Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης: Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων



Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης


Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων


ΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξη­με­ρώ­σει καὶ φο­ρών­τας τὴν ἄ­σπρη φα­νέ­λα βγῆ­κε στὸν κῆ­πο. Τὸ στό­μα του ἦ­ταν τό­σο στυ­φὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­θε, σὰν νὰ τοῦ εἶ­χαν κά­νει το­πι­κὴ ἀ­ναι­σθη­σί­α. Οὔ­τε τὸ κρύ­ο αἰ­σθα­νό­ταν, πα­ρὰ τὸ ὅ­τι φο­ροῦ­σε μό­νο τὴν κά­τω πι­τζά­μα του, τὴ φα­νέ­λα καὶ τὰ ἄρ­βυ­λα τοῦ στρα­τοῦ χω­ρὶς κάλ­τσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆ­πο, πρὶν φτά­σει μέ­χρι τὴν ἀ­πο­θή­κη μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ τὰ τσου­βά­λια μὲ τὰ κού­τσου­ρα γιὰ τὴν ξυ­λό­σομ­πα, εἶ­χε φτιά­ξει κα­φέ: σὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρύ­ο νε­ρὸ τρεῖς τε­ρά­στι­ες κου­τα­λι­ὲς νὲς κα­φέ. Ἡ κου­ζί­να μύ­ρι­ζε κα­πνὸ καὶ οὖ­ρα. Αὐ­τὴ εἶ­χε φαί­νε­ται ξε­χά­σει πά­λι τὸ δο­χεῖ­ο της ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­πι­νε μὲ με­γά­λες γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὸ ρο­λό­ϊ τοῦ τοί­χου γλί­στρη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς κρο­τά­φους του καὶ σφη­νώ­θη­κε κά­που στὸ βά­θος τῶν αὐ­τι­ῶν του. Τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος.

       Κά­θε με­ση­μέ­ρι τὸν ἔ­βλε­παν νὰ περ­πα­τά­ει μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τῆς πό­λης μὲ τὴ φα­νέ­λα καὶ τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Μι­λοῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια του, ἀλ­λὰ τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἔ­πε­φτε. Μιὰ φο­ρὰ μό­νο πῆ­γαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν οἱ μι­κροὶ μπά­σταρ­δοι μὲ τὰ πο­δή­λα­τα. Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει χω­ρὶς νὰ τοὺς δί­νει ση­μα­σί­α, μέ­χρι ποὺ μιὰ πέ­τρα τὸν βρῆ­κε στὸ πό­δι, πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­στρά­γα­λο. Στα­μά­τη­σε στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βγά­ζει ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὸ παν­τε­λό­νι καὶ ἔ­πει­τα τὸ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν ὦ­μο του. Ἔ­τσι ὁ­λό­γυ­μνος βά­δι­σε ἀ­νά­στρο­φα, πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τῶν πα­λι­ό­παι­δων ποὺ εἶ­χαν κε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὸ φό­βο τους. Τό­τε Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἔλ­θει τρέ­χον­τας νὰ τὸν τυ­λί­ξει μὲ μιὰ κου­βέρ­τα. Ἦ­ταν ἀ­η­δι­α­στι­κή, τὸ στό­μα της εἶ­χε σα­πί­σει ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς βρι­σι­ές. Ἔ­βρι­ζε τὶς κό­τες, τὸ γέ­ρο, τὶς πόρ­τες ποὺ εἶ­χαν σκε­βρώ­σει, ἔ­βρι­ζε τὸ χῶ­μα καὶ τὰ δέν­τρα, τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες στὸ μπα­κά­λη καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­βρι­σε καὶ τὰ πα­λι­ό­παι­δα ποὺ εἶ­χαν λου­φά­ξει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Μό­νο σὲ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε κα­κο­μι­λή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Τοῦ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πο μὲ ἕ­να κί­τρι­νο πα­νὶ καὶ τοῦ μπά­λω­νε τὶς κάλ­τσες.


Ξέ­χα­σε νὰ βά­λει ζά­χα­ρη στὸν κα­φὲ καὶ εἶ­ναι τὸ στό­μα του ἀ­πὸ θειά­φι καὶ πίσ­σα, σκέ­τη κό­λα­ση. Ὅ­μως γιὰ τὴν κό­λα­ση καὶ τὸ δι­ά­βο­λο μι­λά­ει μό­νο Ἐ­κεί­νη, ἀ­πει­λών­τας τὸ γέ­ρο του ὅ­τι θὰ πά­ει ἄ­λι­ω­τος «ἐ­κεῖ κά­τω».

       Για­τί ἵ­δρω­σε τώ­ρα; Ἱ­δρώ­νει μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει τὰ ἕ­ξι χά­πια του, ἀλ­λὰ τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα δὲν πῆ­ρε κα­νέ­να χά­πι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κού­ει τό­σο κα­λὰ τὶς στα­γό­νες ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τῆς μαν­τα­ρι­νιᾶς, τὴ γά­τα ποὺ θη­λά­ζει στὴν πί­σω αὐ­λή, τὸ σφύ­ριγ­μα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ μπάρ­μπα-Σπύ­ρου ποὺ κοι­μᾶ­ται κά­που πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριά, στὸ σπί­τι μὲ τὸ φοί­νι­κα καὶ τὴν τε­ρά­στια σι­δε­ρέ­νια ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Πό­τε ἄ­κου­γε τό­σο κα­θα­ρά; Μό­νο τό­τε ποὺ ἔ­βα­ζε ἕ­να πα­νὶ μὲ κα­θα­ρὴ βεν­ζί­νη στὴ μύ­τη καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν πιά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­γρή­γορ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς μα­κρι­νοὺς ἤ­χους. Τό­τε ἔ­νι­ω­θε τὸν ἴ­διο με­ταλ­λι­κὸ κυ­μα­τι­σμὸ ποὺ κα­θά­ρι­ζε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὰ πε­ριτ­τὰ βά­ρη, γιὰ νὰ με­του­σι­ώ­σει στὸ στῆ­θος τοῦ βεν­ζι­νό­πληκτου τοὺς ἐ­λά­χι­στους παλ­μι­κοὺς τό­νους ἀ­πὸ ἕ­να κλει­δὶ ποὺ γυ­ρί­ζει ἢ ἀ­πὸ τὸ τα­κού­νι τῆς γει­τό­νισ­σας ποὺ συν­τρί­βει τὸ κοι­μι­σμέ­νο σα­λιγ­κά­ρι.

       Τὸ ὅ­πλο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἀ­πο­θή­κης. Μύ­ρι­ζε γρά­σο καὶ κλει­σού­ρα. Στὸ ξύ­λι­νο κον­τά­κι ὁ γέ­ρος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ σου­γιὰ τὸ μι­κρό του ὄ­νο­μα. Ἦ­ταν καλ­λι­γρά­φος, ὅ­πως ὅ­λοι σχε­δὸν τῆς γε­νιᾶς τοῦ πα­λιοῦ σχο­λαρ­χεί­ου, ἀ­γρο­τό­παι­δα καὶ γιοὶ οἰ­νο­ποι­ῶν, ρα­φτά­δων καὶ ἐμ­πο­ρο­ϋ­παλ­λή­λων.

       Σὲ λί­γο θὰ ἄ­να­βε τὸ φω­τά­κι τῆς κου­ζί­νας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε και­ρός, ἔ­πρε­πε νὰ βια­στεῖ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σπί­τι πα­ρα­λί­γο νὰ πα­τή­σει ἕ­να ψό­φιο πον­τί­κι. Ἀ­η­δί­α! Για­τί ἦ­ταν ὅ­λα τό­σο βρώ­μι­κα σὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος; Ἔ­δω­σε μιὰ δυ­να­τὴ κλω­τσιὰ μὲ τὴν ἀρ­βύ­λα καὶ ση­μά­δε­ψε τὴν ἀ­κα­θό­ρι­στη μά­ζα τῶν γέ­ρων πά­νω στὸ ἀρ­χαῖ­ο κρε­βά­τι.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν ἔ­λει­πε τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Πρὶν βά­λει τὸ ὅ­πλο στὸ στό­μα, εἶ­χε φρον­τί­σει νὰ κά­ψει στὴ σόμ­πα φα­νέ­λα, πι­τζά­μα καὶ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ κρε­βά­τι τοῦ φό­νου ἦ­ταν στρω­μέ­νο καὶ τὰ πτώ­μα­τα τῶν γέ­ρων το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη σὲ ἕ­να με­γά­λο στρῶ­μα στὸ πά­τω­μα. Ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὰ ἄ­ψο­γα γυ­α­λι­σμέ­να στρα­τι­ω­τι­κὰ ἄρ­βυ­λα ποὺ φο­ροῦ­σε ὁ δο­λο­φό­νος καὶ αὐ­τό­χει­ρας. Τὰ εἶ­χε δέ­σει κα­νο­νι­κὰ πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τοῦ δρά­μα­τος. Τὸ κα­κό, σκέ­φτη­κε —ὄ­χι χω­ρὶς κά­ποιο θαυ­μα­σμὸ— ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης, δὲν εἶ­χε ξε­ρι­ζώ­σει τὰ ὑ­γι­ῆ στοι­χεῖ­α ποὺ κοι­μόν­του­σαν στὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­λιοῦ ἔ­φε­δρου ἀν­θυ­πο­λο­χα­γοῦ τῶν τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Ἂς εἶ­ναι. Μπο­ροῦ­με ἴ­σως νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι τὸ σκό­τος καὶ τὸ χά­ος δὲν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν πο­τὲ κα­τὰ κρά­τος.



Πη­γή: Γυ­ναί­κα μὲ­ πο­δή­λα­το (μι­κρὰ πε­ζά, δι­η­γή­μα­τα καὶ βι­νι­έ­τες (2014, Πό­λις)

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης (1964, Καρ­λό­βα­σι τῆς Σά­μου).  Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, τὴν κρι­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ Θε­ω­ρί­α. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς Πο­λι­τι­κῆς Φι­λο­σο­φί­ας στὸ τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς με­λέ­τες: Ἡ ψυ­χὴ καὶ τὰ εἴ­δω­λα (Κρι­τι­κή. 1997). Πρὸς τὴ ρο­μαν­τι­κὴ κρί­ση (Ἐ­ρα­σμος, 1998), Ἡ ἀλ­χη­μεί­α τῆς εὐ­τυ­χί­ας (Πό­λις, 2000), Κοι­νό­το­πη χώ­ρα (Σαβ­βά­λας, 2004), Φι­λό­ξε­νος μη­δε­νι­σμὸς (Ἑ­στί­α, 2008), Λα­ϊ­κι­σμός, ἀν­τι­λα­ϊ­κι­σμὸς καὶ κρί­ση (Νε­φέ­λη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Οἰ­κεῖ­ο φεγ­γά­ρι (Ἠ­ρι­δα­νός, 1987), Λά­φυ­ρο ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­με­ρῶν (Νε­φέ­λη, 1993), Βέ­βη­λες σκέ­ψεις (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1993) καὶ Οἱ χει­μῶ­νες τῆς μνή­μης (Πα­νο­πτι­κόν, 2010).



		

	

Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας: Κατάθλιψη



Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας


Κα­τά­θλι­ψη


ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ ποὺ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­τα σὰν τυ­φλὸ καὶ μοῦ ‘­δει­χνε τὰ δόν­τια του ὅ­ταν κον­το­στε­κό­μουν νὰ τοῦ ρί­ξω μιὰ κλω­τσιά, τὸ ἡ­μέ­ρε­ψα, τοῦ πέ­ρα­σα λου­ρὶ καὶ τώ­ρα τὸ ἀ­κο­λου­θῶ ἐ­γὼ σὰν τυ­φλός, κα­θὼς ὀ­σμί­ζε­ται τὶς κα­ται­γί­δες καὶ μοῦ ἀ­νοί­γει τὸν δρό­μο. Στὸν πε­ρί­πα­το, τρί­βε­ται πά­νω στὶς γάμ­πες τῶν γυ­ναι­κὼν ἢ τοὺς γλύ­φει τὸ πρό­σω­πο καὶ κεῖ­νες μὲ κοι­τά­ζουν βα­θιὰ μέ­σα στὰ μά­τια καὶ μὲ ρω­τᾶ­νε πὼς τὸ λέ­νε, μὰ τὸ βά­ζουν στὰ πό­δια ὅ­ταν τοὺς λέ­ω: «Πλού­τω­να». Τὰ παι­δά­κια συ­χνά τοῦ χα­ϊ­δεύ­ουν τὴ μου­σού­δα μὰ κεῖ­νο τὰ κοι­τά­ζει πε­ρί­λυ­πο. Ἀ­λυ­κτᾶ­ κά­θε ποὺ δὲν ἔ­χει φεγ­γά­ρι καὶ τὸ κλά­μα του μοιά­ζει μὲ νύ­κτα ποὺ ἔ­χα­σε τὰ ἀ­στέ­ρια της. Ξέ­ρει πὼς σύν­το­μα θὰ πε­θά­νω καὶ μὲ πα­ρη­γο­ρεῖ κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά του. «Δὲν βα­ρι­έ­σαι», μοῦ κά­νει, «ἕ­να ψέ­μα εἶ­ναι ἡ ζω­ή,  αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη ἀ­λή­θεια». Κι ἐ­γὼ ποὺ βα­ρι­έ­μαι τὶς ἀμ­πε­λο­φι­λο­σο­φί­ες του τὸ δαγ­κώ­νω βα­θιά, κι αὐ­τό, νι­ώ­θον­τας τὴ θλί­ψη μου, κά­νει πή­δους ὡς τὸ τα­βά­νι καὶ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ. Σὰν εἴ­μα­στε κι οἱ δυ­ὸ στὰ κέ­φια, τοῦ ρί­χνω τὴ σε­λή­νη δε­μέ­νη μὲ  κορ­δέ­λα κι αὐ­τὸ τὴ φέρ­νει καὶ τὴν ἀ­πο­θέ­τει στὰ πό­δια μου μπρο­στά. Ὅ­ταν κου­ρα­στοῦ­με ἀ­π’ τὸ παι­γνί­δι ἔρ­χε­ται καὶ ξα­πλώ­νει στὸ στέρ­νο μου γιὰ νὰ μὲ προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὰ ὄ­νει­ρα. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ τοὺς δυ­ό μας κρυ­φὰ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ πε­θά­νου­με μα­ζὶ για­τὶ κα­νέ­νας ἂπ΄τοὺς δυ­ό μας δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀν­τέ­ξει τὸν χα­μὸ τοῦ ἄλ­λου. Μὰ κα­τὰ βά­θος γνω­ρί­ζου­με πὼς θὰ πε­θά­νου­με τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἐ­γὼ μὲ ἕ­να γρύλ­λι­σμα ἀ­πὸ βε­λοῦ­δο στὰ χεί­λη κι ἐ­κεῖ­νο μὲ ἕ­να τρα­γού­δι ποὺ θὰ μι­λᾶ γιὰ πα­ρα­δεί­σια που­λιὰ ποὺ τό­ ‘σκα­σαν γιὰ  τὴν κό­λα­ση…



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀν­τρος Λυ­ρί­τσας (Κύ­προς, Τεμ­βριά, 1955), Σπού­δα­σε νο­μι­κὰ στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε σὰν δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τὰ ΝΕΑ καὶ στὸ Γρα­φεῖ­ο Τύ­που καὶ Πλη­ρο­φο­ρι­ῶν τῆς  Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας. Δι­ε­τέ­λε­σε γιὰ μί­α πεν­τα­ε­τί­α Σύμ­βου­λος Τύ­που στὴν Κυ­πρια­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ τὴν συλ­λο­γὴ μὲ δο­κί­μια Δο­κί­μια καὶ ἀ­δό­κη­τα. Δη­μο­σι­εύ­ει κα­τὰ και­ροὺς ἄρ­θρα στὸν κυ­πρια­κὸ τύ­πο καὶ σὲ πο­λι­τι­στι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Ἱωάννα Γαλανάκη: ὅ,τι κι ἄν ἔπαθες


Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη


ὅ,τι κιν ἔ­πα­θες


ΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ ΜΠΑΛΟΥΚΛΙ βα­ρὺ ἕ­να αὐ­γου­στι­ά­τι­κο ἀ­πο­με­σή­με­ρο. Προ­σκυ­νή­σα­με, ἤ­πια­με ἁ­γί­α­σμα ἀ­πὸ τὴν πη­γή. Κά­θι­σα ἔ­πει­τα πα­ρά­με­ρα σὲ μιὰ δρο­σιὰ κι ἐ­κεί­νη ἄρ­χι­σε νὰ τρα­βᾶ φω­το­γρα­φί­ες. Φω­το­γρά­φι­σε τὴν δε­ξα­με­νὴ μὲ τὰ μι­σο­τη­γα­νι­σμέ­να ψά­ρια, τὸ τέμ­πλο τοῦ να­οῦ, τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ αὐ­λὴ μὲ τοὺς τά­φους τῶν Πα­τρια­ρχῶν κι ἄλ­λων ἐ­πι­φα­νῶν, τὸν με­γά­λο πλά­τα­νο, τὰ παγ­κά­κια μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Zeytinburnu», τὶς στρω­μέ­νες στὴν μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ τα­φό­πλα­κες μὲ λα­ξευ­μέ­να πά­νω τους ἕ­να-ἕ­να ὅ­λα τὰ σύ­νερ­γα τοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος τῶν νε­κρῶν ποὺ κά­πο­τε προ­στά­τευ­αν, τὸ φτε­ρω­τὸ ἄ­γαλ­μα ποὺ στό­λι­ζε τὸν τά­φο ἑ­νὸς νε­α­ροῦ κο­ρι­τσιοῦ ποὺ εἶ­χε ἄ­δι­κα χα­θεῖ, τὰ δυ­ὸ πα­πα­γα­λά­κια στὰ κρε­μα­σμέ­να κλου­βιὰ στὸν τοῖ­χο δί­πλα ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τοῦ μο­να­στη­ριοῦ.

        Πά­νω ποὺ νό­μι­σα πὼς ἡ μα­νί­α της ἐ­κεί­νη ποὺ ὧ­ρες-ὧ­ρες μὲ πε­ρί­ζω­νε ἀ­κό­μη πιὸ πο­λὺ κι ἀ­πὸ τὴν πνι­γε­ρὴ ὑ­γρα­σί­α τῆς πο­λί­τι­κης ζέ­στης εἶ­χε ἐ­πι­τέ­λους χορ­τά­σει, τὴν εἶ­δα νὰ γυρ­νά­ει πρὸς τὰ πί­σω. Λὲς καὶ θυ­μή­θη­κε ἀ­πό­το­μα πὼς κά­που εἶ­χε ξε­χά­σει κά­τι ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ πο­λύ­τι­μο. Ἴ­σως τὸ κι­νη­τό της. Στὴν πί­σω αὐ­λὴ ἕ­να σχοι­νὶ πε­ρα­σμέ­νο σὲ με­ταλ­λι­κὸ κρί­κο ἔ­φρα­ζε ἐμ­πο­δί­ζον­τας τὴν δι­έ­λευ­ση τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν πρὸς μιὰ μαρ­μά­ρι­νη σκά­λα. Ἀ­πὸ μα­κριὰ τὴν εἶ­δα νὰ ἀ­φαι­ρεῖ τὴν θη­λιὰ τοῦ σχοι­νιοῦ ἀ­πὸ τὸν κρί­κο. Ὁ φύ­λα­κας τῆς φώ­να­ξε αὐ­στη­ρὰ «ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ κεῖ καὶ πά­νω». «Και για­τί;» ἀν­τέ­τει­νε ἐ­κεί­νη ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη. «Ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται! Ἀ­πὸ κεῖ εἶ­ν’ τὰ κε­λιά!»

        Δι­ά­βα­σα τὸ θυ­μὸ ἀ­νά­με­σα στὰ φρύ­δια της ποὺ ἔ­σμι­ξαν ἀ­στρα­πια­ῖα τὶς ρη­χὲς ρυ­τί­δες τους, γύ­ρω ἀ­π’ τὸ στό­μα της ποὺ βί­αι­α συγ­κρά­τη­σε τὰ λό­για ποὺ τό­σο ἤ­θε­λε νὰ τοῦ ἐ­κτο­ξεύ­σει. Προ­σποι­ή­θη­κε τὴν ἀ­δι­ά­φο­ρη. Κι ὅ­ταν λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὁ φύ­λα­κας ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε σὲ μιὰ κου­βέν­τα του μὲ τὸν πα­πὰ ἐ­κεί­νη ἐκ­δι­κη­τι­κὰ τοῦ ξε­γλί­στρη­σε. Κι ἀ­νέ­βη­κε τὴν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νη σκά­λα.

        Εἶ­χε ξε­κρε­μά­σει τὸ λου­ρὶ τῆς Nikon ἀ­πὸ τὸ λαι­μό της καὶ εἶ­χε σκύ­ψει πά­νω σὲ κά­τι γλά­στρες μὲ τρι­αν­τά­φυλ­λα νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σει ἀ­πὸ κον­τά. Τὸ λου­ρὶ πι­ά­στη­κε στὰ ἀγ­κά­θια μιᾶς τρι­αν­τα­φυλ­λιᾶς, καὶ μό­λις πῆ­γε νὰ ἀ­να­ση­κω­θεῖ ἡ μη­χα­νὴ τρα­βή­χτη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια της καὶ ἔ­πε­σε στὶς πλά­κες κά­τω ἀ­πὸ τὴν σκά­λα. Χω­ρί­στη­κε στὰ δυ­ό, τὸ ἕ­να κομ­μά­τι ἔ­κα­νε γκὲλ καὶ προ­σγει­ώ­θη­κε μὲς στὸν κου­βὰ μὲ τὸ νε­ρὸ ποὺ εἶ­χαν ἀ­φή­σει γιὰ τὸ πό­τι­σμα. Τὸ μπλοὺμ ἀ­πὸ τὸ βά­πτι­σμα τῆς μη­χα­νῆς ἀ­κού­στη­κε δυ­να­τά, τρέ­ξα­με ὅ­λοι καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε κα­βγὰς τρι­κού­βερ­τος.

        Τὸ βρά­δυ μοῦ ’­πε παν­τε­λῶς ἀ­πελ­πι­σμέ­νη: «καὶ νὰ φαν­τα­στεῖς τό ’­ξε­ρα, τὸ ’­ξε­ρα πὼς δὲν θά ’­χε τί­πο­τα νὰ δεῖς ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω… Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο τὸ σκοι­νὶ ποὺ ἔ­φρα­ζε τὴ σκά­λα τὸ ἔ­νοι­ω­σα σὰ νὰ τυ­λί­γε­ται τρι­γύ­ρω ἀ­π’ τὸ λαι­μό μου κι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θῶ πά­σῃ θυ­σίᾳ.» Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει γιὰ ὅ­λες τὶς χα­μέ­νες πιὰ φω­το­γρα­φί­ες τοῦ τα­ξι­διοῦ, γιὰ τὴν κα­τε­στραμ­μέ­νη μη­χα­νή, γιὰ τὶς προ­σβο­λὲς ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ὑ­πο­στεῖ σι­ω­πη­λά, γιὰ ὅ­σα θλι­βε­ρὰ τῆς εἶ­χαν συμ­βεῖ ὣς τώ­ρα στὴ ζω­ή της ποὺ ὅ­που κι ἂν τα­ξί­δευ­ε τὴν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν. Καὶ δὲν τῆς ἄ­φη­ναν χα­ρά.

        Γιὰ νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σω σκέ­φτη­κα νὰ τῆς πῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χα ἠ­χο­γρα­φή­σει ἀ­πὸ ἕ­να γη­ραι­ὸ Πο­λί­τη στὸ προ­η­γού­με­νο τα­ξί­δι μου στὴν Ἴ­σταν­μπουλ:

        «Πο­λύ πα­λιά, στὸν τό­πο ποὺ τώ­ρα λέ­νε Μπα­λου­κλὶ βρέ­θη­κε λέ­νε κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε χά­σει τὴν ὅ­ρα­σή του. Ξέ­πλυ­νε τὰ μά­τια του στὸ νε­ρὸ τῆς πη­γῆς καὶ λί­γο με­τὰ γι­α­τρεύ­τη­κε. Αὐ­τὸ τὸ ἄ­κου­σε ὁ βα­σι­λιὰς Ἰ­ου­στι­νια­νὸς καὶ πί­στε­ψε πὼς ἦ­ταν θαῦ­μα ἐ­νῶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἂν καὶ μι­λοῦ­σαν μὲ εὐ­λά­βεια θε­ω­ροῦ­σαν αὐ­τὴν τὴν ἱ­στο­ρί­α ἕ­ναν ἀ­κό­μη πα­λιὸ θρύ­λο. Ἔ­τσι ἐ­πει­δὴ πί­στε­ψε στὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ τό­που ὁ βα­σι­λιὰς ὅ,τι ὑ­λι­κὰ πε­ρίσ­σε­ψαν ἀ­πὸ τὸ χτί­σι­μο τῆς Ἁ­γιὰ Σο­φιᾶς δι­έ­τα­ξε νὰ τὰ με­τα­φέ­ρουν ὅ­λα ἐ­κεῖ, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ στε­ρε­ὰ τεί­χη τῆς Πό­λης, στὸ κα­τά­φυ­το ἐ­κεῖ­νο μέ­ρος μὲ τὶς πη­γές, τὰ ψη­λὰ κυ­πα­ρίσ­σια, τὰ συμ­με­τρι­κὰ πλα­τά­νια, τὰ ἄν­θη καὶ τὸν κα­λὸ ἀ­έ­ρα ποὺ ἔ­κα­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους τό­σο πο­λὺ νὰ ξε­χνοῦν τὶς φρον­τί­δες τους ὥ­σπου στὸ τέ­λος θε­ρα­πεύ­ον­ταν ἀ­π’ τὸ κά­θε τί ποὺ τοὺς βα­σά­νι­ζε. Κά­πο­τε ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἐ­κεῖ ὁ Ἰ­ου­στι­νια­νὸς ἔ­φτια­ξε ἐκ­κλη­σί­α καὶ κα­θώς μοῦ ’­λε­γε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της μπο­ρεῖ νὰ ἦ­ταν βέ­βαι­α ὁ βα­σι­λιὰς πε­ρή­φα­νος γιὰ τὴν Ἁ­γιὰ Σο­φιὰ μὰ ἀ­γα­ποῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τὸν τὸν μι­κρὸ να­ὸ τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς. Ἐ­κεῖ λέ­ει ἔ­νοι­ω­θε ἐ­λευ­θε­ρω­μέ­νος ἀ­π’ τὶς ἔ­γνοι­ες του, ἐ­κεῖ ἔ­νοι­ω­θε σὰν νὰ ἦ­ταν πά­λι παι­δὶ καὶ ὄ­χι ὁ βα­σι­λιάς. Τὰ βα­σί­λεια ἄλ­λω­στε στὰ παι­διὰ ἀ­νή­κουν, κα­τέ­λη­ξε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος Πο­λί­της. Κι ἦ­ταν ἀ­κλό­νη­τος στὴν πε­ποί­θη­σή του πὼς ἔ­ξω ἀ­π’ αὐ­τὴν τὴν Πό­λη δὲν ὑ­πάρ­χουν καὶ πολ­λὲς ἀ­λή­θει­ες γι’ αὐ­τὸ κι ἀ­ξί­ζει νὰ θυ­μό­μα­στε τὸ κά­θε της κομ­μά­τι.»


Κι ἀ­φοῦ τῆς τέ­λει­ω­σα τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς εἶ­πα: Νὰ ξέ­ρεις κα­λύ­τε­ρα ποὺ δὲν ἄ­φη­σες ἐ­κεῖ­νο τὸ σχοι­νὶ νὰ σὲ στα­μα­τή­σει. Ἄ­ξι­ζε ὅ,τι κι ἂν ἔ­πα­θες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη (Χα­νιά). Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α καὶ Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Durham (Ἀγ­γλί­α). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Leiden (Ὀλ­λαν­δί­α). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὴ Νέ­α Εὐ­θύ­νη, ἐ­πί­σης κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Monumenta, στὸ μπλὸγκ Σταυ­ρο­δρό­μι καὶ ἀλ­λοῦ. Πρῶ­το της βι­βλί­ο Ἀ­ρα­δή­ν (ποί­η­ση, Publibook 2010).

Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez): Ἡ Μαί­ρη Τζό, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν…



Γκαμπριὲλ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel García Márquez)


Τὰ πέν­τε πιὸ ὡ­ραῖ­α μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ κό­σμου (2/5)

(Los cinco cuentos cortos más bellos del mundo)


[IΙ. Ἡ Μαί­ρη Τζό, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν…]

[IΙ. Mary Jo, de dos años de edad…]


ΜΑΙΡΗ ΤΖΟ, ἡ­λι­κί­ας δύ­ο ἐ­τῶν, μα­θαί­νει νὰ παί­ζει στὸ σκο­τά­δι, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ οἱ γο­νεῖς της, ὁ κύ­ριος καὶ ἡ κυ­ρί­α Μέ­ι, ὑ­πο­χρε­ώ­θη­καν νὰ ἐ­πι­λέ­ξουν ἀ­νά­με­σα στὴν ζω­ὴ τῆς μι­κρού­λας καὶ στὸ νὰ μεί­νει τυ­φλὴ γιὰ τὸ ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς της. Τῆς μι­κρῆς Μαί­ρης τῆς ἔ­βγα­λαν καὶ τὰ δύ­ο μά­τια, ἀ­φό­του ἕ­ξι δι­α­πρε­πεῖς εἰ­δι­κοὶ δι­έ­γνω­σαν: ρε­τι­νο­βλά­στω­μα. Με­τὰ ἀ­πὸ τέσ­σε­ρις μέ­ρες χει­ρουρ­γη­μέ­νη, ἡ μι­κρὴ εἶ­πε: «μα­μά, δὲν μπο­ρῶ νὰ ξυ­πνή­σω…Δὲν μπο­ρῶ νὰ ξυ­πνή­σω…»



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Ciudad Seva, Casa digital del escritor Luis López Nieves:

Cuentos de Gabriel García Márquez – Ciudad Seva – Luis López Nieves

Γκαμπριὲλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες (Gabriel José García Márquez) (Κο­λομ­βί­α 1927-Με­ξι­κὸ 2014). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πί­σης λό­γους, ρε­πορ­τάζ, κρι­τι­κὲς κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Ὑ­πῆρ­ξε γνω­στὸς σὰν Γκάμ­πο καὶ οἱ φί­λοι του τὸν φώ­να­ζαν Γκαμ­πί­το. Τὸ 1982 ἔ­λα­βε τὸ Νόμ­πελ τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας «γιὰ τὶς νου­βέ­λες του καὶ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α τὸ φαν­τα­στι­κὸ καὶ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ μπλέ­κον­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ φαν­τα­σί­α, ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τὴν ζω­ὴ καὶ τὶς συγ­κρού­σεις μιᾶς ἠ­πεί­ρου». Συν­δέ­ε­ται ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν «μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ» καὶ τὸ πιὸ γνω­στό του ἔρ­γο, τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἑ­κα­τὸ χρό­νια μο­να­ξιᾶς, θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ρεύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι λό­γῳ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τοῦ ἔρ­γου, αὐ­τὸς ὁ ὅ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἄν­θι­σε στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ 2007 ἡ Βα­σι­λι­κὴ Ἱ­σπα­νι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α καὶ ἡ Ἑ­ται­ρί­α Ἀ­κα­δη­μι­ῶν τῆς Ἱ­σπα­νι­κῆς Γλώσ­σας δη­μο­σί­ευ­σαν μιὰ ἀ­να­μνη­στι­κὴ ἔκ­δο­ση αὐ­τοῦ του ἔρ­γου, θε­ω­ρών­τας το μέ­ρος τῶν με­γά­λων ἱ­σπα­νό­φω­νων κλασ­σι­κῶν ὅ­λων των ἐ­πο­χῶν. Ὁ Μάρ­κες ὑ­πῆρ­ξε δι­ά­ση­μος τό­σο γιὰ τo τα­λέν­το του ὅ­σο καὶ γιὰ τὴν πο­λι­τι­κή του στά­ση. Ἡ φι­λί­α του μὲ τὸν κου­βα­νὸ ἡ­γέ­τη Φιν­τὲλ Κά­στρο εἶ­ναι πα­σί­γνω­στη στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ καὶ πο­λι­τι­κὸ κό­σμο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 7/11]


Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»

(Die «überhäufte Bürokraft»)


ΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ ὁ χει­μώ­νας ἐ­τοῦ­τος ποὺ συγ­κρα­τοῦ­σε τὸ χι­ό­νι, ποὺ δὲν τὸ ἔ­ρι­χνε πά­νω ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἐ­κεί­νη νὰ κοι­μη­θεῖ ἀ­νε­νό­χλη­τη ἀ­πὸ κά­τω. Οὔ­τε τὴ γυ­ναί­κα γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος ἐ­δῶ τὴν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ τῆς πα­ραί­τη­σής της εἶ­χε γρά­ψει: «Εἶ­μαι μιὰ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου.» Εἶ­χε πάν­το­τε ἕ­να τρέ­μου­λο μέ­σα της: ἀ­πὸ φό­βο ἢ ἀ­πὸ τρό­μο. Τὴν βα­σά­νι­ζαν εἰ­κα­σί­ες. Ὅ­πο­τε πή­γαι­νε πο­λὺ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι στὸ κρε­βά­τι στὸ ὁ­ποῖ­ο σω­ρι­α­ζό­ταν, ἔ­βλε­πε ὅ­τι ἡ λάμ­πα τῆς ὀ­ρο­φῆς κου­νι­ό­ταν πέ­ρα-δῶ­θε ἀ­πὸ τὸ ρευ­μα­τά­κι, καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νι­ω­θε ὄ­χι μό­νο ἔκ­πλη­ξη μὰ καὶ φό­βο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς σω­ρι­α­ζό­ταν στὸ κρε­βά­τι για­τὶ δὲν μπο­ροῦ­σε ἄλ­λο νὰ στέ­κε­ται ἢ νὰ κά­θε­ται: Στέ­ρευ­αν ξαφ­νι­κὰ οἱ δυ­νά­μεις της. Ἐ­πει­δὴ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­βο­λες κα­ρέ­κλες, προ­τι­μοῦ­σε νὰ ξα­πλώ­νει ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε κα­νέ­να βι­βλί­ο. Ὅ­πο­τε ἄ­κου­γε μου­σι­κὴ ξά­πλω­νε στὸ δε­ξὶ πλευ­ρό, καὶ μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι πί­ε­ζε τὸ μα­ξι­λά­ρι πά­νω στὸ δε­ξί της μά­γου­λο, ἐ­νῶ τὸ δε­ξὶ μπρά­τσο γύ­ρευ­ε νὰ πε­ρι­βά­λει τὸ σῶ­μα της, πα­ρα­ῆ­ταν ὡ­στό­σο κον­τό· τὸ χέ­ρι με­τὰ βί­ας ἄγ­γι­ζε τὴν ὠ­μο­πλά­τη. Ἐ­κεί­νη ἔ­με­νε ξα­πλω­μέ­νη, μὲ κλει­στὰ μά­τια καὶ κου­λου­ρι­α­σμέ­να πό­δια. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, ἔ­γρα­φε πολ­λὲς αἰ­τή­σεις, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­θεί­α­ζε τὶς ἱ­κα­νό­τη­τές της: «Εἶ­μαι δυ­να­μι­κὴ καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὴ μα­ζί. Ὅ­πο­τε δὲν κοι­μᾶ­μαι (πράγ­μα ποὺ ἐ­δῶ καὶ κάμ­πο­σο και­ρὸ δὲν μπο­ρῶ πλέ­ον νὰ κά­νω), μέ­νω μὲ τὶς ὧ­ρες συγ­κεν­τρω­μέ­νη, καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται στὸ με­τα­ξὺ οὔ­τε νὰ μὲ τα­ΐ­ζει οὔ­τε νὰ μὲ πο­τί­ζει κα­νείς· τὰ βρά­δια ψά­χνω μό­νη μου τὴ λεί­α μου, ἀ­φή­νω δη­λα­δὴ πί­σω τὴν πό­λη καὶ πε­ρι­δι­α­βαί­νω τὴν κοι­λά­δα: Οὔ­τε που­λιὰ οὔ­τε πον­τί­κια μοῦ τὴ γλι­τώ­νουν τό­τε.»

       Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λο: μιὰ ἀ­να­και­νι­σμέ­νη σο­φί­τα μὲ δύ­ο μι­κρο­σκο­πι­κὰ ἀ­να­κλι­νό­με­να πα­ρά­θυ­ρα. Ἀ­νῆ­κε σὲ κά­ποι­α μου­σι­κό, ἡ ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν σὲ πε­ρι­ο­δεί­α. Οἱ τοῖ­χοι ἔ­μοια­ζαν φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ χι­ό­νι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» ἔ­με­νε πρὶν σὲ μιὰ παν­σιόν, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ κρε­μά­σει κα­νεὶς πί­να­κες στοὺς τοί­χους πα­ρὰ μό­νο μὲ τὶς εἰ­δι­κὲς πι­νέ­ζες τῆς ἐ­πι­χεί­ρη­σης. Κά­θε ἐ­πι­σκέ­πτης ἔ­πρε­πε νὰ δη­λώ­νε­ται καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει μό­νο ἕ­ως τὶς δέ­κα τὸ βρά­δυ. Στὴν αἴ­θου­σα τη­λε­ό­ρα­σης ἡ τι­βὶ ἔ­κλει­νε αὐ­στη­ρὰ στὶς ἕν­τε­κα. Ὅ­σοι φι­λο­ξε­νοῦν­ταν σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­τά­λυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­λι­ό­τε­ρα ἦ­ταν οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο γιὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια καὶ πα­ρέ­μει­νε ἔ­κτο­τε σύμ­βο­λο τῆς πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης ζω­ῆς, ἦ­ταν κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πρώ­ην ἀ­σθε­νεῖς τῆς ψυ­χι­α­τρι­κῆς κλι­νι­κῆς. Ὅ­σοι τύ­χαι­νε πό­τε-πό­τε νὰ χά­σουν τὸν δρό­μο τους καὶ νὰ βρε­θοῦν ἐ­κεῖ ὡς πε­λά­τες τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου πα­ρα­λάμ­βα­ναν ἀ­πὸ μί­α με­γά­λη πε­τσέ­τα μπά­νιου, ἐ­νῶ οἱ οἰ­κό­τρο­φοι ἀ­πὸ μί­α μι­κρή. Τὶς Κυ­ρια­κὲς ἦ­ταν κλει­στὴ ἡ κου­ζί­να· οἱ οἰ­κό­τρο­φοι κά­θον­ταν στὰ δω­μά­τιά τους, κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὰ σάν­του­ίτς τους καὶ κοι­τοῦ­σαν κά­ποι­ον τοῖ­χο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Μιὰ φο­ρά, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε πε­σμέ­νο στὸν δρό­μο τὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ σκέ­φτη­κε πὼς ἦ­ταν τά­χα ἡ ἴ­δια πε­σμέ­νη ἐ­κεῖ κά­τω.

       Κα­τὰ τὴ γνώ­μη της δὲν εἶ­χε κα­νέ­να δι­καί­ω­μα νὰ ζεῖ σ’ αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο δι­α­μέ­ρι­σμα, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὅ­που νά ’­ναι θὰ ἐ­πέ­στρε­φε ἡ μου­σι­κός. Πα­τοῦ­σε στὶς μύ­τες τῶν πο­δι­ῶν της καὶ πό­τε-πό­τε συ­νέ­κρι­νε τὴν ὥ­ρα στὸ ρο­λό­ι της μὲ ἐ­κεί­νη τῆς τη­λε­φω­νι­κῆς ἀ­ναγ­γε­λί­ας ὥ­ρας. Συλ­λο­γι­ζό­ταν σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μου­σι­κό: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι δυ­να­τή. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ εἶ­σαι κα­λὴ ὅ­ταν εἶ­σαι δυ­να­τή.»

       Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὑ­ψώ­θη­κε στὸν χλο­μὸ οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῆς πό­λης μιὰ ρὸζ-βι­ο­λε­τιὰ στι­βά­δα ἀ­πὸ σύν­νε­φα, σὰν βου­νὸ ἀ­πὸ βαμ­βά­κι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» δὲν γι­όρ­τα­ζε. Ὁ φό­βος της μὴν τυ­χὸν μεί­νει ἀ­πέν­τα­ρη τὴν ἐμ­πό­δι­ζε νὰ ψω­νί­σει δῶ­ρα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Ὅ­μως ἔ­μοια­ζε μὲ γυ­ναί­κα ποὺ τὴν ἀ­γά­πη τὴν εἶ­χε γνω­ρί­σει ἢ τὴν προσ­δο­κοῦ­σε ἀ­κό­μη.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση σὲ αὐ­τὴ τὴ μορ­φή: Der letzte Frühlingstag, Luchterhand 1997, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004. Μὲ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις καὶ μὲ τὸν τί­τλο Kündigung εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ κει­μέ­νου στὴ συλ­λο­γὴ Das verschwundene Haus, Luchterhand 1988.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (27.4.1987) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.

Χρῖστος Δάλκος: Ἡ πραγματική κυρία Μίνα


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ κυ­ρί­α Μί­να


«ΩΡΑΙΑ ΜΠΟΥΤΑΚΙΑ, ἔ­τσι;» εἶ­πε ὁ Ζα­ρού­χλας, ἐ­κεῖ γύ­ρω στὸ ᾿67, ἤ­μα­στε δὲ θά ᾿μα­στε δε­κά­ξι χρο­νῶ, κι ἑ­νώ­νον­τας τὸν ἀν­τί­χει­ρα μὲ τὸν δεί­κτη καὶ τὸν μέ­σο τὰ ἔ­συ­ρε πρὸς τὰ κά­τω, ἡ χού­φτα ἀ­νά­σκε­λη, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α ἐ­κτί­μη­σης τοῦ ὡ­ραί­ου.

            Εἴ­χα­με βγῆ ἀ­πὸ τὴν αἴ­θου­σα τῶν ἀγ­γλι­κῶν τοῦ δευ­τέ­ρου ὀ­ρό­φου τοῦ Ἰν­στι­τού­του καὶ περ­νά­γα­με ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν αἴ­θου­σα τοῦ πρώ­του ὀ­ρό­φου τοῦ Ἰν­στι­τού­του, ποὺ ἡ πόρ­τα της ἤ­τα­νε ἀ­νοι­χτὴ καὶ μπο­ροῦ­σες νὰ δῇς τὴν κυ­ρί­α Μί­να κα­θι­σμέ­νη στὴν ἕ­δρα. Ἡ φού­στα τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας ἦ­ταν τρα­βηγ­μέ­νη λί­γο πρὸς τὰ πά­νω καὶ ἄ­φη­νε νὰ φαί­νων­ται τὰ πό­δια της μέ­χρι τὴν μέ­ση πε­ρί­που τῶν μη­ρῶν. Τό­τε ὁ Ζα­ρού­χλας μὲ κύτ­τα­ξε μὲ λί­γο πο­νη­ρό, λί­γο θαυ­μα­στι­κὸ ὕ­φος, ἕ­νω­σε τὰ τρί­α δά­χτυ­λα καὶ τὰ κί­νη­σε πρὸς τὰ κά­τω λέ­γον­τας: «Ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;» Μπο­ρεῖ νὰ πρό­σθε­σε κι­ό­λας: «Μὴ μοῦ πῇς!», ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν τὸ θυ­μᾶ­μαι κα­λά.

            Ἐ­κεῖ­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι εἶ­ναι πὼς ἡ κυ­ρί­α Μί­να, στὸ ἄν­θος τῆς νι­ό­της της, κά­που εἰ­κο­σι­δύ­ο χρο­νῶ, φο­ροῦ­σε μαῦ­ρες νά­υ­λον κάλ­τσες καὶ μαῦ­ρα λου­στρι­νέ­νια γο­βά­κια, ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ τοῦ μα­κρι­νοῦ ᾿67, ποὺ ὁ Ζα­ρού­χλας γύ­ρι­σε καὶ μοῦ ᾿πε πὼς «ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;» καὶ ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­πε κι­ό­λας «Μὴ μοῦ πῇς!», μ᾿ ἕ­να πο­νη­ρὸ ἐ­φη­βι­κὸ χα­μό­γε­λο.

            Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἡ κυ­ρί­α Μί­να γύ­ρι­σε τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τῶν εἰ­κο­σι­δύ­ο της χρό­νων καὶ μᾶς κύτ­τα­ξε, ἐ­κεῖ, στὴν πόρ­τα τῆς αἴ­θου­σας τῶν ἀγ­γλι­κῶν τοῦ Ἰν­στι­τού­του, τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ Ζα­ρού­χλας κα­τέ­βα­ζε τὴν ἀ­νά­σκε­λη χού­φτα του μὲ τὰ τρί­α δά­χτυ­λα ἑ­νω­μέ­να, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α θαυ­μα­σμοῦ, καὶ σὰν νὰ κα­τά­λα­βε, για­τὶ τὰ γα­λα­νά της μά­τια τῶν εἰ­κο­σι­δύ­ο χρό­νων μᾶς χα­μο­γέ­λα­σαν εὔ­θυ­μα, καὶ λί­γο αὐ­τά­ρε­σκα, κι ἐ­γὼ ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι κα­τα­κόκ­κι­νος. Ὁ Ζα­ρού­χλας δὲν ξέ­ρω τί ἔ­κα­νε, για­τὶ τὸ μό­νο ποὺ θυ­μᾶ­μαι ἀ­πὸ ᾿κεῖ κι ἔ­πει­τα εἶ­ναι τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας νὰ μοῦ χα­μο­γε­λοῦν ὅ­λο εὐ­θυ­μί­α καὶ κα­τα­νό­η­ση, ἐ­κεί­νη τὴν μα­κρι­νὴ βρα­διὰ τοῦ ᾿67.


Αὐ­τὰ τὰ γα­λα­νὰ μά­τια τὰ ξα­να­συ­νάν­τη­σα με­τὰ ἀ­πὸ πε­νῆν­τα πε­ρί­που χρό­νια, στὸν προ­θά­λα­μο ἑ­νὸς ἰ­α­τρεί­ου καὶ τὰ ἀ­να­γνώ­ρι­σα ἀ­μέ­σως: ἦ­ταν τῆς κυ­ρί­ας Μί­νας. Ὅ­μως ἡ κυ­ρί­α Μί­να δὲν ἦ­ταν ἡ κυ­ρί­α Μί­να. Κά­τω ἀ­πὸ τὰ γα­λα­νά της μά­τια σά­λευ­αν οἱ δί­πλες ἑ­νὸς πλα­δα­ροῦ προ­γου­λιοῦ, καὶ στὰ κον­τό­χον­τρα γε­ρα­σμέ­να της πό­δια ἕ­νας θύ­σα­νος ἀ­πὸ γα­λα­ζό­μαυ­ρες σπα­σμέ­νες φλέ­βες χυ­μοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ἄ­κρη τῶν μη­ρῶν καὶ τὰ γό­να­τα, μέ­χρι κά­τω, τὰ πρη­σμέ­να της δά­χτυ­λα.

            Δὲν φά­νη­κε νὰ μὲ ἀ­να­γνώ­ρι­σε, οὔ­τε κι ἐ­γὼ θέ­λη­σα νὰ δώ­σω γνω­ρι­μί­α. Ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ ἡ κυ­ρί­α Μί­να δὲν ἦ­ταν ἡ πραγ­μα­τι­κὴ κυ­ρί­α Μί­να, ποὺ τὴν εἶ­χε δεῖ ὁ Ζα­ρού­χλας καὶ εἶ­χε πεῖ «ὡ­ραῖ­α μπου­τά­κια, ἔ­τσι;», ἑ­νώ­νον­τας τὸν ἀν­τί­χει­ρα, τὸν δεί­κτη καὶ τὸν μέ­σο, ἡ χού­φτα ἀ­νά­σκε­λη, σὲ μιὰ χει­ρο­νο­μί­α θαυ­μα­σμοῦ.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 2/11]


Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως

(Das Brillenmuseum)


Α ΠΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ἔ­τσι ἡ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κὴ αὐ­τῆς τῆς πό­λης· ὅ­λο καὶ τὴ χτί­ζου­νε. Ἡ κλι­νι­κὴ προ­σελ­κύ­ει τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τοῦ κοι­νοῦ μὲ ἀ­φί­σες: «Ἐ­λᾶ­τε σὲ μᾶς! Γί­νε­τε ἀ­σθε­νής! 1000 ψυ­χί­α­τροι σᾶς πε­ρι­μέ­νουν!». Ἤ­θε­λα μιὰ φο­ρὰ νὰ γρά­ψω ἕ­να δι­ή­γη­μα γιὰ αὐ­τὴ τὴν κλι­νι­κή. Ἤ­θε­λα, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὴν πρό­τα­ση: «Ἡ ἀ­σθε­νὴς πέ­τα­ξε στὸν για­τρό της ἕ­να πα­χὺ κομ­μά­τι ὄ­νει­ρο.» Οἱ για­τροί, ὅ­μως, δὲν θὰ τὴν ἐ­κτι­μοῦ­σαν τὴν πα­ρο­μοί­ω­σή τους μὲ λαί­μαρ­γα ζῶ­α, μὲ ἐκ­θρο­νι­σμέ­νους λέ­ον­τες ποὺ ὄ­χι ἁ­πλῶς δὲν δι­και­οῦν­ται τὴ με­ρί­δα τοῦ λέ­ον­τος, μὰ πρέ­πει ἀν­τι­θέ­τως καὶ νὰ χαί­ρον­ται μὲ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ μπου­κιὰ ὄ­νει­ρο ποὺ θὰ τοὺς πε­τά­ξουν οἱ ἀ­σθε­νεῖς. Ἂν δὲν τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ οἱ ἀ­σθε­νεῖς, οἱ ψυ­χί­α­τροι θὰ κα­τέ­λη­γαν νὰ πει­νά­σουν, ψυ­χῇ τε καὶ πνεύ­μα­τι. Οἱ ψυ­χί­α­τροι μα­δᾶ­νε τὰ δέρ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν, τὸ ἕ­να με­τὰ τὸ ἄλ­λο, κι ἔ­πει­τα τὰ κα­τα­βρο­χθί­ζουν. Ἤ­θε­λα νὰ γρά­ψω γιὰ μιὰ ἀ­σθε­νῆ, ἡ ὁ­ποί­α κρα­τᾶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῶν δερ­μά­των της· ἐ­πι­τρέ­πει βέ­βαι­α στοὺς για­τροὺς νὰ μυ­ρί­σουν καὶ νὰ γλεί­ψουν τὰ δέρ­μα­τά της, σπά­νια ὅ­μως τοὺς δί­νει τὴν ἄ­δεια νὰ φᾶ­νε καὶ λι­γά­κι. Συ­χνὰ οἱ για­τροὶ ἀ­φή­νουν κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σει ἔ­χον­τας μο­νά­χα ἕ­να δέρ­μα πλέ­ον· τὸν κη­ρύσ­σουν ὑ­γι­ῆ, μὰ λί­γες ἑ­βδο­μά­δες ἀρ­γό­τε­ρα ὁ ἀ­σθε­νὴς ἐ­πι­στρέ­φει στὴν κλι­νι­κή. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μπο­ροῦν νὰ γι­α­τρέ­ψουν κα­νέ­ναν γιὰ πάν­τα· τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ δὲν θὰ τὸ ἀ­πο­σι­ω­ποῦ­σα στὸ κεί­με­νό μου. Οἱ για­τροὶ δο­κι­μά­ζουν χά­πια στοὺς ἀ­σθε­νεῖς τους· κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ φάρ­μα­κα προ­κα­λοῦν ἀ­νη­συ­χί­α, με­ρι­κὴ τυ­φλό­τη­τα, ἀ­δυ­να­μί­α συγ­γρα­φῆς. Οἱ ἀ­σθε­νεῖς πλέ­κουν τὸ κομ­μέ­νο νῆ­μα τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τους ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Ὅ­ταν τὸ νῆ­μα κον­τύ­νει πά­ρα πο­λύ, ὅ­ταν δὲν φτά­νει πιὰ νὰ τοὺς συγ­κρα­τή­σει, τό­τε μέ­νουν γιὰ πάν­τα στὴν κλι­νι­κή, σὰν πα­λιὰ καὶ μπα­γι­ά­τι­κη βο­ρὰ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α κα­νέ­νας ψυ­χί­α­τρος πλέ­ον δὲν δεί­χνει ἐν­δι­α­φέ­ρον.

       Οἱ ψυ­χί­α­τροι ἔ­χου­νε μα­νί­α μὲ τὰ βι­ώ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν τους. Ἕ­νας ἀ­σθε­νὴς χρει­ά­ζε­ται, πι­στεύ­ω, πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο χῶ­ρο ἀ­πὸ ἕ­ναν μὴ ἀ­σθε­νῆ γιὰ νὰ «πε­ρι­η­γη­θεῖ τὴν ψυ­χή του», ὅ­πως θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὸ δι­α­τυ­πώ­σει μὲ ἕ­ναν κά­ποι­ο στόμ­φο. Στὴν πε­ρί­πτω­ση, πά­λι, ἑ­νὸς «μὴ ἀ­σθε­νοῦς» ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς ψυ­χῆς συρ­ρι­κνώ­νε­ται. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ οἱ ἄρ­ρω­στοι κα­τα­πί­νουν αὐ­τὰ τὰ και­νούρ­για χά­πια, ἡ αὔ­ξη­ση τῆς ἐ­πι­φά­νειας τῆς ψυ­χῆς καὶ τὰ βι­ώ­μα­τα ἐ­κλεί­πουν τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές· ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς ψυ­χῆς φυ­ραί­νει, καὶ τὰ χά­πια πνί­γουν τὴ φαν­τα­σί­α.

       Οἱ ψυ­χί­α­τροι δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται μό­νο γιὰ βι­ώ­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ἀ­τυ­χή­μα­τα. Εἶ­ναι ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ ποὺ κά­νουν τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους ὅ­ταν ἔ­χει συμ­βεῖ κά­ποι­ο ἀ­τύ­χη­μα: Στή­νουν προ­ει­δο­ποι­η­τι­κὰ τρί­γω­να, μαρ­κά­ρουν, ἀ­να­κρί­νουν τοὺς μάρ­τυ­ρες, ση­μει­ώ­νουν. Πε­ρισ­σό­τε­ρα δὲν μπο­ροῦν νὰ κά­νουν· δὲν εἶ­ναι στὴν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τά τους νὰ γι­α­τρεύ­ουν τραυ­μα­τί­ες ἢ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρουν νε­κροὺς στὴ ζω­ή.

       Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ προ­σποι­η­θεῖ πὼς δὲν συμ­βαί­νει τί­πο­τε. Ἡ νε­α­ρὴ ἀ­σθε­νὴς Ὄλ­γκα ἔ­χει ἐ­ξα­σκη­θεῖ σ’ αὐ­τό. Μιὰ νύ­χτα, ὅ­μως, βλέ­πει ὄ­νει­ρο: Στὸ δω­μά­τιό της στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ πα­τρι­κοῦ, στὰ σα­νί­δια κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­νη μπα­ρὸκ ὀ­ρο­φὴ ὑ­πάρ­χουν κι­βώ­τια γε­μά­τα τε­τρά­δια καὶ βι­βλί­α. Στὸ τζά­κι βρί­σκον­ται με­ρι­κὰ πά­κα χαρ­τί, στὶς γω­νί­ες ὑ­πάρ­χουν καρ­τε­λο­θῆ­κες, στὸ τρα­πέ­ζι στοι­βαγ­μέ­να σκόρ­πια χαρ­τιά. Ἡ Ὄλ­γκα ξε­κα­θα­ρί­ζει, τα­κτο­ποι­εῖ, γρά­φει καὶ τη­λε­φω­νεῖ. Ἔ­χει φτιά­ξει ἕ­να μου­σεῖ­ο ποὺ δὲν τὸ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πο­τὲ κα­νείς· εἶ­ναι ἕ­να μι­κρὸ μου­σεῖ­ο γιὰ σκε­λε­τοὺς γυ­α­λι­ῶν ὁ­ρά­σε­ως στὸ ἰ­σό­γει­ο. Πι­στεύ­ει στὸν ση­μαν­τι­κὸ ρό­λο αὐ­τῶν τῶν σκε­λε­τῶν καὶ τῶν φα­κῶν τους, ποὺ ἐ­ξευ­γε­νί­ζουν, ξε­κου­τι­αίνουν, ὀ­μορ­φαί­νουν ἢ ρη­μά­ζουν τὰ πρό­σω­πα. Ὅ­ταν ἕ­να ἄ­το­μο πρέ­πει νὰ ἀν­ταλ­λά­ξει τὴ χω­ρὶς γυα­λιὰ ὕ­παρ­ξή του ἔ­ναν­τι μιᾶς ὕ­παρ­ξης μὲ γυα­λιά, μπο­ρεῖ τό­τε νὰ δι­έλ­θει σο­βα­ρὴ κρί­ση ταυ­τό­τη­τας. Στὶς γυ­ναῖ­κες δὲν ἀ­ρέ­σει νὰ τὶς φω­το­γρα­φί­ζουν μὲ γυα­λιά, οἱ γραμ­μα­τεῖς ὅ­μως φο­ροῦν συ­χνὰ μὲ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τὰ με­γά­λα τους γυα­λιὰ μὲ τὸν κο­κά­λι­νο σκε­λε­τό. Τί θὰ ἦ­ταν ὁ Σοῦμ­περτ χω­ρὶς τὰ γυα­λιά του; Ἡ Ὄλ­γκα κα­τά­φε­ρε μὲ ἕ­να ζευ­γά­ρι γυα­λιὰ νὰ δώ­σει ἄλ­λη, ἀ­προσ­δό­κη­τη ὄ­ψη στὸ πρό­σω­πο τοῦ Προύστ.

       Συμ­πα­θη­τι­κὰ εἶ­ναι καὶ τὰ πα­λι­ο­μο­δί­τι­κα γυα­λιὰ τῶν ἀ­σφα­λι­στι­κῶν τα­μεί­ων· τὰ πρό­σω­πα φαί­νον­ται ἀ­μή­χα­να ἔ­τσι. Καὶ πό­σα δὲν ὀ­φεί­λει, ἄλ­λω­στε, στὰ βαλ­λι­στι­κὰ γυα­λιά του ὁ σκο­πευ­τής.

       Καὶ τὰ γυα­λιὰ ἡ­λί­ου καὶ τὰ γυα­λιὰ γιὰ τὸ χι­ό­νι εἶ­ναι χρή­σι­μα. Ἂς πά­ρου­με τὸ δι­ή­γη­μα «Τὰ μα­το­γυά­λια» τοῦ Ἔν­τγκαρ Ἄλ­λαν Πό­ε: Ἕ­νας νέ­ος ἄν­τρας χω­ρὶς γυα­λιά, μὲ ἀ­δύ­να­μη ὅ­ρα­ση, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη γυ­ναί­κα τὴν ὁ­ποί­α περ­νά­ει γιὰ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα. Ἢ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με ἂν ὁ Ἒλ Γκρέ­κο θὰ εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἂν εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δι­ο­πτρο­φό­ρος. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῆς Ὄλ­γκα, ὡ­στό­σο, εἶ­ναι στραμ­μέ­νο προ­παν­τὸς σὲ ἕ­να μο­να­δι­κὸ ζευ­γά­ρι γυα­λιά, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη· σκα­ρώ­νει ἀ­μέ­τρη­τα σχέ­δια, κυ­κλώ­νει πο­λὺ ἁ­πα­λὰ τὰ μά­τια τοῦ ἀ­πό­μα­κρου πα­τέ­ρα της σὲ μιὰ με­γά­λη φω­το­γρα­φί­α, τοῦ σχε­διά­ζει γυα­λιὰ καὶ τὰ σβή­νει ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μὲ μιὰ μα­λα­κὴ γό­μα. Σκι­τσά­ρει ὀ­βάλ, στρογ­γυ­λά, γε­μά­τα γω­νί­ες γυα­λιά, γυα­λιὰ μὲ λε­πτοὺς καὶ χον­τροὺς σκε­λε­τούς. Ἐλ­πί­ζει βα­θιὰ ὅ­τι θὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ κά­νει τὸ πρό­σω­πο τοῦ πα­τέ­ρα νὰ μοιά­ζει πιὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο σχε­διά­ζει, ὅ­σο πιὸ ἀ­πε­γνω­σμέ­να πα­σχί­ζει, τό­σο πιὸ ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κὴ γί­νε­ται ἡ ἔκ­φρα­ση τῶν πα­τρι­κῶν μα­τι­ῶν – ἤ, μᾶλ­λον, ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ προ­σώ­που. Τὰ μά­τια σπι­θο­βο­λοῦν, εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να πά­νω της, τρε­μο­παί­ζουν, λὲς καὶ τὰ τυ­φλώ­νει τὸ φῶς τοῦ λαμ­πα­τὲρ ποὺ φω­τί­ζει τὴ φω­το­γρα­φί­α.

       Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μι­σὸ χρό­νο πα­ρα­μο­νῆς στὴν κλι­νι­κὴ ἡ Ὄλ­γκα ἐ­πι­στρέ­φει στὸ σπί­τι. Ὁ ψυ­χί­α­τρός της δὲν με­τα­μορ­φώ­θη­κε στὸν πα­τέ­ρα της. Κα­λὰ-κα­λὰ δὲν ἔ­χει προ­λά­βει ἀ­κό­μη νὰ γυ­ρί­σει στὸ σπί­τι καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται πά­λι μὲ τὸ θέ­μα «γυα­λιά», ἔ­τσι πού, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα δι­α­σχί­ζει τὴ με­γά­λη πλα­τεί­α κά­τω, ταυ­τό­χρο­να βρί­σκε­ται πά­νω, στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ὀ­νεί­ρων της, καὶ στέ­κε­ται στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Πα­ρα­τη­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό της κα­θὼς κά­θε­ται σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς λευ­κὲς πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες, ἀ­πο­μί­μη­ση ἂρ νου­βό, μπρο­στά σε ἕ­να κα­φέ, πί­νει μιὰ κό­κα κό­λα καὶ κα­πνί­ζει. Ὅ­ταν ἔ­χει κα­λὸ και­ρό, ὁ κό­σμος, κυ­ρί­ως του­ρί­στες, κά­θε­ται ἔ­ξω, κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ ποὺ ἀ­πο­ποι­εῖ­ται τοὺς πύρ­γους τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ. Ἡ Ὄλ­γκα βλέ­πει τὸν ἑ­αυ­τό της νὰ σκα­λί­ζει μὲ τὸ ἀ­πο­τσί­γα­ρό της λευ­κοὺς σταυ­ροὺς στὸ τρι­γω­νι­κὸ τα­σά­κι. Μοιά­ζει μὲ θα­μώ­να τοῦ κα­φὲ ποὺ ἐ­κτί­θε­ται σὲ κοι­νὴ θέ­α, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ὅ­μως ἀ­πὸ κα­τα­ναγ­κα­σμούς, λὲς καὶ κά­θε­ται σὲ ψη­λὴ σκά­λα. Δὲν ὑ­πάρ­χουν ἐ­δῶ οἱ τέσ­σε­ρεις γω­νί­ες μέ­σα στὶς ὁ­ποῖ­ες κά­θε­ται μο­νί­μως ὁ πα­τέ­ρας-θε­ός. Ἡ Ὄλ­γκα γρά­φει ἕ­να γράμ­μα ποὺ δὲν πρό­κει­ται νὰ στεί­λει στὸν πα­τέ­ρα της: «Μιᾶς καὶ μοῦ ἦ­ταν πάν­το­τε πιὸ εὔ­κο­λο νὰ γρά­φω πα­ρὰ νὰ μι­λά­ω, θέ­λω νὰ πα­ρα­μεί­νω πι­στὴ στὶς συ­νή­θει­ές μου. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο, κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου, νὰ μὴν ἀλ­λά­ξου­με τοὺς ρό­λους, ἀ­φοῦ δὲν εἴ­μα­στε κα­θό­λου ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι νὰ μι­λᾶ­με με­τα­ξύ μας. Μι­λή­σα­με καὶ πο­τὲ με­τα­ξύ μας ἐ­μεῖς;» Γιὰ νὰ συμ­πλη­ρώ­σω τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ τῆς Ὄλ­γκα θὰ πρέ­πει ἴ­σως νὰ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­τι δὲν δι­α­βά­ζει πο­τὲ τὰ βι­βλί­α ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χει δι­α­βά­σει κα­νεὶς καὶ δὲν πη­γαί­νει πο­τὲ νὰ δεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο τὶς ται­νί­ες γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες μι­λᾶ­νε ὅ­λοι ἀ­κό­μα καὶ με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια. Δὲν ξέ­ρει ποι­ά ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που ται­ριά­ζει σὲ ποι­ά πε­ρί­στα­ση. Δὲν ξέ­ρει ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι στὴν πό­λη μας οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πράτ­τουν ἐγ­κλή­μα­τα κι­νού­με­νοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­σύ­νει­δη ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ φυ­λα­κι­στοῦν ἀ­πὸ τὴν ἀ­στυ­νο­μί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι οἱ ἐκ­κλη­σί­ες καὶ τὰ πο­λι­τι­κὰ κόμ­μα­τα ἐ­πι­δι­ώ­κουν νὰ προ­σελ­κύ­σουν πι­στούς. Ἐν­δε­χο­μέ­νως καὶ ὁ στρα­τός. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, νε­α­ροί, ὀρ­δὲς ὀρ­φα­νῶν ἀ­πὸ πα­τέ­ρα, ὀρ­γώ­νουν τοὺς δρό­μους τῆς πό­λης, σπᾶ­νε βι­τρί­νες, λε­η­λα­τοῦν καὶ βά­ζουν φω­τι­ές. Παι­διά, νέ­ες γυ­ναῖ­κες καὶ νέ­οι ἄν­τρες δὲν κολ­λοῦν ἀ­φί­σες στοὺς τοί­χους γιὰ νὰ προ­σελ­κύ­σουν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Γρά­φουν στοὺς τοί­χους τῆς πό­λης προ­τά­σεις ὅ­πως: «Θέ­λου­με νὰ ζή­σου­με! Καὶ τὸ μπε­τὸν μα­ραί­νε­ται!» Κά­ποι­ος νέ­ος ἔ­χει γρά­ψει μὲ χρω­μα­τι­στὸ σπρέ­ι, ἄ­λι­κο, τὴ λέ­ξη «Προ­σο­χή!» στὸν τοῖ­χο τοῦ πα­τρι­κοῦ της Ὄλ­γκα. Τὶς Κυ­ρια­κὲς ἐ­πι­σκέ­πτον­ται ἀ­στοὶ τὸ κέν­τρο τῆς πό­λης γιὰ νὰ πε­ρι­ερ­γα­στοῦν τὶς ζη­μι­ές. Εἶ­ναι ὡ­ραῖ­οι πε­ρί­πα­τοι αὐ­τοί, ἀν­τι­κα­θι­στοῦν μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: Das Brillenmuseum, Luchterhand 1982.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (1980) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.



		

	

Ἐλευθερία Τελειώνη: Ἐκεῖνοι ποὺ φανήκανε δυνατοί


Ἐ­λευ­θε­ρί­α Τε­λει­ώ­νη


Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ φα­νή­κα­νε δυ­να­τοί


ΜΑ ΕΙΣΑΙ ΜΠΑΛΟΝΑΣ, βλέ­πεις πάν­τα ἐ­κεῖ­νο τ’ ὄ­νει­ρο, ἴ­διο κι ἀ­πα­ράλ­λα­χτο κά­θε φο­ρά. Τὰ μπα­λό­νια σὲ ση­κώ­νουν καὶ πε­τᾶς στὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­ταν κά­ποι­ο πρω­ὶ στὸν Ἅ­γιο Σάβ­βα σοῦ λέ­νε «οἱ πι­θα­νό­τη­τες εἶ­ναι λί­γες, πρέ­πει νὰ φα­νεῖ­τε δυ­να­τός», ξέ­ρεις πὼς ὅ­που νά ΄ναι τ’ ὄ­νει­ρο θὰ βγεῖ. Καὶ γυ­ρί­ζεις σπί­τι.

        Τ’ ἀ­πού­λη­τα μπα­λό­νια τῆς πε­ρα­σμέ­νης Κυ­ρια­κῆς εἶ­ναι στὶς θέ­σεις τους. Ὁ τυ­ραν­νό­σαυ­ρος Ρὲξ στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα πε­τᾶ πά­νω ἀ­π’ τὸ ξέ­στρω­το κρε­βά­τι, ὁ σπά­ιν­τερ­μαν στὸ σα­λό­νι σκαρ­φα­λώ­νει στὴ βι­βλι­ο­θή­κη καὶ τὸ σκυ­λά­κι Δαλ­μα­τί­ας γυ­ρο­φέρ­νει στὸ χώλ, πάν­τα ἀ­νυ­πό­μο­νο γιὰ βόλ­τα. Τὸ πα­πὶ στὴν του­α­λέ­τα, τὸ δελ­φί­νι στὴ μπα­νι­έ­ρα. Ὁ Μί­κυ στὴν ἀ­πο­θή­κη. Στὸ μπαλ­κό­νι δε­μέ­νη μιὰ μη­χα­νὴ κι ὁ κε­ραυ­νὸς Μα­κου­ίν. Τὰ μα­ζεύ­εις ἕ­να-ἕ­να, τὰ δέ­νεις γε­ρὰ μὲ σπάγ­κο κι ἀ­νε­βαί­νεις στὴν τα­ρά­τσα.

        Τσι­γά­ρο γιὰ νὰ ξυ­πνή­σει ἡ μνή­μη, νὰ σοῦ φέ­ρει τὰ δῶ­ρα της. Πρῶ­το-πρῶ­το, τὸ χω­ριό σου. Στὴν κεν­τρι­κὴ πλα­τεί­α, κά­τω ἀ­π’ τὸν με­γά­λο πλά­τα­νο, πι­τσι­ρι­κάς, κλο­τσᾶς τὴ μπά­λα. Τὰ πό­δια σου μπερ­δεύ­ον­ται, πέ­φτεις, μα­τώ­νεις τὰ γό­να­τα. Στὸ σπί­τι ἡ μά­να σὲ ξυ­λο­φορ­τώ­νει λὲς κι ἤ­τα­νε δι­κό σου τὸ φταί­ξι­μο. Μὲ πα­γω­τὸ Σι­κά­γο τὰ ξε­χνᾶς ὅ­λα. Μὲ τὴ γλώσ­σα πα­λεύ­εις νὰ ξε­κολ­λή­σεις τὰ κα­βουρ­ντι­σμέ­να ἀ­μύ­γδα­λα ἀ­π’ τὰ δόν­τια σου.

        Ὕ­στε­ρα στὸ Κάρ­πα­θος, τὸ τζε­νε­ρα­λά­δι­κο. Βάρ­δια στὸ κα­τά­στρω­μα, τέσ­σε­ρις-ὀ­χτώ. Πα­ρέ­α τὰ στι­χά­κια τοῦ Κό­λια σου. Κεῖ­νος τὰ φταί­ει ποὺ μπαρ­κά­ρι­σες. Φυ­σᾶς τὸν κα­πνό σου στὴ νύ­χτα. Ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, ὁ Σταυ­ρὸς τοῦ Νό­του φέγ­γει ἀ­δι­ά­φο­ρος, κι ἄς τό ‘χες ὄ­νει­ρο νὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ μά­τια σου. Σκλη­ρὸ κι ἀ­δι­ά­φο­ρό το Σύμ­παν. Ξέ­ρεις. Σὰν τοὺς ἀν­θρώ­πους.

         Ἡ ὥ­ρα περ­νᾶ, τὸ τσι­γά­ρο τε­λει­ώ­νει. Τσου­ρού­τι­κο, σὰν τὴ ζω­ὴ κι αὐ­τό. Ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν πα­τρί­δα. Πλα­τεί­α Βά­θης, παρ­κά­ρεις ὅ­πως πάν­τα ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ τυ­ρο­πι­τά­δι­κο τῆς Σω­κρά­τους. Ἡ Φραν­τσέ­σκα, ἡ μό­νη ποὺ ἀν­τέ­χει τὴν κα­ρα­βί­σια μυ­ρω­διά σου, σοῦ χα­ϊ­δεύ­ει τὸ πρό­σω­πο τὴν ὥ­ρα ποὺ ξα­λα­φρώ­νεις. Τι­νά­ζε­σαι. Τὰ χά­δια πο­νᾶ­νε ὅ­ταν τὰ πλη­ρώ­νεις. Δὲν θὰ ξα­να­πᾶς.

        Πε­τᾶς τὸ τσι­γά­ρο. Ὁ ἀ­έ­ρας φυ­σᾶ, ὁ σπάγ­κος σοῦ τρα­βὰ τὸ χέ­ρι. Εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα. Σὲ λί­γο τα μπα­λό­νια σου θὰ σκορ­πί­σουν στὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ παι­διὰ θὰ ση­κώ­σουν τὸ βλέμ­μα, θὰ δεί­ξουν μὲ τὸ δά­χτυ­λο. Θὰ στέ­κον­ται γιὰ ὥ­ρα καὶ θὰ κοι­τά­ζουν. Θ’ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται ἀ­πὸ ποῦ ἔρ­χον­ται ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ μπα­λό­νια καὶ ποῦ στὸ κα­λὸ πη­γαί­νουν. Κι ἴ­σως, τό­τε, κά­ποι­ος τοὺς πεῖ πὼς πᾶ­νε νὰ βροῦν ἐ­κεί­νους ποὺ φα­νή­κα­νε τε­λι­κὰ δυ­να­τοί.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἐ­λευ­θε­ρί­α Τε­λει­ώ­νη (Ἀ­θή­να, 1983). Σπού­δα­σε Ὀρ­γά­νω­ση καὶ Δι­οί­κη­ση Ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πει­ραι­ά, Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ εἶ­ναι κά­το­χος MPhil(B) Modern Greek Studies ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Birmingham στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐ­πι­με­λή­τρια κει­μέ­νων. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε τὰ μα­θή­μα­τα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τοῦ Χρή­στου Οἰ­κο­νό­μου στὸν ΙΑΝΟ. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ δι­ά­φο­ρα ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Νίκη Τρουλλινοῦ: Ὁ γάμος της


Νί­κη Τρουλ­λι­νοῦ


Ὁ γάμος της


Ι ΑΝ Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ τοῦ Μονρεάλε ἔ­χει ἕ­ξι χι­λιά­δες τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα ψη­φι­δω­τά, ἐ­σὺ στὸ πε­ρι­στύ­λιο ἀ­νά­σα­νες. Τὸ πε­ρι­στύ­λιο τῆς με­γά­λης αὐ­λῆς, κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­ρα­βι­κὲς ἁ­ψί­δες μὲ τὰ γε­ω­με­τρι­κὰ μο­τί­βα καὶ τὶς σκη­νὲς τῆς Γρα­φῆς χα­ραγ­μέ­νες στὰ κι­ο­νό­κρα­να τῶν ὑ­πό­λευ­κων μαρ­μά­ρι­νων δί­δυ­μων κι­ό­νων, φαν­τά­ζε­σαι τοὺς κρα­τοῦν­τες τοῦ να­οῦ βυ­θι­σμέ­νους στὶς συ­νο­μω­σί­ες· ἀ­πὸ και­ρὸ οἱ αὐ­στη­ρὲς συμ­βου­λὲς καὶ οἱ πι­ε­στι­κὲς πα­ραι­νέ­σεις τοῦ Πά­πα στὴ Ρώ­μη εἶ­ναι λα­λί­στα­τες, και­ρὸς νὰ τὰ μα­ζεύ­ουν οἱ ἄ­πι­στοί τοῦ Ἰσ­λὰμ ἀ­πὸ τὴν Σι­κι­λί­για. Μπρο­στά σου δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες περ­πα­τοῦν, χά­νον­ται στὶς κο­λῶ­νες καὶ φα­νε­ρώ­νον­ται στὶς εἰ­σό­δους τοῦ Να­οῦ, μή­πως καὶ ἐ­σύ, τώ­ρα εἶ­σαι ἕ­τοι­μη νὰ ἀν­τέ­ξεις τό­ση ὀ­μορ­φιά;

        Κι ἂν ἔ­λει­ψες λί­γα ἑ­πτά, τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ ὄρ­γα­νο τὰ ἔ­χει ὅ­λα ἀλ­λά­ξει. Ἴ­σως ὁ μα­γευ­τι­κός του ἦ­χος κα­θὼς ὑ­ψώ­νον­ταν πρὸς τὴν ξυ­λό­γλυ­πτη χρω­μα­τι­στὴ ἀ­ρα­βι­κὴ στέ­γη ἢ ἀ­νη­φό­ρι­ζε νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν αὐ­στη­ρὸ Παν­το­κρά­το­ρα τοῦ κεν­τρι­κοῦ ση­κοῦ, ἔ­σπρω­ξε τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες νὰ στα­θοῦν ξαφ­νι­α­σμέ­νοι στὴν ἀρ­χὴ καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ νὰ στη­θοῦν στὸ κεν­τρι­κὸ δι­ά­δρο­μό τοῦ να­οῦ. Μα­ζὶ κι ἐ­σύ. Τώ­ρα, με­ση­μέ­ρι Σαβ­βά­του, μπο­ροῦ­σαν ὅ­λοι ν’ ἀν­τι­κρί­σουν τὰ κά­νι­στρα σὲ δυ­ὸ πα­ράλ­λη­λες γραμ­μές, δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ δι­α­δρό­μου, κά­νι­στρα φορ­τω­μέ­να ἡ­λι­ο­τρό­πια, τρι­αν­τά­φυλ­λα, κρί­νους καὶ ζέρ­μπε­ρες. Τοὺς συγ­γε­νεῖς νὰ κα­τα­φθά­νουν φο­ρών­τας τ’ ἀ­κρι­βά τους ροῦ­χα, τὶς κυ­ρί­ες νὰ ἰ­σορ­ρο­ποῦν πά­νω στὶς λου­στρι­νέ­νι­ες γό­βες καὶ τὰ μι­κρὰ νὰ θέ­λουν νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ σφι­χτὰ πι­α­σί­μα­τα τῶν χε­ρι­ῶν τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς. Ἀ­κο­λού­θη­σε μὲ τὴν ἐν­δε­δειγ­μέ­νη κα­θυ­στέ­ρη­ση τὸ ζεῦ­γος τῶν μελ­λο­νύμ­φων. Τού­λια, μου­σε­λί­νες, οὐ­ρές, πα­ρά­νυμ­φοι, κο­στού­μι καὶ πα­πι­γιόν, ἀ­μη­χα­νί­α, ἀ­γω­νί­α, χα­μό­γε­λα, οἱ γνω­στὲς κι­νή­σεις τῆς μα­μᾶς ποὺ αὐ­το­ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στρώ­νον­τας τὸ βέ­λο τῆς νύ­φης καὶ ἡ ἄλ­λη ἰ­σι­ώ­νον­τας τὸ πέ­το τοῦ γαμ­βροῦ, καὶ ἄλ­λα τι­νά, προ­ϊ­όν­τα ὅ­λα τῆς μυ­θο­λο­γί­ας ποὺ κα­λεῖ­ται τε­λε­τὴ γά­μου. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­να­γι­γνώ­σκει μὲ βα­θιὰ κα­θα­ρὴ φω­νὴ στὴν λα­τι­νι­κὴ γλώσ­σα. Προ­σκα­λε­σμέ­νοι, καὶ ἀ­πρό­σκλη­τοι ἐ­σεῖς, οἱ τυ­χαῖ­οι του Να­οῦ ἐ­πι­σκέ­πτες, σὲ ρό­λο ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου. Τὸ ἁρ­μό­νιο πά­λι. Ἡ μου­σι­κὴ ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια ἑ­νὸς νέ­ου ἀ­γο­ριοῦ, πλη­σι­ά­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ πλά­ι βλέ­πεις πὼς δὲν εἶ­ναι πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νων, χα­ϊ­δεύ­ει τὰ πλῆ­κτρα, ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἄ­ρα­γε τὴν κα­λή του; Ἡ ἀ­κου­στι­κή τοῦ χώ­ρου συν­τε­λεῖ τὸ ὑ­πό­λοι­πό τοῦ θαύ­μα­τος.

        Οἱ δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ξα­νὰ μπρο­στά σου. Πά­νω κά­τω γύ­ρω στὰ ἑ­ξῆν­τα.  Ἄ­γνω­στες, κα­λο­στε­κού­με­νες, εὐ­πρε­πῶς ἐν­δε­δυ­μέ­νες. Ἀ­κοῦς τ’ ἀγ­γλι­κά τους, δὲν δί­νεις ση­μα­σί­α, μό­νο νά, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς τε­λε­τῆς τρα­βᾶ σὲ μά­κρος, ἡ μί­α ἀ­φη­γεῖ­ται στὴν ἄλ­λη μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια, πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­δη εἶ­δες, κι ἄλ­λα ποὺ δὲν θυ­μᾶ­σαι νὰ πρό­σε­ξες, τό­ση σα­φή­νεια, τέ­τοι­α λε­πτο­με­ρὴ πε­ρι­γρα­φή, τό­ση φλυ­α­ρί­α, Θε­έ μου, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ καὶ στρέ­φε­σαι πρὸς τὸ μέ­ρος τους, λί­γη ἡ­συ­χί­α κα­λές μου κυ­ρί­ες, θέ­λεις νὰ πεῖς ἀ­νά­με­σα στὴν αὐ­στη­ρό­τη­τα καὶ τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἢ ἔ­στω ἕ­να ἐ­πι­τι­μη­τι­κὸ βλέμ­μα, τί­πο­τα ἀ­πὸ τὰ δύ­ο δὲν ἔ­λα­βε χώ­ρα, τώ­ρα ἤ­θε­λες νὰ γί­νεις μι­κρή, τό­ση δά, νὰ χα­θεῖς, νὰ λι­ώ­σεις μπρο­στά τους, τώ­ρα ἀν­τί­κρι­ζες δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ἡ μιὰ μὲ τὰ σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια της νὰ ἀ­φη­γεῖ­ται τὰ τε­κται­νό­με­να ἐ­νώ­πιόν σας, ἡ ἄλ­λη, ἡ τυ­φλή, ν’ ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά. Τυ­φλή. Ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά, χα­μο­γε­λᾶ μό­νο ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μή, σο­βα­ρεύ­ε­ται, χα­μό­γε­λο καὶ πά­λι, ἔ­χει ἕ­να πρό­σω­πο ποὺ λάμ­πει. Καὶ τὸ βλέμ­μα, ναί, τὸ βλέμ­μα, τῆς τυ­φλῆς ποὺ τα­ξι­δεύ­ει σὲ εἰ­κό­νες, καὶ οἱ ἦ­χοι γρά­φουν μέ­σα της τὴν ἱ­στο­ρί­α.

        Κι ἐ­σὺ θὰ χα­θεῖς στὴν ἔ­ξο­δο. Σὲ ὑ­πο­δέ­χε­ται ἡ πόρ­τα αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια ποὺ δὲν εἶ­χες πρὶν προ­σέ­ξει. Τε­ρά­στια, βα­ριά, μὲ σα­ράν­τα δύ­ο ἐ­λά­σμα­τα νὰ ἱ­στο­ροῦν τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τώ­ρα πά­νω στὸ χαλ­κό, χυ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν Ἰ­τα­λὸ μά­στο­ρα Μπο­νά­νο Πι­ζά­νο. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ μπο­ρεῖς νὰ χα­ϊ­δέ­ψεις στὸ μέ­ταλ­λο τὶς φι­γοῦ­ρες τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὕ­ας, τὰ ἕ­ξι πρό­βα­τα ποὺ χώ­ρι­σαν καὶ μά­τω­σαν τὸν Ἄ­βελ καὶ τὸν Κά­ιν. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ θέ­λεις νὰ ἐ­πι­στρέ­ψεις στὸ να­ὸ καὶ μὲ τὸ βλέμ­μα νὰ ψά­ξεις, ὄ­χι τὰ πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τὰ πιά, μὰ τὶς δύ­ο γυ­ναῖ­κες. Ὅ­μως φεύ­γεις. Δὲν θέ­λεις νὰ δεῖ κα­νεὶς τὴ βρο­χὴ στὰ μά­τια σου.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νί­κη (Κου­κου­νά­κη) Τρουλ­λι­νοῦ (Χανιά, 1953). Ἔ­κα­νε νο­μι­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν στὰ χρό­νια τῆς δι­κτα­το­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο. Ἄ­σκη­σε τὴ μά­χι­μη δι­κη­γο­ρί­α καὶ δί­δα­ξε (ΤΕΙ Ἡ­ρα­κλεί­ου) γιὰ χρό­νια. Πέ­ρα­σε βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὸ θέ­α­τρο, τὴν ποί­η­ση (Ἀν­θο­λο­γί­α Παν/μί­ου Πα­τρῶν). Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὸν ἀ­γρο­του­ρι­σμό. Πρώ­τη της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των, τὸ 1995, τὸ Ἕ­να μο­λύ­βι στὸ κο­μο­δί­νο. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ συλ­λο­γὲς Μα­ρὰλ ὅ­πως Μα­ρί­α καὶ Καὶ φύ­ση­ξε νο­τιάς… (ἐκ­δό­σεις Ρο­δα­κιό). To 2009 ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κέ­δρο τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Μ’ ἕ­να κα­φά­σι μπύ­ρες. Τὸ ἔρ­γο της πε­ρι­λαμ­βά­νει ἀ­κό­μη τὸ βι­βλί­ο Crete, No man is an island (κεί­με­να στὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς Π. Μα­σού­ρη).