Μαίρη Μόρις (Mary Morris)
Τὸ κούρεμα
(The Haircut)
ΝΩΡΙΖΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ποὺ ἀνέβαινε στὸ ἀεροπλάνο ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά, ἀλλὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ διέφευγε. Στάθηκε ἐκεῖ φορώντας τὸ χακί του κοστούμι, μὲ τὴ ρακέτα τοῦ τένις στὸ χέρι, τοὺς ἔφηβους γιούς του νὰ χαμογελοῦν στεκόμενοι ἀριστερὰ καὶ δεξιά του. Στάθηκα μὲ τὴν κόρη μας ἀγκαλιὰ ἀνάμεσα στοὺς γονεῖς μου. Κοιταχτήκαμε μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶχα δεῖ τὴν Ἀγγλία καὶ τὴν Γαλλία νὰ κάνουν στὶς παλιὲς πολεμικὲς ταινίες γιὰ τὴν Ἐπανάσταση.
Τί εἶναι λάθος σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα; ρώτησα τὸν ἑαυτό μου, ἀνακαλώντας ἕνα τὲστ στὸ ὁποῖο συχνὰ ἀποτύγχανα ὡς παιδί. Ἤμουν ἀφελής, εὐκολόπιστη. (Ὁ σκύλος μποροῦσε νὰ τρώει στὸ τραπέζι, ἡ σύζυγος μποροῦσε νὰ φορέσει τὸ κοστούμι τοῦ συζύγου της.) Ἤξερα ὅτι ὅλοι περίμεναν ἀπὸ μένα νὰ ὑποδεχτῶ αὐτὸν τὸν ἄντρα μὲ τὸν ὁποῖο εἶχα ψυχρανθεῖ, αὐτὴ ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἐπανένωσης, ἡ ὥρα νὰ τὰ ξαναβροῦμε γιὰ ὅ,τι εἶχε γίνει. Φτάσαμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση μαζὶ ἀφότου ζήσαμε χώρια καὶ σὲ ἀντίθετες ἀκτὲς γιὰ ἕνα χρόνο. Εἴχαμε ψυχρανθεῖ μόλις πρὶν γεννηθεῖ τὸ παιδί. Ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ χειριστεῖ τὶς ἐπιπλέον εὐθύνες, ἐγὼ στηρίχτηκα πάνω του περισσότερο ἀπ’ ὅσο θὰ ἔπρεπε. Ἤθελα οἰκογένεια, αὐτὸς ἀκόμη πάλευε νὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τὸ παιδὶ ποὺ ἤδη εἶχε. Προσπαθήσαμε νὰ χωρίσουμε καὶ ἀποτύχαμε. Πῆρα μιὰ δουλειὰ στὴν Καλιφόρνια, ὅπου μετακόμισα μὲ τὸ μικρὸ παιδί μου. Ἔμενε στὴν Ἀνατολικὴ Ἀκτή. Ἀλλὰ μιλούσαμε καθημερινὰ στὸ τηλέφωνο. Κάναμε ἀρκετὰ ταξίδια γιὰ νὰ βροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Συμφώνησα νὰ ἀφήσω τὴν δουλειά μου στὴ Δυτικὴ Ἀκτή. Εἶπε θὰ προσπαθοῦσε ξανά.
Πέρασαν δύο μῆνες ποὺ δὲν εἴχαμε εἰδωθεῖ. Ἀκόμη ἔνιωθα ἐνοχλημένη ποὺ χάλασε τὰ σχέδια μας γιὰ τὴ μέρα τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου (προέκυψε μιὰ ἐκδρομὴ γιὰ σκὶ ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὰ ἀγόρια). Πειράχτηκα ὅταν δὲν τηλεφωνοῦσε ἐνῶ ἔλεγε πὼς θὰ τὸ ἔκανε. Πέρασα ἀπὸ πολλὲς ἀπογοητεύσεις, μικρὲς καὶ μεγάλες, ἀλλὰ τώρα εἶχα ἔρθει μὲ τὴν κόρη μας στὸ σπίτι τῶν γονιῶν μας στὴ Φλόριντα, καὶ εἶχε φέρει καὶ τὰ ἀγόρια. Ἦταν σὰν οἰκογενειακὲς διακοπές, ἡ ὥρα νὰ συμφιλιωθοῦμε.
Κοίταξε ξανά, εἶπα στὸν ἑαυτό μου, μὴν μπορώντας ἀκόμη νὰ ἀποφασίσω τί μὲ ἐνοχλοῦσε, τί φαινόταν λάθος. Τὸ πρόσωπό του φαινόταν ὄμορφο, σχεδὸν μαυρισμένο. Τὸ κοστούμι του ἦταν καθαρὸ καὶ σιδερωμένο. Τὰ μάτια του ἦταν καθαρὰ καὶ φωτεινά, τὰ παπούτσια του γυαλισμένα. Τὸ γένι καὶ τὰ μαλλιὰ του ἦταν καθαρὰ καὶ κουρεμένα.
Ἔκανα μιὰ παύση ἐκεῖ. Γιατὶ ὅταν περνᾶς πέντε χρόνια τῆς ζωῆς σου μὲ κάποιον, προσέχεις κάποια πράγματα. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄντρας μὲ χαρακτηριστικὲς συνήθειες, μικρὲς ἰδιορρυθμίες ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις. Δὲν θὰ ἔτρωγε πλιγούρι βρώμης, ἂν περιεῖχε γρόμπους. Δὲν θὰ φοροῦσε ρολόι. Ὅταν πονᾶ, κλείνεται στὸν ἑαυτό του. Πρέπει νὰ παίζει τένις καθημερινά. Ἔχει ἕνα τρόπο νὰ καμπουριάζει, ὅταν λέει ἕνα ψέμα. Καὶ δὲν θὰ ἔμπαινε ποτὲ σὲ κουρεῖο. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια περηφανεύεται πὼς ἔχει εἰκοσιπέντε χρόνια νὰ μπεῖ σὲ κουρεῖο. Τοῦ ἔκοβα τὰ μαλλιὰ τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια, ἡ πρώην γυναίκα του ἔκανε τὸ ἴδιο γιὰ πολλὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ μένα. Ἀντίθετα μὲ τὸν Σαμψών, αὐτὸς ἤθελε μιὰ γυναίκα νὰ τοῦ κόβει τὰ μαλλιά. Εἶχα νὰ τὸν δῶ δύο μῆνες, καὶ τὰ μαλλιά του ἦταν καθαρὰ καὶ κουρεμένα.
Ἦταν σὰν νὰ ἀποκαλύφθηκε ἡ σημασία τοῦ ὀνείρου ἀπότομα, σὰν ἕνας ἄγνωστος κωδικὸς νὰ εἶχε σπάσει. Ἡ ἀθέτηση τῆς ὑπόσχεσης γιὰ τὸ Σαββατοκύριακο τοῦ Ἁγ. Βαλεντίνου, οἱ χαμένες κλήσεις, ὁ συνάδελφος ποὺ πάντα ἔπρεπε νὰ δεῖ. Ξαφνικὰ σὲ μιὰ στιγμὴ ἐπιφοίτησης, καθὼς στεκόμουν ἀκίνητη ἐκεῖ στὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὴν οἰκογένειά μου δίπλα μου, τὴ δική του δίπλα του, ἐνῶ ὅλοι μας ἤμασταν χαρούμενοι ποὺ βρισκόμαστε σὲ ἕνα μέρος ἡλιόλουστο καὶ ζεστό, τὰ κομμάτια τοῦ πὰζλ ἑνώθηκαν μετὰ ἀπὸ πολύχρονη προσπάθεια. Ἦταν ἕνα ξεκαθάρισμα, μιὰ συνένωση, μιὰ ἀποκάλυψη, σὰν μιὰ ὁμίχλη νὰ εἶχε διαλυθεῖ, ἂν θέλετε. Δὲν εἶχα καμία ἀμφιβολία. Τίποτα δὲν ἦταν ἀβέβαιο. Ὅταν προχώρησε νὰ μ’ ἀγκαλιάσει, εἶπα, «Ποιός ἔκοψε τὰ μαλλιά σου;» Τραβήχτηκε λίγο πίσω, ἀλλὰ ἐγὼ ἐπέμενα. «Πές μου», εἶπα σπρώχνοντας τὸ παιδί μας πρὸς τὸν ὦμο μου, «Ποιός ἔκοψε τὰ μαλλιά σου;»
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James, Denise Thomas and Tom Hazuka, eds., Flash Fiction – 72 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 1992.
Μαίρη Μόρις (Mary Morris). Συγγραφέας ταξιδιωτικῶν χρονικῶν καὶ διηγημάτων. Ζεῖ στὸ Μπρούκλιν μὲ τὸν σύζυγο καὶ τὴν κόρη της καὶ διδάσκει Δημιουργικὴ Γραφὴ στὸ Κολέγιο Σάρα Λῶρενς. Κεντρικὸ θέμα στὰ διηγήματά της ἀποτελοῦν οἱ ταξιδιωτικὲς ἐμπειρίες.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἀντωνία Ἱερίδου. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,Ερωτας,Ιερίδου Αντωνία,Μονόλογος,Οικογένεια,Ψυχογραφία,Morris Mary | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Αντωνία Ιερίδου,Λογοτεχνία,Mary Morris | Τὰ σχόλια στὸ Μαίρη Μόρις (Mary Morris): Τὸ κούρεμα ἔχουν κλείσει