κά­νω, καὶ με­τὰ ὅ­λα κα­λά.

— Ἂν νι­ώ­θεις ἔ­τσι, δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις.

        Τὸ κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πά­τη­σε ὣς τὴν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ.

        Στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ ἀ­πέ­ναν­τι, ὑ­πῆρ­χαν χω­ρά­φια μὲ σι­τη­ρὰ καὶ στὶς ὄ­χθες τοῦ Ἴμ­προ, σ’­ ὅ­λο το μῆ­κος, δέν­τρα. Μα­κριά, πέ­ρα ἀ­π’ τὸ πο­τά­μι, βου­νά. Ἡ σκιὰ ἑ­νὸς σύν­νε­φου με­τα­κι­νή­θη­κε πά­νω ἀ­π’­τὸν σι­τα­γρὸ καὶ τὸ κο­ρί­τσι εἶ­δε τὸ πο­τά­μι ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα.

— Καὶ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ ἔ­χου­με ὅ­λα τοῦ­τα, εἶ­πε ἐ­κεί­νη. Τὰ πάν­τα, καὶ κά­θε μέ­ρα τὸ κά­νου­με πιὸ ἀ­δύ­να­το.

— Τί εἶ­πες;

— Εἶ­πα πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με τὰ πάν­τα.

— Μπο­ροῦ­με νὰ τά ΄χου­με, τὸ κά­θε τί.

— Ὄ­χι.

— Μπο­ροῦ­με νά­ ‘χου­με ὅ­λο τὸν κό­σμο.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με.

— Μπο­ροῦ­με νὰ πᾶ­με ὁ­που­δή­πο­τε.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Δι­κός μας εἶ­ναι.

— Ὄ­χι, ἀ­δύ­να­τον. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Εἶ­ναι.

— Ὄ­χι. Ἔ­τσι καὶ σοῦ τὸ πά­ρουν, πο­τὲ δὲν τὸ ξα­να­παίρ­νεις πί­σω.

— Ἀλ­λὰ δὲν τὸ πή­ρα­νε ἀ­κό­μα.

— Ἂς πε­ρι­μέ­νου­με καὶ θὰ δοῦ­με.

— Ἔ­λα, γύρ­να πί­σω στὴ σκιά, εἶ­πε αὐ­τός. Δὲν πρέ­πει νά ‘χεις τέ­τοια συ­ναι­σθή­μα­τα.

— Δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου συ­ναι­σθή­μα­τα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Γνω­ρί­ζω.

— Δὲ θέ­λω νὰ κά­νεις τί­πο­τα ποὺ δὲ θέ­λεις ἡ ἴ­δια…

— Οὔ­τε ποὺ δὲν εἶ­ναι κα­λὸ γιὰ μέ­να, εἶ­πε αὐ­τή. Ξέ­ρω. Παίρ­νου­με μιὰ μπύ­ρα ἀ­κό­μα;

— Ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ πρέ­πει ν’ ἀν­τι­λη­φθεῖς…

— Ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι . Εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Δὲ γί­νε­ται νὰ στα­μα­τή­σου­με αὐ­τὴ τὴν κου­βέν­τα;

        Κά­θι­σαν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τοὺς λό­φους ἀ­πέ­ναν­τι, στὴν ξε­ρὴ πλευ­ρὰ τῆς κοι­λά­δας, κι ὁ ἄν­τρας ἔ­βλε­πε πό­τε αὐ­τὴν καὶ πό­τε τὸ τρα­πέ­ζι.

— Πρέ­πει νὰ κα­τα­λά­βεις κα­λά, εἶ­πε, πὼς δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις ἂν ἐ­σὺ δὲν θέ­λεις. Εἶ­μαι πέ­ρα γιὰ πέ­ρα πρό­θυ­μος νὰ τὸ ὑ­πο­μεί­νω, ἂν ση­μαί­νει κά­τι γιὰ σέ­να.

— Γιὰ σέ­να δὲ ση­μαί­νει τί­πο­τα; Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ βροῦ­με.

— Καὶ βέ­βαι­α ση­μαί­νει. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σέ­να. Δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο. Καὶ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Ναί, τὸ ξέ­ρεις πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό. Γιὰ σέ­να δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα νὰ τὸ λές, ἐ­γὼ ὅ­μως ξέ­ρω πο­λὺ κα­λά. Θὲς νὰ μοῦ κά­νεις μιὰ χά­ρη τώ­ρα;

— Γιὰ χά­ρη σου, τὰ πάν­τα.

— Μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ χι­λι­ο­πα­ρα­κα­λῶ, μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ νὰ πά­ψεις νὰ μι­λᾶς;

        Αὐ­τὸς δὲν εἶ­πε τί­πο­τα, ἀλ­λὰ κοί­τα­ξε τὰ μπαγ­κά­ζια τους ἀ­κουμ­πι­σμέ­να στὸν τοῖ­χο τοῦ σταθ­μοῦ. Πά­νω τους εἴ­χα­νε ἐ­τι­κέ­τες ἀ­π’­ὅ­λα τά ξε­νο­δο­χεῖ­α ὅ­που εἶ­χαν δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει.

— Ὅ­μως δὲν θέ­λω νὰ κά­νεις… Δε­κά­ρα δὲ δί­νω γι­’­αὐ­τό.

— Θὰ ξε­φω­νί­σω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

        Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε μέ­σα ἀ­π’ τὶς κουρ­τί­νες μὲ δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ τά ‘βα­λε πά­νω στὰ νω­πὰ τσό­χι­να σου­πλά.

— Τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά, εἶ­πε.

— Τί λέ­ει; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι.

— Πὼς τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά.

        Τὸ κο­ρί­τσι τὴν εὐ­χα­ρί­στη­σε μ’ ἕ­να λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο.

— Ὥ­ρα νὰ πά­ω τὶς βα­λί­τσες στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ σταθ­μοῦ, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Αὐ­τὴ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Ἐν­τά­ξει. Με­τὰ γύρ­να, νὰ τε­λει­ώ­σου­με τὴ μπύ­ρα μας.

        Σή­κω­σε τὶς δυ­ὸ βα­ρι­ὲς βα­λί­τσες καὶ κου­βα­λών­τας τις ἔ­κα­νε τὸ γύ­ρω­ τοῦ σταθ­μοῦ ὣς τὶς ἄλ­λες ρά­γες. Σή­κω­σε τὰ μά­τια πά­νω ἀ­π’ τὶς ρά­γες, ἀλ­λὰ δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει τὸ τραῖ­νο. Γυρ­νών­τας πέ­ρα­σε μέ­σα ἀπ΄ τὸ μπὰρ ὅ­που οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες πε­ρί­με­ναν πί­νον­τας. Ἤ­πι­ε ἕ­να Anis στὴ μπά­ρα καὶ τοὺς πε­ρι­ερ­γά­στη­κε. Λο­γι­κὰ ὅ­λοι τους ἀ­νέ­με­ναν τὴν ἄ­φι­ξη . Πα­ρα­μέ­ρι­σε τὴν κουρ­τί­να καὶ βγῆ­κε. Ἐ­κεί­νη κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Αἰ­σθά­νε­σαι κα­λύ­τε­ρα; τὴν ρώ­τη­σε.

— Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. Δὲν τρέ­χει τί­πο­τα. Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά.



Πη­γή: https://faculty.weber.edu/jyoung/English%202500/Readings%20for%20English%202500/Hills%20Like%20White%20Elephants.pdf

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μέ τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ (1954). Τὸ ἔρ­γο του ἐ­πη­ρέ­α­σε καί συ­νε­χί­ζει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀ­να­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στή γε­νέ­τει­ρά του, τίς ΗΠΑ, ὅ­σο καί στόν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πό τά γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καί ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός στά ὅ­πλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποι­όν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥ­λιος ἀ­να­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να 1: Πη­γή: ἀ­πό τήν ἱ­στο­σε­λί­δα:

 https://cairoscene.com/ :

https://cairoscene.com/ArticleImages/20cef10b-9662-4e8e-a91d-7b4fef116c62.jpg

 

Εί­κό­να 2: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Ni­lot­pal Ka­li­ta δη­μο­σι­ευ­μέ­νη στὸν ἱ­στό­το­πο https://unsplash.com/

Εἰ­κό­να 3: Ὁ Χέ­μιν­γουα­ίη τό 1923. Φω­το­γρα­φί­α δι­α­βα­τη­ρί­ου.

Δραματοποιήσεις:

 

Hills Like White Elephants

Παίζουν:

Massimiliano Rossi

Melissa Gava

συμμετέχει:

Francesca Viscardi

Σενάριο καὶ σκηνοθεσία:

Melissa Gava

(2012)

https://www.imdb.com/video/vi212379161

ἄλλες δραματοποιήσεις:

https://www.youtube.com/watch?v=11xJxByf9sM

https://www.youtube.com/watch?v=jAjJ4HE6woc

https://www.youtube.com/watch?v=lOmBYDUdkQ4

https://www.youtube.com/watch?v=jFYOIBwhaO0&t=21s

Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway): Ἰν­δι­ά­νι­κος Κα­ταυ­λι­σμός



Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 3/6]


Ἰν­δι­ά­νι­κος Κα­ταυ­λι­σμός

(Indian camp)


ΞΩ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ τῆς λί­μνης εἶ­χαν σύ­ρει μιά βάρ­κα ἀ­κό­μα. Οἱ δυ­ό Ἰν­διά­νοι πε­ρί­με­ναν ὄρ­θιοι. Ὁ Νίκ κι ὁ πα­τέ­ρας του μπῆ­καν στήν πρύ­μη, οἱ Ἰν­διά­νοι τρά­βη­ξαν τή βάρ­κα στό νε­ρό κι ὁ ἕ­νας τους μπῆ­κε μέ­σα γιά νά τρα­βά­ει κου­πί. Ὁ θεῖος T­ζώρτζ κά­θι­σε στήν πρύ­μη τῆς βάρ­κας ἀ­π’ τήν κα­τα­σκή­νω­ση. Ὁ πιό νέ­ος Ἰν­διά­νος τήν τρά­βη­ξε στό νε­ρό καί μπῆ­κε μέ­σα νά κω­πη­λα­τεῖ γιά τόν θεῖος Τζώρτζ. Οἱ δυ­ό βάρ­κες ξε­κί­νη­σαν στό σκο­τά­δι. Ὁ Νίκ ἄ­κου­γε τούς σκαρ­μούς τῆς ἄλ­λης βάρ­κας κάμ­πο­σο μπρο­στά τους, μα­κριά μέ­σα στήν ὁ­μί­χλη. Οἱ Ἰν­διά­νοι κω­πη­λα­τοῦ­σαν μέ γρή­γο­ρες κο­φτές κου­πι­ές. Ὁ Νίκ ἔ­γει­ρε στήν ἀγ­κα­λιά τοῦ πα­τέ­ρα του μέ τό μπρά­τσο του ὁ­λό­γυ­ρά του. Πά­νω στά νε­ρά ἔ­κα­νε κρύ­ο. Ὁ Ἰν­διά­νος δού­λευ­ε τά κου­πιά πο­λύ δυ­να­τά, ἀλ­λά ἡ ἄλ­λη βάρ­κα μπρο­στά ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν συ­νε­χῶς βα­θιά στήν ὁ­μί­χλη. «Ποῦ πᾶ­με, Μπαμ­πά;» Ρώ­τη­σε ὁ Νίκ. «Πέ­ρα στόν Ἰν­δι­ά­νι­κο κα­ταυ­λι­σμό. Μιά Ἰν­διά­να εἶ­ναι βα­ριά ἄρ­ρω­στη.» «» ἔ­κα­νε ὁ Νίκ. Δι­α­σχί­ζον­τας τόν κόλ­πο βρῆ­καν τήν ἄλ­λη βάρ­κα στήν ἀ­κτή. Ὁ θεῖος Τζώρτζ κά­πνι­ζε ποῦ­ρο στό σκο­τά­δι. Οἱ δυ­ό νε­α­ροί Ἰν­διά­νοι ἔ­συ­ραν τή βάρ­κα πιό μέ­σα στήν ἀ­κτή. Ὁ θεῖ­ος Τζώρτζ ἔ­δω­σε ποῦ­ρα καί στούς δυ­ό Ἰν­διά­νους. Ἀ­νη­φο­ρί­ζον­τας ἀ­πό τήν ἀ­κτή περ­πα­τοῦ­σαν μέ­σα ἀ­πό ἕ­να λι­βά­δι μου­σκε­μέ­νο στή δρο­σιά, ἀ­κο­λου­θών­τας τόν νε­α­ρό Ἰν­διά­νο πού κρα­τοῦ­σε τή λάμ­πα. Με­τά μπῆ­καν στό δά­σος καί ἀ­κο­λού­θη­σαν ἕ­να μο­νο­πά­τι πού ἔ­βγα­ζε στό δρό­μο ὅ­που ξύ­λευ­αν, ὁ­δη­γών­τας πί­σω στούς λό­φους. Ἔ­φεγ­γε πε­ρισ­σό­τε­ρο στό δρό­μο τῶν λογ­γά­ρη­δων, για­τί οἱ κορ­μοί τῆς ξυ­λεί­ας ἦ­ταν κομ­μέ­νοι κι ἀ­πό τίς δυ­ό πλευ­ρές. Ὁ νε­α­ρός Ἰν­διά­νος στα­μά­τη­σε νά σβή­σει τή λάμ­πα του, καί ὅ­λοι συ­νέ­χι­σαν νά προ­χω­ροῦν κα­τά μῆ­κος τοῦ δρό­μου. Ἔ­κα­ναν μιά στρο­φή κι ἕ­νας σκύ­λος βγῆ­κε γαυ­γί­ζον­τας. Μπρο­στά φά­νη­καν τά φῶ­τα στίς πα­ράγ­κες τῶν Ἰν­διά­νων πού ξε­φλού­δι­ζαν τούς κορ­μούς. Πε­ρισ­σό­τε­ροι σκύ­λοι ὅρ­μη­σαν κα­τά πά­νω τους. Οἱ δυ­ό Ἰν­διά­νοι τούς ἔ­δι­ω­ξαν πί­σω στίς πα­ράγ­κες.

       Στό πα­ρά­θυ­ρο μιᾶς πα­ράγ­κας πιό κον­τά στό δρό­μο ὑ­πῆρ­χε φῶς. Μιά γριά γυ­ναί­κα ὄρ­θια στήν εἴ­σο­δο κρα­τοῦ­σε μιά λάμ­πα. Μέ­σα μιά νε­α­ρή Ἰν­διά­να ξα­πλω­μέ­νη σ’ ἕ­να ξύ­λι­νο ράν­τζο. Πά­λευ­ε ἐ­δῶ καί δυ­ό μέ­ρες νά γεν­νή­σει. Ὅ­λες οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες τοῦ κα­ταυ­λι­σμοῦ εἶ­χαν πά­ει νά τήν βο­η­θή­σουν. Οἱ ἄν­τρες ἔ­ξω φρε­νῶν μέ τίς κραυ­γές της εἶ­χαν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ πέ­ρα στό δρό­μο νά κά­τσουν στά σκο­τει­νά καί νά κα­πνί­σουν. Αὐ­τή, μέ τό πού εἶ­δε μέ­σα στήν πα­ράγ­κα τόν Νίκ καί τούς δυ­ό Ἰν­διά­νους πί­σω ἀ­π’ τόν πα­τέ­ρα του καί τόν θεῖος Τζώρτζ, ξε­φώ­νι­σε. Ἦ­ταν πλα­γι­α­σμέ­νη στήν πιό χα­μη­λή κου­κέ­τα, τε­ρά­στια κά­τω ἀ­π’ τό πά­πλω­μα. Τό κε­φά­λι της γυ­ρι­σμέ­νο στή μιά πλευ­ρά. Στήν πά­νω κου­κέ­τα ἦ­ταν ὁ ἄν­τρας της. Πρίν τρεῖς μέ­ρες εἶ­χε κό­ψει πο­λύ ἄ­σκη­μα τό πό­δι του μ’ ἕ­να σκε­πάρ­νι. Κά­πνι­ζε πί­πα. Τό δω­μά­τιο μύ­ρι­ζε πο­λύ βα­ριά. Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Νίκ δι­έ­τα­ξε νά βά­λουν νε­ρό στή φω­τιά, καί ὅ­σο ζε­σται­νό­ταν μι­λοῦ­σε στόν Νίκ. «Ἡ κυ­ρά ἀ­πό δῶ πρό­κει­ται νά γεν­νή­σει, Νίκ», εἶ­πε. «Ξέ­ρω», εἶ­πε ὁ Νίκ. «Δέν ξέ­ρεις», εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας του. «Ἄ­κου με. Αὐ­τό πού τῆς συμ­βαί­νει λέ­γε­ται το­κε­τός. Τό μω­ρό θέ­λει νά γεν­νη­θεῖ, κι αὐ­τή θέ­λει νά τό γεν­νή­σει. Ὅ­λοι οἱ μύ­ες της προ­σπα­θοῦν νά κά­νουν τό παι­δί νά γεν­νη­θεῖ. Αὐ­τό γί­νε­ται κά­θε φο­ρά πού φω­νά­ζει.» «Κα­τά­λα­βα» εἶ­πε ὁ Νίκ. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς ἡ γυ­ναί­κα ξε­φώ­νι­σε. «Ἄχ, Μπαμ­πά, δέν μπο­ρεῖς νά τῆς δώ­σεις κά­τι νά τήν κά­νει νά πά­ψει νά ξε­φω­νί­ζει;» ρώ­τη­σε ὁ Νίκ. «Ὄ­χι. Δέν ἔ­χω κα­νέ­να ἀ­ναι­σθη­τι­κό» εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας του. «Ἀλ­λά οἱ κραυ­γές της δέν εἶ­ναι κά­τι σο­βα­ρό. Οὔ­τε πού τίς ἀ­κού­ω για­τί δέν εἶ­ναι τί­πο­τα σο­βα­ρό.»

       Ὁ ἄν­τρας της στήν πά­νω κου­κέ­τα ἄλ­λα­ξε πλευ­ρό γυ­ρί­ζον­τας πρός τόν τοῖ­χο. Ἡ γυ­ναί­κα στήν κου­ζί­να ἔ­γνε­ψε στόν για­τρό πώς τό νε­ρό εἶ­χε ζε­στα­θεῖ. Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Νίκ πῆ­γε στήν κου­ζί­να κι ἔ­ρι­ξε πε­ρί­που τό μι­σό ἀ­πό τό νε­ρό τῆς χύ­τρας σέ μιά λε­κά­νη. Στό νε­ρό πού ἔ­μει­νε στή χύ­τρα ἔ­βα­λε δι­ά­φο­ρα πράγ­μα­τα πού ξε­τύ­λι­ξε ἀ­πό ἕ­να μαν­τή­λι. «Πρέ­πει νά βρά­σουν» εἶ­πε, κι ἄρ­χι­σε νά τρί­βει τά χέ­ρια του τό­ ’­να μέ τ’ ἄλ­λο μέ ἕ­να κομ­μά­τι σα­πού­νι πού εἶ­χε φέ­ρει ἀ­πό τήν κα­τα­σκή­νω­ση. Ὁ Νίκ πα­ρα­τη­ροῦ­σε τά χέ­ρια τοῦ πα­τέ­ρα του νά τρί­βουν τό ἕ­να τό ἄλ­λο μέ τό σα­πού­νι.

       Ὅ­σο ὁ πα­τέ­ρας του ἔ­πλε­νε τά χέ­ρια του πο­λύ προ­σε­κτι­κά καί σχο­λα­στι­κά, μί­λα­γε: «Βλέ­πεις, Νίκ, τά μω­ρά ὑ­πο­τί­θε­ται πώς γεν­νι­οῦν­ται μέ τό κε­φά­λι νά βγαί­νει πρῶ­το, ἀλ­λά με­ρι­κές φο­ρές δέν γί­νε­ται ἔ­τσι. Ὅ­ταν δέν ἔρ­χον­ται μέ τό κε­φά­λι, προ­κα­λοῦν με­γά­λους μπε­λά­δες σέ ὅ­λους. Μπο­ρεῖ νά χρεια­στεῖ νά χει­ρουρ­γή­σω τού­τη τήν κυ­ρά. Σέ λί­γο θά ξέ­ρου­με.» Ὅ­ταν φά­νη­κε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μέ τό πλύ­σι­μο τῶν χε­ρι­ῶν του, μπῆ­κε στό δω­μά­τιο κι ἔ­πια­σε δου­λειά. «Δέν τρα­βᾶς πέ­ρα αὐ­τό τό πά­πλω­μα, ἔ, Τζώρτζ;» εἶ­πε. «Κα­λύ­τε­ρα νά μήν τ’­ἀγ­γί­ξω.» Ἄρ­γό­τε­ρα ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τήν ἐ­πέμ­βα­ση, ὁ θεῖος Τζώρτζ καί τρεῖς Ἰν­διά­νοι κρα­τοῦ­σαν τήν γυ­ναί­κα ἀ­κί­νη­τη. Αὐ­τή πά­τη­σε μιά δαγ­κω­νιά στό μπρά­τσο τοῦ θεί­ου Τζώρτζ κι ὁ θεῖος Τζώρτζ εἶ­πε, «Κα­τα­ρα­μέ­νη βρω­μο­ϊν­διά­να σκύ­λα!» κι ὁ νε­α­ρός Ἰν­διά­νος, πού τρα­βοῦ­σε τό κου­πί σάν ἔ­φερ­νε τόν θεῖο Τζώρτζ, τοῦ γέ­λα­σε κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κά. Ὁ Νίκ βα­στοῦ­σε τήν λε­κά­νη γιά τόν πα­τέ­ρα του. Κρά­τη­σε πο­λύ. Ὁ πα­τέ­ρας του σή­κω­σε τό μω­ρό ψη­λά καί τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να μπά­τσο νά τό κά­νει ν’ ­ἀ­να­πνεύ­σει καί τό πα­ρέ­δω­σε στή γριά.

       «Βλέ­πεις; Εἶ­ναι ἀ­γό­ρι, Νίκ», εἶ­πε. «Πῶς σοῦ φαί­νε­ται νά εἶ­σαι βο­η­θός ἀ­σκού­με­νος για­τρός;» Ὁ Νίκ εἶ­πε «Κα­λά». Κοί­τα­ζε πέ­ρα γιά νά μή βλέ­πει τί ἔ­κα­νε ὁ πα­τέ­ρας του. «Ὁ­ρί­στε, ξεμ­περ­δέ­ψα­με καί μ’ αὐ­τό» εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας του καί ἔ­βα­λε κά­τι μέ­σα στή λε­κά­νη. Ὁ Νίκ δέν τό κοί­τα­ξε. «Τώ­ρα» εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας του, «εἶ­ναι καί με­ρι­κά ράμ­μα­τα νά βά­λω. Μπο­ρεῖς νά βλέ­πεις, Νίκ, ἤ ὄ­χι, ὅ­πως θέ­λεις. Θά ρά­ψω τήν το­μή πού ἔ­κα­να.» Ὁ Νίκ δέν κοί­τα­ξε. Ἐ­δῶ καί πο­λύ ὥ­ρα εἶ­χε χά­σει κά­θε ἴ­χνος πε­ρι­έρ­γειας. Ὁ πα­τέ­ρας του τέ­λει­ω­σε καί ση­κώ­θη­κε.

       Ὁ θεῖ­ος Τζώρτζ καί οἱ τρεῖς Ἰν­διά­νοι ση­κώ­θη­καν. Ὁ Νίκ πῆ­γε τή λε­κά­νη στήν κου­ζί­να. Ὁ θεῖ­ος Τζώρτζ κοί­τα­ξε τό μπρά­τσο του. Ὁ νε­α­ρός Ἰν­διά­νος θυ­μή­θη­κε καί χα­μο­γέ­λα­σε. «Θά τοῦ βά­λω λί­γο ὀ­ξυ­ζε­νέ, Τζώρτζ», εἶ­πε ὁ για­τρός. Ἔ­σκυ­ψε πά­νω ἀ­π’­ τήν Ἰν­διά­να. Τώ­ρα ἦ­ταν ἥ­συ­χη μέ τά μά­τια κλει­στά. Ἦ­ταν πο­λύ ὠ­χρή. Δέν εἶ­χε ἰ­δέ­α τί ἀ­πό­γι­νε τό μω­ρό ἤ ὅ,τι ἄλ­λο. «Θά γυ­ρί­σω τό πρω­ΐ», εἶ­πε ὁ για­τρός κα­θώς ση­κω­νό­ταν ὄρ­θιος.

       «Ἡ νο­σο­κό­μα ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐ­δῶ ὥς τό με­ση­μέ­ρι καί θά φέ­ρει ὅ,τι χρει­α­ζό­μα­στε.» Ἔ­νι­ω­θε νά φου­σκώ­νει ἀ­πό τό κα­μά­ρι του καί ἦ­ταν φλύ­α­ρος ὅ­πως οἱ παῖ­κτες τοῦ πο­δό­σφαι­ρου στά ἀ­πο­δυ­τή­ρια με­τά τόν ἀ­γώ­να. «Τοῦ­το δῶ εἶ­ναι γιά τό ἰ­α­τρι­κό πε­ρι­ο­δι­κό, Τζώρτζ», εἶ­πε. «Νά κά­νεις Και­σα­ρι­κή μέ σου­γιά καί νά ρά­ψεις μέ κά­που τριά­ντα μέ­τρα πε­το­νιά ἀ­πό λου­ρί­δες ἐν­τέ­ρου.» Ὁ θεῖ­ος Τζώρτζ ἀ­κουμ­ποῦ­σε στόν τοῖ­χο κοι­τά­ζον­τας τό μπρά­τσο του.

       «Ὤ, εἶ­σαι σπου­δαῖ­ος ἄν­τρας, ἐν­τά­ξει.» «Κα­λύ­τε­ρα νά ρί­ξω μιά μα­τιά στόν πε­ρή­φα­νο πα­τέ­ρα. Αὐ­τοί συ­νή­θως ὑ­πο­φέ­ρουν τά χει­ρό­τε­ρα γιά τέ­τοι­α μι­κρο­πράγ­μα­τα», εἶ­πε ὁ για­τρός. «Πρέ­πει νά πα­ρα­δε­χτῶ πώς τό πῆ­ρε κα­λά καί σ’ ­ὅ­λα ἦ­ταν κάμ­πο­σο ἥ­συ­χος.» Τρά­βη­ξε τήν κου­βέρ­τα ἀ­πό τό κε­φά­λι τοῦ Ἰν­διά­νου. Τό χέ­ρι του τρα­βή­χτη­κε μού­σκε­μα. Πά­τη­σε στήν ἄ­κρη τῆς πιό χα­μη­λῆς κου­κέ­τας, σκαρ­φά­λω­σε μέ τήν λάμ­πα στό ἕ­να χέ­ρι καί κοί­τα­ξε μέ­σα. Ὁ Ἰν­διά­νος κοι­τό­ταν μέ τό κε­φά­λι πρός τόν τοῖ­χο. Ὁ λαι­μός του κομ­μέ­νος πέ­ρα γιά πέ­ρα, ἀ­πό ἀ­φτί σ’ ἀ­φτί. Μιά λί­μνη ἀ­πό τό αἷ­μα πού εἶ­χε κυ­λή­σει σχη­μα­τι­ζό­ταν ἐ­κεῖ πού τό σῶ­μα του βού­λια­ζε στήν κου­κέ­τα. Μέ τήν κό­ψη πρός τά πά­νω τό ἀ­νοιγ­μέ­νο ξυ­ρά­φι ἀ­φη­μέ­νο στίς κου­βέρ­τες. «Βγά­λε τόν Νίκ ἔ­ξω ἀ­π’­ τήν πα­ράγ­κα, Τζώρτζ», εἶ­πε ὁ για­τρός. Δέ χρει­ά­στη­κε. Ὀ Νίκ, ὄρ­θιος στήν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας, εἶ­χε κα­λή θέ­α τῆς πά­νω κου­κέ­τας, ὅ­ταν ὁ πα­τέ­ρας του μέ τή λάμ­πα στό ἕ­να χέ­ρι, ἔ­στρε­ψε τό κε­φά­λι τοῦ Ἰν­διά­νου. Μό­λις ἔ­παιρ­νε νά χα­ρά­ζει, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψαν βα­δί­ζον­τας στόν δρό­μο τῶν λογ­γά­ρη­δων ὥς τή λί­μνη.

       «Λυ­πᾶ­μαι πο­λύ πού σ’ ­ἔ­φε­ρα σ’ αὐ­τό τό ἀ­χού­ρι, Νί­κυ», εἶ­πε ὁ πα­τέ­ρας του δί­χως ἴ­χνος ἀ­πό τόν ἐν­θου­σια­σμό του με­τά τήν ἐ­πέμ­βα­ση. «Με­γά­λο λά­θος,τά σκά­τω­σα νά σέ ὑ­πο­βά­λω σ’­ὅ­λο αὐ­τό.» «Ὅ­ταν οἱ γυ­ναῖ­κες γεν­νᾶ­νε, πάν­τα ζο­ρί­ζον­ται τό­σο σκλη­ρά;» ρώ­τη­σε ὁ Νίκ. «Ὄ­χι, αὐ­τό πού ἔ­γι­νε ἦ­ταν κά­τι πο­λύ-πο­λύ ἐ­ξαιρε­τι­κό.» «Για­τί ἐ­κεῖ­νος αὐ­το­κτό­νη­σε, Μπα­μ­πά;» «Δέν ξέ­ρω, Νίκ. Μᾶλ­λον, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἀν­τέ­ξει.»

       «Αὐ­το­κτο­νοῦν πολ­λοί ἄν­τρες, Μπαμ­πά;» «Ὄ­χι πά­ρα πολ­λοί, Νίκ», «Πολ­λές γυ­ναῖ­κες;» «Πο­λύ σπά­νια», «Πο­τέ;» «Ἄ, με­ρι­κές φο­ρές, ναί.»

       «Μπαμ­πά;» «Ναί.» «Ποῦ πῆ­γε ὁ θεῖ­ος Τζώρτζ;» «Θά γυ­ρί­σει μιά χα­ρά.» «Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά πε­θαί­νεις Μπαμ­πά;» «Ὄ­χι, νο­μί­ζω εἶ­ναι πο­λύ εὔ­κο­λο, Νίκ. Πάν­τα ἐ­ξαρ­τᾶ­ται.» K­ά­θον­ταν στήν βάρ­κα, ὁ Νίκ στήν πλώ­ρη, ὁ πα­τέ­ρας στά κου­πιά. Ὁ ἥ­λιος ἀ­νέ­βαι­νε πά­νω ἀ­πό τούς λό­φους. Μιά πέρ­κα ἀ­να­πή­δη­σε, φτι­ά­χνον­τας κύ­κλο στό νε­ρό. Ὁ Νίκ ἔ­σερ­νε τό χέ­ρι του στό νε­ρό. Τό ἔ­νι­ω­θε θερ­μό στήν τσου­χτε­ρή ψύ­χρα τοῦ πρω­ϊ­νοῦ. N­ω­ρίς τό πρω­ΐ στή λί­μνη κα­θι­σμέ­νος στήν πλώ­ρη τῆς βάρ­κας μέ τόν πα­τέ­ρα του νά κω­πη­λα­τεῖ, ἔ­νι­ω­θε ὁ­λό­τε­λα σί­γου­ρος πώς δέν θά πέ­θαι­νε πο­τέ.



Πη­γή: Πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε στό πε­ρι­ο­δι­κό Trans­atlan­tic Re­view τοῦ Ford Ma­dox Ford στό Πα­ρί­σι τό 1924. Βλ. έ­δῶ:

https://ia800306.us.archive.org/31/items/IndianCampErnestHemingway_661/IndianCampByErnestHemingway.pdf

Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρνεστ Χέ­μινγου­αίη ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μέ τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ (1954). Τὸ ἔρ­γο του ἐ­πη­ρέ­α­σε καί συ­νε­χί­ζει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀ­να­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στή γε­νέ­τει­ρά του, τίς ΗΠΑ, ὅ­σο καί στόν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πό τά γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καί ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός στά ὅ­πλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποιόν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥ­λιος ἀ­να­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να 1: Ἡ πα­ρά­γκα τῶν κυ­νη­γῶν στὰ ὄ­ρη Ἀ­ντι­ρο­ντάκ. Λι­θο­γρα­φία ἐ­πι­χρω­μα­τι­σμέ­νη μὲ τὸ χέ­ρι, 1861, πα­ρα­γω­γὴ τῆς νε­ο­ϋ­ρκέ­ζι­κης Ἑ­ται­ρεί­ας Χα­ρα­κτι­κῆς Cur­rier & I­ves (1837-1907).

Εἰ­κό­να 2: Ὁ Χέ­μιν­γουα­ίη τό 1923. Φω­το­γρα­φί­α δι­α­βα­τη­ρί­ου.

Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;



Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 2/6]


Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α

ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου

ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;

 

ΝΑΣ ἀ­πό τούς χρυ­σούς κα­νό­νες τῆς συγ­γρα­φῆς μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν εἶ­ναι αὐ­τός πού δι­α­τύ­πω­σε ὁ Edgar Allan Poe ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τό Κο­ρά­κι. Εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας τοῦ «σὲ μιὰ μόνο ἀνάγνωση [in one sitting]». Σύμ­φω­να μ’ αὐ­τόν, τό λο­γο­τε­χνι­κό ἔρ­γο πού μπο­ρεῖ νά δι­α­βα­στεῖ μο­νο­κο­πα­νιᾶς δι­α­τη­ρεῖ τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ζω­η­ρῆς του ἐ­ντύ­πω­σης [effect]. Ἀν­τι­θέ­τως, ἄν ὁ ἀ­να­γνώ­στης στα­μα­τᾶ τήν ἀ­νά­γνω­ση γιά νά κά­νει ἕ­να δι­ά­λειμ­μα, ἡ ἰ­σχυ­ρή ἐντύ­πω­σή της χά­νε­ται ἐ­πει­δή ὑ­πει­σέρ­χον­ται «οἱ ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ κό­σμου», μέ ἄλ­λα λό­για ἡ δι­ά­σπα­ση πού προ­κα­λεῖ ἡ πραγ­μα­τι­κή ζω­ή. Νά για­τί ἡ ἰ­δα­νι­κή μι­κρή ἱ­στο­ρί­α πρέ­πει νά εἶ­ναι ἁ­πλῆ κι ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κή.

       Δε­κα­ε­τί­ες με­τά τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­τυ­πω­μέ­νου ἀ­πό τόν Poe κα­νό­να ὁ Εrnest Hemingway προ­φα­νῶς ἐν­στερ­νι­ζό­με­νος τήν συμ­βου­λή μέ ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες σέ μιά ντόμ­πρα γλώ­σα, ἔ­τσι πού ὥς τά σή­με­ρα νά προκαλοῦν ἰ­σχυ­ρή ἐντύπωση σέ χι­λιά­δες ἀ­να­γνῶ­στες ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Πι­θα­νόν τό πιό σπου­δαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα τῶν δε­ξι­ο­τή­των του βρί­σκε­ται στήν πλέ­ον σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α, πού θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ καί ἡ πιό τρα­γι­κή πού ἔ­γρα­ψε πο­τέ:

Πρὸς πώ­λη­ση: βρε­φι­κὰ πα­πού­τσια ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα

       Νά ὅ­μως πῶς ἔ­χει τό πράγ­μα· εἶ­ναι ἡ πιό σύν­το­μη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γρα­φή πού ἀ­πο­δί­δε­ται στόν Ηemingway. Καί τό κα­λυ­τε­ρό­τε­ρο του­ίτ τοῦ κό­σμου, δέ θά μπο­ροῦ­σε νά πλη­σιά­σει τόν τρό­πο πού τό κεί­με­νο τοῦ He­ming­way κα­τα­φέρ­νει νά δι­η­γη­θεῖ μιάν ὁ­λό­κλη­ρη ἱ­στο­ρί­α μέ­σα σέ τό­σο λί­γες λέ­ξεις. Ἐ­να­πό­κει­ται στόν ἀ­να­γνώ­στη νά συμ­πλη­ρώ­σει τά κε­νά τῆς πλο­κῆς: τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­π’­ αὐ­τήν τήν ἀγ­γε­λί­α; Γιά ποι­ό λό­γο πο­τέ δέν φο­ρέ­θη­καν τά πα­πού­τσια; Πα­ρά πού δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πάν­τη­ση, ἡ τρα­γω­δί­α εἶ­ναι πα­ρού­σα(1). Ὡ­στό­σο, τό μυ­στή­ριο πού πε­ρι­βάλ­λει τήν ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­σο καί ἡ τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν γρα­φή τοῦ κει­μέ­νου, αὐ­τή πού συ­νε­τέ­λε­σε στήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου γύ­ρω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Λέ­γε­ται ὅ­τι τό κεί­με­νο γρά­φτη­κε κά­που στά 1920 στό ξε­νο­δο­χεῖ­ο Algonquin τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης, ὅ­που ὁ He­ming­way καί ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς στοι­χη­μά­τι­σαν δέ­κα δολ­λά­ρια γιά τό ποι­ός τους θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψει τήν πιό σύν­το­μη ἀλ­λά καί πιό συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α. Σύμ­φω­να μέ τά λε­γό­με­να, ὁ H. ἀ­φοῦ τήν ἔ­γρα­ψε σέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα, ἄ­φη­σε τούς ἄλ­λους νά τήν δι­α­βά­σουν κα­θώς μά­ζευ­ε τά χρή­μα­τα πού εἶ­χε κερ­δί­σει. Ἄν τό πράγ­μα ἀ­λη­θεύ­ει, δέν εἶ­ναι νά ἀ­πο­ρεῖ κα­νείς μέ αὐ­τό πού σκέ­πτον­ται πολ­λοί, πώς εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἰ­δι­ο­φυΐ­ας τοῦ Ηemingway.

       Ἐν­τού­τοις, ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­χνά, ἡ ἀ­λή­θεια πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξά­πτει τήν φαν­τα­σί­α λι­γό­τε­ρο, ὄν­τας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀμ­φι­λε­γό­με­νη. Πρῶ­τον, πα­ρά πού ἀ­λη­θεύ­ει πώς ἡ σύ­να­ξη ἑ­νός κύ­κλου δι­α­νο­ουμέ­νων ὄν­τως πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στό Algonquin, δέν ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­ση­μες κα­τα­γρα­φές ἤ μαρ­τυ­ρί­ες γιά τό στοί­χη­μα στό ὁ­ποῖ­ο λέ­γε­ται πώς συμ­με­τεῖ­χε ὁ He­ming­way, καί οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες ἐκ­φρά­ζουν δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­δο­χές. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν δυ­ό πι­θα­νές πη­γές πα­ρό­μοι­ας δο­μῆς καί πε­ρι­ε­χο­μέ­νου μέ αὐ­τό τοῦ κει­μέ­νου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐμ­φα­νί­στη­καν πρίν ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α. Ἡ πρώ­τη προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­να δο­κί­μιο τοῦ Wil­liam R. Cane στά 1917, ὅ­που γρά­φει γιά τά «Μι­κρά Πα­πού­τσια, πού Πο­τέ δέν Φο­ρέ­θη­καν»· ἔ­ξο­χος τί­τλος γιά τήν ἱ­στο­ρί­α μιᾶς γυ­ναί­κας πού ἔ­χα­σε τό παι­δί της. Ἡ ἄλ­λη μπο­ρεῖ νά ἰ­χνη­λα­τη­θεῖ πί­σω σέ μιάν ἀγ­γε­λί­α ἐ­φη­με­ρί­δας στά 1906 πού ἔ­λε­γε: «Πρός πώ­λη­ση παι­δι­κό καρ­ρό­τσι, ἀ­χρη­σι­μο­ποί­η­το παν­τε­λῶς. Ἀ­πευ­θυν­θεῖ­τε στό τά­δε γρα­φεῖο.»

       Δι­α­βά­ζον­τας αὐ­τές τίς δύ­ο πη­γές, ἡ ἱ­στο­ρί­α σα­φῶς χά­νει τήν μα­γεία της. Ὡ­στό­σο, τό πραγ­μα­τι­κό θέ­μα ἔγ­κει­ται στό γε­γο­νός πώς ὁ He­ming­way δη­μο­σι­ο­γρα­φοῦ­σε γιά πολ­λά χρό­νια, ὥ­στε ἦ­ταν ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ αὐ­τό τόν τύ­πο ἀγ­γε­λι­ῶν καί αὐ­τό τό ὕ­φος γρα­φῆς. Ἔ­τσι πολ­λοί λό­γιοι ἔ­φτα­σαν ν’ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται γιά τό κα­τά πό­σο αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ λο­γο­πλο­κή ἤ ἄν αὐ­τό τό ψῆγ­μα ἔ­χει κα­μιά λο­γο­τε­χνι­κή ἀ­ξί­α. Τί κά­νει τό κει­με­νά­κι τοῦ He­ming­way λο­γο­τε­χνι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα κι ὄ­χι ἁ­πλῶς μιά σύν­το­μη ἀγ­γε­λί­α; Ποι­ό εἶ­ναι τό ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στήν ἄν­τλη­ση ἔμ­πνευ­σης ἀ­πό τήν ἀν­τι­γρα­φή ἑ­νός κει­μέ­νου; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση σ’ αὐ­τές τίς ἐ­ρω­τή­σεις, ἄν καί ὑ­πο­κει­με­νι­κή, σχε­τί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Ἀ­κό­μη κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­ξι­ό­πι­στη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν προ­έ­λευ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἡ δι­ά­δο­σή της μα­ζί μέ τόν μύ­θο ἔ­χουν κά­τι κοι­νό: ὁ Peter Miller, ἀ­τζέν­της λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι αὐ­τός πού κα­τέ­γρα­ψε τήν ἱ­στο­ρί­α στό βι­βλί­ο του: Get Published! Get Produced!: A Literary Agent’s Tips on How to Sell Your Writing [ύ­πω­σε! Μπές στήν Πα­ρα­γω­γή!: O­ἱ Συμ­βου­λές ἑ­νό­ς Ά­τζέν­τη Λο­γο­τε­χνί­ας γιά τό Πῶς νά Γί­νουν τά Γρα­φτά σου Εὐ­πώ­λη­τα.] <1991>. Γιά τήν εἰ­ρω­νεί­α τοῦ πράγ­μα­τος, ὁ Miller ἔ­γι­νε τό ζων­τα­νό πα­ρά­δειγ­μα ὅ­σων λέ­ει ὁ τί­τλος του· κα­τά­φε­ρε νά που­λή­σει τού­τη τήν ἱ­στο­ρί­α γιά τό πιό μι­κρό μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Hemingway σέ παγ­κό­σμιο ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, δί­χως στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νά ἔ­χει πη­γές ἤ ἀ­πο­δεί­ξεις πώς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή. Ποι­ός συγ­γρα­φέ­ας δέν θά ἤ­θε­λε νά ἔ­χει ἀ­τζέν­τη κά­ποι­ον σάν τόν Miller ;

       Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἀ­παν­τή­σεις στό ἐ­ρώ­τη­μα πε­ρί λο­γο­κλο­πῆς καί τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ He­ming­way. Ἄν ὁ μύ­θος δέν εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει, τό­τε παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί λό­γος νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται, σω­στά; Πα­ρά ταῦ­τα, μᾶς κά­νει νά σκε­φτό­μα­στε γύ­ρω ἀ­πό τό τί θε­ω­ροῦ­με λο­γο­τε­χνί­α. Για­τί τε­λι­κά, τό κεί­με­νο, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ποι­ός τό ἔ­γρα­ψε, διαθέτει τήν ἰσχυρή ἐ­ντύ­πω­­ση πού ὁ Poe κα­θό­ρι­σε ὡς χρυ­σό κα­νό­να γιά τίς μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες, καί ἐ­πί­σης δι­α­θέ­τει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά τρέ­φει τήν ἀ­νάγ­κη μας νά συμ­πλη­ρώ­νουμε τά κε­νά στίς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἱ­στο­ρί­ες. Τε­λι­κά, μπο­ρεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρί­α νά μᾶς δεί­χνει πώς δέν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κός δι­α­χω­ρι­σμός ἀ­νά­με­σα στήν λο­γο­τε­χνί­α καί τίς κα­λύ­τε­ρες ἀγ­γε­λί­ες πού ἔ­χου­με δεῖ δη­μο­σι­ευ­μέ­νες, κι ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος, οὔ­τε ἀ­με­τα­κί­νη­τος εἶ­ναι οὔ­τε ὁ­ρι­στι­κός. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πη­γή ἔμ­πνευ­σης κά­ποι­ου λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τος θά μπο­ροῦ­σε νά βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά στά μά­τια μας, χω­ρίς κάν νά τό γνω­ρί­ζου­με.

 

(1) Μιά τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἱ­­στο­ρί­ας πρός τήν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­σει κα­νείς στό πε­ζό τῆς Ἡ­ρῶς Νι­κο­πού­λου «Τὰ δῶ­ρα». [Σ.τ.Ἐ.]

Μιά πο­λύ ση­μαν­τι­κή ἔ­ρευ­να γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μπο­ρεῖ κα­νείς νά δι­α­βά­σει στήν ἱ­στο­σε­λί­δα Quo­te In­ve­sti­ga­tor:

https://quoteinvestigator.com/2013/01/28/baby-shoes/

(ἐδῶ με­τα­φρα­σμέ­νη στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸν Γιῶρ­γο Θε­ο­χά­ρη:

https://dimartblog.com/2015/05/31/for-sale-baby-shoes-never-worn/)

[Σ.τ.Ἐ.]

* * *

Ὁ Χέμινγουαίη καὶ ἡ παρέα του

στὸ CAFE du DOME, Παρίσι.

Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963)

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα: Culturacolectiva.com, στὶς 26.10.2017:

https://culturacolectiva.com/books/ernest-hemingway-short-story

Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Με­ξι­κα­νί­δα μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, με­τα­φρά­στρια καί φοι­τή­τρια MSc Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου. Πτυ­χι­οῦ­χος Ἀγ­γλι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας μέ ἐ­ξει­δί­κευ­ση στή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τό Ἐ­θνι­κό Αὐ­τό­νο­μο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Με­ξι­κοῦ (UNAM). Ἡ δι­α­τρι­βή της ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στόν ρό­λο τῶν γυ­ναι­κῶν ὡς «ὀρ­γα­νι­κῶν καλ­λι­τε­χνῶν» στά δι­η­γή­μα­τα τῆς Anaïs Nin. Ἔ­χει εἰ­δι­κευ­τεῖ στή συγ­γρα­φή καί τήν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α γιά ψη­φια­κά μέ­σα, ὅ­πως τό Cultura Colectiva καί τό Google Arts & Culture.

Βλ.: https://blogs.ed.ac.uk/digitalhumanities2020/authors/

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα 1: Ὑπερηχογράφημα ἐμβρύου. Εἰκαστικὸ ἔργο τῆς Laura Steerman. Ἱστοσελίδα: Quaintbaby. Ultrasound Art.

Εἰ­κό­να2: Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963).

Ντὰν Σβάρτζ (Dan Schwartz): Θυ­μᾶ­μαι



Ντὰν Σβάρτζ (Dan Schwartz)


Θυ­μᾶ­μαι

(Remember)


ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ εἴ­κο­σι χρό­νια γιά νά γρα­φτεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρί­α. Στό τέ­λος ἕ­νας δύ­της χά­νε­ται. Ἄν θέ­λε­τε νά στα­μα­τή­σε­τε τώ­ρα, αὐ­τό εἶ­ναι ὅ­λο κι ὅ­λο.

***

Τό πράγ­μα ξε­κί­νη­σε ὅ­ταν, μέ τήν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ μου, εἶ­δα τίς πορ­το­κα­λι­ές καί μαῦ­ρες ρί­γες ἑ­νός τί­γρη. Σκέ­φθη­κα πώς ἴ­σως ἤ­θε­λε νά φά­ει τό χέ­ρι μου, ἀλ­λ’ ἀν­τι­θέ­τω­ς ἔ­γλυ­φε ἤ­ρε­μα ἕ­να κου­τά­κι πα­γω­μέ­νου γι­α­ουρ­τιοῦ πε­τα­μέ­νου πά­νω στό βρώ­μι­κο ἔ­δα­φος τοῦ πα­ρά­δρο­μου μιᾶς πό­λης. Χλα­πά­κια­σε κά­θε στα­γό­να, κ’ ὕ­στε­ρα τό ἴ­διο τό κου­τά­κι τσά­κι­σε, στά σα­γό­νια του. Ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν ἑ­πτά.

       Ὁ τί­γρης με­τα­φέρ­θη­κε πί­σω στόν ζω­ο­λο­γι­κό κῆ­πο (ἤ ἦ­ταν μιά ἰ­δι­ω­τι­κή κα­τοι­κί­α;), ἀλ­λά μ’ ἔ­κα­νε νά σκε­φτῶ πο­λύ γιά τόν ὠ­κε­α­νό. Πώς τά ζῶ­α ἐ­κεῖ, μέ με­ρι­κές ἐ­ξαι­ρέ­σεις, δέν φεύ­γουν πο­τέ. Μέ­νουν ὅ­που βρί­σκον­ται κι ὅ­λα τούς πα­ρέ­χον­ται. Εἶ­πα σέ κά­ποι­ον τί σκε­φτό­μουν. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σα τό νε­ρό.

       Πολ­λοί στή ζω­ή μου μέ προ­ει­δο­ποί­η­σαν πώς ἡ σκέ­ψη δέν ἦ­ταν κα­λή, ὅ­μως λά­θευ­αν.

***

Νά φτά­σω στή θά­λασ­σα ὡ­στό­σο δέν ἦ­ταν εὔ­κο­λο. Ἔ­πρε­πε νά σπου­δά­σω, καί πο­τέ δέν ἤ­μουν πο­λύ κα­λός φοι­τη­τής. Ὁ­πο­τε­δή­πο­τε κά­ποι­ος προ­σπα­θοῦ­σε νά μοῦ δι­δά­ξει τό πα­ραμι­κρό, ἐ­γώ ἄρ­χι­ζα νά σκέ­πτο­μαι κά­τι ἄλ­λο. Ἄν ἤ­θε­λα νά μά­θω γιά τήν ποί­η­ση ἔ­πρε­πε νά κά­νω μα­θή­μα­τα μα­θη­μα­τι­κοῦ λο­γι­σμοῦ. Πῆ­ρε κά­ποι­α χρό­νια νά κα­τα­λά­βω πῶς νά ἰ­σορ­ρο­πῶ τά πάν­τα.

       Τό κα­λύ­τε­ρο μέ­ρο­ς γιά θα­λάσ­σια βι­ο­λο­γί­α βρι­σκό­ταν σέ μιά μα­κρι­νή βο­ρι­νή πό­λη, μέ κλί­μα σά φου­σκω­τό ἄ­νο­ρακ, ὅ­που τά νού­με­ρα μέ­τρη­σης τῆς θερ­μο­κρα­σί­ας ἦ­σαν δι­α­φο­ρε­τι­κά.

       Ἕ­να τμῆ­μα τοῦ προ­γράμ­μα­τος ἦ­ταν στό κέν­τρο τῆς πό­λης, κι ἕ­να ἄλ­λο πε­ρι­λάμ­βα­νε συ­χνές ἐκ­δρο­μές σ’­ ἕ­ναν δο­ρυ­φο­ρι­κό campus ὅ­που πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­μοια­ζε μέ μα­θη­τεί­α  σέ κά­στρο με­σαι­ω­νι­κοῦ τύ­που, πλῆ­ρες ποι­κί­λων δο­κι­μα­σι­ῶν, μέ μιάν αὐ­στη­ρή δο­μή ἀ­πό κά­στες, ἀ­πορ­ρι­πτι­κούς προ­φέ­σο­ρες, καί με­γά­λες φι­λί­ες ἑ­νω­μέ­νες μέ ἀ­παί­σι­ες ἀ­πο­φο­ρές. Ἐ­κεῖ ἐ­πί­σης δι­δα­σκό­μα­σταν πώς ν’ ἀ­να­πνέ­ου­με κά­τω ἀ­π’ τό νε­ρό. Τώ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο εἶ­ναι ἀν­τι­φα­τι­κό ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἦ­ταν ἀ­πο­δε­κτό.

       Ἤ­μουν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά πά­ρω πτυ­χί­ο μέ δι­πλό major, γιά νά θυ­μᾶ­μαι ὅ,τι­δή­πο­τε, καί γι­’ ­αὐ­τό εἶ­μαι καί βι­ο­λι­στής.

***

Γιά λί­γο ἔ­μει­να σέ κεί­νη τή βο­ρι­νή πό­λη, με­τά πῆ­γα σ’­ἕ­να ἰν­στι­τοῦ­το ἔ­ρευ­νας στήν βι­ο­λο­γί­α μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον στό κτί­σι­μο ὑ­πο­θα­λάσ­σι­ων πό­λε­ων. Με­τροῦ­σαν τή θερ­μο­κρα­σί­α μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κό λε­ξι­λό­γιο. Πραγ­μα­τι­κά βο­ή­θη­σε νά μά­θω μιά νέ­α γλώσ­σα καί νά ἀ­να­πτύσ­σω ὑ­δα­το­καλ­λι­έρ­γει­ες. Στό τέ­λος ἐ­πι­λέ­χτη­κα ὡς ἕ­νας ἀ­πό τούς πρώ­τους κα­τοί­κους. Θά τε­στά­ρι­ζα τά σχέ­δια.

       Κα­θώς τό πεί­ρα­μα συ­νε­χι­ζό­ταν γιά λί­γο καί πιά δέν ἔ­νι­ω­θα τί­πο­τα γιά τούς ἀν­θρώ­πους στή στε­ριά, δι­ά­λε­ξα νά πα­ρα­μεί­νω ὑ­πο­βρύ­χι­ο­ς ὅ­σο τό δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι τῆς ὁ­μά­δας πῆ­γαν πί­σω ὅ­ταν ὅ­λοι θε­ω­ρη­θή­κα­με ὡς ἀ­πο­τυχόν­τες, ἀλ­λά ὁ ἴ­διος τούς εἶ­πα πώς ἐ­κει­πέ­ρα εἶ­χα ἕ­ναν κῆ­πο.

       Ἔ­νι­ω­θα ὡ­ραῖ­α νά ‘­χω ξε­χα­στεῖ. Τά ζῶ­α ἦ­σαν πι­στά στη φύ­ση τους, καί δέ μ’ ἐ­νο­χλοῦ­σαν. Εἶ­χα ποι­κι­λί­ες φυ­τῶν μέ μό­νι­μα προ­βλή­μα­τα, καί ἐ­πε­ξερ­γα­ζό­μουν ἕ­να μου­σι­κό πρό­γραμ­μα μέ ἕ­να δα­νει­κό βι­ο­λί ἀ­πό ἴ­νες ἄν­θρα­κα.

***

Κα­θώς τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν δού­λευ­α καί κα­τέ­γρα­φα πώς τά ζῶ­α καί ἡ ζω­ή τῶν φυ­τῶν προ­σαρ­μο­ζό­ταν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά κλί­μα­τα. Τό­τε ἦρ­θε ὁ προ­α­να­φερ­θείς δύ­της, μέ μαύ­ρη φόρ­μα καί μιά δε­ξα­με­νή.

       «Ἔ­πε­σα πά­νω σου τυ­χαῖ­α σέ κά­τι πα­λι­ές χαρ­τοῦ­ρες» εἶ­παν, «καί ἤ­θε­λα νά βε­βαι­ω­θῶ πώς δέν ἦ­ταν λά­θος».

       Μέ­σα ἀ­π’ τίς μά­σκες τους πα­ρα­τή­ρη­σα πώς εἶ­χαν ἕ­να πα­ρά­ξε­νο βλέμ­μα, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σα νά ξε­χω­ρί­σω ἄν ἦ­ταν οἶ­κτος, ἤ ἀ­η­δί­α, ἤ σκέ­τα τό πρό­σω­πό τους

***

Ἡ πό­λη ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεί, ἀλ­λά τά φυ­τά δέν με­γά­λω­ναν πο­λύ, καί δέν εἶ­χα πολ­λά νά πῶ. Προ­σφέρ­θη­κα νά τούς παί­ξω λί­γη μου­σι­κή. Ἦ­σαν πο­λύ εὐ­γε­νι­κοί καί εἶ­παν πώς ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν ἐ­πι­φά­νεια.

       Πέ­ρα ἀ­π’ ­αὐ­τό πο­τέ δέν γύ­ρι­σαν στήν ἐ­πι­φά­νεια, ἤ ὁ­που­δή­πο­τε ἀλ­λοῦ. Κα­νέ­να νέ­ο τους δέν μα­θεύ­τη­κε πο­τέ ἀ­πό κα­νέ­να.

       Ὑ­περ­γεί­ως εἶ­ναι κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό ὅ­ταν κά­ποι­ος χά­νε­ται, γι­’ ­αὐ­τό μιά ἐ­ρευ­νη­τι­κή ὁ­μά­δα βγῆ­κε νά ψά­ξει τόν δύ­τη, κι ὅ­τα­ν βρῆ­καν ἐ­μέ­να, ἤ­ξε­ρα πώς τό πεί­ρα­μα ὁ­ρι­στι­κά εἶ­χε φτά­σει στό τέ­λος του. Ἔ­πρε­πε νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψω τήν πό­λη μου. Ἄν ὑ­πῆρ­χαν φῶ­τα θά ἔ­πρε­πε νά τά σβή­σω.

***

Ἡ γῆ δέν δί­νει τήν ἴ­δια αἴ­σθη­ση ὅ­πως πρίν φύ­γω. Κα­τά και­ρούς ξε­χνά­ω πώς ν’ ἀ­να­πνέ­ω αὐ­τόν τόν ἀ­έ­ρα, πώς νά περ­πα­τά­ω, πώς νά χρη­σι­μο­ποι­ῶ τά χρή­μα­τα, πώς νά μι­λά­ω στούς ἄλ­λους χω­ρίς μέ κά­ποι­ο τρό­πο νά τούς πλη­γώ­νω καί πώς νά εἶ­μαι συ­νη­θι­σμέ­νο ἄ­το­μο. Κα­νείς δέ μέ θυ­μᾶ­ται, κι ἔ­τσι κα­νείς δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται νά μέ βο­η­θή­σει νά θυ­μᾶ­μαι.

       Δέν μπο­ρῶ ὅ­μως νά πά­ω πί­σω, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὄ­χι δί­χως μιάν ἐ­ρευ­νη­τι­κή ἐ­πι­δό­τη­ση, πού κα­νείς δέν θέ­λει νά χρη­μα­το­δο­τή­σει. Τό νά συγ­κεν­τρω­θῶ ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μη μιά φο­ρά δυ­σχε­ρέ­στε­ρο. Δέν μπο­ρῶ νά προ­βλέ­ψω τί θά συμ­βεῖ στή συ­νέ­χεια.

       Ἡ ἐ­ρευ­νη­τι­κή ὁ­μά­δα πο­τέ δέν κα­τά­λα­βε ποῦ χά­θη­κε ὁ δύ­της. Ἴ­σως τόν κα­τά­πι­ε κα­μιά ὑ­πο­θα­λάσ­σια μαύ­ρη τρύ­πα. Ἀ­π’ ὅ­σο ξέ­ρου­με εἶ­ναι μυ­στή­ριο.

       Ἀλ­λά ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού γί­νο­μαι κα­κός. Μπο­ρῶ νά φαν­τα­στῶ τόν δύ­τη κρυμ­μέ­νο, νά μέ πε­ρι­μέ­νει νά φύ­γω, συμ­πλη­ρώ­νον­τας τό μι­σό τοῦ κύ­κλου, ὅ­πως ἐ­γώ συμ­πλή­ρω­σα τό δι­κό μου. Κα­θέ­νας βρί­σκον­τας ἐ­κεῖ­νο πού ἄ­φη­σε πί­σω του ὁ ἄλ­λος: ἕ­ναν ἄ­δει­ο κῆ­πο, ἕ­να πα­ρα­τη­μέ­νο βι­ο­λί, ἕ­να ἐ­ρεί­πιο τοῦ μέλ­λον­τος.



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ ἱ­στο­λό­γιο JMWW (09.10.2019):

https://jmwwblog.wordpress.com/2019/10/09/flash-fiction-remember-by-dan-schwartz/

Ντὰν Σβάρτζ (Dan Schwartz). Κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ Washington, DC καὶ ζεῖ στὴν Arizona. Ἐρ­γα­σί­α του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὶς ἐ­πι­θε­ω­ρή­σεις The Fa­bu­list, Ne­ces­sary Fi­ction καὶ Joy­land.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὰ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖ­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοὶ καὶ ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012 (Ἁρ­μός, 2013) καὶ Iva: Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να: φω­το­γρα­φί­α τῆς Paula Borowska.

Ρί­χαμ Άν­τλυ (Riham Adly): Τὸ Σύντομο Χρονικὸ τοῦ Κοριτσιοῦ…


Ρί­χαμ Άν­τλυ (Riham Adly)


Τό Σύν­το­μο Χρο­νι­κό τοῦ Κο­ρι­τσιοῦ,

εἰ­πω­μέ­νο ἀ­πό τήν Ρε­α­λί­στρια

ὡ­στό­σο Αἰ­σι­ό­δο­ξη Ἀ­φρι­κα­νί­δα Χαρ­το­ρί­χτρα

(The Brief Chronicled History of The Girl

as told by the Realist

but yet Optimistic African Fortune-teller)


ΟΡΙΤΣΙ, προ­τοῦ ὁ πα­τέ­ρας σου σέ φυ­τέ­ψει στήν μή­τρα τῆς μη­τέ­ρας σου, προ­τοῦ ἐγ­γρα­φοῦν τά δι­κά σου χρω­μο­σώ­μα­τα Χ καί ὄ­χι τά ὑ­γι­ῆ σου Υ ἤ­σουν στό νε­ρό, στόν ἀ­έ­ρα, στά στοι­χεῖ­α: ἕ­να τρι­ά­το­μο πού δέν ἀ­νῆ­κε οὔ­τε σέ φυ­λή, οὔ­τε σέ πα­τριά, οὔ­τε σέ κα­μιά νο­μα­δι­κή Kabilah.

        Στήν πρώ­τη σου με­τεν­σάρ­κω­ση:

        Σοῦ δό­θη­κε τό ὄ­νο­μα Μα­ρί­α. Τσα­λα­βου­τοῦ­σες στή λά­σπη καί ἔ­παι­ζες μέ τόν Ἀμ­πτου­λάχ καί τόν Ἄμ­πελ. Κο­λυμ­ποῦ­σες στόν πο­τα­μό Μέ­ρεμπ τῆς Κεν­τρι­κῆς Ἐ­ρυ­θραί­ας κον­τά στήν ἐκ­κλη­σιά σου, ἡ πε­ρι­έρ­γειά σου πάν­τα νά αἰ­ω­ρεῖ­ται ὅ­πως ἡ σπά­νια γα­λα­ζό­φτε­ρη λιμ­πε­λού­λα πρό­θυ­μη νά ἵ­πτα­ται ψη­λά μέ­σα στή βρο­χή. Γνώ­ρι­ζες πώς ἤ­σουν δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές σου, τίς θει­ές μέ τά θλι­μέ­να μά­τια, καί ὅ­λους τούς συγ­γε­νεῖς σου. Ἤ­σουν ὁ­λό­κλη­ρη, ἄ­τμη­τη, κά­θε ἴν­τσα τῆς σάρ­κας σου ἀ­κό­μη ὁ­λό­δι­κή σου. Ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα κι ἕ­να ἀ­πό τ’ ἀ­γό­ρια ἦ­ταν νά σέ νυμ­φευ­θεῖ, ἔ­δει­ξαν ἐ­κεῖ­νον τόν τό­πο ἀ­νά­με­σα στά πό­δια σου. Ἀ­κά­θαρ­τη, εἶ­παν. Ὁ γυ­ναι­κό­κο­σμος στό χω­ριό γνώ­ρι­ζε τί ἔ­πρε­πε νά κά­νουν – με­τα­στρέ­φον­τάς σε σέ μιάν ἀ­π’ αὐ­τές, τό εἶ­δος τῆς γυ­ναί­κας πού ὁ Ἄμ­πελ καί ὁ Ἀμ­πτου­λάχ ἐγ­κρί­να­νε. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ἡ μα­μή τε­μά­χι­σε τήν κλει­το­ρί­δα σου, ὁ γυ­ναι­κό­κο­σμος βγῆ­κε ἔ­ξω, ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος, πε­ρή­φα­νος. Δέν ἀν­τι­στά­θη­κες για­τί εἶ­χες τό­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νη, τό­σο με­γά­λη ἀ­γά­πη. Σκά­φτη­κες, βα­θού­λω­σες: ἀ­δει­α­σμέ­νη ἀ­π’ ὅ­λα πού σ’ ἔ­κα­ναν ἐ­σέ­να. Ἐ­σέ­να.

        Στήν δέ­υ­τε­ρή σου με­τεν­σάρ­κω­ση:

        Ἤ­θε­λες νά ἀν­τι­στα­θεῖς σ΄ ὅ,τι κα­θο­ρι­ζό­ταν ὡς ἀ­γνό­τη­τά σου, ἀλ­λά ἡ ὑ­πο­τα­γή ἦ­ταν τό ἀν­τί­τι­μο τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης. Ὁ πό­νος σου, χυ­μέ­νος τα­χύ­τε­ρα ἀ­πό τό αἷ­μα σου, γέ­μι­σε τόν πο­τα­μό Τά­να τῆς Κέ­νυ­ας. Ἁ­πλῶς, πέ­θα­νες.

        Σ’ αὐ­τήν τήν με­τεν­σάρ­κω­ση:

        Θά πε­τά­ξεις τήν κα­λύ­πτρα τῆς κε­φα­λῆς πού σέ ἀ­νάγ­κα­σαν νά φο­ρᾶς στό τζα­μί. Θά ξε­φω­νί­σεις ὅ­ταν ἡ μη­τέ­ρα σου θά σέ σύ­ρει στόν μπαρ­μπέ­ρη τοῦ Μπέ­νι Σου­έφ. Θά τοῦ σπρώ­ξεις τό χέ­ρι ὅ­ταν ἡ λε­πί­δα του γδέρ­νει τά μι­κρά χεί­λη τοῦ αἰ­δοί­ου σου. Θά τρέ­ξεις, αἱ­μορ­ρα­γών­τας τόν δι­κό σου πο­τα­μό Νεῖ­λο, κι ὅ­ταν τά δι­στα­κτι­κά / δει­λι­α­σμέ­να σου πό­δια σου δέν μπο­ροῦν νά τρέ­ξουν πα­ρα­πά­νω, θά ἀ­πο­γει­ω­θεῖς μέ τίς φτε­ροῦ­γες σου· χα­μο­γε­λᾶς γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α πού εἶ­ναι ν’ ἀ­πο­κτη­θεῖ, ὅ­μως κο­ρί­τσι…

        Θά μεί­νεις.

        Θά τά ἐ­πα­να­λά­βεις ὅ­λα σέ μιάν ἄλ­λη με­τεν­σάρ­κω­ση.

        Δέν θά τούς ἀ­φή­σεις νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τόν ὑ­πέρ-κολ­πι­κό σου τραυ­μα­τι­σμό ὡς σύμ­βο­λο τῆς ἀ­γνό­τη­τάς σου.

        Δέ θά τούς ἀ­φή­σεις να σέ κα­λύ­ψουν ἤ νά σέ σβή­σουν για­τί δέν εἶ­σαι ἡ φουρ­νιά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

        Δέ θά τούς ἐ­πι­τρέ­ψεις νά ξε-φυλ­λί­σουν τήν παρ­θε­νι­κή ἀ­γά­πη σου γιά Σέ­να.

        Κο­ρί­τσι, θά μεί­νεις για­τί εἶ­ν’ ἀ­πί­στευ­το πῶς o­ἱ κο­λο­βω­μέ­νες ρί­ζες ξε­πε­τοῦν βλα­στά­ρια με­τά πού θά κο­ποῦν.



Πη­γή: ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Afreada, 19.04.2019:

https://afreada.com/2019/04/19/the-brief-chronicled-history-of-the-girl-as-told-by-the-realist-but-yet-optimistic-african-fortuneteller-by-riham-adly/

Ρί­χαμ Ἄν­τλυ (Riham Adly). Πε­ζο­γρα­φί­α της ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ με­τα­ξύ ἄλ­λων καὶ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Bending Genres, Con­nota­tion Press, Spelk, The Ca­binet of Heed, Vestal Re­view, Volney Road Re­view, Five: 2: One, Bril­liant Flash Fiction, Gin­ger­bread House lit, Wri­ting in a Wo­man’s voi­ce, Anti-He­roine Chick, Danse Ma­ca­bre καὶ @Fe­wer­than500. Πρό­σφα­τα μπῆ­κε στὴ βρα­χεί­α λί­στα τοῦ Βρα­βεί­ου Με­τά­φρα­σης Arab-Lit. Ἡ Ἄν­τλυ ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά της στὴ Γκί­ζα τῆς Αἰ­γύ­πτου.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μὲ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταῖ­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοὶ καὶ ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012 (Ἁρ­μός, 2013) καὶ Iva: Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).