Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη: Ἐπίλογος



Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη


Ἐ­πί­λο­γος


Οἱ με­γά­λες πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες / Ντεγ­κὰ σὲ κάρ­τα
ΟΠΙΣΘΕΝ ΚΑΡΤΑΣ
(σφρα­γί­δα γαλ­λι­κοῦ τα­χυ­δρο­μεί­ου μὲ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 08-01-2006)

Dear C.

 

It ΄s been a good time, here in Paris. I wish you could have been here, with me. There were some interesting exhibitions of Art. I am at a fri­ends΄­apar­t­ment now. Αlone. Soon I will be back in the States. When I return, I ΄ll try to change my ticket on the extra days for the weekend so we can have more time together. I have a plan on how to do it. I am waiting to see you but I am also very impatient about this. Being in Paris I have had a lot to reflect on,-to think about. My past, my future but I love you.

 

Love,

J.


* * *


ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ (Χω­ρὶς κάρ­τα, 29-01-2006)

J.,

Δύ­ο πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες τοῦ Ντεγ­κὰ ἄρ­γη­σαν εἴ­κο­σι ὁ­λό­κλη­ρες μέ­ρες καὶ νύ­χτες. Καὶ μά­λι­στα, χω­ρὶς τύ­ψεις. Ρου­φά­ω τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο τοῦ με­ρό­νυ­χτου. Μό­νο τὸ ψυ­γεῖ­ο σπά­ει τὴ σι­ω­πή. Τ’ ὄ­νο­μά της στὰ αὐ­τιά μου σὰ συ­νοι­κια­κὸ κου­τσομ­πο­λιό. Τυ­χαί­α ἐ­πι­λο­γὴ ἡ κάρ­τα σου ἢ γιὰ νὰ μοῦ θυ­μί­σεις ὅ­τι ἡ πρώ­ην γυ­ναί­κα σου ἦ­ταν πρί­μα μπα­λα­ρί­να; Ἢ τὸ χει­ρό­τε­ρο: τὸ ἔ­πρα­ξες ἀ­σύ­νει­δα ἐ­πει­δὴ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν οἱ μπα­λα­ρί­νες νὰ ἀ­σκοῦν πά­νω σου ἀ­κα­τα­μά­χη­τη ἕλ­ξη; Καὶ τὸ τη­λέ­φω­νο τό­σες μέ­ρες νε­κρό. Ὁ χρό­νος μας ἐ­πα­νῆλ­θε στὸ μη­δὲν κα­θὼς ἤ­ξε­ρα μό­νο πὼς μπο­ρεῖ νὰ πᾶς Χρι­στού­γεν­να στὸ Πα­ρί­σι κι ὄ­χι ἐ­δῶ, μὲ μέ­να. Προ­σκε­κλη­μέ­νος Γάλ­λων φί­λων ποὺ ἐ­γὼ δὲν ἔ­τυ­χε νὰ συ­ναν­τή­σω πο­τέ. Ἐξ ἀ­κο­ῆς μό­νο. Δὲν τοὺς συμ­πά­θη­σα. Δὲν εἶ­χα τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α ὅ­μως ὅ­τι τε­λι­κὰ πῆ­γες. Πέ­ρα­σαν οἱ γι­ορ­τὲς κι ἐ­γὼ ἀ­γνο­οῦ­σα ποῦ ἤ­σουν, μὲ ποι­ὸν ἤ­σουν, τί ἔ­κα­νες, τί εὐ­χή­θη­κες, τί δῶ­ρο πῆ­ρες. Οὔ­τε μιὰ εὐ­χὴ γιὰ κα­λὸ νέ­ο ἔ­τος. Ἐ­σεῖς στέλ­νε­τε καὶ κάρ­τες. Σκέ­φτη­κες τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ τὸ μέλ­λον, μοῦ γρά­φεις. Ἐ­γὼ πο εἶ­μαι τὸ πα­ρόν σου —ὑ­πο­τί­θε­ται— ποῦ βρί­σκο­μαι; Καὶ μὲ ποι­ά σει­ρά; Θὰ ΄θε­λα νὰ τὴ μά­θω τὴ σει­ρά. Με­τὰ ἀ­πὸ τό­σο και­ρὸ εἶ­ναι γε­λοῖ­ο ἀλ­λὰ θέ­λω νὰ μά­θω σὲ ποι­ὰ σει­ρὰ στέ­κο­μαι καὶ σὲ πε­ρι­μέ­νω. Κι ἐ­σύ; Σὲ ἢ σὰν τα­ξι­δά­κι ἀ­να­ψυ­χῆς; Κα­λο­καί­ρι στὴν Ἑλ­λά­δα;

       Συ­γνώ­μη. Αὐ­τὸ δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὸ γρά­ψω.

       Ἂν ἤ­σουν ἐ­δῶ, δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὸ πῶ. Λά­θος μου. Σὲ ἀ­δι­κεῖ. Κι ἐ­γὼ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ δὲ θέ­λω νὰ σ΄ἀ­δι­κή­σω.

       Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ἔ­λα ὅ­πως εἶ­χες προ­γραμ­μα­τί­σει ἀλ­λὰ τὰ πράγ­μα­τα ἐ­δῶ μυ­ρί­ζουν βα­ρυ­χει­μω­νιά. Κι οἱ δυ­ὸ πρά­σι­νες χο­ρεύ­τρι­ες τοῦ Ντεγ­κὰ ὁ­δή­γη­σαν τὴ σκέ­ψη μου σὲ ἕ­να ἐν­θύ­μιο ἐ­πι­λό­γου.

 

Ἀ­γά­πη,

Κ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τζου­λιά­ννα Δα­βά­κη. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά, εἶ­ναι δι­κη­γό­ρος καὶ φοι­τή­τρια στὸ ΜΠΣ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ τοῦ ΕΑΠ- Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύ­ο ἄρ­θρα στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα μὲ τί­τλο «Συ­νε­πι­μέ­λεια τέ­κνων: Μιὰ ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ἀ­νάγ­κη» καὶ «Τὸ τεκ­μή­ριο ἀ­θω­ό­τη­τας: Στοι­χεῖ­ο πο­λι­τι­σμοῦ καὶ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ τὴ ζω­ή μας». Ἐ­πί­σης τὸ δι­ή­γη­μα «Τὸ πέν­θος» ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ fractal



		

	

Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου: Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ



Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ


Στὴ Χα­ρι­νέ­λα

ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ, ὡ­ραί­α γυ­ναί­κα, κο­κέ­τα κι ἀρ­χον­τι­κή, συ­νή­θι­ζε νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζει μὲ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἐ­κεί­νη καὶ τὴν ἀ­δελ­φή της, ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρές. Τὸ πα­λιὸ γαλ­λι­κὸ ἄ­ρω­μα, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ἀν­τρι­κό, ἡ μη­τέ­ρα της τὸ ξε­χώ­ρι­ζε καὶ τὸ ἀ­γα­ποῦ­σε. Λά­τρευ­ε νὰ τὸ μυ­ρί­ζει. Τὸ σκόρ­πι­ζε στὴν ντου­λά­πα καὶ στὰ συρ­τά­ρια τους, στὰ σεν­τό­νια καὶ στὶς πε­τσέ­τες, ποὺ ἀ­να­δι­ναν τό­νους λε­βάν­τας, περ­γα­μόν­του καὶ φα­σκό­μη­λου, δεν­τρο­λί­βα­νο καὶ μαν­τα­ρί­νι, σαν­τα­λό­ξυ­λο καὶ κου­μα­ρί­νη, ποὺ μύ­ρι­ζε σὰ φρε­σκο­κομ­μέ­νο χόρ­το. Ἦ­ταν μιὰ δρο­σι­στι­κὴ μυ­ρω­διὰ φρε­σκά­δας καὶ ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σης. Ἦ­ταν ἕ­να δεῖγ­μα ἀ­γά­πης, ἔ­γνοι­ας καὶ κα­θη­συ­χα­σμοῦ. Ἦ­ταν μιὰ μη­τρι­κὴ ἀγ­κα­λιὰ πάν­τα πα­ρού­σα κι ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἔ­λει­πε. Καὶ κα­θὼς οἱ μυ­ρω­δι­ὲς πο­τί­ζουν τὶς ρί­ζες τῆς μνή­μης καὶ ἀ­να­δεύ­ουν σὰν αἰφ­νί­διος ἄ­νε­μος τὰ κλα­διά της, εἰ­σχω­ρών­τας ἀ­νύ­πο­πτα στὸ πα­ρόν, ὅ­σο μα­κρι­νὲς δι­α­δρο­μὲς κι ἂν ἔ­χουν δι­α­νύ­σει, ἡ εἰ­κό­να τῆς μη­τέ­ρας ἀ­να­δυ­ό­ταν πάν­τα στὸ νοῦ της μα­ζὶ μὲ τὴ εὐ­ω­διὰ τοῦ φου­ζέρ, ποὺ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ ξε­χα­στεῖ, μο­λο­νό­τι ἡ ἴ­δια δὲ συ­νέ­χι­σε με­γα­λώ­νον­τας τὴ συ­νή­θεια τῆς μά­νας της.

       Τώ­ρα, σὰν ἀν­τα­πό­δο­ση, νι­ώ­θει τὴν ἀ­νάγ­κη, κά­θε ποὺ τὴν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται, νὰ τῆς πη­γαί­νει, μα­ζὶ μ’ ἕ­να μπου­κέ­το λου­λού­δια, κι ἕ­να μπου­κά­λι φου­ζέρ. Νὰ τῆς ἐ­πι­στρέ­φει τὴ φρον­τί­δα, τὴν πα­ρη­γο­ρη­τι­κὴ ἀγ­κα­λιά, τὸ ἀγ­κυ­ρο­βό­λι. Ἔ­τσι, φθά­νον­τας, ἀ­φοῦ τα­κτο­ποι­ή­σει τὸ μπου­κέ­το στὸ βά­ζο, πλη­σιά­ζει μὲ βή­μα­τα σι­γα­νὰ ἐ­κεῖ ποὺ ἀ­να­παύ­ε­ται καὶ τὴν ραν­τί­ζει μὲ τὸ ἄ­ρω­μα. Ρί­χνει πρῶ­τα στα­γό­νες στὸ μάρ­μα­ρο, ἁ­πα­λὰ χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το, ἔ­πει­τα τὸ στα­λά­ζει μὲ προ­σο­χὴ στὴ φω­το­γρα­φί­α, στὶς ὄ­χθες τοῦ χα­ραγ­μέ­νου ὀ­νό­μα­τος καὶ τοῦ σταυ­ροῦ, πλημ­μυ­ρί­ζον­τας μὲ τὴ μο­σχο­βο­λιά του τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Ὅ­ταν πιὰ ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα νὰ φύ­γει, τὸ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἔ­χει σκορ­πί­σει παν­τοῦ: πά­νω της, μέ­σα της, γύ­ρω της, στοὺς τά­φους καὶ στὸ χῶ­μα, στὰ κυ­πα­ρίσ­σια καὶ τὸν οὐ­ρα­νό, σὰ νὰ δι­ά­βη­κε τὸ χῶ­ρο καὶ τὸ χρό­νο. Ἄ­ρω­μα στοὺς αἰ­ῶ­νες.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).



		

	

Νών­τας Τσίγ­κας: Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α σὲ μπλὲ φόν­το



Νών­τας Τσίγ­κας


Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α σὲ μπλὲ φόν­το


στὸν ἐκ Νε­βέ­σκης Λυγ­κη­στί­δος Κω­στά­κη Λού­στα τὸν ΙΙΙ
Θε­ο­δώ­ρου τοῦ ΙΙ, τῆς Πε­λα­γο­νί­ας
καὶ τῆς Ἄ­νω Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας Ἔ­ξαρ­χον

ΙΣΩ αὐ­τὸ τὸ μπλέ. Βρί­σκε­ται παν­τοῦ ἁ­πλω­μέ­νο σὰν ἐ­κτό­πλα­σμα κι ἔ­χει κα­λύ­ψει τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πρω­τομ­πῆ­κα δῶ μέ­σα. Ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ μπλὲ χον­τρὸ χαρ­τὶ μὲ κά­πως γυ­α­λι­σμέ­νη τὴ μιά του ἐ­πι­φά­νεια. Κα­λύ­πτει φυ­ρὰ πα­ρα­θύ­ρια σὰν σκιά­διο. Κά­πο­τε ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἀ­κό­μα καὶ τζά­μια ποὺ λεί­πουν. Στὴν ἕ­δρα τῆς δα­σκά­λας κά­τω ἀ­πὸ τὸ γυ­ά­λι­νο ἀν­θο­δο­χεῖ­ο, μὲ τὰ χρυ­σάν­θε­μα τὸ Φθι­νό­πω­ρο ἢ τὰ τρι­αν­τά­φυλ­λα καὶ τὶς μαρ­γα­ρί­τες τὴν Ἄ­νοι­ξη, στέ­κει τσι­τω­μέ­νο ὁ­λο­καί­νουρ­γιο ἀ­τσα­λά­κω­το ἀ­θάμ­πω­το. Κα­θη­λω­μέ­νο μὲ ἀ­ό­ρα­τες πι­νέ­ζες στὶς γω­νί­ες παίρ­νει τὴ μορ­φὴ τοῦ ξύ­λι­νου τρα­πε­ζιοῦ ποὺ κα­λύ­πτει. Στὰ τε­τρά­δια καὶ τὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α σὰν τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το καὶ ἐ­πί­ση­μο κα­πλάν­τι­σμα.

       Νό­μος τῆς ὁ­μοι­ο­μορ­φί­ας. Βά­φει μὲ μπλὲ ρου­ὰ καὶ τὶς πο­δι­ὲς τῶν κο­ρι­τσι­ῶν. Ἕ­να λευ­κὸ κο­λά­ρο μὲ πρι­ο­νω­τὴ πε­ρι­φέ­ρεια τυ­λί­γε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λαι­μὸ κι ἀ­πο­δε­σμεύ­ει τὸ πρό­σω­πο ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα. Τὸ κά­νει νὰ κεί­τε­ται πα­ρα­δο­μέ­νο σὲ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λο τά­σι. Καὶ τὰ πρῶ­τα χάρ­τι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα στὴ χαρ­το­κο­πτι­κὴ ἦ­σαν μπλὲ κου­νε­λά­κια ποὺ κου­νοῦ­σαν τ’ αὐ­τιά τους καὶ μπλὲ ἐ­πί­σης οἱ ἀ­τα­ξί­δευ­τες βαρ­κοῦ­λες. Τί γύ­ρευ­αν αὐ­τὲς οἱ ἔρ­μες στὰ ὀ­κτα­κό­σια μέ­τρα ὑ­ψό­με­τρο; Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­δυ­σώ­πη­το μπλέ, ποὺ κά­πο­τε ἀγ­γί­ζει τὸ βα­θὺ κυα­νὸ τῆς με­λά­νης, σκοῦ­ρο καὶ ἔν­το­νο στὸν ὑ­περ­θε­τι­κὸ βαθ­μὸ ποὺ λὲς καὶ ὑ­πάρ­χει γιὰ νὰ ἐ­πι­βάλ­λε­ται σ’ ὅ­λα τ’ ἄλ­λα χρώ­μα­τα. Σο­βα­ρό, ἐ­πί­ση­μο καὶ αὐ­στη­ρό, ἐ­πι­θε­τι­κὸ καὶ ἱ­κα­νὸ νὰ δι­α­βρώ­σει τὸν ἀμ­φι­βλη­στρο­ει­δῆ καὶ νὰ μο­λύ­νει τοὺς νευ­ρῶ­νες. Στὸ ἴ­διο σχε­δὸν χρῶ­μα ρὰφ κι οἱ φθαρ­μέ­νες στο­λὲς τῶν ἀν­δρῶν τῶν ΤΕΑ ποὺ ἡ για­γιά μου ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἀ­πο­κα­λεῖ ΜΑΥδες. Καὶ τὰ φαρ­διὰ ροῦ­χα τοῦ εὔ­σω­μου κλη­τή­ρα τῆς Κοι­νό­τη­τας. Κε­πέγ­κια καὶ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα στὰ μα­γα­ζιὰ τῆς πλα­τεί­ας ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἴ­διο βι­ο­λί: σι­έλ, γα­λά­ζιο, μπλὲ σκοῦ­ρο. Ποι­όν Θε­ὸ ἄ­ρα­γε προ­σπα­θεῖ νὰ μᾶς κρύ­ψει αὐ­τὸ τὸ ἁ­πλό­χε­ρα χυ­μέ­νο χρῶ­μα; Πε­θα­μέ­νο χρῶ­μα καὶ μιὰ χάρ­τι­νη πα­τρί­δα…

       Στε­ρε­ώ­νω μὲ ρευ­στὴ κόλ­λα, πά­νω σε χάρ­τι­νο μπλὲ φόν­το, κομ­μά­τια σὲ σχῆ­μα ἀ­στε­ρι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἀ­ση­μό­χαρ­το τῶν πα­κέ­των τῶν τσι­γά­ρων. Βρα­διὰ Χρι­στου­γέν­νων χω­ρὶς ξά­στε­ρο οὐ­ρα­νὸ ποὺ γι­ορ­τά­ζει, πῶς νὰ ὑ­πάρ­ξει; Σω­ρὸς πα­κέ­των ἀ­πὸ τσι­γά­ρα ἔ­χουν μα­ζευ­τεῖ: Ἄ­ρω­μα Κε­ρά­νης, Κα­ρέ­λια, Πα­πα­στρά­τος 5, Ἔ­θνος ἐ­ξαι­ρε­τι­κά, Μα­τσάγ­γος, Santé. Ἀ­πὸ σέρ­τι­κα ἄ­φιλ­τρα ὅ­λα. Ἡ ἀρ­χι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τὴν ἀ­πό­σπα­ση καὶ συλ­λο­γὴ τῶν χρή­σι­μων στοι­χεί­ων. Τὸ λε­πτὸ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται μὲ μιὰ λε­πτὴ κί­νη­ση ἀ­πὸ τὸ σχε­δὸν δι­α­φα­νὲς χαρ­τὶ ποὺ κα­λύ­πτει τὴ μιά του πλευ­ρά. Ἡ μυ­ρω­διὰ τῶν τσι­γά­ρων ἔν­το­νη ἀ­κό­μα. Κι ἂς ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­ρες ποὺ φου­μα­ρί­στη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Συ­νή­θεια ὅ­λων τῶν πι­τσι­ρι­κά­δων τὴ στιγ­μὴ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζουν τὴν λε­πτὴ ἀ­ση­μέ­νια ἐ­πι­φά­νεια στὰ χεί­λη καὶ νὰ ἐκ­φω­νοῦν φω­νή­εν­τα ἢ χει­λι­κὰ σύμ­φω­να βββ, πππ καὶ δι­φθόγ­γους ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον «οὔ». Συν­το­νι­σμὸς σὲ μέ­ταλ­λα καὶ ἄ­γου­ρα χεί­λη. Μιὰ δό­νη­ση ποὺ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται σὰν ρί­γος σὲ ὅ­λο το πρό­σω­πο. Ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες ἡ­δο­νές. Μὲ πό­σα λί­γα μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρεῖ κα­νείς…

       Σὲ ἀ­δεια­νοὺς με­γά­λους ντε­νε­κέ­δες ἀ­πὸ τυ­ρὶ ἔ­χου­με μπή­ξει, μέ­σα σὲ χῶ­μα βα­ρὺ μο­λύ­βι, κλα­διὰ ἀ­πὸ πο­ώ­δεις κέ­δρους ποὺ οἱ ξυ­λο­κό­ποι φέρ­νουν ἀ­πὸ τὸ ρου­μά­νι πά­νω στὰ σα­μά­ρια τῶν μου­λα­ρι­ῶν. Ἀν­τι­κρί­ζω τώ­ρα τοὺς κέ­δρους στο­λι­σμέ­νους μὲ πο­λύ­χρω­μες εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς χαλ­κο­μα­νί­ες. Στὰ κλα­διά τους κρέ­μον­ται ἀλ­λο­πρό­σαλ­λα ἀγ­γε­λού­δια ποὺ ἔ­χουν τὸ πρό­σω­πο τῆς Θε­ο­δό­τας. Ἐ­κεί­νης ποὺ ἀ­πο­δό­θη­κε νω­ρὶς στὸ Θε­ό. Τῆς μι­κρῆς συμ­μα­θή­τριας ποὺ στὰ ὀ­κτώ της κά­η­κε μὲ κα­μι­νέ­το ποὺ ἔ­σκα­σε στὰ χέ­ρια της κα­θὼς οἱ γο­νεῖς της ἔ­λει­παν ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὸ ρο­δα­λό της πρό­σω­πο στὸ φέ­ρε­τρο δὲν κι­νοῦ­σε κα­μιὰ ὑ­πο­ψί­α γιὰ τὸν θά­να­το ποὺ τὸ κα­τοι­κοῦ­σε. Κι οἱ ξαν­θές της μποῦ­κλες ἔ­παι­ζαν πά­νω στὸ ἤ­ρε­μο πρό­σω­πο μὲ κά­θε σεί­σι­μο τῆς λυγ­μι­κῆς πομ­πῆς… Ἕ­νας ὕ­πνος μο­νά­χα. Ἑ­νὸς ἀ­πρό­σε­χτου μι­κροῦ παι­διοῦ. Τὴν ξα­να­συ­νάν­τη­σα αὐ­τὴ τὴ μορ­φὴ πολ­λὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα στὰ πό­δια τῆς «Μαν­τό­να Σιξ­τί­να» τοῦ Ρα­φα­ὴλ στὴν Πι­να­κο­θή­κη τῆς Δρέσ­δης. Ἑ­ξήν­τα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα ἄν­θρω­ποι καί­γον­ταν κι ἐ­κεῖ σε ὑ­πό­γεια, στὶς ὄ­χθες καὶ τὰ νε­ρὰ τοῦ Ἔλ­βα, ὅ­πως ἡ Θε­ο­δό­τα. Ἀ­νύ­πο­πτοι, σι­ω­πη­λοί, ἀ­πελ­πι­στι­κὰ μό­νοι κι ἀ­βο­ή­θη­τοι…

       Ἂν λά­βεις ὑ­πό­ψη πὼς τὰ πυ­κνὰ καὶ ἀ­τί­θα­σα κλα­διὰ τοῦ κέ­δρου σ’ ἔ­χουν πρω­τύ­τε­ρα ἀγ­κα­θί­σει ὕ­που­λα καὶ ἀ­λύ­πη­τα, σὲ κά­θε προ­σπά­θεια νὰ τὸν στο­λί­σεις, αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πεις εἶ­ναι χω­ρὶς κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο γιὰ κλά­μα­τα. Δί­πλα ἡ με­γά­λη σχο­λι­κὴ φάτ­νη κα­λυμ­μέ­νη —μὲ τί ἄλ­λο;— μπλὲ κό­λα καὶ τοῦ­φες ἀ­πὸ βαμ­βά­κι ποὺ ὑ­πο­δύ­ον­ται μὲ ἀ­πελ­πι­στι­κὸ τρό­πο τὸ χι­ό­νι. Μὲ ξύ­λι­νες χει­ρο­λα­βὲς μπρὸς πί­σω σὰν φο­ρεῖ­ο, ἕ­τοι­μη γιὰ με­τα­φο­ρὰ ἀ­πὸ σπί­τι σὲ σπί­τι στὰ χέ­ρια τῶν παι­διῶν. Φω­τί­ζε­ται μὲ λαμ­πά­κι ποὺ φέγ­γει μὲ μιὰ κρυμ­μέ­νη πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­χνὶ τῶν ζώ­ων μπα­τα­ρί­α Berec. Ἀ­πὸ τὶς ἑ­φτὰ τὸ πρω­ὶ ἡ κου­στω­δί­α τοῦ σχο­λεί­ου περ­νᾶ μὲ τὴ σει­ρὰ τὶς γει­το­νι­ές:

Χι­ό­νια στὸ καμ­πα­να­ριὸ

ποὺ Χρι­στού­γεν­να ση­μαί­νει

       Στὰ σπί­τια μὲ πρό­σφα­τα πέν­θη σε­βα­σμός, κα­τε­βα­σμέ­νο κε­φά­λι, σιω­πη­λὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση. Τὰ γνω­ρί­ζου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να αὐ­τά. Τὰ σπί­τια «τῶν λυ­πη­μέ­νων»… Ἀλ­λὰ ξέ­ρου­με καὶ τὰ σπί­τια ὅ­που οἱ ἄν­θρω­ποί τους δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση ν’ ἀ­κοῦ­νε πιὰ μή­τε τὶς φω­νὲς τῶν ἀγ­γέλ­λων οὔ­τε τὶς δι­κές μας, ἀ­φοῦ τὸ στοι­χει­ὸ τῆς ἀ­που­σί­ας καὶ τῶν ἀ­πο­χω­ρι­σμῶν κά­νει κου­μάν­το μέ­σα τους. Ἡ λύ­πη κι ἐ­κεῖ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα σὰν οἰ­κό­ση­μο. Τὰ ρό­πτρα ἀ­ρα­χνι­α­σμέ­να, ἀ­κού­νη­τα και­ρό. Ὁ σύρ­της πε­ρα­σμέ­νος μὲ ἀ­σφά­λεια στὴ θέ­ση του. Στὸ σπί­τι τῆς χή­ρας Κούλ­κως βρί­σκου­με ξαφ­νι­α­σμέ­νοι τὸ δι­ά­δη­μα τοῦ Χά­ρου: τὸ κα­πά­κι ἀ­πὸ τὸ σα­νι­δέ­νιο φέ­ρε­τρο, ποὺ κα­τα­σκεύ­α­σε ὁ Ντά­φας δε­ξιὸς ψάλ­της τῆς ἐκ­κλη­σιᾶς καὶ μα­ραγ­κὸς κα­τὰ κύ­ριο ἐ­πάγ­γελ­μα. Τό ’­χει ντύ­σει μὲ μαῦ­ρο πα­νὶ κι ἔ­χει στε­ρε­ώ­σει ἐ­πά­νω τα ἀ­πα­ραί­τη­τα θρη­σκευ­τι­κὰ σύμ­βο­λα μὲ λε­πτὲς λευ­κὲς ται­νί­ες. Ἀ­πὸ και­ρὸ τὰ ση­μά­δια τῆς ἀρ­ρώ­στιας τῆς μο­νά­κρι­βης θυ­γα­τέ­ρας εἶ­χαν ἀ­πελ­πί­σει για­τροὺς καὶ συγ­γε­νεῖς. Καὶ νὰ ποὺ ἡ μέ­ρα ἔ­φτα­σε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα. Δὲν ἔ­χει κλεί­σει τὰ εἰ­κο­σι­πέν­τε. Πέν­τε ἀ­πὸ μᾶς θὰ χρεια­στεῖ μὲ ἐν­το­λὴ τοῦ δα­σκά­λου νὰ συ­νο­δέ­ψουν τὴν νε­κρὴ μέ­χρι τὴν ἐκ­κλη­σιὰ καὶ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ὡς ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα. Ἐ­πί­γεια Σε­ρα­φεὶμ καὶ Χε­ρου­βεὶμ ἀ­πο­σβο­λω­μέ­να μπρο­στὰ στὸ θρῆ­νο τῆς μά­νας. Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων καὶ μιὰ νέ­α γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη τὸ νυ­φι­κό της κοι­μᾶ­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα ἐ­κεί­νου ποὺ τὰ βλέ­πει ὅ­λα κά­τω ἀ­πὸ τὸ σκο­τει­νὸ τροῦ­λο. Εἶ­ναι βα­θὺ σού­ρου­πο ὅ­ταν ἔ­χουν τε­λει­ώ­σει ὅ­λα…

       Ξα­νὰ στὸ σχο­λεῖ­ο. Νύ­χτα. Ἡ πα­ρω­δί­α χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κου δέν­τρου, ἔν­θεν καὶ ἔν­θεν της σκη­νῆς, μέ­σα σὲ βά­σεις τυ­λιγ­μέ­νες μὲ τὸ ἀ­πα­ράλ­λα­χτο μπλέ. Ἡ σχο­λι­κὴ γι­ορ­τὴ ποὺ ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ ἀρ­χι­νᾶ. Τὸ πο­δο­βο­λη­τὸ τῶν νη­πί­ων πί­σω ἀ­πὸ τὴ σκη­νή. Ἡ μα­δη­μέ­νη φάτ­νη. Τὰ πα­ρά­φω­να τρα­γού­δια ἀ­πὸ τὶς παι­δι­κὲς φω­νές. Δὲν ἀρ­γεῖ τὸ γέ­λιο ν’ ἀν­θί­σει στὰ πρό­σω­πα καὶ σὰν με­τα­δο­τι­κὸ ἐ­ξάν­θη­μα νὰ ἐ­ξα­πλω­θεῖ μιὰ ἔ­ξα­ψη πά­νω τους. Τὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα λά­θη, οἱ στρα­βο­τι­μο­νι­ὲς τῆς θε­α­τρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, οἱ ξε­χα­σμέ­νοι στί­χοι τῶν ποι­η­μά­των ποὺ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ πα­ρα­λεί­πον­ται, ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α γιὰ τὶς δε­κα­πέν­τε μέ­ρες σχό­λης ποὺ ἔρ­χον­ται. Ἡ χαρ­μο­λύ­πη. Τὸ χον­τρὸ ἀ­στεῖ­ο της ψεύ­τρας ζω­ῆς. Καὶ μιὰ ξύ­λι­νη σόμ­πα στὸ μέ­σον της αἴ­θου­σας ὅ­που πά­νω της ἔ­χουν ξε­χα­στεῖ λί­γες φλοῦ­δες πορ­το­κά­λι. Τὸ χι­ό­νι ποὺ πέ­φτει ψι­θυ­ρι­στὰ ἔ­ξω καὶ σκε­πά­ζει τώ­ρα ἐ­κεί­νην μὲ τὸ νυ­φι­κὸ στὰ φρε­σκο­σκαμ­μέ­να χώ­μα­τα.

       Ὅ­ταν ὁ δά­σκα­λος μοι­ρά­ζει μέ­σα σὲ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα τὰ φτω­χι­κὰ δῶ­ρα ποὺ κλη­ρώ­νον­ται κι ὕ­στε­ρα τὴ συγ­κεν­τρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ συγ­κο­μι­δὴ ἀ­πὸ τὰ κά­λαν­τα: πορ­το­κά­λια, μαν­τα­ρί­νια, κα­ρύ­δια, μύ­γδα­λα, φι­στί­κια, ξε­ρὰ σύ­κα, μῆ­λα, κά­στα­να ὡς καὶ χα­ρού­πια, κά­τι ἀ­νά­με­σά σε «Δεῦ­τε τε­λευ­ταῖ­ον ἀ­σπα­σμὸν» ἢ «Δι­ε­μοι­ρά­σαν­το…» καὶ «Κα­λὴν ἑ­σπέ­ραν ἄρ­χον­τες…» σὰ νὰ μοῦ σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει ἡ σκλη­ρὴ ἐ­δῶ πά­νω βι­ω­τὴ μὲ κεῖ­νο τὸ μπλέ της, ποὺ μέ­σα του πέ­φτουν καὶ σκο­τώ­νον­ται ὅ­λα τα χρώ­μα­τα, θυ­μί­ζον­τάς μου τὸ «Δυ­ὸ πόρ­τες ἔ­χει ἡ ζω­ὴ» κι ὅ­που βέ­βαι­ά τα παι­διὰ μπαι­νο­βγαί­νουν «μὲ ἐ­λευ­θέ­ρας».



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ δι­η­γη­μά­των Ἐ­πο­χι­α­κὸς Δι­α­νο­μέ­ας (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2013).

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμους (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι, «Δι­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­ας (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ὸ δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙ, Ἡ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis): Τί δύ­σκο­λη



Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis)


Τί δύ­σκο­λη

(How difficult)


ΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ἡ μη­τέ­ρα μου ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­μαι ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ. Ἐ­κνευ­ρι­ζό­ταν συ­χνά. Ὅ­ταν δι­α­φω­νοῦ­σα, ἔ­φερ­νε τὰ χέ­ρια της πά­νω ἀ­π’ τὰ αὐ­τιά της. Ἔ­κα­νε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε γιὰ νὰ μὲ ἀλ­λά­ξει, ἀλ­λὰ τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν κι ἐ­γὼ δὲν ἄλ­λα­ξα, κι ἂν ἄλ­λα­ξα, δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ‘μαι σί­γου­ρη ὅ­τι ἄλ­λα­ξα, ἀ­φοῦ δὲν ἦρ­θε πο­τὲ ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­πε «Δὲν εἶ­σαι πιὰ ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ.». Τώ­ρα ἐ­γὼ εἶ­μαι αὐ­τὴ ποὺ λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου «Για­τί δὲν σκέ­φτε­σαι πρῶ­τα τοὺς ἄλ­λους, για­τί δὲν προ­σέ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί δὲν θυ­μᾶ­σαι τί πρέ­πει νὰ κά­νεις». Ἐ­κνευ­ρί­ζο­μαι. Συμ­πά­σχω μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Τί δύ­σκο­λη ποὺ εἶ­μαι! Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ νὰ τῆς τὸ πῶ, για­τί τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ποὺ θέ­λω νὰ τὸ πῶ, εἶ­μαι κι ἐ­δῶ στὸ τη­λέ­φω­νο ποὺ με­σο­λα­βεῖ ἀ­νά­με­σά μας, ἀ­κού­ω, ἕ­τοι­μη νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στῶ τὸν ἑ­αυ­τό μου.



Πη­γή: Lydia Davis, The Collected Stories of Lydia Davis, New York, Farrar, Straus and Giroux, 2009 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Lydia Davis, Samuel Johnson is Indignant: Stories, Brooklyn, McSweeney’s Books, 2001].

Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis) (Νορ­θάμ­πτον Μα­σα­χου­σέ­της, 1947). Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρά­στρια, γνω­στὴ κυ­ρί­ως γιὰ τὰ πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­νί­ο­τε δὲν ξε­περ­νοῦν τὶς τρεῖς προ­τά­σεις. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει Φλωμ­πέρ, Μπλαν­σῶ, Ζὰν Ζούβ, Φου­κῶ κ.α. Ἡ γαλ­λι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τὴν ἔ­χει τι­μή­σει χρί­ζον­τάς την Ἱπ­πό­τη τῶν Τε­χνῶν καὶ τῶν Γραμ­μά­των. Τὸ 2003 ἔ­λα­βε τὸ βρα­βεῖ­ο Genius Grant τοῦ MacArthur Foundation, ἐ­νῶ τὸ 2013 ἦ­ταν ἡ νι­κή­τρια τοῦ The Man Booker International Prize. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν δι­η­γη­μά­των της (The Collected Stories of Lydia Davis).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.



		

	

Δημήτρης Χριστόπουλος: Τὸ γενεαλογικὸ μου δέντρο


Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο


Α ΚΕΡΑΣΙΑ ἀ­πὸ μι­κρὴ τὰ φο­ϐ­ό­μου­να. Στὸ χω­ριὸ δὲν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη κε­ρα­σιὰ ἀπ᾿ τὴ δι­κιά μας. Μιὰ ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιὰ ποὺ ἔ­κα­νε κά­τι με­γά­λα σὰ χει­ρο­ϐο­μϐ­ί­δες πε­τρο­κέ­ρα­σα. Τὸ θέ­ρος ἅ­πλω­νε βα­ρὺ τὸν ἴ­σκιο της στὴν αὐ­λὴ καὶ μᾶς ἔ­σω­ζε ἀπ᾿ τὰ λι­ο­πύ­ρια. Στὶς χον­τρές της κλά­ρες δέ­να­με σκοι­νιὰ κι αἰ­ω­ρού­μα­σταν ὁ­λη­με­ρὶς μὲ τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου. Ἀπ᾿ τὰ χλω­ρά της κλω­νά­ρια φτι­ά­χνα­με σπα­θιά. Τοὺς γει­τό­νους ἀπ᾿ τὸ δι­κό μας δέν­τρο τοὺς φι­λεύ­α­με κι οἱ γυ­ναῖ­κες ἑ­τοί­μα­ζαν κε­ρα­σό­πι­τα. Καὶ τὸ ψυ­χο­σά­ϐ­ϐ­α­το τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μ᾿ αὐ­τὰ γλυ­καί­να­νε τὸν κό­σμο γιὰ ὅ­σους πέ­θα­ναν νέ­οι, ἄ­κλαυ­τοι καὶ μό­νοι στὰ βου­νὰ καὶ στὶς θά­λασ­σες.

        Ἡ θειά μου ἡ Ἀ­σή­μω μὲ τὴ μαύ­ρη τὴ μπο­λί­δα, κα­θι­σμέ­νη στὸ κα­τώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ της, τ᾿ ἄ­λε­θε μιὰ χα­ρὰ στὸ ἄ­δει­ο ἀ­πὸ δόν­τια στό­μα της καὶ δυ­ὸ-δυ­ὸ μοῦ τὰ κρέ­μα­γε σκου­λα­ρί­κια στ᾿ αὐ­τιά, χτυ­πών­τας πα­λα­μά­κια μὲ ρυθ­μό:

 

Ἀ­νέ­ϐ­η­κα στὴν κε­ρα­σιά,

Μα­ρί- Μα­ρί­α, Μα­ρι­γώ,

νὰ κό­ψω ἕ­να κε­ρά­σι

–  βά­ι τζιγ­κι­τζέ­λα, βά­ι τζιγ­κι­τζό.

T᾿ ἀν­τρό­γυ­νο ποὺ γί­νη­κε,

νὰ ζή­σει, νὰ γε­ρά­σει.

Νὰ κά­νει δώ­δε­κα παι­διά,

δώ­δε­κα πα­λι­κά­ρια.

Νὰ κά­νει κι ἕ­να ϑ­η­λυ­κὸ

νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι.


        Πέντ᾿-ἕ­ξι θά ᾿μου­να τό­τε. Κεί­νη τὴ μέ­ρα ὁ ἥ­λιος ἔ­ψη­νε τὴν πέ­τρα. Ψή­θη­κα κι ἐ­γὼ στὸν πυ­ρε­τό. Κά­που-κά­που ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ μα­κριὰ τοῦ γκι­ό­νη τὸ λά­λη­μα. Ἔ­φθα­νε βλέ­πεις ὁ και­ρὸς τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τὸ κά­μα δυ­νά­μω­νε, δυ­νά­μω­νε κι ἐ­μέ­να ὁ κοι­λό­πο­νος, ὥ­σπου ἡ κοι­λιά μου ἔ­γι­νε τούμ­πα­νο. Μό­νο μὲ κε­ρά­σια ξε­γε­λά­γα­με τό­τε τὴν πεί­να μας. Τὴ νύ­χτα μὲ κρά­τη­σε κον­τά της ἡ κα­ψε­ρή, ταμ­που­ρω­μέ­νη στὸν κα­ταρ­ρά­κτη τῆς κα­λύ­ϐ­ας της νὰ λέ­ει ὅ­λη τὴν ὥ­ρα πα­ρα­μύ­θια γιὰ χά­ρη μου, μέ­χρι ποὺ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὰ χέ­ρια της. «Ἡ­σύ­χα­σε, που­λά­κι μου.» Μιὰ νε­κρι­κὴ σι­ω­πὴ ποὺ ἔ­λι­ω­νε τὰ σω­θι­κὰ ἁ­πλώ­θη­κε τρι­γύ­ρω. «Κοι­μή­σου, Μα­ρι­γού­λα μου…»

        Ξάφ­νου οἱ σκι­ὲς με­γά­λω­σαν κι ἕ­νας ὁ­λά­κε­ρος στρα­τὸς ἀ­πὸ ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σι­ὲς πα­ρέ­λα­σε ἀ­πὸ μπρο­στά μου. Γι­γαν­τό­δεν­τρα ποὺ ἀπ᾿ τὰ κλα­διά τους κρέ­μον­ταν, ἀν­τὶ γιὰ ἄ­λι­κες μπα­λί­τσες, σκιά­χτρα ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες καὶ μω­ρά. Χο­ρο­στά­σι ἀ­πὸ κε­ρά­σια σκέ­πα­σε τὸν τό­πο, πλημ­μύ­ρι­σε τὶς ροῦ­γες, τὶς μάν­τρες, ἔ­πνι­ξε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὰ σπί­τια τους. Σὲ λί­γο ὅ­λα θὰ τὰ τύ­λι­γαν οἱ φλό­γες.

        Κι εἶ­δα δε­κά­δες κορ­μιὰ νὰ σέρ­νουν τὸν πύ­ρι­νο χο­ρὸ μὲς στὸ λά­λα­ρο τοῦ θέ­ρους. Κι εἶ­δα τοὺς γο­νιούς μου νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται ἄ­ψυ­χοι στὸ ἀ­ψη­λό­τε­ρο κλα­ρὶ τῆς κε­ρα­σιᾶς. Κι εἶ­δα τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου λογ­χι­σμέ­να στὸ ξύ­λι­νο κορ­μί της. Κι εἶ­δα τὶς μυ­λό­πε­τρες ν᾿ ἀ­λέ­θουν σὰν πί­του­ρο τὴν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Κι εἶ­δα τὸ αἷ­μα νὰ κο­χλά­ζει σὰ νε­ρὸ ἀπ᾿ τὴ χούρ­χου­λη τοῦ μύ­λου. Κι εἶ­δα τὸν παπ­πού­λη μὲ τὰ ρά­σα δέν­τρο κα­ρϐ­ου­νι­α­σμέ­νο στὸν στρό­γυ­ρα τοῦ ἁ­λω­νιοῦ.

        Ἀ­θέ­ρι­στα ἀ­πο­μεί­να­νε κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι τὰ χω­ρά­φια κι ἀ­τρύ­γη­τα τ᾿ ἀμ­πέ­λια τὸ Σε­πτέ­μϐ­ρη. Κι ὁ ἥ­λιος, τὸ ἄλ­λο πρω­ι­νὸ ποὺ ξε­μυ­τί­σα­με ἀ­πὸ τὴν κα­τα­πα­κτή, δὲν ἔ­λε­γε νὰ ξη­με­ρώ­σει. «Πα­τέ­ρα! Μά­να! Μα­γδα­λη­νή! Σω­τή­ρη!» φώ­να­ζα. Κα­νεὶς δὲν ἀ­πο­κρί­θη­κε, κα­νείς. Μαν­τα­λω­μέ­νες οἱ ψυ­χὲς μὲς στὴν καυ­τὴ ἀν­τη­λιά. Καὶ τὰ πρό­σω­πα δί­χως πρό­σω­πο. Μό­νο τὸ κόμ­μι, τὸ ἀ­ση­μέ­νιο δά­κρυ τῆς ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιᾶς, δὲν ἔ­πα­ψε νὰ κυ­λᾶ ἄ­φθο­νο κά­θε σού­ρου­πο ἀ­πὸ τὶς πλη­γές της καὶ νὰ τὸ συ­νά­ζουν ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ οἱ γυ­ναῖ­κες γιὰ νὰ φτιά­ξουν κα­ταπλά­σμα­τα καὶ βάλ­σα­μα γιὰ τὶς δι­κές τους πλη­γές.

        Δε­κα­ε­τί­ες κύ­λη­σαν ἀ­πὸ τό­τε. Κι ἐ­γὼ κα­τα­δι­κά­στη­κα νὰ ζῶ πε­θα­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀ­πο­θα­μέ­νους, με­τρών­τας μὲ τὰ δέν­τρα τὰ χρό­νια μου. 6, 12, 18, 81… Τὰ δέν­τρα μὲ τοὺς κρε­μα­σμέ­νους, τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο. Ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι δὲν πε­θαί­νω. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι βά­σα­νο με­γά­λο. Μό­νο ἡ σκιὰ τῆς κε­ρα­σιᾶς κα­τοι­κεῖ τὶς ἄ­δει­ες κά­μα­ρες τοῦ νοῦ μου. Οἱ δυ­ό μας ἀ­πο­μεί­να­με μο­νά­χα· αὐ­τὴ κι ἐ­γώ. Πο­τὲ δὲν ξα­νά­ϐ­α­λα κε­ρά­σια στὸ στό­μα μου, ἂν καὶ τό­τε —τ᾿ ὁ­μο­λο­γῶ— αὐ­τὰ μοῦ σῶ­σαν τὴ ζω­ή. Οὔ­τε σκου­λα­ρί­κια κρέ­μα­σα οὔ­τε παι­διὰ ἔ­κα­μα, γιὰ νὰ κλεί­σουν τά­χα­τες τὰ δι­κά μου τραύ­μα­τα. Σταυ­ρὸ φί­λη­σα στὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο.

        Νὰ κά­μει κι ἕ­να ϑ­η­λυ­κὸ νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι, μὲ τα­χτά­ρι­ζε κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ἡ θειά μου ἡ Ἀ­σή­μω.

        Νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι… τὸ σό­ι… τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι…

        Τὸ ἴ­διο πάν­τα ψέ­μα.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Τὸ Ρο­δα­κιό, 2018).

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μ.Ε., ἐ­νῶ σπου­δά­ζει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Δ. Μα­κε­δο­νί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γή­μα­των Δη­μό­σι­ες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Πή­γη, 2013) καὶ Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Ρο­δα­κιό, 2018). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς ἱ­στο­χώ­ρους καὶ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Πλα­νό­διον, Φρέ­αρ, Δέ­κα­τα, Bookpress καὶ στὸ Fra­ctal. Δι­α­τη­ρεῖ τὸν φι­λο­λο­γι­κὸ ἱ­στό­το­πο Ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ Τρά­πε­ζα Φι­λο­λο­γι­κῶν Θε­μά­των.



		

	

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 7/11]


Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου»

(Die «überhäufte Bürokraft»)


ΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ ὁ χει­μώ­νας ἐ­τοῦ­τος ποὺ συγ­κρα­τοῦ­σε τὸ χι­ό­νι, ποὺ δὲν τὸ ἔ­ρι­χνε πά­νω ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἐ­κεί­νη νὰ κοι­μη­θεῖ ἀ­νε­νό­χλη­τη ἀ­πὸ κά­τω. Οὔ­τε τὴ γυ­ναί­κα γιὰ τὴν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος ἐ­δῶ τὴν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ τῆς πα­ραί­τη­σής της εἶ­χε γρά­ψει: «Εἶ­μαι μιὰ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου.» Εἶ­χε πάν­το­τε ἕ­να τρέ­μου­λο μέ­σα της: ἀ­πὸ φό­βο ἢ ἀ­πὸ τρό­μο. Τὴν βα­σά­νι­ζαν εἰ­κα­σί­ες. Ὅ­πο­τε πή­γαι­νε πο­λὺ γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι στὸ κρε­βά­τι στὸ ὁ­ποῖ­ο σω­ρι­α­ζό­ταν, ἔ­βλε­πε ὅ­τι ἡ λάμ­πα τῆς ὀ­ρο­φῆς κου­νι­ό­ταν πέ­ρα-δῶ­θε ἀ­πὸ τὸ ρευ­μα­τά­κι, καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νι­ω­θε ὄ­χι μό­νο ἔκ­πλη­ξη μὰ καὶ φό­βο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς σω­ρι­α­ζό­ταν στὸ κρε­βά­τι για­τὶ δὲν μπο­ροῦ­σε ἄλ­λο νὰ στέ­κε­ται ἢ νὰ κά­θε­ται: Στέ­ρευ­αν ξαφ­νι­κὰ οἱ δυ­νά­μεις της. Ἐ­πει­δὴ στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­βο­λες κα­ρέ­κλες, προ­τι­μοῦ­σε νὰ ξα­πλώ­νει ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε κα­νέ­να βι­βλί­ο. Ὅ­πο­τε ἄ­κου­γε μου­σι­κὴ ξά­πλω­νε στὸ δε­ξὶ πλευ­ρό, καὶ μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι πί­ε­ζε τὸ μα­ξι­λά­ρι πά­νω στὸ δε­ξί της μά­γου­λο, ἐ­νῶ τὸ δε­ξὶ μπρά­τσο γύ­ρευ­ε νὰ πε­ρι­βά­λει τὸ σῶ­μα της, πα­ρα­ῆ­ταν ὡ­στό­σο κον­τό· τὸ χέ­ρι με­τὰ βί­ας ἄγ­γι­ζε τὴν ὠ­μο­πλά­τη. Ἐ­κεί­νη ἔ­με­νε ξα­πλω­μέ­νη, μὲ κλει­στὰ μά­τια καὶ κου­λου­ρι­α­σμέ­να πό­δια. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, ἔ­γρα­φε πολ­λὲς αἰ­τή­σεις, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἐκ­θεί­α­ζε τὶς ἱ­κα­νό­τη­τές της: «Εἶ­μαι δυ­να­μι­κὴ καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὴ μα­ζί. Ὅ­πο­τε δὲν κοι­μᾶ­μαι (πράγ­μα ποὺ ἐ­δῶ καὶ κάμ­πο­σο και­ρὸ δὲν μπο­ρῶ πλέ­ον νὰ κά­νω), μέ­νω μὲ τὶς ὧ­ρες συγ­κεν­τρω­μέ­νη, καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται στὸ με­τα­ξὺ οὔ­τε νὰ μὲ τα­ΐ­ζει οὔ­τε νὰ μὲ πο­τί­ζει κα­νείς· τὰ βρά­δια ψά­χνω μό­νη μου τὴ λεί­α μου, ἀ­φή­νω δη­λα­δὴ πί­σω τὴν πό­λη καὶ πε­ρι­δι­α­βαί­νω τὴν κοι­λά­δα: Οὔ­τε που­λιὰ οὔ­τε πον­τί­κια μοῦ τὴ γλι­τώ­νουν τό­τε.»

       Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λο: μιὰ ἀ­να­και­νι­σμέ­νη σο­φί­τα μὲ δύ­ο μι­κρο­σκο­πι­κὰ ἀ­να­κλι­νό­με­να πα­ρά­θυ­ρα. Ἀ­νῆ­κε σὲ κά­ποι­α μου­σι­κό, ἡ ὁ­ποί­α βρι­σκό­ταν σὲ πε­ρι­ο­δεί­α. Οἱ τοῖ­χοι ἔ­μοια­ζαν φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ χι­ό­νι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» ἔ­με­νε πρὶν σὲ μιὰ παν­σιόν, στὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ κρε­μά­σει κα­νεὶς πί­να­κες στοὺς τοί­χους πα­ρὰ μό­νο μὲ τὶς εἰ­δι­κὲς πι­νέ­ζες τῆς ἐ­πι­χεί­ρη­σης. Κά­θε ἐ­πι­σκέ­πτης ἔ­πρε­πε νὰ δη­λώ­νε­ται καὶ μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει μό­νο ἕ­ως τὶς δέ­κα τὸ βρά­δυ. Στὴν αἴ­θου­σα τη­λε­ό­ρα­σης ἡ τι­βὶ ἔ­κλει­νε αὐ­στη­ρὰ στὶς ἕν­τε­κα. Ὅ­σοι φι­λο­ξε­νοῦν­ταν σὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­τά­λυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­λι­ό­τε­ρα ἦ­ταν οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο γιὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια καὶ πα­ρέ­μει­νε ἔ­κτο­τε σύμ­βο­λο τῆς πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νης ζω­ῆς, ἦ­ταν κα­τὰ κύ­ριο λό­γο πρώ­ην ἀ­σθε­νεῖς τῆς ψυ­χι­α­τρι­κῆς κλι­νι­κῆς. Ὅ­σοι τύ­χαι­νε πό­τε-πό­τε νὰ χά­σουν τὸν δρό­μο τους καὶ νὰ βρε­θοῦν ἐ­κεῖ ὡς πε­λά­τες τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου πα­ρα­λάμ­βα­ναν ἀ­πὸ μί­α με­γά­λη πε­τσέ­τα μπά­νιου, ἐ­νῶ οἱ οἰ­κό­τρο­φοι ἀ­πὸ μί­α μι­κρή. Τὶς Κυ­ρια­κὲς ἦ­ταν κλει­στὴ ἡ κου­ζί­να· οἱ οἰ­κό­τρο­φοι κά­θον­ταν στὰ δω­μά­τιά τους, κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὰ σάν­του­ίτς τους καὶ κοι­τοῦ­σαν κά­ποι­ον τοῖ­χο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Μιὰ φο­ρά, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε πε­σμέ­νο στὸν δρό­μο τὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ σκέ­φτη­κε πὼς ἦ­ταν τά­χα ἡ ἴ­δια πε­σμέ­νη ἐ­κεῖ κά­τω.

       Κα­τὰ τὴ γνώ­μη της δὲν εἶ­χε κα­νέ­να δι­καί­ω­μα νὰ ζεῖ σ’ αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο δι­α­μέ­ρι­σμα, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὅ­που νά ’­ναι θὰ ἐ­πέ­στρε­φε ἡ μου­σι­κός. Πα­τοῦ­σε στὶς μύ­τες τῶν πο­δι­ῶν της καὶ πό­τε-πό­τε συ­νέ­κρι­νε τὴν ὥ­ρα στὸ ρο­λό­ι της μὲ ἐ­κεί­νη τῆς τη­λε­φω­νι­κῆς ἀ­ναγ­γε­λί­ας ὥ­ρας. Συλ­λο­γι­ζό­ταν σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μου­σι­κό: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι δυ­να­τή. Εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ εἶ­σαι κα­λὴ ὅ­ταν εἶ­σαι δυ­να­τή.»

       Τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων ὑ­ψώ­θη­κε στὸν χλο­μὸ οὐ­ρα­νὸ πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῆς πό­λης μιὰ ρὸζ-βι­ο­λε­τιὰ στι­βά­δα ἀ­πὸ σύν­νε­φα, σὰν βου­νὸ ἀ­πὸ βαμ­βά­κι. Ἡ «ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου» δὲν γι­όρ­τα­ζε. Ὁ φό­βος της μὴν τυ­χὸν μεί­νει ἀ­πέν­τα­ρη τὴν ἐμ­πό­δι­ζε νὰ ψω­νί­σει δῶ­ρα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Ὅ­μως ἔ­μοια­ζε μὲ γυ­ναί­κα ποὺ τὴν ἀ­γά­πη τὴν εἶ­χε γνω­ρί­σει ἢ τὴν προσ­δο­κοῦ­σε ἀ­κό­μη.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση σὲ αὐ­τὴ τὴ μορ­φή: Der letzte Frühlingstag, Luchterhand 1997, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004. Μὲ ἐ­λά­χι­στες δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις καὶ μὲ τὸν τί­τλο Kündigung εἶ­χε προ­η­γη­θεῖ δη­μο­σί­ευ­ση τοῦ κει­μέ­νου στὴ συλ­λο­γὴ Das verschwundene Haus, Luchterhand 1988.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (27.4.1987) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.

Καλλιόπη Ἐξάρχου: Μαγειρική


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου

 

Μα­γει­ρι­κή

 

ΑΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΟΛΑ γύ­ρω σου ση­μαί­νουν ὑ­πο­χώ­ρη­ση, μπαί­νεις μὲ μι­σὴ καρ­διὰ στὴν κου­ζί­να καὶ μα­γει­ρεύ­εις γε­μι­στὰ κο­λο­κυ­θά­κια αὐ­γο­λέ­μο­νο. Αἴφ­νης ἡ μυ­ρω­διά τους γί­νε­ται ἀρ­τη­ρί­α ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν ἐ­πο­χὴ τὴν πο­τι­σμέ­νη θω­πεῖ­ες ἀ­πὸ τὴ μα­γει­ρι­κή τῆς μά­νας. Λὲς καὶ τὸ κά­νει ἐ­πί­τη­δες, τὸ Δεύ­τε­ρο Πρό­γραμ­μα δι­α­λέ­γει ἕ­να τρα­γού­δι ἀ­σορ­τὶ καὶ μπερ­δεύ­ε­ται τὸ μέ­σα σου. Ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει νὰ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­κά­θε­κτη στὸ στό­μα ἡ γεύ­ση τοῦ κά­πο­τε, βά­ζεις τὰ δυ­να­τά σου νὰ χα­μο­γε­λά­σεις πά­νω ἀ­πὸ τὴν κα­τσα­ρό­λα, μή­πως καὶ πε­τύ­χει ἡ συν­τα­γὴ τῆς νο­σταλ­γί­ας.

        Τῆς ἄ­ρε­σε πο­λύ τῆς μά­νας μου ἡ μα­γει­ρι­κή. Τὴν ἐ­κτε­λοῦ­σε χω­ρὶς συν­τα­γὲς καὶ δό­σεις. Τὸ ἀ­πα­ρη­γό­ρη­το, ἐ­ξάλ­λου, δὲν με­τρι­έ­ται σὲ γραμ­μά­ρια. Τοῦ φτά­νει μό­νο νὰ σαλ­πί­ζει τὸ αἷ­μα, γιὰ νὰ γί­νε­ται ἡ ἀ­νά­λη­ψη τῶν δα­χτύ­λων. Φαν­τα­στεῖ­τε δέ­κα δά­χτυ­λα ὅ­λο ἔ­παρ­ση —τὸ κα­θέ­να νὰ κι­νεῖ­ται γιὰ λο­γα­ρια­σμό του— νὰ ἐ­ξο­ρί­ζουν ξη­ρα­σί­ες καὶ στε­ρη­τι­κά, νὰ ἐ­ξο­ρύσ­σουν ὑ­γρὰ ρί­γη, νὰ γδέρ­νουν ἀ­πὸ πά­νω τους τὴν κρού­στα, νὰ ἁρ­πά­ζουν τὸ με­δού­λι καὶ νὰ τὸ στραγ­γα­λί­ζουν μέ­χρι στα­γό­νας. Ἀ­κο­λού­θη­σα τὴν τα­κτι­κή της μέ­χρι κε­ραί­ας, ὅ­ταν μπῆ­κα στὴν κου­ζί­να. Τοῦ γρα­φέ­α. Ἔ­πρε­πε πρῶ­τα ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ ἐμ­πι­στευ­τῶ τὴ Φω­νή μου. Γιὰ τὴν ἀ­λη­θεί­α τοῦ πράγ­μα­τος.

        Τό­τε ἄρ­χι­σε τὸ μαρ­τύ­ριο τῶν λέ­ξε­ων καὶ τὸ δι­κό μου. Για­τί αὐ­τὴ καὶ ὄ­χι τὴν ἄλ­λη; Για­τί μὲ αὐ­τὴ τὴ σει­ρά; Ἡ πρω­το­κα­θε­δρί­α τους ἦ­ταν τὸ με­γά­λο πρό­βλη­μα. Καὶ ὄ­χι μό­νο. Δι­εκ­δι­κοῦ­σαν καὶ ἄλ­λα προ­νό­μια. Τὴ μου­σι­κό­τη­τά τους νὰ ἀ­κού­σω. Μοῦ ἔ­λε­γαν ὅ­τι δο­νοῦν­ται, σὰν βροῦν κα­τάλ­λη­λο τὸν τό­πο. Ἐκ­πλη­κτι­κὸ πῶς. Μοῦ ὑ­πό­σχον­ταν κά­θε μί­α γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ της εὐ­γο­νί­α καὶ εὐ­καρ­πί­α.

        Στὸ χέ­ρι μου ἦ­ταν νὰ πά­ρω τὴν ἀ­πό­φα­ση. Τὴ δύ­σκο­λη ἀ­πό­φα­ση, ποὺ θὰ μὲ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­σω ὅ­τι ἤγ­γι­κεν ὁ χρό­νος νὰ βά­λω τε­λεί­α. Οὔ­τε λό­γος, βέ­βαι­α, γιὰ τὸ τα­ξί­δι τὸ χα­ῶ­δες, τὸ ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­το στὴ συ­νάν­τη­σή τους μὲ τὸν Ἄλ­λον ποὺ χτυ­πά­ει σὰν καμ­πά­να τὸ βρά­δυ τῆς Ἀ­νά­στα­σης. Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸ εὐ­τε­λί­σεις, με­τα­θέ­τον­τας τὰ ὅ­ρια της πέ­ραν ἀ­πὸ ἐ­σέ­να, ὥ­σπου νὰ κερ­δί­σεις τὸ «ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια Κα­θη­γή­τρια Θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Δι­δά­σκει Ἱ­στο­ρί­α καὶ Θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­ά­τρου. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει βι­βλί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος, λο­γο­τε­χνί­ας καὶ με­τα­φρά­σεις. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της Ὀ­νο­μά­ζο­μαι… Γυ­ναί­κα (θέ­α­τρο, University Studio Press, 2005), Τό­σο ἤ­θε­λε τὸ στῆ­θος (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2020), Ἡ κυ­ρί­α Χ (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λη, 2018). Εἶ­ναι μέ­λος τῆς συν­τα­κτι­κῆς ἐ­πι­τρο­πῆς (ποί­η­ση) τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Δί­ο­δος, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐκ­δί­δε­ται στὴ Δρά­μα.


Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης: Τρί­α κομ­μά­τια γιὰ κι­θά­ρα



Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης


Τρί­α κομ­μά­τια γιὰ κι­θά­ρα


          Πα­ρα­σκευ­ὴ ἀ­πό­βρα­δο


ΚΑΠΝΙΖΕΙ τὸ τσι­γά­ρο του σκυ­φτὸς κά­τω ἀ­π’ τὰ μα­ρα­μέ­να κλή­μα­τα. Πο­λὺς κό­σμος μπαι­νο­βγαί­νει γιὰ νὰ ξε­σκά­σει ἀ­π’ τὴ φορ­τι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ ἡ κα­πνιὰ ξε­γλι­στρών­τας ὕ­που­λα ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να. Κά­νω νὰ τὸν φω­νά­ξω, ἀλ­λὰ τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ δι­στά­ζω. Ἔ­χει σκο­τει­νιά­σει τὸ πρό­σω­πό του. Βλέ­πεις, ἕ­ξι σχε­δὸν χρό­νια εἶ­ναι ρι­ζω­μέ­νος ἐ­δῶ. Τὰ δά­χτυ­λά του μοι­ραῖ­α συ­ναν­τοῦν τὴν καύ­τρα τοῦ τσι­γά­ρου —ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νος σὲ πε­ρι­συλ­λο­γὴ— κι ἐν­στι­κτω­δῶς τὸ πε­τά­ει κά­τω. Ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται δέ­κα μέ­τρα, ψαύ­ει τοὺς κρο­τά­φους του καὶ γυρ­νᾶ πί­σω συ­νο­φρυ­ω­μέ­νος.

       Ὅ­λο λέ­με ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ξα­να­δοῦ­με, μὰ κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ ἀ­πό­βρα­δο ἀ­κοῦ­με τὸν θλι­βε­ρὸ γογ­γυ­σμὸ τῆς κι­θά­ρας του.


* * *


            Στίγ­μα­τα


«ΣΤΑ ΜΙΚΡΑ ση­μά­δια πά­νω στὸ ξύ­λο βλέ­πεις τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ὀρ­γά­νου», τοῦ εἶ­χε πεῖ ἕ­νας γέ­ρος κι­θα­ρί­στας πρὶν κα­τε­βά­σει μιὰ γεν­ναί­α γου­λιὰ κρα­σί. Ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ ποὺ δὲν ἔ­δε­σε μὲ τρι­πλὸ κόμ­πο τὶς τρεῖς πρῶ­τες χορ­δές. Ἡ λε­πτό­τε­ρη ἀ­πρό­σμε­να λύ­θη­κε κι ἐκ­δι­κη­τι­κὰ ἔ­πε­σε σὰν μα­στί­γιο πά­νω στὸ ἄ­μοι­ρο κα­πά­κι. Του­λά­χι­στον τώ­ρα δὲν ἔ­χει μό­νο ἡ ψυ­χὴ του χα­ρα­κι­ές…


* * *


            Λύ­τρω­ση


ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ προ­σπερ­νοῦ­σε τὸ πρῶ­το μέ­ρος τοῦ La Catedral ἀ­πὸ φό­βο μή­πως ἀ­πο­δώ­σει λά­θος τὴν ἔν­νοι­α saudade. Ἴ­σως ἔ­τρε­με στὴ σκέ­ψη τῆς βί­ω­σης μιᾶς τό­σο με­γά­λης ἀ­πώ­λειας. Με­λε­τοῦ­σε πάν­τα ἐ­πι­στα­μέ­να τὸ «Allegro solemne» δί­νον­τας βά­ση σὲ κά­θε νό­τα ξε­χω­ρι­στά. Ἔ­τσι, ἔ­νι­ω­θε ἕ­να αἴ­σθη­μα ψυ­χι­κῆς λύ­τρω­σης ὕ­στε­ρα ἀ­π’ τὴν κα­τά­νυ­ξη μὲ τὴν ὁ­ποί­α πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ κομ­μα­τιοῦ καὶ ἡ κι­θά­ρα μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ θή­κη της.

       Οἱ μέ­ρες κυ­λοῦ­σαν ἀρ­γὰ μὲ συν­τρο­φιὰ τὶς νο­σταλ­γι­κὲς με­λω­δί­ες τοῦ Barrios. Φαι­νό­ταν ὅ­τι ὅ­λα εἶ­χαν μπεῖ σὲ μιὰ ἁρ­μο­νι­κὴ τρο­χιὰ μέ­χρι ποὺ τὸ τη­λέ­φω­νο δι­έ­κο­ψε πρὸς στιγ­μὴν τὴ γα­λή­νη. Βούρ­κω­σε με­μιᾶς κι ἔ­μει­νε ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νος γιὰ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα. Τὰ χέ­ρια του δὲν θὰ τὸν ἐγ­κα­τέ­λει­παν τε­λι­κά. Μιὰ βα­θιὰ ἀ­νά­σα ἀ­να­κού­φι­σης γέ­μι­σε τὸ στῆ­θος του.

       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ κοι­μή­θη­κε ἥ­συ­χος ποὺ δὲν θὰ ἔ­με­νε ὁ­λο­μό­να­χος ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀ­δι­κί­α καὶ τὸ μί­σος αὐ­τοῦ του κό­σμου…


* * *


Agustín Barrios, La Catedral. Παίζει κιθάρα ὁ John Williams.
Μέρη: 0:00 preludio saudade 2:15 andante religioso 4:01 allegro solemne


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης (Τρί­κα­λα τὸ 1992). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὰ φι­λο­λο­γι­κὰ ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ἀρ­κε­τὰ χρό­νια ὡς μου­σι­κός. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Ἀ­ουγ­κοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο (A­u­g­u­s­to M­o­n­t­e­r­r­o­so): Ὁ δεινόσαυρος



Ἀ­ουγ­κοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο (A­u­g­u­s­to M­o­n­t­e­r­r­o­so)


Ὁ δει­νό­σαυ­ρος

(El dinosaurio)


ΟΤΑΝ ξύπνησε, ὁ δεινόσαυρος ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ.

 


Πηγή: Οbras completas (y otros cuentos), 1959.

 

­ουγ­κοῦ­στο Μον­τε­ρό­σο (A­u­g­u­s­to M­o­n­t­e­r­r­o­so) (Τεγ­κου­σιγ­κάλ­πα, Ὀν­δού­ρα, 1921-Πό­λη τοῦ Με­ξι­κοῦ, 2003). Ἀ­πὸ μη­τέ­ρα Ὀν­δου­ρα­νὴ καὶ πα­τέ­ρα Γου­α­τε­μα­λά­νο. Πε­ζο­γρά­φος. Τὸ 1944 ἀ­ναγ­κά­στη­κε γιὰ πο­λι­τι­κοὺς λό­γους νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴ Γου­α­τε­μά­λα καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὸ Με­ξι­κὸ ὅ­που καὶ πέ­θα­νε. Μαὶ­τρ τὴς μι­κρῆς φόρ­μας (θε­ω­ρεῖ­ται ὁ ‘πα­τέ­ρας’ τῆς ἰ­σπα­νό­γρα­πτης μι­κρο­α­φή­γη­σης), τὸ πρῶ­το του ἔρ­γο ἦ­ταν τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Lo d­e­m­ás es s­i­l­e­n­c­io (Τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἶ­ναι σι­ω­πή).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Ράσελ Ἔντσον (Russell Edson): Ὥρα φαγητοῦ

Ρά­σελ Ἔν­τσον (Russell Edson)


Ὥ­ρα φα­γη­τοῦ

(Dinner time)


ΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ σὲ ἕ­να τρα­πέ­ζι πε­ρί­με­νε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ σερ­βί­ρει φα­γη­τό. Τὴν ἄ­κου­σε νὰ χτυ­πᾶ μιὰ κα­τσα­ρό­λα ποὺ τὴν εἶ­χε κά­ψει. Μι­σοῦ­σε τὸν ἦ­χο ποὺ ἔ­κα­νε ἡ κα­τσα­ρό­λα ὅ­ταν τὴ χτυ­ποῦ­σαν, για­τὶ δι­α­τυμ­πά­νι­ζε τὸν πό­νο της μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε νὰ θέ­λει νὰ κα­τα­φέ­ρει κι ἄλ­λα τέ­τοι­α χτυ­πή­μα­τα. Καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ χτυ­πᾶ τὸ ἴ­διο του τὸ πρό­σω­πο, κι οἱ ἀρ­θρώ­σεις τῶν δα­χτύ­λων του κοκ­κί­νι­σαν. Πῶς μι­σοῦ­σε τὶς κόκ­κι­νες ἀρ­θρώ­σεις, ἐ­κεῖ­νο τὸ χτυ­πη­τὸ χρῶ­μα, πε­ρισ­σό­τε­ρο αὐ­τά­ρε­σκο ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν πλη­γή.

            Ἄ­κου­σε νὰ πέ­φτει ὁ­λό­κλη­ρό το γεῦ­μα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τῆς γυ­ναί­κας του στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας κι ἐ­κεί­νη νὰ ἀ­να­θε­μα­τί­ζει. Για­τὶ κα­θὼς τὸ ἔ­φερ­νε πρὸς τὰ μέ­σα, τῆς εἶ­χε κά­ψει τὸν ἀν­τί­χει­ρα. Ἄ­κου­σε τὰ πι­ρού­νια καὶ τὰ κου­τά­λια, τὶς κοῦ­πες καὶ τὰ πιά­τα νὰ κλαῖ­νε τὴν ἴ­δια ὥ­ρα ποὺ προ­σγει­ώ­νον­ταν στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας. Πῶς μι­σοῦ­σε τὸ γεῦ­μα ἐ­κεῖ­νο πού, μό­λις ἔ­χει ἑ­τοι­μα­στεῖ, ἀρ­χί­ζει καὶ σὲ καί­ει θα­νά­σι­μα, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, στριγ­γλί­ζει καὶ σκού­ζει τὴ στιγ­μὴ ποὺ προ­σγει­ώ­νε­ται στὸ πά­τω­μα, ὅ­που οὕ­τως ἢ ἄλ­λως ἀ­νή­κει.

            Ἔ­δω­σε ἄλ­λη μιὰ γρο­θιὰ στὸ πρό­σω­πό του κι ἔ­πε­σε στὸ πά­τω­μα.

            Μό­λις συ­νῆλ­θε, ἦ­ταν πο­λὺ θυ­μω­μέ­νος, κι ἔ­τσι ἔ­δω­σε ἄλ­λη μιὰ γρο­θιὰ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ζα­λί­στη­κε. Ἡ ζα­λά­δα τὸν θύ­μω­σε κι ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ κο­πα­νᾶ τὸ κε­φά­λι του στὸν τοῖ­χο, λέ­γον­τας τώ­ρα θὰ δεῖς τί πά­ει νὰ πεῖ στ’ ἀ­λή­θεια ζα­λά­δα ἀ­φοῦ θὲς νὰ ζα­λι­στεῖς. Σω­ρι­ά­στη­κε στὸ πά­τω­μα.

            Ἄ, τὰ πό­δια δὲν βα­στᾶ­νε, ἔ; … Ἄρ­χι­σε νὰ δί­νει γρο­θι­ὲς στὰ πό­δια του. Εἶ­χε δώ­σει ἕ­να κα­λὸ μά­θη­μα στὸ κε­φά­λι του καὶ τώ­ρα θὰ ἔ­δι­νε ἕ­να μά­θη­μα στὰ πό­δια του.

            Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἄ­κου­σε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ θρυμ­μα­τί­ζει τὰ ἐ­να­πο­μεί­ναν­τα πι­α­τι­κὰ καὶ τὰ πι­α­τι­κὰ νὰ σκού­ζουν καὶ νὰ τσι­ρί­ζουν.

            Κοι­τά­χτη­κε στὸν κα­θρέ­φτη τοῦ τοί­χου. Ἄ, ὥ­στε μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­εις, ἔ; Κι ἔ­τσι ἔ­κα­νε τὸν κα­θρέ­φτη κομ­μά­τια μὲ μιὰ κα­ρέ­κλα, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­σπα­σε. Ἄ, μᾶλ­λον δὲν θέ­λεις νὰ εἶ­σαι κα­ρέ­κλα ἄλ­λο πιά· πα­ρα­εῖ­σαι κα­λὴ γιὰ νὰ κά­θον­ται πά­νω σου, ἔ; Ἄρ­χι­σε νὰ χτυ­πᾶ τὰ κομ­μά­τια τῆς κα­ρέ­κλας.

            Ἄ­κου­σε τὴ γυ­ναί­κα του νὰ χτυ­πᾶ τὴν ἑ­στί­α τοῦ μα­γει­ρέ­μα­τος μὲ ἕ­να σφυ­ρί. Φώ­να­ξε «πό­τε θὰ φᾶ­με;», ἐ­νῶ στρί­μω­χνε ἕ­να κε­ρὶ μέ­σα στὸ στό­μα του.

            Ὅ­ταν θὰ εἶ­μαι ἐν­τε­λῶς ἕ­τοι­μη, οὔρ­λια­ξε ἐ­κεί­νη.

            Θὲς νὰ ἔρ­θω νὰ στὶς βρέ­ξω; Οὔρ­λια­ξε ἐ­κεῖ­νος.

            Γιὰ κό­πια­σε καὶ θὰ φᾶς κλο­τσιὰ ποὺ θὰ σοῦ πε­τα­χτοῦν τὰ μά­τια ἔ­ξω.

            Θὰ σοῦ ξε­ρι­ζώ­σω τὰ αὐ­τιά.

            Θὰ σοῦ ρί­ξω σφα­λιά­ρα στὰ μοῦ­τρα.

            Θὰ σὲ κλο­τσή­σω ἀ­κρι­βῶς στὸ δι­ά­φραγ­μα.

            Θὰ σὲ δι­πλώ­σω στὰ δύ­ο.

            Ὁ γέ­ρος ἔ­φα­γε τε­λι­κά το ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δυ­ό του χέ­ρια. Ἡ γριὰ εἶ­πε, πα­λι­ο­η­λί­θι­ε, για­τί δὲν τὸ μα­γεί­ρε­ψες πρῶ­τα; Σὰν ζῶ­ον κά­νεις – Ἀ­φοῦ τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι πρέ­πει νὰ κα­τευ­νά­ζω τὴν κου­ζί­να κά­θε βρά­δυ, εἰ­δάλ­λως θὰ μὲ μα­γει­ρέ­ψει καὶ θὰ μὲ προ­σφέ­ρει στὰ πον­τί­κια μέ­σα στὸ κα­λύ­τε­ρο σερ­βί­τσιο μου. Καὶ ξέ­ρεις τί λι­γο­φά­γα ποὺ εἶ­ναι· ὕ­στε­ρα θὰ πλα­κώ­σουν οἱ μύ­γες, καὶ πῶς μι­σῶ τὶς μύ­γες μέ­σα στὴν κου­ζί­να μου.

            Ὁ γέ­ρος κα­τά­πι­ε ἕ­να κου­τά­λι. Ὡ­ραῖ­α, εἶ­πε ἡ γριά, τώ­ρα εἴ­μα­στε μεῖ­ον ἕ­να κου­τά­λι.

            Ὁ γέ­ρος, μὴν μπο­ρών­τας νὰ συγ­κρα­τή­σει τὸν θυ­μό του, ἔ­κα­νε τὸν ἑ­αυ­τό του μιὰ χα­ψιά.

            Ἐν­τά­ξει, εἶ­πε ἡ γριά, τώ­ρα τὸ πα­ρά­κα­νες.



Πη­γή: Robert Shapard / James Thomas (ἐ­πιμ.), Sudden Fiction: American ShortShort Stories, Σὸλτ Λέ­ικ Σί­τι, Peregrine Smith Books (Gibbs Smith, Publisher), 1986 [ἀ­να­τύ­πω­ση ἀ­πό το: Russell Edson, The Very Thing That Happens, New Directions, 1964 = πρώ­τη ἔκ­δο­ση.].

Ρά­σελ Ἔν­τσον (Russell Edson) (1935, Κο­νέ­κτι­κατ – 2014, Κο­νέ­κτι­κατ). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἐ­ξέ­δω­σε ἀρ­κε­τὲς συλ­λο­γὲς μι­κρῶν πε­ζῶν, κα­θὼς καὶ ἕ­να βι­βλί­ο μὲ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα. Τὰ σχέ­δια στὰ βι­βλί­α του τὰ ἔ­φτια­χνε ὁ ἴ­διος. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔ­χει κυ­κλο­φο­ρή­σει ἡ συλ­λο­γὴ κει­μέ­νων Ὅ­ταν τὸ τα­βά­νι κλαί­ει (Αἰ­γό­κε­ρως, 1985) σὲ με­τά­φρα­ση τοῦ Ἀρ­γύ­ρη Χι­ό­νη.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).