Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.


			

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου: Ἀπών



Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου


Ἀ­πών


ΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξε­κί­νη­σε καὶ βρέ­θη­κε νὰ σκου­πί­ζει τήν Τούσα Μπό­τσα­ρη, Νό­τη καὶ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη καὶ κά­τι Ἀνδρού­τσους στὸ Κου­κά­κι. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ τοῦ ‘­πε «εἶ­σαι ἐ­θνι­κό­φρων, θὰ σὲ πά­ρουν». Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν ἐ­πι­τρο­πή, ξε­βρα­κώ­θη­κε καὶ κά­τι ξέ­νοι τοῦ ἄ­νοι­ξαν μὲ χά­ρα­κα τὸ στό­μα καὶ κοί­τα­ξαν τὰ δόν­τια του. Ἄ­κου­σαν τὴν καρ­διά του, τὸν πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἀ­κτί­νες καὶ τέ­λος τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν.

     Ἦ­ταν τσί­μα-τσί­μα καὶ στὴν ἡ­λι­κί­α.

     «Εἶ­μαι ἐ­θνι­κό­φρων» τόλ­μη­σε νὰ ψελ­λί­σει καὶ πῆ­ρε κα­τσού­φης τοὺς δρό­μους.

     Πῶς νὰ γυ­ρί­σει πί­σω! Ἐ­κεῖ, μό­λις νύ­χτω­νε, ἔ­πε­φταν τὰ βου­νὰ κι ἡ βου­βα­μά­ρα νὰ σὲ πλα­κώ­σουν.

     Τὰ λαμ­πό­γυα­λα γι­ό­μι­ζαν τὰ πρό­σω­πα ἴ­σκιους καὶ λύ­πη.

     Τὸ κα­φε­νεῖ­ο καὶ τὸ οὖ­ζο τὸν πε­ρί­με­ναν. Με­ρο­κά­μα­το στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη, ὅ­ταν κά­νας ὁ­μο­γε­νὴς ἀ­π’ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἔ­φτια­χνε, στὰ γύ­ρω χω­ριά, ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν ψυ­χή του.

     Καὶ ποι­ός ἀ­κού­ει τὶς κο­ρο­ϊ­δί­ες, ποὺ τὸν ἔ­βγα­λαν ἄ­χρη­στο οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες!

     Πῆ­γε στὸ βου­λευ­τή. Εἶ­χαν κοι­νοὺς γνω­στούς, τοῦ ‘­πε πὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­θνι­κό­φρων.

     Βρέ­θη­κε δου­λειὰ στὸ Δῆ­μο. Ὁ­δο­κα­θα­ρι­στής. Δὲν τοῦ ‘ρ­θε κα­λὰ ἀλ­λά, ὅ­πως τοῦ ‘­πε καὶ τὸ τσι­ρά­κι τοῦ βου­λευ­τῆ, «μή­νας μπαί­νει, μή­νας βγαί­νει…» Τοῦ ‘­δω­σε καὶ συγ­χαρ­τή­ρια κι­ό­λας. Ἄκου πρά­μα­τα. Συγ­χαρ­τή­ρια γιὰ σκου­πι­διά­ρης.

     Τὴν πρώ­τη μέ­ρα, ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ γῆ νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ. Ποῦ ἀ­κού­στη­κε, ἄν­τρας μὲ σκού­πα, στοὺς δρό­μους! Λού­φα­ξε σ’ ἕ­να παρ­κά­κι τοῦ Δή­μου.

     «Ἐ­δῶ ‘­σαι, ρὲ πα­λι­ο­μα­λά­κα; Ὧ­ρες σὲ ψά­χνω. Για­τί δὲ σκου­πί­ζεις, ρέ;» Ἦ­ταν ὁ ἐ­πι­στά­της του.

     «Δὲν εἶ­μαι κα­λά, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Νὰ πᾶς σπί­τι σου, ρέ! Στὰ τσα­κί­δια! Ἢ σκου­πί­ζεις καὶ κά­νεις τοὺς δρό­μους ἀ­ε­ρο­δρό­μιο ἢ λέ­ω καὶ σ’ ἀ­πο­λύ­ουν. Στὸ δι­ά­ο­λο, πρω­ῒ-πρωΐ, κα­ρι­ό­λια!»

     Κι ἔ­φυ­γε ἀ­πει­λη­τι­κός. Πα­ρα­κά­τω κον­το­στά­θη­κε.

     «Θὰ ξα­να­πε­ρά­σω. Πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου θά ‘­μαι. Μα­λά­κα, ἔ μα­λα­κά!»

     Τί νὰ κά­νει. Λύσ­σα­γε, μὰ τί νὰ κά­νει!

     Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε, ἤ­πι­ε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πε γουρ­λω­μέ­να τὰ μά­τια τοῦ ἐ­πι­στά­τη. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­πέ­λο ἀγ­γα­ρεί­ας —ἀ­π’ αὐ­τὰ μὲ τὸ με­γά­λο γεῖ­σο— καὶ τὸ κα­τέ­βα­σε νὰ τοῦ κρύ­ψει τὰ μά­τια, ποὺ τά ‘­χε πιὰ μο­νί­μως καρ­φω­μέ­να στὰ πό­δια του, στὰ σκου­πί­δια. Τό­σο τοῦ ‘­γι­νε συ­νή­θεια πού, κι ἐ­χτὸς δου­λειᾶς, δὲν κοί­τα­ζε τοὺς ἄλ­λους στὰ μά­τια.

     Πά­ει, τοῦ κόλ­λη­σε ἡ ντρο­πή.

     Τρεῖς φο­ρὲς τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ὁ ἐ­πι­στά­της νὰ βά­λει ὑ­πο­γρα­φὴ στὴν κάρ­τα, πὼς εἶ­ναι πα­ρών.

     Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι ἔ­βα­ζε πλά­ι στ’ ὄ­νο­μά του σταυ­ρό.

     Ἡ κάρ­τα κι ὁ σταυ­ρός, μὲ τὸν και­ρό, ἀ­πέ­κτη­σαν στὰ μά­τια του μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη δύ­να­μη. Ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­κα­στι­κό, ἄ­ρα σπου­δαῖ­ο, ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸν ἐ­πι­στά­τη, μὲ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε σταυ­ρὸ ποὺ ἔ­βα­ζε, ἔ­νι­ω­θε πιὸ σί­γου­ρος.

     «Ἄιν­τε, στοῦρ­νο! Τέ­λει­ω­νε» τὸν ἀ­πό­παιρ­νε μα­λα­κὰ ὁ ἐ­πι­στά­της. Ὂχ ὀ­ρέ, μό­λις τοῦ ‘­λε­γε κά­να τέ­τοι­ο μι­σο­γλυ­κό­λο­γο! Χτύ­πα­γε ἡ καρ­διά του.

     «Μά­λι­στα, ἀ­φεν­τι­κό. Μά­λι­στα. Μά­λι­στα.»

     «Θὰ κά­νεις καὶ συν­τή­ρη­ση. Σπιρ­τό­ξυ­λο νὰ μὴ μεί­νει. Ἄν­τε, γειά σου.»

     «Χαί­ρε­τε. Οὔ­τε σπίρ­το. Χαί­ρε­τε. Χαί­ρε­τε.»

     Τοῦ ‘­πε καὶ «γειά σου» ὅ­ταν ἔ­φυ­γε. Βρέ, βρὲ πρά­μα­τα. Χα­μο­γε­λοῦ­σε γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, σκου­πί­ζον­τας μ’ ἐ­πι­μέ­λεια.

     Μιὰ στὸ καρ­φὶ καὶ μιὰ στὸ πέ­τα­λο ὁ ἐ­πι­στά­της.

     Ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­ζε ὅ­μως, δο­κί­μα­ζε μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­ρα­χὴ – πε­ρι­έρ­γως, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­νι­ω­θε ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια του. Τὸ ἀ­φεν­τι­κό. Τὸ κρά­τος.

     Τὸν θαύ­μα­ζε ὅ­ταν τοῦ ‘­βα­ζε τὶς φω­νές, χαι­ρό­ταν ὅ­ταν τοῦ πέ­τα­γε κά­να κό­κα­λο κα­λο­σύ­νης, εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν καὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε δί­και­ο ὅ­ταν τοῦ ‘­παιρ­νε μί­ζα ἀ­π’ τὶς ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ τὶς Κυ­ρι­α­κά­δες ποὺ δού­λευ­ε.

     Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα μού­δια­ζαν, ἀ­λά­φια­ζαν, μερ­μήγκια­ζαν, φό­βι­ζαν, γλύ­και­ναν τὸ κορ­μί του. Στὸ σταυ­ρό, ἔ­φτα­ναν στὴν κο­ρύ­φω­σή τους.

     Ὅ,τι ἔ­βγα­ζε πιά, τ’ ἀ­κούμ­πα­γε στὸ οὖ­ζο. Ὅ­ταν πο­τί­στη­κε γιὰ τὰ κα­λά το κορ­μί του, ζή­τα­γε καὶ στὴ δου­λειά. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί του, σὲ μπο­τί­λια ἐμ­φι­α­λω­μέ­νου νε­ροῦ, κι ἔ­πι­νε.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της τὸν σκυ­λό­βρι­ζε, συ­χνὰ πυ­κνὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε καὶ τοῦ ‘­κο­βε τὸ με­ρο­κά­μα­το, μὰ στὸ τέ­λος τὸν ἄρ­χι­σε στὴν πλά­κα.

     Ποῦ νὰ χά­νει τώ­ρα τὴ μί­ζα του καὶ ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό μοῦ­τρο θὰ ‘ρ­θεῖ στὴ θέ­ση του! Ἔ­γι­νε ὁ κα­ραγ­κι­ό­ζης του. «Ἀν­τρί­κο, μα­λα­καν­τρί­κο;»

     «Δι­α­τάξ­τε, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Σοῦ ση­κώ­νε­ται, ρέ; Σοῦ ση­κώ­νε­ται;»

     Ἔ­γι­νε τὸ νού­με­ρο στὴν πε­ρι­ο­χή, για­τὶ τρέ­κλι­ζε καὶ για­τὶ ἀ­π’ τὴν ἀ­φα­γί­α ἔ­μει­νε πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο καὶ μο­νά­χα ἡ μύ­τη του φού­σκω­νε, σὰν με­λι­τζά­να.

     Τὰ παι­διὰ πε­τρο­βό­λη­μα, κι οἱ με­γά­λοι: «Σού­ρα; χῶ­μα; λι­ῶ­μα; Πά­λι πορ­το­κα­λά­δα ἤ­πι­ες, ρέ;»

     Μιὰ μέ­ρα ἔ­πε­σε στὸ δρό­μο ἀ­ναί­σθη­τος. Τὸν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Συ­κώ­τι. Βα­ριὰ μορ­φή.

     Μό­λις βγῆ­κε, ὁ Δῆ­μος τοῦ ‘­δω­σε σύν­τα­ξη λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας.

     Ἐ­κεῖ γύρ­να­γε, στὸ Κου­κά­κι, ἀ­πὸ κα­φε­νεῖ­ο σὲ κα­φε­νεῖ­ο.

     Ἔ­νι­ω­θε κι ἀ­μυ­δρὰ κά­ποι­α προ­στα­σί­α, ἀ­π’ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­π’ τὸν ἐ­πι­στά­τη. Τὸ χω­ριὸ τὸ λη­σμό­νη­σε τε­λεί­ως. Τὸ κορ­μί του ζη­τοῦ­σε μό­νο οὖ­ζο. Οὔ­τε σχέ­δια οὔ­τε ἀ­να­μνή­σεις. Οὖ­ζο.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν περ­νά­ει στὴν κάρ­τα σὰν ἀ­πόν­τα, γιὰ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ἀ­π’ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μέ­ρα συ­ναν­τή­θη­καν.

     «Ἀν­τρί­κο, σοῦ κά­νει νιά­ου, ρέ; Πῶς τὴ βγά­ζεις, ρὲ σού­ρα; Τὴ βα­ρᾶς κα­θό­λου;»

     «Ἀ­φεν­τι­κό, νὰ ὑ­πο­γρά­ψω. Δώ­σ’ μου νὰ ὑ­πο­γρά­ψω.»

     «Για­τί, μὴ χά­σεις τὸ με­ρο­κά­μα­το; Ρὲ τὸ μα­λά­κα! Ξέ­ρεις τί γρά­φει ἐ­δῶ, δί­πλα στ’ ὄ­νο­μά σου; Ἀ­πών.»

     Ἔ­λαμ­ψε τὸ πρό­σω­πό του. Ὥ­στε τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­γρα­φε τ’ ὄ­νο­μά του καὶ δί­πλα «ἀ­πών»;

     Γι­ό­μι­σε πε­ρη­φά­νια καὶ σι­γου­ριά. Σὰν τό­τε ποὺ τοῦ ‘­πε ὁ πρό­ε­δρος πὼς εἶ­ναι ἐ­θνι­κό­φρων.

     Νὰ ποὺ τὸν νοι­ά­ζον­ται ἀ­κό­μα! Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ἐ­πι­στα­τῶν κά­θε πρω­ΐ, ἄ­νοι­γε δει­λὰ τὴν πόρ­τα κι ἔ­λε­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     Ἐ­κεῖ­νος τὸν ἔ­λου­ζε, για­τὶ τὸν βα­ρέ­θη­κε.

     Καὶ τί δὲν τοῦ ‘­λε­γε: πο­δο­πα­τη­μέ­νε, ξε­φτι­λι­σμέ­νε, μου­νό­σκυ­λο. Μὰ ὅ­σο τοῦ ‘­λε­γε, τό­σο δὲν κου­νι­ό­ταν καὶ κά­που κά­που ρώ­τα­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     «Εἶ­σαι, ρὲ βλά­χο! Εἶ­σαι, ρὲ ἀρ­χί­δι! Ἄ σι­χτίρ!»

     Τό­τε φω­τι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πό του κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε, το­νί­ζον­τας κι ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς συλ­λα­βές:

     «Εἶ­μαι ἀ­πών. Εἶ­μαι ἀ­πών.»



Πηγή: Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις (ποι­ή­μα­τα, 1985), Ντι­ά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μα σου (1993), Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011) κ.ἄ.


Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.



		

	

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης: Ἧτ­τες



Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης


Ἧτ­τες

 

ΑΘΕ ΜΕΡΑ σου­λα­τσά­ρω στὴ Νέ­α Πα­ρα­λί­α μὲ μιὰ τσάν­τα γε­μά­τη βι­βλία. Τί λέ­ω «Νέ­α», λὲς καὶ οἱ πα­ρα­λί­ες ξα­να­νι­ώ­νουν ἢ γερ­νᾶ­νε ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λα στὰ μέ­τρα μας… Φτά­νω μπρο­στὰ στὸ ΜΙΕΤ καὶ γυ­ρί­ζω τὸ κε­φά­λι μου ἀ­ρι­στε­ρά. Προ­χω­ρῶ λί­γο ἀ­κό­μα καὶ ἀ­κού­ω τὸ σκά­σι­μο τῆς μπά­λας στὸ πλα­στι­κὸ νὰ συμ­πλέ­κε­ται μὲ τὶς φω­νὲς τῶν μα­χη­τι­κῶν ἐ­ρα­σι­τε­χνῶν. Ἐν­στι­κτω­δῶς σκύ­βω νὰ σφί­ξω τὰ κορ­δό­νια μου. Θυ­μᾶ­μαι τὴ γλυ­κιὰ αἴ­σθη­ση τῆς μπά­λας ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ κα­λά­θι. Σὰν νὰ ἀ­κού­ω καὶ τὸν δι­α­κρι­τι­κὸ ἦ­χο τοῦ δι­χτυ­οῦ ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α δύ­ο ἢ τρι­ῶν κου­ρα­στι­κῶν πόν­των. Φτά­νω στὴν πόρ­τα μὲ λα­χτά­ρα, ὅ­πως τό­τε ποὺ μπαί­να­με στὸν τε­λι­κό τοῦ το­πι­κοῦ πρω­τα­θλή­μα­τος κι ὀ­νει­ρευ­ό­μα­σταν νὰ φτά­σου­με στὸ πα­νελ­λή­νιο. Δι­στά­ζω, ὅ­μως, νὰ μπῶ. Δὲν θέ­λω νὰ χά­σει κα­νεὶς σή­με­ρα. Μᾶς φτά­νουν οἱ ἧτ­τες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Ἄλ­λω­στε, ἡ πα­λιά μου φα­νέ­λα εἶ­ναι κα­λὰ δι­πλω­μέ­νη στὴν ντου­λά­πα μα­ζὶ μὲ κάμ­πο­σες ἀ­νού­σι­ες νί­κες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης (Τρί­κα­λα, 1992). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας ΑΠΘ. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὰ φι­λο­λο­γι­κὰ ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ἀρ­κε­τὰ χρό­νια ὡς μου­σι­κός. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας: Κατάθλιψη



Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας


Κα­τά­θλι­ψη


ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ ποὺ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­τα σὰν τυ­φλὸ καὶ μοῦ ‘­δει­χνε τὰ δόν­τια του ὅ­ταν κον­το­στε­κό­μουν νὰ τοῦ ρί­ξω μιὰ κλω­τσιά, τὸ ἡ­μέ­ρε­ψα, τοῦ πέ­ρα­σα λου­ρὶ καὶ τώ­ρα τὸ ἀ­κο­λου­θῶ ἐ­γὼ σὰν τυ­φλός, κα­θὼς ὀ­σμί­ζε­ται τὶς κα­ται­γί­δες καὶ μοῦ ἀ­νοί­γει τὸν δρό­μο. Στὸν πε­ρί­πα­το, τρί­βε­ται πά­νω στὶς γάμ­πες τῶν γυ­ναι­κὼν ἢ τοὺς γλύ­φει τὸ πρό­σω­πο καὶ κεῖ­νες μὲ κοι­τά­ζουν βα­θιὰ μέ­σα στὰ μά­τια καὶ μὲ ρω­τᾶ­νε πὼς τὸ λέ­νε, μὰ τὸ βά­ζουν στὰ πό­δια ὅ­ταν τοὺς λέ­ω: «Πλού­τω­να». Τὰ παι­δά­κια συ­χνά τοῦ χα­ϊ­δεύ­ουν τὴ μου­σού­δα μὰ κεῖ­νο τὰ κοι­τά­ζει πε­ρί­λυ­πο. Ἀ­λυ­κτᾶ­ κά­θε ποὺ δὲν ἔ­χει φεγ­γά­ρι καὶ τὸ κλά­μα του μοιά­ζει μὲ νύ­κτα ποὺ ἔ­χα­σε τὰ ἀ­στέ­ρια της. Ξέ­ρει πὼς σύν­το­μα θὰ πε­θά­νω καὶ μὲ πα­ρη­γο­ρεῖ κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά του. «Δὲν βα­ρι­έ­σαι», μοῦ κά­νει, «ἕ­να ψέ­μα εἶ­ναι ἡ ζω­ή,  αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη ἀ­λή­θεια». Κι ἐ­γὼ ποὺ βα­ρι­έ­μαι τὶς ἀμ­πε­λο­φι­λο­σο­φί­ες του τὸ δαγ­κώ­νω βα­θιά, κι αὐ­τό, νι­ώ­θον­τας τὴ θλί­ψη μου, κά­νει πή­δους ὡς τὸ τα­βά­νι καὶ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ. Σὰν εἴ­μα­στε κι οἱ δυ­ὸ στὰ κέ­φια, τοῦ ρί­χνω τὴ σε­λή­νη δε­μέ­νη μὲ  κορ­δέ­λα κι αὐ­τὸ τὴ φέρ­νει καὶ τὴν ἀ­πο­θέ­τει στὰ πό­δια μου μπρο­στά. Ὅ­ταν κου­ρα­στοῦ­με ἀ­π’ τὸ παι­γνί­δι ἔρ­χε­ται καὶ ξα­πλώ­νει στὸ στέρ­νο μου γιὰ νὰ μὲ προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὰ ὄ­νει­ρα. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ τοὺς δυ­ό μας κρυ­φὰ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ πε­θά­νου­με μα­ζὶ για­τὶ κα­νέ­νας ἂπ΄τοὺς δυ­ό μας δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀν­τέ­ξει τὸν χα­μὸ τοῦ ἄλ­λου. Μὰ κα­τὰ βά­θος γνω­ρί­ζου­με πὼς θὰ πε­θά­νου­με τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἐ­γὼ μὲ ἕ­να γρύλ­λι­σμα ἀ­πὸ βε­λοῦ­δο στὰ χεί­λη κι ἐ­κεῖ­νο μὲ ἕ­να τρα­γού­δι ποὺ θὰ μι­λᾶ γιὰ πα­ρα­δεί­σια που­λιὰ ποὺ τό­ ‘σκα­σαν γιὰ  τὴν κό­λα­ση…



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀν­τρος Λυ­ρί­τσας (Κύ­προς, Τεμ­βριά, 1955), Σπού­δα­σε νο­μι­κὰ στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε σὰν δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τὰ ΝΕΑ καὶ στὸ Γρα­φεῖ­ο Τύ­που καὶ Πλη­ρο­φο­ρι­ῶν τῆς  Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας. Δι­ε­τέ­λε­σε γιὰ μί­α πεν­τα­ε­τί­α Σύμ­βου­λος Τύ­που στὴν Κυ­πρια­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ τὴν συλ­λο­γὴ μὲ δο­κί­μια Δο­κί­μια καὶ ἀ­δό­κη­τα. Δη­μο­σι­εύ­ει κα­τὰ και­ροὺς ἄρ­θρα στὸν κυ­πρια­κὸ τύ­πο καὶ σὲ πο­λι­τι­στι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas): Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο



Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas)


Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων στὸ Σαν­τιά­γκο

(Nochebuena en Santiago)


Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ εἶναι Αὔ­γου­στος, ἂν καὶ οἱ συγ­γε­νεῖς μου καὶ οἱ φί­λοι μου μὲ φω­νά­ζουν Τί­το, ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὸ ποὺ δὲν ξέ­ρω ἂν ὀ­φεί­λε­ται στὴν ἀ­δυ­να­μί­α ποὺ μοῦ ἔ­χουν ἢ στὴν ἰ­δέ­α τους γιὰ τὸ κον­τό μου ἀ­νά­στη­μα (λέ­ω κον­τὸ καὶ ὄ­χι χα­μη­λὸ για­τὶ τὸ θε­ω­ρῶ πιὸ ἀ­κρι­βές· τὸ δεύ­τε­ρο ἐ­πί­θε­το ἀ­πευ­θύ­νε­ται σὲ αὐ­τοὺς ποὺ δὲν κα­τά­λα­βαν). Δὲν εἶ­μαι Χι­λια­νὸς ἀλ­λὰ Γου­α­τε­μαλ­τέ­κος. Ἦρ­θα ἐ­δῶ λί­γο ἀ­φό­του ἐγ­κα­τέ­λει­ψα τὴ Βο­λι­βί­α, χώ­ρα στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα, σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη, σὲ μιὰ θέ­ση γραμ­μα­τέ­α τῆς πρε­σβεί­ας τῆς Γου­α­τε­μά­λας. Λέ­ω «σχε­δὸν μὲ με­γά­λη μου λύ­πη» για­τὶ δὲν πι­στεύ­ω στὶς πρε­σβεῖ­ες οὔ­τε στοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ ἂν δέ­χτη­κα τὴ θέ­ση ἦ­ταν ἐ­πει­δὴ ὁ πρό­ε­δρος ἦ­ταν φί­λος μου καὶ ὑ­πο­σχό­ταν νὰ δου­λέ­ψει πραγ­μα­τι­κὰ γιὰ τὸ κα­λό του λα­οῦ. Ἀλ­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­πε­ρί­σκε­πτος, βάλ­θη­κε νὰ μι­λά­ει γιὰ ἀ­γρο­τι­κὴ με­ταρ­ρύθ­μι­ση καὶ ἐ­θνι­κο­ποί­η­ση καὶ οἱ μέ­το­χοι τῶν ἐ­ται­ρι­ῶν φρού­των καὶ ἄλ­λου τύ­που, μέ­το­χοι ποὺ δὲν ζοῦν στὴ Γου­α­τε­μά­λα ἀλ­λὰ ἀλ­λοῦ, κα­τσού­φια­σαν, ἂν καὶ θὰ ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρα νὰ ποῦ­με, ἔ­τρι­ξαν τὰ δόν­τια. Πα­ρε­νέ­βη ἕ­νας πρέ­σβης, ἦρ­θε σὲ συ­νεν­νό­η­ση μὲ με­ρι­κοὺς στρα­τι­ω­τι­κοὺς —λέ­ω με­ρι­κοὺς για­τί ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι ἀ­κό­μα καὶ λί­γοι εἶ­ναι ἀρ­κε­τοί— καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν αὐ­το­νό­η­το· στὴ Λί­μα τοῦ Πε­ροῦ, κοι­τά­ζον­τας δυ­τι­κά, εἶ­πα: «Με­ξι­κὸ ἢ Χι­λή»· κέρ­δι­σε ἡ Χι­λὴ καὶ νά ‘μαι.

       Νά ‘μαι, μὲ τὸ κορ­μὶ λί­γο χά­λια, ὅ­πως λέ­νε οἱ Χι­λια­νοί. Εἶ­ναι μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται τὸ ξη­μέ­ρω­μα ἢ στὸ ξύ­πνη­μα. Ἡ ἔκ­φρα­ση εἶ­ναι ἀ­κρι­βὴς καὶ σχε­δόν μοῦ­ ἀ­ρέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ «κροῦ­δο»(1), ὅ­πως λέ­νε οἱ Με­ξι­κά­νοι ἢ «χαν­γκό­βερ» ὅ­πως τὸ λέ­νε ἄλ­λοι: πο­νο­κέ­φα­λος, στό­μα ξε­ρό, μαγ­κω­μέ­νη σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη, μεί­ω­ση ἐν­θου­σια­σμοῦ γιὰ ζω­ή, τά­ση γιὰ ἀ­κι­νη­σί­α ἢ ὁ­ρι­ζον­τί­ω­ση, δυ­σφο­ρί­α στοὺς θο­ρύ­βους καὶ στὶς φω­νές, αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ πιὸ κοι­νὰ συμ­πτώ­μα­τα. Κα­τα­πο­λε­μεῖ­ται μὲ τὰ ἴ­δια ὅ­πλα ποὺ τὴν προ­κα­λοῦν, πράγ­μα ποὺ λέ­γε­ται «ἀ­να­συ­στή­νω τὸ σῶ­μα», similia similibus curantar, ἢ μὲ τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἡ­συ­χί­α, νε­ρό, χρό­νο καὶ ἀ­σπι­ρί­νες. Θὰ ὄ­φει­λα νὰ πῶ ὅ­τι συμ­βαί­νει σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὶς μέ­ρες 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, 19 καὶ 20 Σε­πτεμ­βρί­ου, 25 Δε­κεμ­βρί­ου, ἐ­πί­σης τὶς μέ­ρες ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν κά­ποι­ες γι­ορ­τές, κι­νη­τὲς ἢ μή: Σὰν Λου­ίς, Σὰν Μα­νου­έλ, Σὰν Φραν­θί­σκο, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ ἢ καὶ πα­ρα­πά­νω ἄλ­λους ἁ­γίους λι­γό­τε­ρο γνω­στοὺς καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὸ νὰ πῶ ὅ­τι ὅ­λες οἱ μέ­ρες, σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ χώ­ρα, ξη­με­ρώ­νουν μὲ τὸν ὀρ­γα­νι­σμὸ χά­λια ἑ­κα­τον­τά­δες ἄ­το­μα ποὺ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα γι­όρ­τα­ζαν τὸν ἑ­αυ­τό τους, γι­όρ­τα­ζαν ἄλ­λους ἢ ἁ­πλὰ με­θοῦ­σαν ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἢ δὲν ἤ­ξε­ραν νὰ κά­νουν κά­τι ἄλ­λο. Πράγ­μα πού, ὅ­πως νο­μί­ζω, συμ­βαί­νει σὲ ὅ­λον τὸν κό­σμο γι’ α­υτὸ καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ θο­ρυ­βη­θοῦ­με ἐ­πει­δὴ συμ­βαί­νει στὴ Χι­λή.

       Σή­με­ρα, ἀ­κρι­βῶς, εἶ­ναι 25 Δε­κεμ­βρί­ου, μέ­ρα ζέ­στης καὶ ὀρ­γα­νι­σμοῦ χά­λια. Νὰ εἶ­σαι χά­λια μιὰ μέ­ρα μὲ κρύ­ο, τὸν Ἰ­ού­λιο ἢ τὸν Αὔ­γου­στο, εἶ­ναι δυ­σά­ρε­στο, ἀλ­λὰ νὰ τὸν ἔ­χεις μιὰ μέ­ρα μὲ ζέ­στη εἶ­ναι πο­λὺ χει­ρό­τε­ρο. Λέ­νε πολ­λὰ γιὰ τὴν Πα­ρα­μο­νὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λὰ δὲ λέ­νε ὅ­τι μιὰ τέ­τοι­α νύ­χτα δὲν εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, ὅ­τι φτά­νει μιὰ στιγ­μὴ ποὺ ἡ νύ­χτα καὶ ἡ γι­ορ­τὴ τε­λει­ώ­νουν καὶ ἔρ­χε­ται ἡ και­νούρ­για μέ­ρα μὲ τὸ τρο­με­ρό της φῶς. Τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι χτὲς ἤ­μουν κρα­τού­με­νος στὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα. Κρα­τού­με­νος ὡς με­θυ­σμέ­νος καὶ ὡς κλέ­φτης πα­που­τσι­ῶν.

       Τὸ ἱ­στο­ρι­κό μου εἶ­ναι ἔν­τι­μο, καὶ ἂς ἔ­χω ὑ­πάρ­ξει γραμ­μα­τέ­ας τῆς πρε­σβεί­ας. Ἤ­δη ἔ­χω πεῖ ποι­οί ἦ­ταν οἱ λό­γοι ποὺ μὲ ὤ­θη­σαν νὰ δε­χτῶ αὐ­τὸ τὸ πό­στο. Σὲ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως, στὴν κα­τη­γο­ρί­α γιὰ κλο­πή, ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ μὲ πό­νε­σε πο­λύ, ποὺ μὲ πο­νά­ει ἀ­κό­μα καί, ὅ­σο καὶ νὰ ὑ­πῆρ­ξαν γραμ­μα­τεῖς ποὺ κα­τη­γο­ρή­θη­καν γιὰ λα­θρεμ­πό­ριο χρυ­σοῦ ἢ ξέ­νου συ­ναλ­λάγ­μα­τος, γιὰ κλο­πὴ σὲ οὐ­ί­σκι ἢ γιὰ κα­τα­σκο­πεί­α, κα­νείς, ἀ­π’ ὅ­τι ξέ­ρω, δὲν ἔ­χει κα­τη­γο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἔ­κλε­ψε «ἕ­να» με­τα­χει­ρι­σμέ­νο πα­πού­τσι.

       Ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο εἶ­δα τὸ με­θυ­σμέ­νο, καί, δὲν ξέ­ρω για­τί, συγ­κι­νή­θη­κα, ἂν καὶ μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς συγ­κί­νη­σης ὀ­φει­λό­ταν στὸ πόν­τσε ἐν λέ­τσε (2), στὸ κρα­σὶ καὶ σὲ ἄλ­λα πο­τὰ ποὺ κα­τα­νά­λω­σα κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας. Ἦ­ταν πιὸ πι­ω­μέ­νος ἀ­πὸ μέ­να καὶ βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σα σε δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ἀν­τι­στε­κό­με­νος στὴ σύλ­λη­ψή του, ὄ­χι ἀν­τι­στε­κό­με­νος βί­αι­α ἀλ­λὰ μὲ ἕ­να εἶ­δος σι­ω­πη­ρῆς καὶ με­τρη­μέ­νης ἀν­τί­δρα­σης. Στα­μά­τη­σα.

       — Καὶ για­τί …μὲ θὰ μὲ φυ­λα­κί­σε­τε; – εἶ­πε. Δὲν ἔ­χου­με σή­με­ρα Πά­σχα;

       Ὁ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς τό­νος τῆς φω­νῆς του ἦ­ταν λί­γο παι­δι­κός.

       — Ἄν­τε, προ­χώ­ρα! – εἶ­πε ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς σπρώ­χνον­τάς τον δυ­να­τά.

       Πλη­σί­α­σα.

       — Για­τί τὸν παίρ­νε­τε; – ρώ­τη­σα.

       Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς μοῦ ἀ­πάν­τη­σε:

       — Εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νος καὶ ἔ­κα­νε με­γά­λη φα­σα­ρί­α.

       — Ὅ­μως —τοῦ εἴ­πα— σή­με­ρα εἶ­ναι Πά­σχα, μέ­ρα γιὰ τὰ κά­λαν­τα, γιὰ τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα, ἡ μέ­ρα ποὺ γι­ορ­τά­ζε­ται ἡ γέν­νη­ση τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου συμ­βό­λου τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­δῶ καὶ δυ­ὸ χι­λιά­δες χρό­νια. Πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶ­με καὶ νὰ συγ­χω­ροῦ­με.

       Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς μὲ κοί­τα­ξε σὰν νὰ τοῦ εἶ­χα πεῖ ὅ­τι τὸ τε­τρά­γω­νο τῆς ὑ­πο­τεί­νου­σας ἰ­σοῦ­ται μὲ τὸ ἄ­θροι­σμα τῶν τε­τρα­γώ­νων τῶν κα­θέ­των, μιὰ μα­τιὰ ποὺ μὲ τύ­λι­ξε ὁ­λό­κλη­ρο —πράγ­μα ποὺ δὲν τὸν δυ­σκό­λε­ψε καὶ πο­λύ—, ἐ­ξέ­τα­σε τὸ πρό­σω­πό μου καὶ τὰ μά­τια μου καὶ ἰ­δί­ως τὸ στό­μα καὶ μοῦ εἶ­πε:

       — Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τοῦ δί­νε­τε, κύ­ρι­ε. Εἶ­στε καὶ ἐ­σεῖς μι­σο­με­θυ­σμέ­νος.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο σπρώ­ξι­μο ἔ­ρι­ξε τὸ με­θυ­σμέ­νο πά­νω στὸν τοῖ­χο, τὸ με­θε­πό­με­νο τὸν πῆ­γε μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου, ὅ­που πα­ρα­λί­γο νὰ πέ­σει· ἄλ­λο σπρώ­ξι­μο τὸν ἰ­σορ­ρό­πη­σε. Σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ δῶ σπρώ­ξι­μο ἀ­πὸ κεῖ, οἱ δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ καὶ ὁ πι­ω­μέ­νος πῆ­ραν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ πιὸ κον­τι­νὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα, ἀλ­λὰ ἤ­μουν καὶ ἐ­γώ, ρη­το­ρεύ­ον­τας καὶ λα­λών­τας, ὅ­πως λέ­γε­ται κα­τὰ τὸ κοι­νῶς λε­γό­με­νο, σχε­τι­κὰ μὲ τὰ Χρι­στού­γεν­να καὶ τὸ νό­η­μά τους. Εἶ­χε φτά­σει ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἤ­μουν στου­πὶ στὸ με­θύ­σι, ἡ στιγ­μὴ ποὺ τὸ ἀλ­κο­ὸλ ποὺ ἤ­πι­ες ἀ­νε­βαί­νει μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη δύ­να­μη πρὸς τὸ κε­φά­λι καὶ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ δη­λη­τη­ρι­α­σμέ­νος μὲ ἀλ­κο­όλ, ἤ­δη κου­ρα­σμέ­νος, χά­νει λί­γο τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ἐκ­στα­σι­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ λό­γο μου, ἀ­να­στέ­να­ξα λί­γο καὶ ὁ με­θυ­σμέ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος καὶ αὐ­τὸς ἦ­ταν στου­πί, ἀ­πάν­τη­σε στοὺς ἀ­να­στε­ναγ­μούς μου, βγά­ζον­τας κά­τι δυ­να­τὲς κραυ­γὲς καὶ πέ­φτον­τας στὸ ἔ­δα­φος· τὸν ἔ­συ­ραν καὶ τό­τε ἔ­χα­σε ἕ­να πα­πού­τσι, ἕ­να χρω­μα­τι­στὸ πα­πού­τσι ποὺ μά­ζε­ψα μὲ κίν­δυ­νο νὰ καρ­φω­θῶ κά­τω σκύ­βον­τας. Τὰ τε­τρά­γω­να ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν με­τὰ πα­ρα­μέ­νουν ἀ­κό­μα στὸ σκο­τά­δι· πα­πού­τσι στὸ χέ­ρι, μι­λών­τας καὶ βγά­ζον­τας ἀ­πὸ κα­μιὰ μι­κρὴ κραυ­γή, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μι­σῶ τὶς δυ­να­τὲς κραυ­γές, πα­ρα­τη­ρών­τας ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση κά­ποι­ων μέ­τρων τὸν κα­κο­ποι­η­μέ­νο καὶ τοὺς δι­ῶ­κτες, ἀ­κο­λού­θη­σα γιὰ Σὰν Φραν­θί­σκο.

       Ἐ­πι­τέ­λους, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να δι­ά­στη­μα καὶ μιὰ ἀ­πό­στα­ση ποὺ μοῦ φά­νη­κε πο­λὺ με­γά­λη, δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι ἔμ­παι­να σὲ μιὰ ζώ­νη δυ­να­τοῦ φω­τός· ἦ­ταν ἡ πόρ­τα τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος. Ἐ­κεῖ, κά­τω ἀ­πὸ μιὰ ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ λάμ­πα, ὁ με­θυ­σμέ­νος μὲ ἔ­δει­χνε μὲ τὸ χέ­ρι καὶ τσί­ρι­ζε:

       — Αὐ­τὸς ὁ λι­μο­κον­τό­ρος μοῦ ἔ­κλε­ψε τὸ πα­πού­τσι!

       Εἶ­χε πε­ρά­σει τὸ βα­ρὺ με­θύ­σι. Πλη­σί­α­σα, πα­ρέ­δω­σα τὸ πα­πού­τσι καὶ προ­σπά­θη­σα νὰ πῶ στοὺς ἀ­στυ­νο­μι­κοὺς ὅ­τι ἐ­γώ…, ἀλ­λὰ οἱ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ δὲν ἦ­ταν οἱ ἴ­διοι ποὺ εἶ­χα δεῖ μπαί­νον­τας στὴν ὁ­δὸ Σὰν Φραν­θί­σκο. Αὐ­τοὶ δὲ μὲ γνώ­ρι­ζαν. Ποι­ά στιγ­μὴ εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει; Τὸ ἀ­γνο­ῶ. Αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρω εἶ­ναι ὅ­τι μπῆ­κα μέ­σα μὲ μιὰ σπρω­ξιὰ καὶ πέ­ρα­σα τὴ νύ­χτα σὲ ἕ­να κε­λὶ μὲ τὸ με­θυ­σμέ­νο νὰ ρο­χα­λί­ζει πλά­ι μου.

       Δὲν ἔ­με­νε πο­λὺ ἀ­πὸ τὴ νύ­χτα τῆς Πα­ρα­μο­νῆς τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἀλ­λά, ὅ­σο λί­γο καὶ νὰ ἔ­με­νε, εἶ­χα χρό­νο γιὰ νὰ ξε­χά­σω τὰ κά­λαν­τα, τὴν ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σα στὰ ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα καὶ τὰ σύμ­βο­λα τῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης.


(1) Ἡ λέ­ξη στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα ση­μαί­νει «ὠ­μός», ἀλ­λὰ ἐ­δῶ ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ φα­γη­τὸ τῆς Χι­λῆς ποὺ πα­ρα­σκευ­ά­ζε­ται μὲ ὠ­μὸ μο­σχα­ρί­σιο κρέ­ας.
(2) Πόν­τς μὲ ρού­μι καὶ γά­λα. Εἶ­ναι χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο πο­τὸ τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς.


Πη­γή: https://lecturia.org/cuentos-y-relatos/manuel-rojas-nochebuena-en-santiago/6677/

Μα­νου­ὲλ Ρό­χας (Manuel Rojas). Γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες τὸ 1896 καὶ πέ­θα­νε στὸ Σαν­τιά­γκο τὸ 1973. Ἂν καὶ ἡ μα­κρὰ ζω­ή του καὶ τὸ με­γά­λο του ἔρ­γο τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νὰ πει­ρα­μα­τι­στεῖ καὶ νὰ προ­βάλ­λει τὶς πιὸ ποι­κί­λες ἀν­θρώ­πι­νες κα­τα­στά­σεις, ὁ Ρό­χας πα­ρέ­μει­νε πι­στὸς σὲ μιὰ βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη ὀ­πτι­κή τῶν πραγ­μά­των: αὐ­τὴ τοῦ λα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που, τα­πει­νοῦ καὶ ἐ­πί­μο­νου, ὑ­πο­χω­ρη­τι­κοῦ καὶ ἀ­ρι­στο­κρά­τη, ἀ­κό­μα καὶ ἂν δὲν εἶ­χε τί­πο­τα ἢ ὑ­πῆρ­ξε πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νί­α. Τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του ἑ­στι­ά­ζε­ται στὴν οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴ συμ­πό­νοι­α ποὺ δὲ χρει­ά­ζε­ται με­γά­λα λό­για ἢ χει­ρο­νο­μί­ες γιὰ νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ. Στὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς πα­ρα­γω­γι­κῆς του πο­ρεί­ας ὁ Ρό­χας θε­ω­ροῦν­ταν ὁ πιὸ σπου­δαῖ­ος χι­λια­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μον­τέρ­νος κλη­ρο­νό­μος τῆς με­γά­λης πα­ρά­δο­σης τοῦ χι­λια­νοῦ ρε­α­λι­σμοῦ. Παι­δὶ τα­πει­νῶν Χι­λια­νῶν με­τα­να­στῶν, με­γά­λω­σε στὸ Μπου­έ­νος Ἄ­ϊ­ρες, στὸ Ρο­ζά­ριο καὶ στὴ Μεν­τό­ζα, ἐ­νῶ ἐ­παγ­γέλ­θη­κε τὰ πάν­τα: βο­η­θὸς ρά­φτη, μα­ραγ­κός, μη­χα­νι­κός, ἠ­λε­κτρο­λό­γος, φύ­λα­κας σὲ τσίρ­κο, ἐ­λαι­ο­χρω­μα­τι­στής… Στὴ Μεν­τό­ζα, ἡ ἐ­πα­φή του μὲ ἐ­ξό­ρι­στους Χι­λια­νοὺς ἀ­ναρ­χι­κοὺς ὑ­πῆρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κὴ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ του ταυ­τό­τη­τα, ἡ ἀ­ναρ­χι­κὴ χροι­ὰ τῶν δι­η­γη­μά­των του θὰ εἶ­ναι πάν­τα πρό­δη­λη, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να σχῆ­μα ἄρ­νη­σης ἢ ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς ἢ ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς κα­θε­στη­κυί­ας σκέ­ψης, ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὴν τῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Ἔρ­γα τοῦ Μα­νου­ὲλ Ρό­χας εἶ­ναι τά: Hombres del sur, El delicuente, Lanchas en la bahñia, la ciudad de las Césares, Hijo de Ladrón, Mejor que el vino, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λα.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Βάνια Σύρμου: Γυναίκα στὴ σκάλα


Βά­νια Σύρ­μου


Γυ­ναί­κα στὴ σκά­λα


ΝΟΙΓΩ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ νὰ μπεῖ τὸ φῶς τῆς μέ­ρας κι ἐ­κεῖ­νο περ­νᾶ δι­στα­κτι­κὰ μέ­σα ἀ­πὸ μι­κροὺς ἱ­στοὺς ἀ­ρά­χνης ποὺ ἔ­χουν ἀγ­κι­στρω­θεῖ στὰ παν­τζού­ρια. Πάν­τα προ­τι­μοῦ­σα τὸ φυ­σι­κὸ φῶς. Μὲ βο­η­θᾶ νὰ βλέ­πω τὰ πράγ­μα­τα πιὸ ζων­τα­νά. Ἀ­φή­νω τὴ μα­τιά μου νὰ γλι­στρή­σει στὸ ἀν­τι­κρι­νὸ μπαλ­κό­νι μὲ τὰ πο­λύ­χρω­μα γε­ρά­νια στὶς γλά­στρες. Μῆ­νες ἔ­χω νὰ πα­τή­σω τὸ πό­δι μου ἐ­δῶ μέ­σα. Ἂπ΄ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας στιγ­μὴ ποὺ μπῆ­κα,  νι­ώ­θω πὼς πα­ρα­κο­λου­θεῖ κά­θε μου κί­νη­ση. Γι’ αὐ­τὴν ἔ­χω ἔρ­θει. Φέρ­νω ἀ­μή­χα­να ἕ­να γύ­ρο στὸ χῶ­ρο κι ἔ­πει­τα παίρ­νω τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ τὴν πλη­σιά­σω.  Εἶ­ναι ἐ­κεῖ, ὅ­πως τὴν ἄ­φη­σα.

        Κα­θι­σμέ­νη στὰ τε­λευ­ταῖ­α σκα­λο­πά­τια τῆς μαρ­μά­ρι­νης σκά­λας, ἔ­ξω ἀπ΄ τὴν μι­σά­νοι­χτη εἴ­σο­δο τοῦ δι­α­με­ρί­σμα­τος. Σκυμ­μέ­νη ἐ­λα­φρῶς μπρο­στά, στη­ρί­ζει τὸ κε­φά­λι της μὲ τὴ δε­ξιά της πα­λά­μη. Φο­ρᾶ μαῦ­ρο παν­τε­λό­νι καὶ μπλού­ζα μπλὲ μα­κρυ­μά­νι­κη, ροῦ­χα τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μι­κρὴ τού­φα ἀ­πὸ τὰ γκρί­ζα μαλ­λιά της ἔ­χει δρα­πε­τεύ­σει ἀπ΄ τὸ σφι­χτο­δε­μέ­νο κό­τσο της καὶ στο­λί­ζει τὸ μέ­τω­πό της, ἀ­πο­μει­νά­ρι μιᾶς πρὸ πολ­λοῦ ξε­χα­σμέ­νης ἀ­νέ­με­λης νι­ό­της. Πάν­τα τῆς ἄ­ρε­σε νὰ παίρ­νει μί­αν ἀ­νά­σα στὰ σκα­λιὰ πρὶν μπεῖ στὸ σπί­τι, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε ξη­με­ρώ­μα­τα. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει τὴν ἡ­συ­χί­α τῶν  ἄ­δει­ων χώ­ρων στὴ βρα­δι­νὴ βάρ­δια. Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα ποὺ ἔ­βα­ζε τὶς σκέ­ψεις της σὲ σει­ρά. Ἡ δι­κή της ὥ­ρα. Τὰ χέ­ρια της μὲ δέρ­μα θαμ­πὸ καὶ δά­χτυ­λα πρη­σμέ­να, μαρ­τυ­ροῦν πὼς ἡ ἀ­νάγ­κη τά ‘χε κά­νει νὰ δου­λεύ­ουν σκλη­ρὰ ἀν­τὶ νὰ κεν­τοῦν σο­νά­τες καὶ μα­ζοῦρ­κες στὸ πιά­νο τοῦ Κρα­τι­κοῦ Ὠ­δεί­ου τῆς Τι­φλί­δας, ὅ­πως ἦ­ταν μα­θη­μέ­να. Ἐγ­κλω­βι­σμέ­νη στὴν ὤ­χρα τῶν τοί­χων τοῦ κλι­μα­κο­στα­σί­ου ποὺ το­νί­ζει τὴ χλω­μά­δα τοῦ ξε­νυ­χτι­σμέ­νου προ­σώ­που της, ἀ­να­ζη­τᾶ δι­έ­ξο­δο στὶς χα­ραγ­μα­τι­ὲς καὶ τὰ ξε­φλου­δί­σμα­τα τῶν τοί­χων, μὲ τὸ σκοῦ­ρο βλέμ­μα της νὰ τὰ δι­α­περ­νᾶ καὶ νὰ τα­ξι­δεύ­ει πά­λι ἐ­λεύ­θε­ρο στὶς κορ­φὲς τοῦ Καυ­κά­σου.  Ἕ­να ἀ­νο­μο­λό­γη­το πα­ρά­πο­νο θαρ­ρεῖς πὼς δι­α­γρά­φε­ται στὸ ἐ­λα­φρὸ κύρ­τω­μα τῶν στε­νῶν χει­λι­ῶν της.

      Ἀπ΄ τὴ μι­σά­νοι­χτη πόρ­τα πί­σω της, βλέ­πω ξα­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου μι­κρὸ παι­δί, νὰ κά­θε­ται μπρο­στὰ στὸ μο­να­δι­κὸ τρα­πέ­ζι τοῦ δω­μα­τί­ου καὶ νὰ τὴν πε­ρι­μέ­νει ζω­γρα­φί­ζον­τας στὸ χαρ­τὶ κά­τω ἀπ΄ τὸ κί­τρι­νο φῶς τῆς λάμ­πας. Πα­ρελ­θὸν καὶ πα­ρὸν συ­ναν­τι­οῦν­ται ξα­νά.

        «Ἐ­δῶ, στὴ σκά­λα νὰ μὲ ζω­γρα­φί­σεις. Ἀ­πὸ δῶ πέ­ρα­σε ἡ ζω­ή μου, ἡ ζω­ή μας.»  Ὁ τό­νος της, ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸς καὶ σί­γου­ρος δὲν μοῦ εἶ­χε ἀ­φή­σει πε­ρι­θώ­ρια ἐ­πι­λο­γῆς, ὅ­ταν ἕ­να χρό­νο πρὶν τῆς ζή­τη­σα νὰ φτιά­ξω τὸ πορ­τρέ­το της γιὰ τὴν τε­λευ­ταί­α μου ἔκ­θε­ση. «Ὅ­πως θὲς ἐ­σύ, Μά­σεν­κα.» Χα­μο­γε­λοῦ­σε πάν­τα ὅ­ταν τὴ φώ­να­ζα μὲ τὸ χα­ϊ­δευ­τι­κό της. Τῆς θύ­μι­ζε τὸ νε­α­ρὸ δά­σκα­λό της στὸ πιά­νο, ὅ­ταν τὴν ἐ­πι­βρά­βευ­ε γιὰ τὸ παί­ξι­μό της. Εἶ­χε στα­μα­τή­σει ἀ­πὸ και­ρὸ νὰ δου­λεύ­ει. Τὰ πό­δια της δὲν τὴν βα­στοῦ­σαν πιά. Ἦ­ταν ἡ σει­ρά μου νὰ τὴ φρον­τί­ζω. Τῆς ἄ­ρε­σε ὡ­στό­σο νὰ κά­θε­ται ἀ­κό­μα ποῦ καὶ ποῦ στὶς σκά­λες τοῦ σπι­τιοῦ, κι ἄς μὴν μέ­να­με πιὰ στὸ μι­κρὸ δι­α­μέ­ρι­σμα τῆς Καλ­λι­θέ­ας. Τὴν ἄ­κου­γα τό­τε νὰ σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει τρα­γού­δια τῆς μα­κρι­νῆς πα­τρί­δας της κι ἔ­βλε­πα στὰ μά­τια της βου­νά. Ἕ­να πρω­ϊ­νό, λί­γες μέ­ρες με­τὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ πί­να­κα, δὲν ξύ­πνη­σε. Τὸ ἀ­τε­λι­ὲ ἔ­μει­νε κλει­στὸ γιὰ μῆ­νες. Τὸ πορ­τρέ­το ὅ­μως μὲ πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ σὲ μί­αν ἄ­κρη ἄ­γρυ­πνο.

        Βρί­σκω τὸ θάρ­ρος καὶ τὴν κοι­τῶ στὰ μά­τια. Τὸ βλέμ­μα μου γί­νε­ται ἕ­να μὲ τὶς πυ­κνὲς κα­φε­τι­ὲς πι­νε­λι­ὲς τοῦ δι­κοῦ της.  Τὰ μά­τια μου γε­μί­ζουν βου­νά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Βά­νια Σύρ­μου (Ρί­ο ντὲ Τζα­νέ­ι­ρο, 1967). Σπού­δα­σε κλασ­σι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὸ πρό­γραμ­μα «Φύ­λο καὶ νέ­α Ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ καὶ Ἐρ­γα­σια­κὰ Πε­ρι­βάλ­λον­τα στὴν Κοι­νω­νί­α τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας» στὸ Πα­νε­πι­στη­μί­ο τοῦ Αἰ­γαί­ου. Οἱ με­τα­φρά­σεις της ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γλό­φω­νη λο­γο­τε­χνί­α κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Μπι­λι­έ­το. Ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ δι­η­γή­μα­τά της στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἱ­στο­λό­για Fractal, Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ιΦρέ­α­ρ κα­θὼς καὶ στὴν «Ἀν­θο­λο­γί­α μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος γιὰ τὴ νύ­χτα» ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις «κύ­μα».


Ἀρχοντούλα Διαβάτη: Κινητό


Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη


Κι­νη­τό


ΤΥΠΗΣΕ τὸ κι­νη­τό σου καὶ ἀ­πάν­τη­σα. Θέ­λω τὸν Νί­κο, εἶ­μαι ὁ κ. Π., ἀ­κού­στη­κε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος κα­θη­γη­τὴς ποὺ σᾶς ἔ­κα­νε, νο­μί­ζω, σε­μι­νά­ρια πα­λιά. Τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ σᾶς συγ­κεν­τρώ­νει ἀ­ριὰ καὶ ποὺ γιὰ κα­μιὰ συ­νε­στί­α­ση, ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­νει τὸ πα­λιό του κύ­ρος στὰ πλαί­σια τῆς πα­λιᾶς συ­να­δερ­φι­κῆς σχέ­σης.

        Εἶ­μαι ἡ γυ­ναί­κα του, εἶ­πα, τρε­νά­ρον­τας τὴν ὀ­χλη­ρὴ ἀ­πάν­τη­ση ποὺ ὄ­φει­λα, πε­ρί­ερ­γα τα­ραγ­μέ­νη, σχε­δὸν χα­ρού­με­νη. Σὲ ζη­τοῦ­σαν, σὰν νὰ ὑ­πῆρ­χες κά­που καὶ ἐ­γὼ θὰ ὅ­ρι­ζα μιὰ συ­νάν­τη­ση. Συγ­χά­ρη­κα τὸν ἑ­αυ­τό μου ποὺ δὲν ἀ­πο­σύ­ρα­με τὸ ἀ­νώ­φε­λο κι­νη­τό. Ἴ­σα-ἴ­σα ποὺ τὸ φορ­τί­ζα­με τα­κτι­κά. Λοι­πόν, ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ὁ κ. Π.  Ξέ­ρε­τε, ἀ­ναγ­κά­στη­κα νὰ τοῦ ἐ­ξη­γή­σω. Δὲν ἤ­ξε­ρε, ἀλ­λὰ τὸ ἔ­μα­θε.

        Με­τὰ ἐ­πα­νήλ­θα­με στὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀρ­χον­τού­λα Δι­α­βά­τη (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια νο­μι­κὸς στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ βι­βλί­α Στὴ μά­να τοῦ νε­ροῦ (Χρο­νι­κό, ἔκδ. Ρο­δα­κιό), Τὸ ἀ­λο­γά­κι τῆς Πα­να­γί­α­ς (Μυ­θι­στο­ρί­ες, Νη­σί­δες, 2012) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Κι­νη­τὴ γι­ορ­τή (δι­η­γή­μα­τα, Νη­σί­δες, 2018).



		

	

Σάιμον Βαν Μπόυ (Simon Van Booy): Γαλλίδα εἰκαστικὸς ἀπὸ τὸν Κυριακάτικο σεισμό


Σά­ι­μον Βὰν Μπό­υ (Simon Van Booy)


Γαλ­λί­δα εἰ­κα­στι­κὸς

νε­κρὴ ἀ­π’ τὸν Κυ­ρι­α­κά­τι­κο σει­σμὸ

(French Artist Killed in Sunday’s Earthquake)


Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζω­ῆς της. Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ κα­τα­πλα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τό­νους μπά­ζα.

Τὸ ψά­ρι ποὺ ἔ­τρω­γε εἶ­ναι ἀ­κό­μα στὸ στό­μα της.

 Τὰ μά­τια της εἶ­ναι κλει­στά.

        Νι­ώ­θει τὸ σκο­τά­δι ποὺ τὴν πε­ρι­έ­χει. Δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της, λὲς κι ἡ ψυ­χὴ της ξε­γλί­στρη­σε κα­τὰ τὴν πτώ­ση καὶ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ τὸ σκά­σει ἀ­π’ τὸν κό­σμο.

        Ὕ­στε­ρα ἡ ζω­ή της σὰν σύν­νε­φο ἀ­νοί­γει στὴ μέ­ση κι ἐ­κεί­νη, κα­θη­λω­μέ­νη, δέ­χε­ται μιὰ βρο­χὴ ἀ­πὸ στιγ­μές.

        Ἡ πρά­σι­νη συ­σκευ­ὴ τη­λε­φώ­νου στὴν κου­ζί­να τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς, πλά­ι στὴ γλά­στρα.

        Ἡ δρο­σιὰ ἀ­πὸ τὸ πλα­στι­κὸ ἀ­κου­στι­κό, ἡ αἴ­σθη­ση νὰ τὸ κρα­τᾶ δί­πλα στ’ αὐ­τί. Στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς γραμ­μῆς ἀ­κού­γε­ται μιὰ φω­νὴ γνώ­ρι­μη – ἡ δι­κή της φω­νή.

        Τὸ βά­ρος ἀ­π’ τὰ πα­πού­τσια τῆς μη­τέ­ρας της κα­θὼς τὰ με­τα­φέ­ρει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι κά­πο­τε θὰ με­γα­λώ­σει καὶ θὰ ἔ­χει πα­ρό­μοι­α.

        Ἡ τυ­χαί­α συ­νάν­τη­ση μὲ μιὰ φί­λη.

        Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι πί­σω της.

       Κι ὕ­στε­ρα ἡ βρο­χὴ τῆς ζω­ῆς της δι­α­κό­πτε­ται, κι ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ σκο­τά­δι, μὲ τὴν καρ­διά της νὰ πι­έ­ζει σι­γα­νά τὰ πλευ­ρά. Θό­ρυ­βοι ὑ­πό­κω­φοι, λὲς κι εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη σὲ νε­ρό.

        Σὲ λί­γο ἡ βρο­χὴ τῶν στιγ­μῶν ξα­ναρ­χί­ζει, γιὰ νὰ τὴ δι­α­πο­τί­σει μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα με­μο­νω­μέ­νων λε­πτο­με­ρει­ῶν.

        Τὸ πρω­ι­νὸ φῶς πί­σω ἀ­π’ τὴν κουρ­τί­να.

        Ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς σχο­λι­κῆς αἴ­θου­σας.

        Ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα.

        Ἡ εὐ­χὴ γιὰ ἕ­ναν πα­τέ­ρα, ἡ φαν­τα­σί­ω­ση τῶν χε­ρι­ῶν του ποὺ τὴν ἀγ­κα­λιά­ζουν.

        Τὸ κε­φά­λι της ποὺ γέρ­νει στὴ δρο­σε­ρὴ πλά­τη τοῦ και­νούρ­γιου της φί­λου κά­ποι­ο πρω­ι­νό.

        Τό ‘χει κά­νει δύ­ο φο­ρές. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς στιγ­μῆς, ἐ­φά­μιλ­λη τῆς γέν­νη­σης.

       Ξα­νὰ ὁ παπ­ποὺς μὲ τὴ για­γιά, μὰ τώ­ρα ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες στὶς δι­κὲς τους ἱ­στο­ρί­ες – περ­πα­τοῦν ξυ­πό­λη­τοι στὸ λα­σπω­μέ­νο χι­ό­νι καὶ πα­τοῦν ἕ­να θαμ­μέ­νο χέ­ρι.

        Τὸ τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου.

        Ἕ­να σπι­τά­κι στὴ Γαλ­λί­α.

        Μιὰ κό­ρη.

        Μιὰ ἐγ­γο­νή.

        Οἱ ἀγ­κῶ­νες τῆς μη­τέ­ρας της, κα­θὼς ὁ­δη­γεῖ τὸ πα­λιὸ κα­φε­τὶ Ρε­νώ.

        Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της κι εἶ­ναι ἀ­νήμ­πο­ρη νὰ φω­νά­ξει.

        Τί­πο­τα δὲν ἀ­κού­γε­ται, τί­πο­τα δὲν σα­λεύ­ει, μο­νά­χα οἱ βου­βὲς ται­νί­ες ποὺ προ­βάλ­λον­ται στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κρα­νί­ου της.

        Ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση ὄ­χι τό­σο τοῦ ὅ­τι πε­θαί­νει, ὅ­σο τοῦ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ζων­τα­νή. Ἂν ὑ­πῆρ­χε κι ἄλ­λος χρό­νος, ἴ­σως καὶ νὰ ἔ­τρε­φε μιὰ κά­ποι­α ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ, τὴν πλημ­μυ­ρί­ζουν οἱ ἀ­να­μνή­σεις.

        Κε­ρά­κια ποὺ τὰ φυ­σᾶς μὰ δὲν σβή­νουν – δὲν ἔ­χουν ση­μα­σί­α τὰ χρό­νια, μό­νο ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­μυ­δρὰ φυ­σή­μα­τα συν­δρά­μουν στὸ σβή­σι­μο μι­κρῶν ἑ­στι­ῶν φω­τιᾶς.

        Ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ βή­μα­τα στὸ χόλ, ὕ­στε­ρα τὰ γυ­μνά της πό­δια ποὺ βη­μα­τί­ζουν ἀ­θό­ρυ­βα κι ἐ­κεῖ, στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, ὁ παπ­ποὺς νε­κρός· τὸ ψυ­γεῖ­ο ὀρ­θά­νοι­χτο.

        Ἕ­να ἀ­βγὸ ἄ­θι­κτο στὸ πά­τω­μα.

        Οἱ τσι­ρί­δες τῆς για­γιᾶς.

        Ἡ ἀ­νά­μνη­ση τώ­ρα δὲν φέρ­νει πό­νο. Ἡ ζω­ή της εἶ­ναι πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοι­χτὸ κι ἐ­κεί­νη μιὰ πε­τα­λού­δα.

        Ἐ­ὰν δὲν ἐ­πέ­στρε­φε κά­θε τό­σο στὸ σκο­τά­δι —αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ ζή­σει— θὰ ‘ταν σὰν σὲ δι­α­κο­πές, μιὰ κα­τά­δυ­ση σὲ δρο­σε­ρὸ νε­ρό, κά­θε κί­νη­ση τῶν χε­ρι­ῶν ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­σο­φί­α.

        Κι ἔ­πει­τα ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὸ παλ­τὸ τῆς για­γιᾶς, ὅ­πως κρέ­με­ται μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση πί­σω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας μα­ζὶ μὲ τὴ σκού­πα καὶ τὴν τσάν­τα μὲ τὶς σα­κοῦ­λες.

        Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται μή­πως ἔ­ζη­σε μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ κά­τω ἀ­π’ τὰ συν­τρίμ­μια. Μή­πως τὴ ζω­ή της τὴ φαν­τά­στη­κε ἕ­νας ἐ­αυ­τὸς ποὺ πο­τὲ δὲν γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κά.

        Κι ὕ­στε­ρα με­μιᾶς, μὲ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λεια ποὺ νι­ώ­θουν οἱ ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται τὸ σκο­τά­δι καὶ τὰ ὀ­κτὼ δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ τῆς ἀ­πο­μέ­νουν – κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο καὶ μιὰ μπου­κιὰ σὲ πει­να­σμέ­νο.



Πη­γή: Simon Van Booy, The Se­cret Li­ves of Peo­ple in Lo­ve, New York, Harper Pe­ren­nial, 2010.

Σά­ι­μον Βν Μπό­υ (Simon Van Booy) (Λον­δί­νο, 1975). Βρε­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Με­γά­λω­σε στὴν ὕ­παι­θρο τῆς Οὐ­α­λί­ας καὶ ζεῖ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Ἔ­χει γρά­ψει τὰ βι­βλί­α The Secret Lives of People in Love, Love Begins in Winter (δι­ε­θνὲς βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος Φρὰνκ Ὁ’Κόνορ), Everything Beautiful Began After (Ὅ­λα τὰ ὡ­ραῖ­α ἄρ­χι­σαν με­τά, Πα­τά­κης 2016), The Illusion of Separateness (Ἡ ψευ­δαί­σθη­ση τῆς μο­να­ξιᾶς, Πα­τά­κης 2019), Tales of Accidental Genius, Fathers Day, The Sadness of Beautiful Things καὶ Night Came with Many Stars. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τρί­α βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας (Why We Fight, Why We Need Love καὶ Why Our Decisions Don’t Matter). Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες The New York Times, The Telegraph καὶ The Guardian.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.