Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς



Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς


ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό…


*********


Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά…


*********


Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα…

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο, ἐκδ. Στύγα, 1991).

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­αΚεί­με­νο Πά­θοςΓε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.



		

	

Rafael Barret: Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή



Ραφαὲλ Μπάρρετ (Rafael Barret)


Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή

(De cuerpo presente)


ΑΝΩ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ κρεβ­βά­τι βρι­σκό­ταν τὸ σῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα, θύ­μα­τος σα­ράν­τα χρό­νια κα­τσα­ρο­λι­ῶν καὶ σκού­πας. Στὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο μπαι­νό­βγαι­ναν κλα­μέ­νες οἱ κό­ρες. Παι­δά­κια κά­θε ἡ­λι­κί­ας, σχε­δὸν κου­ρε­λι­ά­ρι­κα καὶ ξε­χτέ­νι­στα, ἔ­τρε­χαν πα­ρα­σύ­ρον­τας τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, μιὰ κου­λου­ρι­α­σμέ­νη γριὰ κρα­τοῦ­σε ἕ­να κομ­πο­σκοί­νι ἀ­νά­με­σα στὰ ξυ­λώ­δη δά­χτυ­λά της. Ὁ θό­ρυ­βος τῆς πό­λης κα­τέ­φτα­νε σὰν τὸ συγ­κε­χυ­μέ­νο βου­η­τὸ ποὺ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πὸ κά­ποι­α ἄ­βυσ­σο καὶ τὸ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο φῶς, σκορ­πι­σμέ­νο ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πά­νω σὲ μι­σογ­κρε­μι­σμέ­νους τοί­χους, γλί­στρα­γε νω­θρὰ στὰ χι­λι­ο­χτυ­πη­μέ­να ἔ­πι­πλα.

       Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν κλί­ση τοῦ σπα­σμέ­νου πα­τώ­μα­τος, κυ­λοῦ­σαν ἀμ­φι­βό­λου σύ­στα­σης ὑ­γρά, νε­ρὰ βρώ­μι­κα. Ἕ­να τρα­πέ­ζι χω­ρὶς τρα­πε­ζο­μάν­τη­λο, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μπου­κα­λά­κια ἀ­πὸ φάρ­μα­κα ἀ­να­κα­τε­μέ­να μὲ λι­γδι­α­σμέ­να πιά­τα, τα­ρα­κου­νι­ό­ταν στὸ διά­βα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἔ­δει­χνε νὰ τρί­ζει καὶ νὰ βογ­κά­ει. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­τα­ξί­α καὶ μι­ζέ­ρια. Ἡ δό­να Φραν­θί­σκα, ἡτ­τη­μέ­νη, κει­τό­ταν ἀ­κί­νη­τη.

       Εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δυ­να­τὴ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Εἶ­χε τρα­γου­δή­σει στὸν ἥ­λιο, πλέ­νον­τας κάλ­τσες καὶ που­κά­μι­σα. Εἶ­χε πλύ­νει πλά­κες, πι­ρού­νια, κου­τά­λια καὶ μα­χαί­ρια δη­μι­ουρ­γών­τας μιὰ ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ σπι­τι­κιὰ φα­σα­ρί­α. Εἶ­χε σκου­πί­σει νι­κη­φό­ρα. Εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει στὴν κου­ζί­να, μπρο­στά σε σει­ό­με­να τη­γά­νια, δί­νον­τας ξυ­λι­ὲς στὰ λαί­μαρ­γα παι­διά. Εἶ­χε γεν­νή­σει καὶ με­γα­λώ­σει γυ­ναῖ­κες σὰν αὐ­τή, πει­σμα­τά­ρες καὶ χα­ρού­με­νες. Εἶ­χε στὸ τέ­λος ὑ­πο­κύ­ψει, για­τί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μπρο­στὰ στὴν ἀ­δυ­σώ­πη­τη φύ­ση.

       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς της ἡ δό­να Φραν­θί­σκα πά­χυ­νε καὶ πέ­τα­ξε μου­στά­κι. Ἕ­να μου­στα­κά­κι μαῦ­ρο καὶ στιλ­πνό, ποὺ προ­σέ­δι­δε στὸ γέ­λιο τῆς κα­λῆς γυ­ναί­κας κά­τι τὸ ψευ­το­τρο­μα­κτι­κὸ καὶ χα­ρι­τω­μέ­να πο­λε­μι­κό. Τὰ κόκ­κι­να καὶ κον­τό­χον­τρα χέ­ρια της, γε­ρὰ καὶ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να, ἔ­γι­ναν πιὸ τρα­χιά. Ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη της ἀμ­βλύν­θη­κε καὶ ἔ­γι­νε ἐ­πί­μο­νη. Καὶ μιὰ νύ­χτα ἔ­πε­σε ἀ­πὸ ἕ­να ἐγ­κε­φα­λι­κὸ ἐ­πει­σό­διο, ὅ­πως πέ­φτει ἕ­να βό­δι χτυ­πη­μέ­νο ἀ­πὸ ρό­πα­λο.

       Κα­θὼς κυ­λοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες μέ­ρες ποὺ ἀρ­γο­πέ­θαι­νε, τὸ ρά­ψι­μο ἐγ­κα­τα­λεί­φτη­κε, οἱ κό­ρες τρο­μαγ­μέ­νες δὲν ἀ­σχο­λοῦν­ταν πιὰ πα­ρὰ μό­νο μὲ τὸ νὰ πα­ρα­τη­ροῦν τὴν ὄ­ψη τῆς ἑ­τοι­μο­θά­να­της καὶ νὰ κα­τα­σκο­πεύ­ουν τὰ βή­μα­τα τοῦ θα­νά­του. Οἱ σκο­τει­νὲς ἐ­χθρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ φτω­χοῦ, αὐ­τὲς οἱ κα­κό­βου­λες ποὺ κη­λι­δώ­νουν, ἀ­πο­δο­μοῦν καὶ προ­κα­λοῦν σή­ψη, αὐ­τὲς οἱ φορ­τι­κὲς καὶ ἐ­λε­ει­νές, κα­τέ­λα­βαν τὸ σπι­τι­κὸ καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὸ πτῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα.

       Οἱ ὧ­ρες, οἱ μο­νό­το­νες ὧ­ρες, ἀ­δι­ά­φο­ρες, ἴ­δι­ες, ἔ­φτα­ναν δι­α­δο­χι­κὰ καὶ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μί­ζε­ρο δω­μα­τιά­κι, περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ πτῶ­μα τῆς δό­νια Φραν­θί­σκα καὶ ἐ­πέ­τρε­παν νὰ κυ­λή­σουν πά­νω σε ἐ­κεί­νη τὴ με­λαγ­χο­λί­α, ἡ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ σού­ρου­που καὶ τὸ κου­βά­ρι ἀ­πὸ σκι­ὲς ποὺ δέ­νει τὸν ὕ­πνο μὲ τὴ λή­θη. Τὰ παι­δά­κια, χορ­τα­σμέ­να ἀ­πὸ παι­χνί­δι, σι­γὰ σι­γὰ κοι­μή­θη­καν. Οἱ γυ­ναῖ­κες, κα­θι­σμέ­νες στὶς γω­νι­ές, μᾶλ­λον προ­σεύ­χον­ταν. Ἡ γριά, πάν­τα κου­λου­ρι­α­σμέ­νη, ἦ­ταν στὸ σκο­τά­δι σὰν ἄλ­λο πτῶ­μα ποὺ εἶ­χε ἀ­νοι­χτά τα μά­τια.

       Μιὰ ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες ση­κώ­θη­κε σὲ λί­γο καὶ ἄ­να­ψε ἕ­να κε­ρί. Με­τὰ γύ­ρι­σε πρὸς τὴ νε­κρὴ καὶ κοκ­κά­λω­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλα­κου­τσω­τὴ μύ­τη τῆς δό­να Φραν­θί­σκα ἡ γραμ­μὴ τοῦ μου­στα­κιοῦ γι­νό­ταν ἐν­το­νό­τε­ρη. Τὸ μῆ­κος τῆς κά­θε τρί­χας εἶ­χε δι­πλα­σια­στεῖ καὶ με­ρι­κὲς ἄγ­γι­ζαν πιὰ τὰ πρα­σι­νω­πὰ μά­γου­λα τῆς γεν­ναι­ό­ψυ­χης μά­νας.

       — Στοὺς ἄν­δρες συ­νή­θως με­γα­λώ­νουν τὰ γέ­νια – μουρ­μού­ρι­σε ἡ γριά.

       Ἡ σι­ω­πὴ σκέ­πα­σε ξα­νὰ σὰν ἕ­να σά­βα­νο τὴ θλι­βε­ρὴ σκη­νή. Ἡ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ τρε­μό­παι­ζε ἀλ­λό­κο­τα κά­νον­τας συν­θέ­σεις ἀ­πὸ σκι­ὲς νὰ χο­ρεύ­ουν στοὺς τοί­χους τῆς κά­μα­ρας. Κου­βα­ρι­α­σμέ­νες καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες οἱ γυ­ναῖ­κες κοι­μόν­ταν, βυ­θί­ζον­τας τὰ μα­ρα­μέ­να μέ­τω­πά τους στὰ κύ­μα­τα τῆς νύ­χτας. Οἱ ὧ­ρες πέρ­να­γαν καὶ τὸ μου­στά­κι τῆς δό­να Φραν­θί­σκα συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει.

       Κά­που-κά­που ἀ­να­ση­κω­νό­ταν κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς κό­ρες καὶ ἐ­ξέ­τα­ζε προ­σε­κτι­κά τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς μη­τέ­ρας της ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζον­ται προ­σε­κτι­κά τὰ στοι­χειὰ ἑ­νὸς ἐ­φιά­λτη. Τὰ μι­κρά, μὲ φτε­ρου­γί­σμα­τα που­λι­ῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται, τραν­τά­ζον­ταν ἀ­κα­τά­στα­τα. Τὸ κε­ρὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ταν. Στὴν πρη­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­κρου­στι­κὴ δό­να Φραν­θί­σκα, συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει ἐ­κεῖ­νο τὸ φο­βε­ρὸ μου­στά­κι ποὺ με­τὰ τὸ θά­να­τό της τῆς ἄλ­λα­ζε τὸ φύ­λο.

       Ὅ­ταν ἡ χλω­μὴ καὶ πα­γω­μέ­νη αὐ­γὴ γλί­στρη­σε στὸ φτω­χι­κὸ δω­μά­τιο καὶ οἱ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ξύ­πνη­σαν ξυ­λι­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἀν­τίκρυ­σαν πά­νω στὴν ἀ­πο­συν­θε­μέ­νη σάρ­κα τῆς δό­νας Φραν­θί­σκα κά­τι τε­ρά­στια γου­ρου­νί­σια καὶ μα­ρα­μέ­να μου­στά­κια ποὺ τῆς ἔ­δι­ναν μιὰ ὄ­ψη ἀ­πο­κε­φα­λι­σμέ­νου σὲ κέ­ρι­νο ὁ­μοί­ω­μα.

       Τό­τε τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ δι­α­βο­λά­κια ἔ­σκα­σε στὸ γέ­λιο, ἕ­να γέ­λιο τρε­λὸ ποὺ ξε­πή­δη­σε σὲ πί­δα­κα σὰν ἀ­πὸ μιὰ ἄ­γρια πη­γή· ἡ γριὰ ἀποκαλύφθηκε σὰν ἕ­να πλη­για­σ­μέ­νο ἀγρίμι καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν ἄν­τε­ξαν ἄλ­λο καὶ γέ­λα­σαν σὰν κά­ποι­ος ποὺ οὐρ­λιά­ζει καὶ ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα γέ­λια, ἀν­τη­χών­τας στὰ σω­θι­κὰ τοῦ πάμ­φτω­χου σπι­τι­κοῦ, προ­κα­λοῦ­σαν χα­μό­γε­λα σὲ αὐ­τοὺς ποὺ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ δρό­μο.



Πηγή: Cuentos breves, 1911:

https://ciudadseva.com/autor/rafael-barrett/cuentos/

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret). Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Σάιμον Βαν Μπόυ (Simon Van Booy): Γαλλίδα εἰκαστικὸς ἀπὸ τὸν Κυριακάτικο σεισμό


Σά­ι­μον Βὰν Μπό­υ (Simon Van Booy)


Γαλ­λί­δα εἰ­κα­στι­κὸς

νε­κρὴ ἀ­π’ τὸν Κυ­ρι­α­κά­τι­κο σει­σμὸ

(French Artist Killed in Sunday’s Earthquake)


Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζω­ῆς της. Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ κα­τα­πλα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τό­νους μπά­ζα.

Τὸ ψά­ρι ποὺ ἔ­τρω­γε εἶ­ναι ἀ­κό­μα στὸ στό­μα της.

 Τὰ μά­τια της εἶ­ναι κλει­στά.

        Νι­ώ­θει τὸ σκο­τά­δι ποὺ τὴν πε­ρι­έ­χει. Δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της, λὲς κι ἡ ψυ­χὴ της ξε­γλί­στρη­σε κα­τὰ τὴν πτώ­ση καὶ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ τὸ σκά­σει ἀ­π’ τὸν κό­σμο.

        Ὕ­στε­ρα ἡ ζω­ή της σὰν σύν­νε­φο ἀ­νοί­γει στὴ μέ­ση κι ἐ­κεί­νη, κα­θη­λω­μέ­νη, δέ­χε­ται μιὰ βρο­χὴ ἀ­πὸ στιγ­μές.

        Ἡ πρά­σι­νη συ­σκευ­ὴ τη­λε­φώ­νου στὴν κου­ζί­να τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς, πλά­ι στὴ γλά­στρα.

        Ἡ δρο­σιὰ ἀ­πὸ τὸ πλα­στι­κὸ ἀ­κου­στι­κό, ἡ αἴ­σθη­ση νὰ τὸ κρα­τᾶ δί­πλα στ’ αὐ­τί. Στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς γραμ­μῆς ἀ­κού­γε­ται μιὰ φω­νὴ γνώ­ρι­μη – ἡ δι­κή της φω­νή.

        Τὸ βά­ρος ἀ­π’ τὰ πα­πού­τσια τῆς μη­τέ­ρας της κα­θὼς τὰ με­τα­φέ­ρει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι κά­πο­τε θὰ με­γα­λώ­σει καὶ θὰ ἔ­χει πα­ρό­μοι­α.

        Ἡ τυ­χαί­α συ­νάν­τη­ση μὲ μιὰ φί­λη.

        Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι πί­σω της.

       Κι ὕ­στε­ρα ἡ βρο­χὴ τῆς ζω­ῆς της δι­α­κό­πτε­ται, κι ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ σκο­τά­δι, μὲ τὴν καρ­διά της νὰ πι­έ­ζει σι­γα­νά τὰ πλευ­ρά. Θό­ρυ­βοι ὑ­πό­κω­φοι, λὲς κι εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη σὲ νε­ρό.

        Σὲ λί­γο ἡ βρο­χὴ τῶν στιγ­μῶν ξα­ναρ­χί­ζει, γιὰ νὰ τὴ δι­α­πο­τί­σει μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα με­μο­νω­μέ­νων λε­πτο­με­ρει­ῶν.

        Τὸ πρω­ι­νὸ φῶς πί­σω ἀ­π’ τὴν κουρ­τί­να.

        Ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς σχο­λι­κῆς αἴ­θου­σας.

        Ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα.

        Ἡ εὐ­χὴ γιὰ ἕ­ναν πα­τέ­ρα, ἡ φαν­τα­σί­ω­ση τῶν χε­ρι­ῶν του ποὺ τὴν ἀγ­κα­λιά­ζουν.

        Τὸ κε­φά­λι της ποὺ γέρ­νει στὴ δρο­σε­ρὴ πλά­τη τοῦ και­νούρ­γιου της φί­λου κά­ποι­ο πρω­ι­νό.

        Τό ‘χει κά­νει δύ­ο φο­ρές. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς στιγ­μῆς, ἐ­φά­μιλ­λη τῆς γέν­νη­σης.

       Ξα­νὰ ὁ παπ­ποὺς μὲ τὴ για­γιά, μὰ τώ­ρα ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες στὶς δι­κὲς τους ἱ­στο­ρί­ες – περ­πα­τοῦν ξυ­πό­λη­τοι στὸ λα­σπω­μέ­νο χι­ό­νι καὶ πα­τοῦν ἕ­να θαμ­μέ­νο χέ­ρι.

        Τὸ τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου.

        Ἕ­να σπι­τά­κι στὴ Γαλ­λί­α.

        Μιὰ κό­ρη.

        Μιὰ ἐγ­γο­νή.

        Οἱ ἀγ­κῶ­νες τῆς μη­τέ­ρας της, κα­θὼς ὁ­δη­γεῖ τὸ πα­λιὸ κα­φε­τὶ Ρε­νώ.

        Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της κι εἶ­ναι ἀ­νήμ­πο­ρη νὰ φω­νά­ξει.

        Τί­πο­τα δὲν ἀ­κού­γε­ται, τί­πο­τα δὲν σα­λεύ­ει, μο­νά­χα οἱ βου­βὲς ται­νί­ες ποὺ προ­βάλ­λον­ται στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κρα­νί­ου της.

        Ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση ὄ­χι τό­σο τοῦ ὅ­τι πε­θαί­νει, ὅ­σο τοῦ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ζων­τα­νή. Ἂν ὑ­πῆρ­χε κι ἄλ­λος χρό­νος, ἴ­σως καὶ νὰ ἔ­τρε­φε μιὰ κά­ποι­α ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ, τὴν πλημ­μυ­ρί­ζουν οἱ ἀ­να­μνή­σεις.

        Κε­ρά­κια ποὺ τὰ φυ­σᾶς μὰ δὲν σβή­νουν – δὲν ἔ­χουν ση­μα­σί­α τὰ χρό­νια, μό­νο ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­μυ­δρὰ φυ­σή­μα­τα συν­δρά­μουν στὸ σβή­σι­μο μι­κρῶν ἑ­στι­ῶν φω­τιᾶς.

        Ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ βή­μα­τα στὸ χόλ, ὕ­στε­ρα τὰ γυ­μνά της πό­δια ποὺ βη­μα­τί­ζουν ἀ­θό­ρυ­βα κι ἐ­κεῖ, στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, ὁ παπ­ποὺς νε­κρός· τὸ ψυ­γεῖ­ο ὀρ­θά­νοι­χτο.

        Ἕ­να ἀ­βγὸ ἄ­θι­κτο στὸ πά­τω­μα.

        Οἱ τσι­ρί­δες τῆς για­γιᾶς.

        Ἡ ἀ­νά­μνη­ση τώ­ρα δὲν φέρ­νει πό­νο. Ἡ ζω­ή της εἶ­ναι πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοι­χτὸ κι ἐ­κεί­νη μιὰ πε­τα­λού­δα.

        Ἐ­ὰν δὲν ἐ­πέ­στρε­φε κά­θε τό­σο στὸ σκο­τά­δι —αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ ζή­σει— θὰ ‘ταν σὰν σὲ δι­α­κο­πές, μιὰ κα­τά­δυ­ση σὲ δρο­σε­ρὸ νε­ρό, κά­θε κί­νη­ση τῶν χε­ρι­ῶν ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­σο­φί­α.

        Κι ἔ­πει­τα ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὸ παλ­τὸ τῆς για­γιᾶς, ὅ­πως κρέ­με­ται μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση πί­σω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας μα­ζὶ μὲ τὴ σκού­πα καὶ τὴν τσάν­τα μὲ τὶς σα­κοῦ­λες.

        Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται μή­πως ἔ­ζη­σε μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ κά­τω ἀ­π’ τὰ συν­τρίμ­μια. Μή­πως τὴ ζω­ή της τὴ φαν­τά­στη­κε ἕ­νας ἐ­αυ­τὸς ποὺ πο­τὲ δὲν γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κά.

        Κι ὕ­στε­ρα με­μιᾶς, μὲ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λεια ποὺ νι­ώ­θουν οἱ ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται τὸ σκο­τά­δι καὶ τὰ ὀ­κτὼ δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ τῆς ἀ­πο­μέ­νουν – κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο καὶ μιὰ μπου­κιὰ σὲ πει­να­σμέ­νο.



Πη­γή: Simon Van Booy, The Se­cret Li­ves of Peo­ple in Lo­ve, New York, Harper Pe­ren­nial, 2010.

Σά­ι­μον Βν Μπό­υ (Simon Van Booy) (Λον­δί­νο, 1975). Βρε­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Με­γά­λω­σε στὴν ὕ­παι­θρο τῆς Οὐ­α­λί­ας καὶ ζεῖ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Ἔ­χει γρά­ψει τὰ βι­βλί­α The Secret Lives of People in Love, Love Begins in Winter (δι­ε­θνὲς βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος Φρὰνκ Ὁ’Κόνορ), Everything Beautiful Began After (Ὅ­λα τὰ ὡ­ραῖ­α ἄρ­χι­σαν με­τά, Πα­τά­κης 2016), The Illusion of Separateness (Ἡ ψευ­δαί­σθη­ση τῆς μο­να­ξιᾶς, Πα­τά­κης 2019), Tales of Accidental Genius, Fathers Day, The Sadness of Beautiful Things καὶ Night Came with Many Stars. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τρί­α βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας (Why We Fight, Why We Need Love καὶ Why Our Decisions Don’t Matter). Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες The New York Times, The Telegraph καὶ The Guardian.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.



		

	

Χρῖστος Δάλκος: Ἡ πραγματική κυρία Μίνα


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ κυ­ρί­α Μί­να


«ΩΡΑΙΑ ΜΠΟΥΤΑΚΙΑ, ἔ­τσι;» εἶ­πε ὁ Ζα­ρού­χλας, ἐ­κεῖ γύ­ρω στὸ ᾿67, ἤ­μα­στε δὲ θά ᾿μα­στε δε­κά­ξι χρο­νῶ, κι ἑ­νώ­νον­τας τὸν ἀν­τί­χει­ρα μὲ τὸν δεί­κτη καὶ τὸν μέ­σο τὰ ἔ­συ­ρε πρὸς τὰ κά­τω, ἡ χού­φτα ἀ­νά­σκε­λη, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α ἐ­κτί­μη­σης τοῦ ὡ­ραί­ου.

            Εἴ­χα­με βγῆ ἀ­πὸ τὴν αἴ­θου­σα τῶν ἀγ­γλι­κῶν τοῦ δευ­τέ­ρου ὀ­ρό­φου τοῦ Ἰν­στι­τού­του καὶ περ­νά­γα­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν αἴ­θου­σα τοῦ πρώ­του ὀ­ρό­φου τοῦ Ἰν­στι­τού­του, ποὺ ἡ πόρ­τα της ἤ­τα­νε ἀ­νοι­χτὴ καὶ μπο­ροῦ­σες νὰ δῇς τὴν κυ­ρί­α Μί­να κα­θι­σμέ­νη στὴν ἕ­δρα. Ἡ φού­στα τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας ἦ­ταν τρα­βηγ­μέ­νη λί­γο πρὸς τὰ πά­νω καὶ ἄ­φη­νε νὰ φαί­νων­ται τὰ πό­δια της μέ­χρι τὴν μέ­ση πε­ρί­που τῶν μη­ρῶν. Τό­τε ὁ Ζα­ρού­χλας μὲ κύτ­τα­ξε μὲ λί­γο πο­νη­ρό, λί­γο θαυ­μα­στι­κὸ ὕ­φος, ἕ­νω­σε τὰ τρί­α δά­χτυ­λα καὶ τὰ κί­νη­σε πρὸς τὰ κά­τω λέ­γον­τας: «Ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;» Μπο­ρεῖ νὰ πρό­σθε­σε κι­ό­λας: «Μὴ μοῦ πῇς!», ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν τὸ θυ­μᾶ­μαι κα­λά.

            Ἐ­κεῖ­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι εἶ­ναι πὼς ἡ κυ­ρί­α Μί­να, στὸ ἄν­θος τῆς νι­ό­της της, κά­που εἰ­κο­σι­δύ­ο χρο­νῶ, φο­ροῦ­σε μαῦ­ρες νά­υ­λον κάλ­τσες καὶ μαῦ­ρα λου­στρι­νέ­νια γο­βά­κια, ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ τοῦ μα­κρι­νοῦ ᾿67, ποὺ ὁ Ζα­ρού­χλας γύ­ρι­σε καὶ μοῦ ᾿πε πὼς «ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;» καὶ ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­πε κι­ό­λας «Μὴ μοῦ πῇς!», μ᾿ ἕ­να πο­νη­ρὸ ἐ­φη­βι­κὸ χα­μό­γε­λο.

            Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἡ κυ­ρί­α Μί­να γύ­ρι­σε τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τῶν εἰ­κο­σι­δύ­ο της χρό­νων καὶ μᾶς κύτ­τα­ξε, ἐ­κεῖ, στὴν πόρ­τα τῆς αἴ­θου­σας τῶν ἀγ­γλι­κῶν τοῦ Ἰν­στι­τού­του, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Ζα­ρού­χλας κα­τέ­βα­ζε τὴν ἀ­νά­σκε­λη χού­φτα του μὲ τὰ τρί­α δά­χτυ­λα ἑ­νω­μέ­να, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α θαυ­μα­σμοῦ, καὶ σὰν νὰ κα­τά­λα­βε, για­τὶ τὰ γα­λα­νά της μά­τια τῶν εἰ­κο­σι­δύ­ο χρό­νων μᾶς χα­μο­γέ­λα­σαν εὔ­θυ­μα, καὶ λί­γο αὐ­τά­ρε­σκα, κι ἐ­γὼ ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι κα­τα­κόκ­κι­νος. Ὁ Ζα­ρού­χλας δὲν ξέ­ρω τί ἔ­κα­νε, για­τὶ τὸ μό­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι ἀ­πὸ ᾿κεῖ κι ἔ­πει­τα εἶ­ναι τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας νὰ μοῦ χα­μο­γε­λοῦν ὅ­λο εὐ­θυ­μί­α καὶ κα­τα­νό­η­ση, ἐ­κεί­νη τὴν μα­κρι­νὴ βρα­διὰ τοῦ ᾿67.


Αὐ­τὰ τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τὰ ξα­να­συ­νάν­τη­σα με­τὰ ἀ­πὸ πε­νῆν­τα πε­ρί­που χρό­νια, στὸν προ­θά­λα­μο ἑ­νὸς ἰ­α­τρεί­ου καὶ τὰ ἀ­να­γνώ­ρι­σα ἀ­μέ­σως: ἦ­ταν τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας. Ὅ­μως ἡ κυ­ρί­α Μί­να δὲν ἦ­ταν ἡ κυ­ρί­α Μί­να. Κά­τω ἀ­πὸ τὰ γα­λα­νά της μά­τια σά­λευ­αν οἱ δί­πλες ἑ­νὸς πλα­δα­ροῦ προ­γου­λιοῦ, καὶ στὰ κον­τό­χον­τρα γε­ρα­σμέ­να της πό­δια ἕ­νας θύ­σα­νος ἀ­πὸ γα­λα­ζό­μαυ­ρες σπα­σμέ­νες φλέ­βες χυ­μοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ἄ­κρη τῶν μη­ρῶν καὶ τὰ γό­να­τα, μέ­χρι κά­τω, τὰ πρη­σμέ­να της δά­χτυ­λα.

            Δὲν φά­νη­κε νὰ μὲ ἀ­να­γνώ­ρι­σε, οὔ­τε κι ἐ­γὼ θέ­λη­σα νὰ δώ­σω γνω­ρι­μί­α. Ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ ἡ κυ­ρί­α Μί­να δὲν ἦ­ταν ἡ πραγ­μα­τι­κὴ κυ­ρί­α Μί­να, ποὺ τὴν εἶ­χε δεῖ ὁ Ζα­ρού­χλας καὶ εἶ­χε πεῖ «ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;», ἑ­νώ­νον­τας τὸν ἀν­τί­χει­ρα, τὸν δεί­κτη καὶ τὸν μέ­σο, ἡ χού­φτα ἀ­νά­σκε­λη, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α θαυ­μα­σμοῦ.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).



		

	

Νίκη Τρουλλινοῦ: Ὁ γάμος της


Νί­κη Τρουλ­λι­νοῦ


Ὁ γάμος της


Ι ΑΝ Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ τοῦ Μονρεάλε ἔ­χει ἕ­ξι χι­λιά­δες τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα ψη­φι­δω­τά, ἐ­σὺ στὸ πε­ρι­στύ­λιο ἀ­νά­σα­νες. Τὸ πε­ρι­στύ­λιο τῆς με­γά­λης αὐ­λῆς, κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­ρα­βι­κὲς ἁ­ψί­δες μὲ τὰ γε­ω­με­τρι­κὰ μο­τί­βα καὶ τὶς σκη­νὲς τῆς Γρα­φῆς χα­ραγ­μέ­νες στὰ κι­ο­νό­κρα­να τῶν ὑ­πό­λευ­κων μαρ­μά­ρι­νων δί­δυ­μων κι­ό­νων, φαν­τά­ζε­σαι τοὺς κρα­τοῦν­τες τοῦ να­οῦ βυ­θι­σμέ­νους στὶς συ­νο­μω­σί­ες· ἀ­πὸ και­ρὸ οἱ αὐ­στη­ρὲς συμ­βου­λὲς καὶ οἱ πι­ε­στι­κὲς πα­ραι­νέ­σεις τοῦ Πά­πα στὴ Ρώ­μη εἶ­ναι λα­λί­στα­τες, και­ρὸς νὰ τὰ μα­ζεύ­ουν οἱ ἄ­πι­στοί τοῦ Ἰσ­λὰμ ἀ­πὸ τὴν Σι­κι­λί­για. Μπρο­στά σου δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες περ­πα­τοῦν, χά­νον­ται στὶς κο­λῶ­νες καὶ φα­νε­ρώ­νον­ται στὶς εἰ­σό­δους τοῦ Να­οῦ, μή­πως καὶ ἐ­σύ, τώ­ρα εἶ­σαι ἕ­τοι­μη νὰ ἀν­τέ­ξεις τό­ση ὀ­μορ­φιά;

        Κι ἂν ἔ­λει­ψες λί­γα ἑ­πτά, τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ ὄρ­γα­νο τὰ ἔ­χει ὅ­λα ἀλ­λά­ξει. Ἴ­σως ὁ μα­γευ­τι­κός του ἦ­χος κα­θὼς ὑ­ψώ­νον­ταν πρὸς τὴν ξυ­λό­γλυ­πτη χρω­μα­τι­στὴ ἀ­ρα­βι­κὴ στέ­γη ἢ ἀ­νη­φό­ρι­ζε νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν αὐ­στη­ρὸ Παν­το­κρά­το­ρα τοῦ κεν­τρι­κοῦ ση­κοῦ, ἔ­σπρω­ξε τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες νὰ στα­θοῦν ξαφ­νι­α­σμέ­νοι στὴν ἀρ­χὴ καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ νὰ στη­θοῦν στὸ κεν­τρι­κὸ δι­ά­δρο­μό τοῦ να­οῦ. Μα­ζὶ κι ἐ­σύ. Τώ­ρα, με­ση­μέ­ρι Σαβ­βά­του, μπο­ροῦ­σαν ὅ­λοι ν’ ἀν­τι­κρί­σουν τὰ κά­νι­στρα σὲ δυ­ὸ πα­ράλ­λη­λες γραμ­μές, δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ δι­α­δρό­μου, κά­νι­στρα φορ­τω­μέ­να ἡ­λι­ο­τρό­πια, τρι­αν­τά­φυλ­λα, κρί­νους καὶ ζέρ­μπε­ρες. Τοὺς συγ­γε­νεῖς νὰ κα­τα­φθά­νουν φο­ρών­τας τ’ ἀ­κρι­βά τους ροῦ­χα, τὶς κυ­ρί­ες νὰ ἰ­σορ­ρο­ποῦν πά­νω στὶς λου­στρι­νέ­νι­ες γό­βες καὶ τὰ μι­κρὰ νὰ θέ­λουν νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ σφι­χτὰ πι­α­σί­μα­τα τῶν χε­ρι­ῶν τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς. Ἀ­κο­λού­θη­σε μὲ τὴν ἐν­δε­δειγ­μέ­νη κα­θυ­στέ­ρη­ση τὸ ζεῦ­γος τῶν μελ­λο­νύμ­φων. Τού­λια, μου­σε­λί­νες, οὐ­ρές, πα­ρά­νυμ­φοι, κο­στού­μι καὶ πα­πι­γιόν, ἀ­μη­χα­νί­α, ἀ­γω­νί­α, χα­μό­γε­λα, οἱ γνω­στὲς κι­νή­σεις τῆς μα­μᾶς ποὺ αὐ­το­ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στρώ­νον­τας τὸ βέ­λο τῆς νύ­φης καὶ ἡ ἄλ­λη ἰ­σι­ώ­νον­τας τὸ πέ­το τοῦ γαμ­βροῦ, καὶ ἄλ­λα τι­νά, προ­ϊ­όν­τα ὅ­λα τῆς μυ­θο­λο­γί­ας ποὺ κα­λεῖ­ται τε­λε­τὴ γά­μου. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­να­γι­γνώ­σκει μὲ βα­θιὰ κα­θα­ρὴ φω­νὴ στὴν λα­τι­νι­κὴ γλώσ­σα. Προ­σκα­λε­σμέ­νοι, καὶ ἀ­πρό­σκλη­τοι ἐ­σεῖς, οἱ τυ­χαῖ­οι του Να­οῦ ἐ­πι­σκέ­πτες, σὲ ρό­λο ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου. Τὸ ἁρ­μό­νιο πά­λι. Ἡ μου­σι­κὴ ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια ἑ­νὸς νέ­ου ἀ­γο­ριοῦ, πλη­σι­ά­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ πλά­ι βλέ­πεις πὼς δὲν εἶ­ναι πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νων, χα­ϊ­δεύ­ει τὰ πλῆ­κτρα, ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἄ­ρα­γε τὴν κα­λή του; Ἡ ἀ­κου­στι­κή τοῦ χώ­ρου συν­τε­λεῖ τὸ ὑ­πό­λοι­πό τοῦ θαύ­μα­τος.

        Οἱ δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ξα­νὰ μπρο­στά σου. Πά­νω κά­τω γύ­ρω στὰ ἑ­ξῆν­τα.  Ἄ­γνω­στες, κα­λο­στε­κού­με­νες, εὐ­πρε­πῶς ἐν­δε­δυ­μέ­νες. Ἀ­κοῦς τ’ ἀγ­γλι­κά τους, δὲν δί­νεις ση­μα­σί­α, μό­νο νά, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς τε­λε­τῆς τρα­βᾶ σὲ μά­κρος, ἡ μί­α ἀ­φη­γεῖ­ται στὴν ἄλ­λη μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια, πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­δη εἶ­δες, κι ἄλ­λα ποὺ δὲν θυ­μᾶ­σαι νὰ πρό­σε­ξες, τό­ση σα­φή­νεια, τέ­τοι­α λε­πτο­με­ρὴ πε­ρι­γρα­φή, τό­ση φλυ­α­ρί­α, Θε­έ μου, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ καὶ στρέ­φε­σαι πρὸς τὸ μέ­ρος τους, λί­γη ἡ­συ­χί­α κα­λές μου κυ­ρί­ες, θέ­λεις νὰ πεῖς ἀ­νά­με­σα στὴν αὐ­στη­ρό­τη­τα καὶ τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἢ ἔ­στω ἕ­να ἐ­πι­τι­μη­τι­κὸ βλέμ­μα, τί­πο­τα ἀ­πὸ τὰ δύ­ο δὲν ἔ­λα­βε χώ­ρα, τώ­ρα ἤ­θε­λες νὰ γί­νεις μι­κρή, τό­ση δά, νὰ χα­θεῖς, νὰ λι­ώ­σεις μπρο­στά τους, τώ­ρα ἀν­τί­κρι­ζες δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ἡ μιὰ μὲ τὰ σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια της νὰ ἀ­φη­γεῖ­ται τὰ τε­κται­νό­με­να ἐ­νώ­πιόν σας, ἡ ἄλ­λη, ἡ τυ­φλή, ν’ ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά. Τυ­φλή. Ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά, χα­μο­γε­λᾶ μό­νο ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μή, σο­βα­ρεύ­ε­ται, χα­μό­γε­λο καὶ πά­λι, ἔ­χει ἕ­να πρό­σω­πο ποὺ λάμ­πει. Καὶ τὸ βλέμ­μα, ναί, τὸ βλέμ­μα, τῆς τυ­φλῆς ποὺ τα­ξι­δεύ­ει σὲ εἰ­κό­νες, καὶ οἱ ἦ­χοι γρά­φουν μέ­σα της τὴν ἱ­στο­ρί­α.

        Κι ἐ­σὺ θὰ χα­θεῖς στὴν ἔ­ξο­δο. Σὲ ὑ­πο­δέ­χε­ται ἡ πόρ­τα αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια ποὺ δὲν εἶ­χες πρὶν προ­σέ­ξει. Τε­ρά­στια, βα­ριά, μὲ σα­ράν­τα δύ­ο ἐ­λά­σμα­τα νὰ ἱ­στο­ροῦν τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τώ­ρα πά­νω στὸ χαλ­κό, χυ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν Ἰ­τα­λὸ μά­στο­ρα Μπο­νά­νο Πι­ζά­νο. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ μπο­ρεῖς νὰ χα­ϊ­δέ­ψεις στὸ μέ­ταλ­λο τὶς φι­γοῦ­ρες τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὕ­ας, τὰ ἕ­ξι πρό­βα­τα ποὺ χώ­ρι­σαν καὶ μά­τω­σαν τὸν Ἄ­βελ καὶ τὸν Κά­ιν. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ θέ­λεις νὰ ἐ­πι­στρέ­ψεις στὸ να­ὸ καὶ μὲ τὸ βλέμ­μα νὰ ψά­ξεις, ὄ­χι τὰ πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τὰ πιά, μὰ τὶς δύ­ο γυ­ναῖ­κες. Ὅ­μως φεύ­γεις. Δὲν θέ­λεις νὰ δεῖ κα­νεὶς τὴ βρο­χὴ στὰ μά­τια σου.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νί­κη (Κου­κου­νά­κη) Τρουλ­λι­νοῦ (Χανιά, 1953). Ἔ­κα­νε νο­μι­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν στὰ χρό­νια τῆς δι­κτα­το­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο. Ἄ­σκη­σε τὴ μά­χι­μη δι­κη­γο­ρί­α καὶ δί­δα­ξε (ΤΕΙ Ἡ­ρα­κλεί­ου) γιὰ χρό­νια. Πέ­ρα­σε βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὸ θέ­α­τρο, τὴν ποί­η­ση (Ἀν­θο­λο­γί­α Παν/μί­ου Πα­τρῶν). Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὸν ἀ­γρο­του­ρι­σμό. Πρώ­τη της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των, τὸ 1995, τὸ Ἕ­να μο­λύ­βι στὸ κο­μο­δί­νο. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ συλ­λο­γὲς Μα­ρὰλ ὅ­πως Μα­ρί­α καὶ Καὶ φύ­ση­ξε νο­τιάς… (ἐκ­δό­σεις Ρο­δα­κιό). To 2009 ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κέ­δρο τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Μ’ ἕ­να κα­φά­σι μπύ­ρες. Τὸ ἔρ­γο της πε­ρι­λαμ­βά­νει ἀ­κό­μη τὸ βι­βλί­ο Crete, No man is an island (κεί­με­να στὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς Π. Μα­σού­ρη).



		

	

Ρόμπερτ Μάνς (Robert Mans): I can hardly wait


Ρόμ­περτ Μάνς (Robert Mans)


I can hardly wait*


ΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΑΝΕΒΗΚΕ στὴ σκη­νὴ τὸ βρά­δυ στὸ κλαμ­πά­κι στὸ Μπρόνξ, τὸ μα­γα­ζὶ ἦ­ταν σχε­δὸν γε­μά­το. Δὲν ἦ­ταν πρῶ­το ὄ­νο­μα, ἴ­σως δὲν ἦ­ταν κὰν γνω­στή. Ἢ του­λά­χι­στον ἔ­τσι νό­μι­ζε ἐ­κεῖ­νος. Ἢ τὸ εὐ­χό­ταν ἀ­πὸ ζή­λεια. Ὅ­μως, τὸ μα­γα­ζὶ γέ­μι­ζε γιὰ νὰ τὴ δοῦν. Τὸ ἤ­ξε­ρε.

     Σύν­νε­φα κα­πνοῦ, μυ­ρω­διὰ χυ­μέ­νης μπί­ρας, κά­νας μπά­φος στὴ ζού­λα ἀ­πὸ φό­βο μπού­κας τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας καὶ μου­σι­κή, πολ­λὴ μου­σι­κή. Καὶ ἐ­κεί­νη.

     Μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να σύν­νε­φο σὰν σκη­νι­κὰ ἐ­φὲ ἐμ­φα­νί­στη­κε. Μα­κρὺ κολ­λη­τὸ φό­ρε­μα, ξαν­θὰ μαλ­λιὰ ὣς τὴ μέ­ση, ἄρ­χι­σε ἀ­μέ­σως νὰ χα­ϊ­δεύ­ει τὸ μι­κρό­φω­νο.


I can hardly wait…*


Οὔ­τε ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω, σκέ­φτη­κε ἐ­κεῖ­νος. Καὶ τὸ μυα­λό του τα­ξί­δε­ψε στὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὴν εἶ­δε. Ἦ­ταν μὲ ἕ­ναν ἄλ­λο. Ἕ­ναν μὲ μα­κριὰ μαλ­λιά, ὅ­πως τῆς ἄ­ρε­σαν οἱ ἄν­τρες πάν­τα. Τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτε­ται, ἀ­πο­ρεῖ για­τί ἐ­κεί­νη πῆ­γε μα­ζί του. Τὰ μαλ­λιὰ του ἦ­ταν κον­τά. Δὲν εἶ­χε μη­χα­νή. Δὲν ἄ­κου­γε μέ­ταλ. Κι ὅ­μως τὸν ἄ­κου­γε νὰ μι­λά­ει σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νη, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ἔ­κα­ναν ἔ­ρω­τα. Σι­γὰ τὸ πρά­μα, σκέ­φτη­κε μὲ μιὰ δό­ση χα­μη­λῆς αὐ­το­ε­κτί­μη­σης.

            Γύ­ρι­σε δί­πλα του καὶ κοί­τα­ξε τὸν Ἄ­λεξ καὶ τὴ Βί­κη, ποὺ ἦ­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ τρεῖς ἀ­πὸ τὸ Κου­ὶνς γιὰ νὰ τὴ δοῦν. Γιὰ ἐ­κεί­νους ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρά, μιὰ καὶ τοὺς εἶ­χε πρή­ξει τό­σο και­ρὸ γιὰ τὸ τυ­πά­κι ποὺ εἶ­χε γνω­ρί­σει καὶ γού­στα­ρε. Κοί­τα­ζαν κι αὐ­τοὶ σὰν νὰ μὴν μπο­ροῦ­σαν νὰ πε­ρι­μέ­νουν. Τί ὅ­μως;

            Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ κου­νά­ει τοὺς ὑ­πέ­ρο­χους γο­φούς της ἡ­δο­νι­κά, ἀ­κο­λου­θών­τας κά­θε νό­τα, ὅ­πως ἔ­κα­νε στὰ ἀ­γα­πη­μέ­να της τρα­γού­δια καὶ προ­κα­λοῦ­σε μουγ­κρη­τὰ στοὺς θα­μῶ­νες. Δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε αὐ­τό. Θε­ω­ροῦ­σε πὼς παί­ζει μα­ζί του. Ὅ­μως, ἤ­ξε­ρε πὼς θὰ φύ­γουν μα­ζὶ στὸ τέ­λος καὶ κα­θη­συ­χα­ζό­ταν. Γύ­ρι­σε πά­λι στὸν Ἄ­λεξ καὶ τὴ Βί­κη, ποὺ πλέ­ον κοί­τα­ζαν σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νοι καὶ τοῦ φά­νη­κε πὼς καὶ οἱ δύ­ο ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τοὺς γο­φούς της. Ἔ­χει γοῦ­στο τώ­ρα, σκέ­φτη­κε, ἀλ­λὰ ἡ σκέ­ψη χά­θη­κε, ἀ­πὸ τοὺς στί­χους τοῦ τρα­γου­διοῦ ποὺ ἡ ἐ­λα­φρῶς μπά­σα φω­νὴ της ἄρ­θρω­νε μὲ ἔμ­φα­ση στὴ σκη­νή.


Lick my legs

Αnd I’m on fire

Lick my legs

And I’m desire*


Τὰ πό­δια της ἐμ­φα­νί­στη­καν ξαφ­νι­κὰ στὴν ὀ­θό­νη πί­σω ἀ­πὸ τὰ ντρὰμς καὶ εἶ­δε ἕ­ναν ἄν­τρα νὰ τῆς τὰ γλεί­φει. Ζή­λε­ψε πο­λὺ καὶ ἔ­στρε­ψε τὸ βλέμ­μα του ἀλ­λοῦ, μὰ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἡ κά­με­ρα ἔ­πε­σε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἄν­τρα καὶ ἦ­ταν ὁ ἴ­διος! Τί στό

            Κοί­τα­ξε γύ­ρω του νὰ δεῖ ποιός κοι­τοῦ­σε, ἐ­λα­φρῶς θυ­μω­μέ­νος ποὺ παί­ζει ἔ­τσι μα­ζί του μπρο­στά σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, μὰ κα­νεὶς δὲν φαι­νό­ταν νὰ δί­νει ση­μα­σί­α στὴν ὀ­θό­νη.


Lick my legs*


            Ὁ ἄν­τρας —ὁ ἑ­αυ­τός του, τὸ εἴ­δω­λό του— ἔ­γλει­φε τώ­ρα τοὺς μη­ρούς της κι ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἔ­χει σπα­σμούς. Ὁ ντρά­μερ ἔ­παι­ζε μα­νι­α­σμέ­να καὶ ἡ κί­νη­ση τῆς μπαγ­κέ­τας του δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκι­ὲς ποὺ κά­λυ­πταν τὸ πρό­σω­πό της.

            Κοί­τα­ξε δί­πλα του μὲ μιὰ ἕ­τοι­μη δι­και­ο­λο­γί­α γιὰ τοὺς φί­λους του. Συγ­γνώ­μη, δὲν ἤ­ξε­ρα, κά­τι τέ­τοι­ο ἀ­νό­η­το. Λὲς καὶ θὰ τοῦ ἔ­λε­γαν τί­πο­τα.


You’re not rid of me*


            Καὶ ὁ ἄν­τρας μὲ τὴ γυ­ναί­κα στὴν ὀ­θό­νη εἶ­χαν γί­νει ἕ­να καὶ κου­νοῦ­σαν τοὺς γο­φούς τους στὸν ρυθ­μὸ τῶν γο­φῶν ἐ­κεί­νης στὴ σκη­νή. Ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν, για­τί μο τὸ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ἀ­πό­ψε; Γε­μά­τος ντρο­πή, ἔ­σκυ­ψε στὸ ἰρ­λαν­δέ­ζι­κο ποὺ ἔ­πι­νε. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ βλέ­πει ἄλ­λο. Δὲν ἤ­ξε­ρε πὼς νὰ ἀν­τέ­ξει τὸν χω­ρι­σμὸ ποὺ τοῦ εἶ­χε ἔρ­θει ὡς σε­νά­ριο στὸ μυα­λὸ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ κολ­πά­κι της.


You’re not rid of me*


            Σὰν νὰ τὸ ἄ­κου­σε στὸ αὐ­τί του καὶ σή­κω­σε ἀ­πό­το­μα τὸ κε­φά­λι. Καὶ τὴν εἶ­δε. Εἶ­χε κα­τέ­βει τὸ ἕ­να σκα­λο­πά­τι τῆς σκη­νῆς καὶ εἶ­χε κά­τσει πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοῦ τρα­γου­δοῦ­σε, καρ­φώ­νον­τάς τον στὰ μά­τια. Τὸ κοι­νὸ ἔ­μοια­ζε λὲς καὶ σὲ ἕ­να σε­νά­ριο ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, ἐ­κεί­νη εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει νὰ τοὺς στα­μα­τή­σει τὸν χρό­νο. Ἕ­να χα­μό­γε­λο πα­γω­μέ­νο ἐ­δῶ, μιὰ κλί­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ ἐ­κεῖ, ἕ­να πο­τὸ ἀ­κί­νη­το στὸ χέ­ρι ἀλ­λοῦ, μιὰ μπαγ­κέ­τα στὸν ἀ­έ­ρα στὴ σκη­νή, μιὰ πέ­να στὴν κι­θά­ρα πά­νω στὴ χορ­δή. Ὅ­λα εἶ­χαν στα­μα­τή­σει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ τρα­γού­δι της, καὶ τώ­ρα ἐ­ξα­πέ­λυ­ε μὲ δύ­να­μη τοὺς στί­χους στὸ πρό­σω­πό του. Rid of me, you’re not rid of me, I can hardly wait, lick my legs, desire…

            Ὅ­λα τὸν ἔ­λου­ζαν καὶ ἡ φω­νὴ της τὸν τα­ξί­δευ­ε ἀ­πὸ τὸ μπὰρ στὸ κρε­βά­τι τους. Ἡ ὀ­θό­νη εἶ­χε μα­γι­κὰ σβή­σει. Στὴ θέ­ση της δὲν ὑ­πῆρ­χε εἰ­κό­να. Μό­νο τὸ ὄ­νο­μα τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε πάν­τα νὰ ὑ­πάρ­χει στὸν τοῖ­χο. Page and the Light Sources.

            Ἡ φω­νὴ τοῦ Ἄ­λεξ τὸν ξύ­πνη­σε. Εἰ­λι­κρι­νὰ τώ­ρα, ἐ­σὺ εἶ­σαι μὲ αὐ­τήν;

            Ναί…

            Τί νὰ σοῦ πῶ, συ­νέ­χι­σε ὁ φί­λος του. Ἐ­σὺ Βί­κη τί λές;

            Ἔ­ε­ε… τί νὰ πῶ; I can hardly wait to see her again!

            Νὰ σοῦ πῶ κά­τι; εἶ­παν καὶ οἱ δύ­ο στὸ τα­ξὶ με­τὰ γιὰ τὸ σπί­τι του, ὅ­που θὰ συ­νέ­χι­ζαν τὴ βρα­διά τους, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν Πέ-

­ι­τζ νὰ γυ­ρί­σει ἀ­πὸ ἕ­να πάρ­τι μὲ κά­τι μου­σι­κοὺς πα­ρα­γω­γοὺς ὅ­που πῆ­γε μὲ τὸ γκροὺπ με­τὰ τὴ συ­ναυ­λί­α.

            Ὅ­λη τὴν ὥ­ρα ποὺ τρα­γου­δοῦ­σε νο­μί­ζα­με ὅ­τι σᾶς βλέ­που­με νὰ κά­νε­τε ἔ­ρω­τα σὲ μιὰ ὀ­θό­νη πί­σω ἀ­πὸ τὰ ντράμς.

            

            Κά­να­με, σκέ­φτη­κε καὶ χα­μο­γέ­λα­σε στὸ πρό­σω­πο τῆς Πέ­ι­τζ στὸ κρε­βά­τι τους κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νη πά­νω του.



* ΣτΜ:

Τί­τλος καὶ πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά:

Δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω

Στί­χοι μὲ σει­ρὰ ἐμ­φά­νι­σης:

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

Καὶ παίρ­νω φω­τιὰ

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

Καὶ γί­νο­μαι πό­θος

 

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

 

Δὲν μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κε­ς α­κό­μα (Χ2)

 

Μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κες, δὲν μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κες ἀ­κό­μα, δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω, γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια, πό­θος… 

ΣτΣ: Τὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ ἄ­κου­σμα τῶν τρα­γου­δι­ῶν τῆς PJ Harvey «Rid of Me» καὶ «Hardly wait» ἕ­να Σάβ­βα­το βρά­δυ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Ρόμ­περτ Μανς (Robert Mans) γεν­νή­θη­κε στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Σπού­δα­σε Κι­νη­μα­το­γρα­φί­α καὶ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἀ­γα­πά­ει τὴν ποί­η­ση καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα καὶ μοι­ρά­ζει τὸν χρό­νο του ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς σὲ ὁ­μά­δες ἐ­νη­λί­κων καὶ παι­δι­ῶν σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τοῦ κό­σμου, μὲ σκο­πὸ τὴν αὐ­το­βελ­τί­ω­ση, κα­θὼς καὶ τὴν ἀ­νά­δει­ξη τῶν τα­λέν­των τους.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Μα­νου­σά­κης Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἀ­πὸ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 2020 δι­δά­σκει σὲ σε­μι­νά­ρια στὸ New York Wri­ters Work­shop.



		

	

Βαγγέλης Δημητριάδης: Τὸ βατράχι


Βαγ­γέ­λης Δη­μη­τριά­δης


Τὸ βα­τρά­χι


ΑΠΟΤΕ, ΠΟΥ ΛΕΣ, στοὺς Μυ­τι­λη­νιούς, ἀ­πὸ ὅ­που κα­τα­γό­ταν ὁ θεῖ­ος Ἀ­ρί­σταρ­χος, ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Σχο­λαρ­χεί­ου καὶ κα­τὰ και­ρούς, ὅ­ταν ὑ­πε­ρί­σχυ­ε τὸ κόμ­μα του στὶς ἐ­κλο­γές, δά­σκα­λος τοῦ ἀλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κοῦ, μιὰ θυ­γα­τέ­ρα εὐ­ϋ­πό­λη­πτης οἰ­κο­γέ­νειας δι­α­κα­τε­χό­ταν ἀ­πὸ τὴν ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α πὼς μέ­σα στὴν κοι­λιά της εἶ­χε ἕ­να βα­τρά­χι. Κα­νέ­νας για­τρὸς ἢ γι­ά­τρισ­σα, οὔ­τε ἡ Κα­τε­ρι­νι­ώ, ἡ μα­μὴ τοῦ Ἀ­ϊ-Ἀν­τώ­νη, δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τῆς βγά­λουν τὴν ἰ­δέ­α ἀ­πὸ τὸ μυα­λό. Τὸ κο­ρί­τσι ὑ­πέ­φε­ρε. Τὸ ἴ­διο καὶ οἱ γο­νεῖς της. Μιὰ μέ­ρα ὁ θεῖ­ος Ἀ­ρί­σταρ­χος ἐ­φο­δι­ά­στη­κε μὲ τὰ κα­τάλ­λη­λα μέ­σα καὶ πῆ­γε στὸ σπί­τι τῆς ἄρ­ρω­στης. Κου­βέν­τα στὴν κου­βέν­τα συμ­φώ­νη­σε μα­ζί της πὼς κά­πο­τε κά­πο­τε, σπά­νια βε­βαί­ως, μπο­ρεῖ νὰ συμ­βεῖ κι αὐ­τὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο, ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος βά­τρα­χος νὰ φω­λιά­σει στὴν κοι­λιὰ κά­ποι­ου ἀν­θρώ­που. Κολ­πα­δό­ρος καὶ κα­τα­φερ­τζῆς, ὁ μπάρ­μπας σου, τὴν ἔ­πει­σε νὰ κα­τα­πι­εῖ μιὰ χού­φτα μα­γνή­σιο, φο­βε­ρὸ κα­θαρ­τι­κὸ τῆς ἐ­πο­χῆς, ἐ­νῶ κρυ­φὰ το­πο­θέ­τη­σε ἕ­να ψό­φιο βα­τρά­χι στὸ δο­χεῖ­ο νυ­κτός, ὅ­που ἡ κο­πέ­λα ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο ἀ­να­κου­φί­στη­κε. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν κα­θό­λα αἴ­σιο, δι­ό­τι ἡ ἀ­σθε­νὴς κό­ρη θε­ώ­ρη­σε πὼς τὸ βα­τρά­χι τοῦ δο­χεί­ου βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν κοι­λιά της. Ἔ­κτο­τε ἡ ἔμ­μο­νη ἰ­δέ­α ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε καὶ ὁ θεῖ­ος Ἀ­ρί­σταρ­χος δο­ξά­στη­κε σφό­δρα στὴν πε­ρι­φέ­ρεια γιὰ πρώ­τη καὶ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴ ζω­ή του.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Βαγ­γέ­λης Δη­μη­τριά­δης (Πυ­θα­γό­ρει­ο Σά­μου, 1948). Ὑ­πη­ρέ­τη­σε στὴν πρω­το­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση σὲ σχο­λεῖ­α τῆς γε­νι­κῆς καὶ εἰ­δι­κῆς ἀ­γω­γῆς καὶ ὡς σχο­λι­κὸς σύμ­βου­λος στὴν Πε­ρι­φέ­ρεια Σά­μου. Ἱ­δρυ­τι­κὸ καὶ μό­νι­μο μέ­λος τῆς συν­τα­κτικῆς ἐ­πι­τρο­πῆς τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Ἀ­πό­πλους (1991κἑξ) καὶ ἐκ­δό­της τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Τὸ Τη­γά­νι (2010κἑξ). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πέν­τε ποιητι­κὲς συλ­λο­γές, βι­βλί­α γιὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση καὶ τὴν το­πι­κὴ ἱ­στο­ρί­α. Ποι­ή­μα­τα καὶ κρι­τι­κά του κεί­με­να δη­μο­σι­εύ­ον­ται σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τε­λευ­ταῖο του ποι­η­τι­κὸ βι­βλίο: Κυ­πα­ρίσ­σια (Γα­βρι­η­λί­δης, 2017).


Μάρτα Οριόλς (Marta Orriols): Πριγκίπισσα


Μάρ­τα Ὀ­ριόλς (Marta Orriols)


Πριγ­κί­πισ­σα

(Princesa)


«ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ νὰ σὲ πά­ω, Πά­ου­λα;»

        «Θὰ μοῦ κά­νει κα­λὸ λί­γος κα­θα­ρὸς ἀ­έ­ρας.»

        Μὲ μιὰ ἄ­κε­φη κί­νη­ση τοῦ χε­ριοῦ, ἀ­πορ­ρί­πτει γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρὰ τὴν πρό­τα­ση, ἐ­νό­σω βα­δί­ζει πα­ρα­πα­τών­τας προ­σποι­ού­με­νη μιὰ ἀ­νέ­φι­κτη γα­λή­νη. Καὶ τὰ τα­κού­νια δὲν βο­η­θᾶ­νε. Εἶ­ναι σχε­δὸν ἕ­ξι τὸ πρω­ὶ καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς τοῦ Ἰ­ου­νί­ου ἔ­χει ἀρ­χί­σει νὰ ρο­ζί­ζει· θέ­λει νὰ τρέ­ξει, ἀλ­λὰ τὰ πο­τὰ ποὺ ἔ­πι­νε ὅ­λη νύ­χτα ἔ­χουν ἀ­να­κα­τευ­τεῖ καὶ τῆς προ­κα­λοῦν μιὰ ἐ­λα­φριὰ ζά­λη.

        «Πο­λὺ κ­α­λά, ὅ,τι πεῖς. Θὰ σοῦ τη­λε­φω­νή­σω γιὰ τὴν Τέ­ταρ­τη. Ἂν ἀλ­λά­ξεις γνώ­μη, μὲ εἰ­δο­ποι­εῖς. Ξε­κου­ρά­σου, πριγ­κί­πισ­σα!», τῆς φω­νά­ζει ἐ­νῶ βά­ζει μπρός. Ἡ φω­νὴ τῆς φί­λης της ἠ­χεῖ ἀ­δι­ά­φο­ρη κα­θὼς περ­νά­ει μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το ἀ­πὸ δί­πλα καὶ κορ­νά­ρει τρεῖς συ­νε­χό­με­νες φο­ρές. Ἡ ἠ­χὼ τῆς φω­νῆς χά­νε­ται ἀ­μέ­σως μέ­σα στὸ θό­ρυ­βο τῶν ὑ­πό­λοι­πων ὀ­χη­μά­των ποὺ ἐ­πί­σης τε­λει­ώ­νουν τὴ νύ­χτα, ἢ ἀ­κρι­βῶς τώ­ρα ἀρ­χί­ζουν τὴ μέ­ρα. Μιὰ ξι­νὴ νό­τα ἔ­χει μεί­νει στὸν ἀ­έ­ρα σὰν πρε­λού­διο τῆς με­λω­δί­ας ποὺ τὴ συ­νο­δεύ­ει κά­θε φο­ρὰ ποὺ κα­τε­βαί­νει στὴν κό­λα­ση: Πρι­γ­κί­πισ­σα. Πριγ­κί­πισ­σα. Πριγ­κί­πισ­σα.

        Κά­νει στὴν ἄ­κρη τὰ σπα­στὰ μαλ­λιὰ ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό της, πα­ρα­με­ρί­ζον­τάς τα βί­αι­α, μέ­χρις ὅ­του κα­τα­φέ­ρει νὰ μὴν τῆς κα­λύ­πτει τὰ μά­τια κα­μί­α μπού­κλα. Χώ­νε­ται στὴν εἴ­σο­δο τοῦ με­τρὸ καί, ξαφ­νι­κά, οἱ σκά­λες δι­α­δέ­χον­ται ἡ μί­α τὴν ἄλ­λη χω­ρὶς στα­μα­τη­μό. Ἡ κα­τη­φό­ρα τὴν κα­λεῖ στὸ σκο­τά­δι, τρα­χύ, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μπαί­νει μέ­σα του ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἔ­χα­σε ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό της.

        Παίρ­νει ἀ­νά­σα καὶ γνέ­φει ἀρ­νη­τι­κὰ μὲ τὸ κε­φά­λι. Προ­σπα­θεῖ νὰ κρα­τή­σει τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α καὶ τὴν εὐ­πρέ­πειά της, ἀλ­λὰ τὰ δαι­μό­νια τῆς ψι­θυ­ρί­ζουν στὸ ἀ­φτί, μὲ μιὰ ἀ­νά­σα καυ­τὴ καὶ σά­πια, ὅ­τι φο­ρά­ει ἕ­να ὑ­περ­βο­λι­κὰ κον­τὸ φό­ρε­μα καὶ ὅ­τι ἡ νύ­χτα τὸ ἔ­χει πα­σπα­τέ­ψει μέ­χρι ποὺ τὸ με­τέ­τρε­ψε σὲ προ­σβο­λή, ὁ­πό­τε σπεύ­δει νὰ τὸ τρα­βή­ξει πρὸς τὰ κά­τω γιὰ νὰ κα­λυ­φθεῖ κά­πως, χω­ρὶς νὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀ­πο­φύ­γει νὰ νι­ώ­σει βρό­μι­κη καὶ γυ­μνή. Εἶ­σαι με­γά­λη πιά, Πά­ου­λα. Ποιόν θὲς νὰ κο­ρο­ϊ­δέ­ψεις τώ­ρα; Καὶ ἡ τιά­ρα ἀ­πὸ μπρι­γιάν; Στέ­κα, εἶ­πες; Εἶ­σαι γε­λοί­α. Εἶ­ναι μο­χθη­ρά, ὀ­μι­χλώ­δη, καὶ δὲν τὴν ἀ­φή­νουν πο­τὲ μό­νη.


Δύ­ο λε­πτὰ γιὰ τὸ ἑ­πό­με­νο τρέ­νο. Κα­νὰ δυ­ὸ χα­μέ­νες ψυ­χὲς πε­ρι­μέ­νουν ὅ­πως κι ἐ­κεί­νη κά­τω ἀ­πὸ τὴ γῆ. Ἡ ζέ­στη καὶ τὸ ἀλ­κο­ὸλ τὴν κά­νουν νὰ κλεί­σει μιὰ στιγ­μὴ τὰ μά­τια καὶ νὰ κα­τα­πι­εῖ τὸ σά­λιο της. Τὰ ἀ­φτιὰ της βου­λώ­νουν ἀ­πὸ ἕ­να μπερ­δε­μέ­νο βου­η­τό. Κου­ρά­γιο, Πά­ου­λα. Καὶ κά­πως ἔ­τσι, πα­σχί­ζον­τας νὰ μὴν κά­νεις ἐ­με­τὸ ἢ νὰ μὴν σω­ρια­στεὶς στὸ πά­τω­μα, δὲν τὴ σκέ­φτε­σαι, τὸ πῶς θὰ ἦ­ταν ὅ­ταν θὰ τὴν τύ­λι­γες σὲ μιὰ χνου­δω­τὴ πε­τσέ­τα κά­θως θὰ τὴν ἔ­βγα­ζες ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ μπα­νι­έ­ρα, ὁ­πό­τε δὲν φαν­τά­ζε­σαι τὴν τρυ­φε­ρὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ ἄ­σπι­λου δέρ­μα­τός της τὴν ὥ­ρα ποὺ θὰ τὴ να­νού­ρι­ζες, καὶ κα­τα­πνί­γεις τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ τῆς χα­ϊ­δέ­ψεις τὴ μυ­τού­λα, ποὺ ἀ­ναμ­φί­βο­λα θὰ ἔ­μοια­ζε στὴ δι­κή σου. Χλο­μιά­ζει. Κά­θι­σε, Πά­ου­λα. Οἱ για­τροὶ δὲν κοι­τοῦν στὰ μά­τια ὅ­ταν πρέ­πει νὰ ποῦν ἄ­σχη­μα νέ­α. Μιὰ δυ­σπλα­σί­α. Οἱ ἐλ­πί­δες μη­δα­μι­νές. Ναί, θέ­λω νὰ ξέ­ρω. Ἦ­ταν κο­ρί­τσι. Πριγ­κί­πισ­σα. Πριγ­κί­πισ­σα. Πριγ­κί­πισ­σα.


Ὁ θό­ρυ­βος τοῦ με­τρὸ ποὺ πλη­σιά­ζει τὴν ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἀ­νοί­γει τὰ μά­τια τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­νοί­γουν οἱ πόρ­τες, μπαί­νει ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη κι ἀ­φή­νε­ται νὰ πέ­σει σ’ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κα­θί­σμα­τα σὰν ἀ­πο­κα­μω­μέ­νη μα­ρι­ο­νέ­τα ὅ­ταν τὴν ἀ­φή­νουν στὸ κου­τί.

        Στη­ρί­ζει τοὺς ἀγ­κῶ­νες πά­νω στοὺς μη­ροὺς γιὰ νὰ ἀν­τέ­ξει τὸ βά­ρος τοῦ κε­φα­λιοῦ. Τρεῖς θέ­σεις πιὸ πέ­ρα ὑ­πάρ­χει ἕ­να πο­λὺ νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι. Ἐ­κεί­νη κά­θε­ται πά­νω του. Ἔ­χουν γί­νει ἕ­να, κολ­λη­μέ­νοι σ’ ἕ­να φι­λὶ χω­ρὶς τε­λει­ω­μό, με­ταλ­λι­κό, σα­λι­ά­ρι­κο, σὰν τα­του­άζ. Κου­νᾶ­νε τὰ κε­φά­λια τους τό­σο γρή­γο­ρα γιὰ νὰ μπλέ­ξουν τὶς γλῶσ­σες τους, ποὺ ἡ Πά­ου­λα πρέ­πει νὰ πα­λέ­ψει γιὰ νὰ συγ­κρα­τή­σει τὴν ἀ­να­γού­λα ποὺ νι­ώ­θει στὸ λαι­μό της, καὶ πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ  στα­μα­τή­σει νὰ τοὺς κοι­τά­ζει. Πει­σμα­τά­ρα καὶ ἀγ­χω­μέ­νη ἐ­ξί­σου, καρ­φώ­νει τὸ βλέμ­μα της στὸ ρόζ τῶν δύ­ο μα­λα­κῶν γλωσ­σῶν καὶ δι­α­κρί­νει μιὰ τσί­χλα φρά­ου­λα νὰ περ­νά­ει ἀ­πὸ τὸ ἕ­να στό­μα στὸ ἄλ­λο. Τὴν εἶ­δε μό­λις λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα μέ­σα σ’ ἕ­να με­ταλ­λι­κὸ δο­χεῖ­ο. Μιὰ ρὸζ μά­ζα, σὰν νε­ο­γέν­νη­το πον­τί­κι, ἀλ­λὰ ἤ­δη μὲ δύ­ο χέ­ρια καὶ δέ­κα μι­κρο­σκο­πι­κὰ δά­χτυ­λα. Πε­ρι­ερ­γά­ζε­ται τὸ ζευ­γά­ρι μέ­χρι ποὺ ἀ­κού­ει νὰ ἀ­να­κοι­νώ­νε­ται ἡ στά­ση της, μέ­σα στὰ ἀ­τσα­λέ­νια σφυ­ρίγ­μα­τα ποὺ γρα­τζου­νᾶ­νε τὶς ρά­γες. Τὸ σκά­ει ἀ­πὸ τὸ βα­γό­νι κι ἀ­νε­βαί­νει τὰ σκα­λο­πά­τια δυ­ὸ δυ­ό. Μό­λις βγαί­νει ἔ­ξω, παίρ­νει μιὰ βα­θιὰ ἀ­νά­σα, πρὶν τὴν ὑ­πο­δε­χτοῦν οἱ κραυ­γὲς ἀ­πὸ τὶς πρω­ι­νὲς στα­χτά­ρες, εἰ­δο­ποι­ών­τας την πὼς ναί, ὁ οὐ­ρα­νὸς ξη­μέ­ρω­σε σή­με­ρα πά­λι ρόζ, ἕ­να ρὸζ σάρ­κας, ἕ­να ρὸζ μω­ροῦ.



Πη­γή: Marta Orriols, Anatomia de les distancies curtes, (Edicions del Periscopi, 2016).

Μάρ­τα ­ριὸλς (Marta Orriols) γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴ Βαρ­κε­λώ­νη. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Νὰ μά­θω νὰ μι­λῶ μὲ τὰ φυ­τὰ (Κα­στα­νι­ώ­της, 2021) σὲ με­τά­φρα­ση Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ καταλανικά:

Ἡ πα­ροῦ­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2021/22, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἀν­τω­νί­α Ἀ­δα­μί­δου, Γι­ῶρ­γος Βή­κας, Κων­σταν­τῖ­νος-Σω­τή­ριος Ζέρ­βας, Νί­κος Κο­κά­λας, Παν­τε­λὴς Κου­τσια­νᾶς, Ὄλ­γα Με­λά, Μπάμ­πης Πα­πα­γού­ρας, Irene Antich Fernández, Pablo Baeza Casero, Marta Valerón Miramón.


 

Σταυρούλα Τσούπρου: Οἱ φιγοῦρες τοῦ Minotaure


Σταυ­ρού­λα Τσού­πρου


Οἱ φι­γοῦ­ρες τοῦ Minotaure


ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΩΝΙΑΚΗ βι­τρί­να, Ρή­νου καὶ Γορ­γο­πο­τά­μου, τί­πο­τε δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη ἀλ­λά­ξει. Ὁ ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμός του πα­ρέ­με­νε πει­σμα­τι­κὰ ὁ ἴ­διος ποὺ ἦ­ταν ἐ­δῶ καὶ κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ χρό­νια. Κα­θρε­φτι­ζό­ταν ἀ­νά­με­σα στὰ πορ­σε­λά­νι­να σερ­βί­τσια, τὶς ἀν­τι­κολ­λη­τι­κὲς κα­τσα­ρό­λες τε­λευ­ταί­ας τε­χνο­λο­γί­ας καὶ τὰ ἀ­ε­ρο­δυ­να­μι­κοῦ σχή­μα­τος πο­λυ­τη­γά­νια κοι­τά­ζον­τας τὸν, μο­νί­μως τοὺς τε­λευ­ταί­ους μῆ­νες, σκυ­θρω­πὸ ἑ­αυ­τό του μὲ ἀ­δι­α­φο­ρί­α, ἴ­σως καὶ μὲ σι­χα­σιά. Ἡ νε­α­ρὴ ὑ­πάλ­λη­λος, συ­νη­θι­σμέ­νη νὰ τὸν βλέ­πει κά­θε πρω­ῒ αὐ­τὴν τὴν ὥ­ρα, δέ­κα λε­πτὰ με­τὰ τὸ ἄ­νοιγ­μα, καρ­φω­μέ­νον στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ση­μεῖ­ο, δὲν ἔ­δι­νε πλέ­ον κα­μί­α ση­μα­σί­α· ἄλ­λος ἕ­νας σφυ­ριγ­μέ­νος, ποὺ κά­νει τὴν ψυ­χα­ναγ­κα­στι­κὴ πε­ραν­τζά­δα του. Ἂν καί, μάλ­λον, ἡ μα­κι­γι­α­ρι­σμέ­νη καὶ ντυ­μέ­νη στὸ καν­τί­νι δε­σποι­νι­δού­λα δὲν θὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζε τό­σο ἤ­πια τὴν ἐν λό­γῳ ἐμ­μο­νι­κὴ πα­ρου­σί­α.

        Στὴν δεύ­τε­ρη, Χα­λε­πᾶ καὶ Ταύ­ρου, δὲν μπό­ρε­σε νὰ κοι­τά­ξει μὲ τὴν ἄ­νε­σή της. Τὸ γνω­στὸ συ­νερ­γεῖ­ο ἀ­τυ­χη­σα­σῶν καὶ ἀ­τυ­χη­σάν­των ἀλ­λο­δα­πῶν πτυ­χι­ού­χων τῆς προ­σφά­τως ἐ­πα­νευ­ρι­σκο­μέ­νης ἐν πο­λέ­μω πα­τρί­δας, κα­θά­ρι­ζε πυ­ρε­τω­δῶς τὰ τζά­μια τοῦ δεύ­τε­ρου μα­γα­ζιοῦ τῆς ἡ­μέ­ρας· θὰ  ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν πολ­λὰ ἀ­κό­μη μέ­χρι τὸ ἀ­πό­γευ­μα γιὰ νὰ βγεῖ τὸ με­ρο­κά­μα­το γιὰ τρί­α ἄ­το­μα. Με­σο­λα­βοῦ­σαν, ὅ­μως, δύ­ο οἰ­κο­δο­μι­κὰ τε­τρά­γω­να χω­ρὶς μα­γα­ζιὰ καὶ τό­σο πο­λὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­μέ­νει. Προ­σπά­θη­σε νὰ ἀρ­κε­στεῖ σὲ ἕ­να μο­νό­φυλ­λο στε­νὸ τζά­μι ποὺ μό­λις εἶ­χε στε­γνώ­σει, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τί­κρι­σε αὔ­ξη­σε ἀν­τὶ νὰ μει­ώ­σει τὴν ἀ­δη­μο­νί­α της: τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ ἀ­φτὶ της εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει μί­α μυ­τε­ρὴ ἄ­νω ἀ­πό­λη­ξη, καὶ μά­λι­στα τρι­χω­τή. Πλη­σι­ά­ζον­τας καὶ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­με­νη ἐ­ναλ­λάξ, ἀρ­κε­τὲς φο­ρές, δι­α­πί­στω­σε ἐν τέ­λει ὅ­τι τὸ εἴ­δω­λό της δε­χό­ταν ποι­κί­λες πα­ρεμ­βά­σεις ἀ­πὸ τὰ χνου­δω­τὰ ζω­ό­μορ­φα κου­κλά­κια τῆς WWF, ποὺ βρί­σκον­ταν πα­ρα­τε­ταγ­μέ­να στὸ πά­νω ρά­φι τοῦ παι­χνι­δά­δι­κου. Συ­νέ­χι­σε τὸν δρό­μο της κα­θη­συ­χα­σμέ­νη, με­τρί­ως.

        Τὸ κα­τά­στη­μα μὲ τὶς πόρ­τες ἀ­σφα­λεί­ας εἶ­χε τὶς κα­λύ­τε­ρες σχε­τι­κὲς προ­δι­α­γρα­φές. Τὰ ψη­λὰ καὶ φαρ­διὰ τζά­μια του κα­θρέ­φτι­ζαν μὲ ἀ­κρί­βεια, ἀ­πὸ πολ­λὲς καὶ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς θέ­σεις, τὸ εἴ­δω­λό του, χά­ρη στὸ, οὐ­σι­α­στι­κά, ἄ­δει­ο ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἐ­φό­σον οἱ ἐ­πι­δει­κνυ­ό­με­νες πρὸς πώ­λη­σιν πόρ­τες, ἀ­φ’ ἑ­νός, βρί­σκον­ταν βα­θύ­τε­ρα στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ μα­γα­ζιοῦ καί, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου, ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἕ­να ἰ­δα­νι­κὸ σκοῦ­ρο φόν­το. Ἐ­κεῖ καὶ τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἀν­τε­λή­φθη τὶς ἄλ­λες φι­γοῦ­ρες.

        Δη­λα­δή, ἀν­τε­λή­φθη ὅ­τι ὅ­ποι­ες καὶ ὅ­ποι­οι περ­νοῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὶς γω­νια­κὲς βι­τρί­νες καὶ κοι­τοῦ­σαν ἔ­στω καὶ ἀ­συ­νεί­δη­τα, γιὰ κλά­σμα­τα τοῦ δευ­τε­ρο­λέ­πτου, μέ­σα στὸ τζά­μι, ἀ­πο­κτοῦ­σαν (στὰ μά­τια της μό­νον, ἄ­ρα­γε;) κε­φά­λι καὶ οὐ­ρὰ μι­νώ­ταυ­ρου ἢ ρι­νό­κε­ρου ἢ κά­τι τέ­τοι­ο, ἀλ­λό­κο­το, ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, γιὰ ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα. Ἢ μή­πως δὲν ἦ­ταν, τε­λι­κά, τό­σο ἀλ­λό­κο­το;

        Δι­ό­τι καὶ ἡ ἴ­δια δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι, κοι­τών­τας τὸν ἑ­αυ­τό του μέ­σα στὸ τζά­μι τοῦ κα­τα­στή­μα­τος μὲ τὶς πόρ­τες ἀ­σφα­λεί­ας, ἔ­βλε­πε μὲν τὸ κο­στού­μι (του) καὶ τὶς γό­βες (της) ἀλ­λὰ στὴ θέ­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ ἔ­βλε­πε τὸ ρύγ­χος ἑ­νὸς ζώ­ου νὰ προ­σπα­θεῖ νὰ ὀ­σμι­στεῖ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἴ­δω­λό του, σκουν­τών­τας μὲ τὸ κού­τε­λο στὸν πρό­χει­ρο κα­θρέ­φτη. Τὸ ζω­ό­μορ­φο κε­φά­λι ἦ­ταν δι­κό της, δὲν ὑ­πῆρ­χε ἀμ­φι­βο­λί­α πε­ρὶ τού­του, για­τί κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἔ­βλε­πε τὸ εἴ­δω­λο νὰ πιά­νει μὲ τὸ χέ­ρι του τὸ ρύγ­χος, τὰ ἀ­φτιά, τὰ μά­γου­λα, αἰ­σθα­νό­ταν αὐ­τὸ τὸ χέ­ρι, τὸ δι­κό της χέ­ρι, ἀ­ρι­στε­ρὸ ἢ δε­ξί, μὲ τὰ δα­χτυ­λί­δια του καὶ τοὺς ξε­πα­γι­α­σμέ­νους κόμ­πους, νὰ ἀ­κουμ­πᾶ πά­νω στὴ μύ­τη-ρύγ­χος, πά­νω στὰ ἀ­φτιά, πά­νω στὰ μά­γου­λα. Τὸν κυ­ρί­ευ­σε με­γά­λη, πο­λὺ με­γά­λη τα­ρα­χή, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες πού, συ­χνά, ἀ­κο­λου­θοῦν­ταν ἀ­πὸ λι­πο­θυ­μί­α. Ἀλ­λὰ ἐ­τού­τη τὴ φο­ρὰ δὲν λι­πο­θύ­μη­σε, ἴ­σως πα­ρὰ τὴ θέ­λη­σή του (ὅ­πο­τε λι­πο­θυ­μοῦ­σε, ὅ­ταν ἔ­πει­τα συ­νερ­χό­ταν ὅ­λα ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σαν νὰ εἶ­ναι ὅ­πως καὶ πρίν).

        Ἄρ­χι­σε τό­τε, σι­γὰ-σι­γά, νὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τὴν γέν­νη­ση ἑ­νὸς συ­ναι­σθή­μα­τος, ἢ καὶ αἰ­σθή­μα­τος, ἀ­πο­λύ­τρω­σης· ἐ­πι­τέ­λους, εἶ­χε συν­τε­λε­στεῖ. Μῆ­νες καὶ χρό­νια κοι­τα­ζό­ταν σὲ ὅ­λους τοὺς κα­θρέ­φτες καὶ ψευ­δο­κα­θρέ­φτες, φο­βού­με­νη καί, ταυ­τό­χρο­να, προ­σμέ­νον­τας μί­α με­τα­μόρ­φω­ση, πα­ρα­μόρ­φω­ση, ἀ­πο­μόρ­φω­ση, ὁ­τι­δή­πο­τε θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πὸ τὸ φρι­κτὸ πρό­σω­πό του, τὸ ὁ­ποῖ­ο, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, κα­τέ­λη­γε νὰ μὴν ται­ριά­ζει πιὰ μὲ ὅ­σα σκε­φτό­ταν καὶ ἔ­νι­ω­θε. Δὲν τὸ πα­ρα­δε­χό­ταν πὼς ἡ λο­γι­κὴ θὰ συγ­χω­ροῦ­σε ὅ­λα ὅ­σα λυσ­σο­μα­νοῦ­σαν, κά­πο­τε ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτα, μέ­σα στὸν ἐγ­κέ­φα­λο ἢ στὴν ψυ­χή της, ἢ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς αὐ­τὰ ἀ­πο­κα­λοῦν­ται. Καὶ ὄ­χι μό­νον στὴν δι­κή του ψυ­χή–εγ­κε­φα­λο, ἀλ­λὰ σὲ ὅ­λων. Ὅ­λες οἱ ψυ­χές–εγ­κέ­φα­λοι, πί­στευ­ε, εἶ­χαν ψε­γά­δια στὴν κα­τα­σκευ­ή τους, λί­γα, πολ­λὰ ἢ πά­ρα πολ­λά. Κα­μιὰ – κα­νέ­νας δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐ­ξαί­ρε­ση. Καὶ τώ­ρα ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης εἶ­χε ξε­κι­νή­σει.

        Ἔ­κα­νε ἕ­ναν κύ­κλο στὸ τε­τρά­γω­νο τοῦ προι­κι­σμέ­νου κα­τα­στή­μα­τος καὶ στά­θη­κε μπρο­στὰ στὴν κεν­τρι­κὴ βι­τρί­να. Τώ­ρα, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ δι­κό της ζω­ο­πρό­σω­πο εἴ­δω­λο ἔ­βλε­πε τὴν φα­νε­ρω­μέ­νη ἀ­πο­κτή­νω­ση πά­νω σὲ ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους κορ­μούς, εἴ­τε κοί­τα­ζε τὸ ἀν­τι­κα­θρέ­φτι­σμά τους εἴ­τε τοὺς ἴ­διους. Εἶ­χε γί­νει καὶ τὸ ἑ­πό­με­νο βῆ­μα. Ἄ­ρα­γε τὰ πράγ­μα­τα θὰ πή­γαι­ναν μέ­χρι τέ­λους ὅ­πως τὰ εἶ­χε ἀ­πὸ και­ρὸ φαν­τα­στεῖ; Ὅ­πως τὰ εἶ­χαν φαν­τα­στεῖ ὅ­λες οἱ ὅ­μοι­ες καὶ ὅ­λοι οἱ ὅ­μοι­οί τους; Ἐ­κεῖ­νες καὶ ἐ­κεῖ­νοι τῶν ὁ­ποί­ων ἡ σκέ­ψη ἁ­πλω­νό­ταν ἔ­ξω καὶ πρὶν ἀ­πὸ τὸ χθές, ἔ­ξω καὶ με­τὰ τὸ αὔ­ριο;



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Σταυ­ρού­λα Τσού­πρου (Ἀ­θή­να) Εἶ­ναι δρ. Ἑλ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας ΕΚΠΑ, ἔ­χει δι­πλώ­μα­τα στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, ἰ­τα­λι­κά, γερ­μα­νι­κά καὶ ἰ­σπα­νι­κά. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ συ­στη­μα­τι­κά μὲ τὴν Θε­ω­ρί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας καὶ ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει με­λέ­τες γιὰ πα­λαι­ό­τε­ρους καὶ σύγ­χρο­νους πε­ζο­γρά­φους καὶ ποι­η­τές. Συ­νερ­γά­ζε­ται τα­κτι­κὰ μὲ τὸν ἡ­με­ρή­σιο καὶ πε­ρι­ο­δι­κό τύ­πο. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ τρεῖς συλ­λο­γές δο­κι­μί­ων της: Τά­σος Α­θα­να­σιά­δης: «Μὲ τὰ μά­τια τῆς γε­νιᾶς μας»Οἱ «παι­δι­ά­στι­κες» ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Κο­σμᾶ Πο­λί­τη καὶ Δο­κι­μές ἀ­νά­γνω­σης. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Σὲ κοι­τοῦν (ἐκδ. Γρη­γό­ρη 2013, δι­η­γή­μα­τα).