
Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ
Aulus Gellius – Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του
ΑΤΙΝΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Γόνος τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐποχῆς (γεννήθηκε γύρω στὸ 125) τοῦ Ἁδριανοῦ (Hadrian) καὶ τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου (Marcus Aurelius), τῶν δύο μητροπολιτικῶν κέντρων, τῆς Ρώμης καὶ τῆς Ἀθήνας, τῶν δύο γλωσσῶν ποὺ ἁμιλλῶνται πλέον γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς λογοτεχνίας μὲ ὅπλο τὸ κληρονομημένο πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὴν ἐξασθένιση τοῦ τραγικοῦ λόγου καὶ τὴν πολιτικὴ ρητορεία. Τὸ ἔργο του Noctes Atticae (Ἀττικὲς Νύχτες, 180 μ.Χ.;), ἀποκλειστικὴ σχεδὸν πηγὴ τοῦ βίου του, διαλέγεται μὲ τὶς νεωτερικὲς συγγραφικὲς τάσεις τοῦ αἰώνα του, τὴν μνήμη μιᾶς ἄλλης χρυσῆς ἐποχῆς, συχνὰ ὑπονομευμένης ἀπὸ τὴν καλπάζουσα στὴν ἀπέναντι ὄχθη ἑλληνιστικὴ παρακμή.
Διὰ βίου μαθητεία στὴν γραφὴ καὶ τὴν ἔκφραση. Δάσκαλοί του ὁ Sulpicius Apollinaris (Γραμματική), ὁ Antonius Julianus καὶ ὁ Titus Castricius (Ρητορική), ὁ φημισμένος ὅσο καὶ ἀμφιλεγόμενος στὴν ἐποχή του σοφιστὴς Favorinus ἀπὸ τὸ Arelate (γενν. γύρω στὰ 80-90 μ.Χ.). Κοντά τους ἔμαθε νὰ ἀναζητεῖ τὴν ποιητικὴ ἀποτύπωση ἢ ἐκδοχὴ τῆς ἱστορίας· νὰ τοποθετεῖ τὸ περιστασιακὸ καὶ ἀνάλαφρο μικροσυμβὰν στὸν ἀντίποδα τῆς βαριᾶς κληρονομιᾶς.
Στὴν Ἀθήνα, κατόπιν, νεαρὸς ἄνδρας 30-35 ἐτῶν, μαθητεύει κοντὰ στὸν φιλόσοφο Ταῦρο (Calvisius Taurus), τὸν ἐπικεφαλῆς στὴν Πλατωνικὴ Ἀκαδημία. Συχνάζει στὴν αὐλὴ τοῦ μαικήνα καὶ ἀναμορφωτῆ τῆς πόλης Ἡρώδου Ἀττικοῦ. Μετὰ ἀπὸ ὀλιγόχρονη παραμονὴ ἐπιστρέφει στὴ Ρώμη, ὅπου ὁρίζεται δικαστὴς τῆς judiciae privatae.
Noctes Atticae. Ἡ ἐποχή τους.
Πλάι στὸ ρητορικὸ μεγαλεῖο τοῦ ἑλληνορρωμαϊκοῦ κόσμου ὁ Gellius ζεῖ τὴν οἰκονομικὴ κρίση τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, ποὺ ἀποτυπώνεται καὶ στὴν περιοχὴ τῆς λογοτεχνίας. Ὁ αἰώνας του ἐγκαινιάζεται μὲ τὸν Ρωμαῖο ἱστορικὸ Τάκιτο (Tacitus), τὸν Ἕλληνα φιλόσοφο καὶ συγγραφέα Πλούταρχο. Σημαντικὰ ἀκόμη ὀνόματα ὁ ἰατρὸς Γαληνός, ὁ γεωγράφος καὶ ἀστρονόμος Πτολεμαῖος, οἱ ρήτορες τῆς δεύτερης Σοφιστικῆς Fronto καὶ Favorinus. Στὴν στροφὴ τοῦ αἰώνα οἱ συγγραφεῖς Αἰλιανὸς καὶ Ἀθήναιος, οἱ λεγόμενοι collectanei scriptores, οἱ Ποικιλογράφοι, οἱ συγγραφεῖς τῆς πολυχρωμίας, τῶν θεματικῶν ἀναμίξεων (disparilitas καὶ miscellus), καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ συγγραφεῖς μὲ τὴν συνείδηση ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πολιτισμοῦ: ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ὁ Τερτυλλιανός (Tertullian). Σύγχρονοι τοῦ Gellius ὁ Λουκιανὸς (Lucian) καὶ ὁ Ἀπουλήιος (Apuleius), εἰσηγητὲς τῆς σύντομης ἀφήγησης, τοῦ εὐτράπελου καὶ στοχαστικοῦ, παρόντες μὲ τρόπο σαφῆ στὴν ἰδανικὴ βιβλιοθήκη του.
Μὲ ἀσφαλῆ τρόπο τὸ ἔργο τοποθετεῖται λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη Ἀττικοῦ καὶ τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου (180 μ.Χ). Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Gellius ἔχει μαζί του τὶς Σημειώσεις ἀπὸ τὶς παραδόσεις ποὺ παρακολούθησε· τὶς ὀνομάζει annotationes καὶ ἀποτελοῦν τὸ πρόπλασμα τοῦ ἔργου του. Ἐπεξεργάζεται καὶ διευρύνει τὸ ὑλικὸ μὲ πρόθεση νὰ τὸ ἀντιγράψει σὲ μορφὴ βιβλίου. Τιτλοφορεῖ τὴν νέα μορφὴ commentarii(1). Στὴν ἐκδοτική τους μορφὴ οἱ Σημειώσεις ποὺ ἔχουν ἁπλωθεῖ σὲ 20 βιβλία, παίρνουν τὸν ὁριστικὸ τίτλο Ἀττικὲς νύχτες: ἀτμόσφαιρα σπουδαστηρίου καὶ σοφιστικῆς κρίσης.
Οἱ πηγὲς καὶ τὰ πρότυπα τοῦ ἔργου
Στὸν Πρόλογο (praefatio) τοῦ ἔργου ὁ Gellius σπεύδει νὰ δηλώσει ὅτι ὁ στόχος τοῦ βιβλίου εἶναι ‘διδακτικός’. Πρότυπα σ’ αὐτὴ τὴν στόχευση, πλάι στὸ Disciplinae τοῦ Varro, εἶναι οἱ Epistulae morales τοῦ Σενέκα (Seneca) καὶ ἡ Naturalis Historia τοῦ Πλίνιου (Plinius). Γέννημα τῆς δεύτερης Σοφιστικῆς (Varro, Favorinus), δηλαδὴ τῆς σύγκρουσης τῆς ρητορικῆς μὲ τὴν φιλοσοφία, τῆς ἄρνησης ἐκείνης τῆς σοφιστικῆς σύλληψης ποὺ ἤθελε τὸν ἄνθρωπο «μέτρον πάντων χρημάτων». Στὴν καλύτερη περίπτωση ἡ ρητορικὴ τώρα ἐκλαϊκεύει καὶ ἰδιοποιεῖται τὴν φιλοσοφία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν κατ’ ἐξοχὴν δάσκαλο τοῦ Gellius, τὸν Favorinus, τὸν ἀξεχώριστο ρήτορα καὶ φιλόσοφο μαζί. Τὸ ἔργο Ἀττικὲς Νύχτες, ὡς χῶρος δεξίωσης αὐτῆς τῆς ἀντιπαράθεσης, κλίνει ἀναπόφευκτα πρὸς τὸ τυπικὸ λογοτεχνικὸ εἶδος τῆς ἐποχῆς, τὴν «ποικίλη γραφή» (poikilia) ποὺ ἐπιδιώκουν οἱ collectanei scriptores(2), τὴν καταγραφὴ τοῦ ἀξιομνημόνευτου καὶ ἐνδιαφέροντος ἀπ’ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ζωῆς σὲ κατάλληλη, εὔκολα ἀναγνώσιμη μορφή. Γιὰ τὸν ἀναγνώστη τοῦ 2ου αἰώνα αὐτὸ σημαίνει σύντομη καὶ μὲ σαφῆ τρόπο δομημένη ἀφήγηση: γενέθλιοι ὅροι τοῦ σύντομου διηγήματος. Οἱ συγγραφεῖς αὐτῆς τῆς τάσης ἔχουν ἕνα ἐπιπρόσθετο καθῆκον: νὰ ἐπιβιώσουν ὡς πεπαιδευμένοι καὶ ‘διδακτικοὶ’ συγγραφεῖς. Ὁ Gellius κρύβεται ἐπιμελῶς πίσω ἀπὸ τὶς ὑποδείξεις εἰς ἑαυτὸν γιὰ εὐληπτότητα, ποικιλοχρωμία καὶ ψυχαγωγικὸ κλίμα (διδακτικὴ ψυχαγωγία)(3). Ὁ ὅρος τοῦ τίτλου Atticae προδίδει τὸ βλέμμα του στὸ δικό του ἐν Ἀθήναις πρόγραμμα ἐκπαίδευσης, τὸν προορισμὸ ἑνὸς Ρωμαίου τοῦ 2ου αἰώνα, τὴν κλίση στὸν σκεπτικισμὸ καὶ ἀνορθολογισμό, στὸ (ἔνδοξο) παρελθόν, στὴν πιὸ ἰσχυρὴ ἴσως κρίση ταυτότητας τῆς ἱστορίας του. Τὸ δίγλωσσο ἔργο του (ὁλόκληρη ἡ λογοτεχνία τοῦ 2ου αἰ. εἶναι δίγλωσση) μὲ ἄφθονες παραπομπὲς σὲ ἑλληνικὰ παραθέματα στὸ πρωτότυπο, μὲ ἀναφορές, λ.χ., στὴν μεταφρασιμότητα τῶν πλατωνικῶν διαλόγων, ἑνοποιεῖ τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ Λάτιο.
Ὁ δεύτερος ὅρος Noctes γεννήθηκε, χρόνια ἀργότερα, ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ κλονισμὸ ποὺ ἔζησε ὁ συγγραφέας, ὅπως διηγεῖται, μετὰ ἀπὸ ἐπίσκεψή του στὴν βίλα τοῦ Ἡρώδη Ἀττικοῦ (τὸ γεγονὸς λανθάνει ἤδη στὸ Atticae). Οἱ Νύχτες εἶναι «ἀγρυπνίες», «κομμάτια κάτω ἀπ’ τὸ φῶς τῆς λάμπας»· ἀπάντηση στὴν ὀδυνηρὴ αἴσθηση ἀναξιότητας, τῆς ἀδυναμίας του νὰ συμμετάσχει σὲ μιὰ φιλοσοφικὴ συζήτηση, ν’ ἀναπτύξει σωστὰ μιὰν ἰδέα. Ἀκόμη, εἶναι ὁ πανικὸς τοῦ νεαροῦ, μαθητευόμενου Aulus μπροστὰ στὴν «γραμματικὴ» τελειότητα τῆς πλατωνικῆς γλώσσας. Οἱ Νύχτες συμβολίζουν τέλος τὴν γεμάτη βιβλία, ἑρμητικὰ κλεισμένη κάμαρα μελέτης. Ἡ δωρούμενη νύχτα τοῦ φιλοξενούμενου στὴν ἀττικὴ γῆ. Ἀξίζει νὰ παρακολουθήσουμε τὶ γράφει στὸν Πρόλογό του (praefatio):
«Νύχτα. Στροφὴ στὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό. Ἡσυχία καὶ εὐδαιμονία τῆς σιωπηλῆς κάμαρας. Ὅ,τι διαρκεῖ σὲ ἐντυπώσεις, ὅ,τι ἀποκτᾶται σὲ σκέψεις στὴ ζωή σου καὶ πρέπει νὰ πορευθεῖ στὴ συνέχεια μαζί σου, ὅλ΄ αὐτὰ μποροῦν τώρα νὰ διασφαλισθοῦν, ταξινομηθοῦν καὶ ἐλεγχθοῦν· νὰ ἐπαληθευθοῦν ἐπίσης στὰ ὄμορφα βιβλία [εἱλητάρια] ποὺ γεμίζουν τὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου φιλοξενοῦμαι. Ἡ λάμψη τῆς λάμπας φωτίζει τὸν χῶρο. Τὰ πορτραῖτα τῶν μεγάλων φιλοσόφων καὶ ποιητῶν τῆς πνευματικῆς μας Ἀθήνας τοποθετημένα περιμετρικά, ρίχνουν ἥσκιο μακρύ. Στενόχωρη γιὰ μένα ἡ αἴσθηση τοῦ καθήκοντος ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἕνας ἔσχατος σ’ αὐτὴ τὴν ἀξιοσέβαστη σειρά: νὰ ἀξιωθῶ νὰ μεταφέρω ἕνα βῆμα τὴν δάδα τῆς γνώσης, τῆς ζωῆς. Ὕστερα ἔρχονται οἱ μνῆμες ἀπὸ τὴν προηγούμενη μέρα, καὶ οἱ ὀδυνηρὲς ἐπίσης, ὅπως γιὰ κεῖνον τὸν ὑπεροπτικὰ φιλικὸ συζητητὴ ποὺ τὸ ἀπόγευμα ἔθετε ἐρωτήματα, βέβαιον, δικαίως δυστυχῶς, γιὰ τὴν ἄγνοιά σου. Αὐτοὶ οἱ ἀτέρμονοι πάντοτε αὐτάρεσκοι μονόλογοι —πόσο συχνοὶ στοὺς νεαροὺς Ἕλληνες ποὺ θέλουν νὰ περνιοῦνται γιὰ φιλόσοφοι—, ποὺ ὡστόσο καταλήγουν σ’ ἕνα ἐρώτημα […]. Κι ἐσὺ δὲν ἤξερες νὰ δώσεις καμιὰν ἀπάντηση, εἶχες μόνο τὴν σκοτεινὴ αἴσθηση μιᾶς ἄλλης συζήτησης […]. Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἀπαντήσει, ἀλλὰ δὲν ἤσουν σὲ θέση. Μόλις τώρα, βυθισμένος στὴ σιγὴ τῆς ἀνάμνησης ἐκείνης τῆς νύχτας, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ‘βωβῶν δασκάλων’, ὅπως ἐπίσης βαφτίζουμε τὰ βιβλία, μόλις τώρα θὰ τὸ μποροῦσες […].
Εἶναι ἡ γενέθλια νύχτα τοῦ ἔργου. Ἀκολούθως ὁ Gellius περιγράφει ἀναλυτικὰ τὶς ὑποδείξεις τοῦ οἰκοδεσπότη γιὰ τὴν ‘τέχνη τῆς συγγραφῆς’ ὡς καταγραφῆς ἡμερολογιακῶν σημειώσεων ἑνὸς σπουδαστῆ ποὺ θὰ παραμείνει ἰσοβίως σπουδαστής: ἀναγνώσεις, ἀκούσματα καὶ σκέψεις στὸ ἀπαιτητικὸ φίλτρο τῆς καθημερινῆς ἀξιολόγησης. Καταλήγει: «Νύχτες ὅπως αὐτὴ ἡ πρώτη στὴν ἀττικὴ γῆ. Κι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπίσης τὸ ὄνομα τοῦ βιβλίου μου».
400 μικροαφηγήματα, σύντομες ἀναφορές, βιωματικὰ σκίτσα καὶ κριτικὰ σημειώματα σὲ εἴκοσι βιβλία [libri] (Ι-ΧΧ) διαιρεμένα σὲ ἰσάριθμα κεφάλαια [capitula] ἀριθμημένα μὲ ἀραβικοὺς ἀριθμούς. Ὑπάρχουν κενὰ σὲ μεμονωμένα κεφάλαια τῶν βιβλίων ΧV 8,1, ΧΙΧ 1, 10, ΧΙΧ 10, 3 καὶ XX 5, 10 καὶ ΧΧ 10,10. Πρὸς διευκόλυνση τοῦ ἀναγνώστη ὁ συγγραφέας προτάσσει τῶν σκίτσων Πρόλογο, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Φυσικῆς ἱστορίας τοῦ Πλίνιου. Ἀκολουθοῦν ἀναλυτικοὶ τίτλοι – ἐπικεφαλίδες τῶν κειμένων ποὺ τὰ ἀποδίδουν ἐν περιλήψει. Τὸ σῶμα αὐτὸ προτάσσεται ὡς Πίνακας περιεχομένων, καινοφανὴς στὴν ἐποχή του. Τὰ κεφάλαια συνοδεύονται ἀπὸ Ἐπεξηγήσεις, ἀρκούντως ἀναλυτικές, καὶ ἀπὸ πληροφοριακὸ κατάλογο τῶν ἀναφερομένων προσώπων (Index).
Ἕνα ρωμαϊκὸ βιβλίο – καθρέφτης τοῦ δίπολου Ἑλλάδα-Ρώμη σ’ αὐτὸν τὸν αἰώνα. Πρώιμος ἐγκυκλοπαιδικὸς ὁδηγός; Ἐκλαϊκευμένη λογοτεχνία; Ἀνθολογία; Βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ τῶν aemulatorum, τῶν μίμων, τῆς μιμητικῆς τέχνης καὶ λογοτεχνίας. Ὁ H. Berthold στὸ ἐκτεταμένο ἐπίμετρο τῆς Ἀνθολογίας τῶν Noctes Atticae ποὺ μετέφρασε καὶ ἐπιμελήθηκε (Insel Verlag, Leipzig 1987), θέτει τὸ ζήτημα τῆς εἰδολογικῆς κατάταξης τοῦ ἔργου ἐπισημαίνοντας τὴν εὐμενῆ ὑποδοχή του, πρόσφορου, ὅπως φαίνεται, στὸ ‘γοῦστο’ τῆς ἐποχῆς. Ὁ Gellius δὲν ἔχει τὴν πρόθεση μιᾶς ὁλοκληρωμένης, ἱστορικὰ τεκμηριωμένης, κατάθεσης, ἑπομένως δὲν εἶναι ἀνθολόγος οὔτε ἐγκυκλοπαιδιστής. Στόχος του δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἱστορική, συστηματικὴ καταγραφή. Ὁμοίως ἐλέγχεται καὶ ἡ ἰδέα ἑνὸς διδακτικοῦ βιβλίου. Ὁ συγγραφέας περιφρονεῖ τὸ ντοκουμέντο καὶ τὸ λογικὸ ἐπεισόδιο. Ἡ διήγησή του εἶναι μυθοπλαστικὴ καὶ κατ’ ἐπίφαση μόνον ἱστορική· παράδειγμα ὁ ἐν εἴδει παραμυθιοῦ —μὲ αἴσιο τέλος— λυτρωτικὸς ἐπίλογος τῆς πολιορκίας τῶν Ροδίων τῇ ἀρωγῇ μάλιστα μιᾶς θαυματουργῆς, μὲ τὰ σημερινὰ μέτρα, εἰκόνας, ἢ ἡ παράλογη ἀναμέτρηση τοῦ Μίλωνος μὲ τὸ φυσικὸ στοιχεῖο, μυθολογικὸ μοτίβο τοῦ διαμελισμοῦ τοῦ ἥρωα κ.λπ. Τὸ ἔργο τοῦ Gellius, καταλήγει ὁ Berthold, ἔχει ἰδιαιτερότητες ποὺ δυσκολεύουν τὴν κατάταξη. Αὐτὸς ὁ συγγραφέας κοιτάζει πίσω, στὸ ἀπώτερο παρελθόν, ἑστιάζοντας στὸ γκροτέσκο καὶ τὸ παράλογο, τὶς λησμονημένες ρίζες τοῦ δράματος, γιὰ νὰ τὸ φέρει στὴν ἐποχή του τεμαχισμένο, ἀποσπασματικό. Ἕνα σύντομο παραμύθι γιὰ τὸν Ρωμαῖο πολίτη τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ., ποὺ βαυκαλίζεται μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Συνθήκη εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ μικροῦ διηγήματος καὶ δὴ νύκτωρ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς ἀττικῆς γῆς.
Ἡ εἰδολογικὴ κατάταξη τοῦ ἔργου στὶς σύγχρονες ἀναζητήσεις τῆς γραφῆς
Ὁ Gellius ἀποδομεῖ τὴν παγκόσμια ἱστορία μὲ τρόπο ἄναρχο, χαοτικό, χωρὶς κέντρο κι ἀρχή, ὑπονομεύοντας τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ προβάλλει τὸ μυθολογικὸ στοιχεῖο σὲ βάρος τοῦ ντοκουμέντου. Μὲ διάθεση σοφιστικὴ ἀμφισβητεῖ τὴν ὁλότητα, τὴν ἀπαρασάλευτη τάξη. Καταστρέφει τὶς ψηφίδες στὸ μεγάλο μωσαϊκὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ τὶς ἐπανατοποθετεῖ πεσσεύων, ὅπως ρίχνει κανεὶς τὰ ζάρια, δημιουργώντας ἕναν πίνακα παράλογο, ἀνιστορικό, ἀποσπασματικό, χωρὶς θέμα, ἀλλόκοτα ὄμορφο. Εἶναι ὁ ἐλλειπτικὸς κόσμος τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, τῆς φθίνουσας πορείας· ἀπάντηση στὴν ἐξαφάνιση τοῦ ἔπους καὶ τοῦ τραγικοῦ λόγου, στὴν δίγλωσση, διφυῆ, ἑρμαφρόδιτη ρητορεία, τὸ ἀμετάφραστο-ἀμετάδοτο τῆς πλατωνικῆς σκέψης. Οἱ Ἀττικὲς Νύχτες θέλουν νὰ ἐπισκιάσουν τὸ χλομὸ πλέον, φυματικὸ ἀττικὸ φῶς. Ὁ ἀρχαῖος λόγος περιορίζεται τώρα σὲ μιὰν ὠχρὴ ἀντανάκλαση ποὺ λέγεται ἀττικισμός: λιτότητα καὶ ὑπόρρητος ἀκκισμός, διακεκομμένη, σύντομη ἀφήγηση πρὸς τέρψιν τοῦ νέου οἰκουμενικοῦ, καὶ ὡστόσο ἀνέστιου, πολίτη, ἀγύμναστου στὶς μακροσκελεῖς ἀφηγήσεις. Ἀπὸ τὴν αἰσχύλεια διαδρομὴ τοῦ ‘Ἀγαμέμνονα’ ἐνδιαφέρον ἔχει μόνο τὸ ζεστὸ λουτρὸ ποὺ τοῦ ἑτοίμασε ἡ Κλυταιμήστρα. Ἀπὸ τὸ πικάντικο, παράλογο καὶ καμιὰ φορὰ νοσηρὸ ὁ Gellius προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει τὸ πατρικό του πρότυπο· ἂν χρειαστεῖ, καὶ διὰ τῆς πατροκτονίας.
Ἐδῶ εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ ὅροι τοῦ ἀποδομισμοῦ, τῆς μεταμοντέρνας γραφῆς τοῦ 20οῦαἰώνα, ποὺ ζήτησε τὴν κατάργηση τῶν διαχωριστικῶν γραμμῶν ἀνάμεσα στὰ λογοτεχνικὰ εἴδη καὶ τὰ καλλιτεχνικὰ ρεύματα: ὑβριδικὴ λογοτεχνία καὶ πεζόμορφη ποίηση· μυθιστόρημα παρωδία καὶ θρίαμβος τοῦ τετριμμένου (Joyce), χρονικό, ἡμερολόγιο, ἐπιστολογραφία, ροὴ συνείδησης, συγχωνευμένα ὅλα στὸ ἀποσπασματικὸ μικροδιήγημα, τὴν τυχαία ἔκρηξη. Ὁ Borges γράφει τὴν Παγκόσμια ἱστορία τῆς ἀτιμίας σὲ σύντομα, μεμονωμένα, σκοπίμως μυθοποιημένα περιστατικά. Στὸ βάθος ἡ ἀπουσία θέματος, τὸ ἀνερμάτιστο γέλιο γιὰ τὸν Δημιουργὸ ποὺ ἔχει χάσει τὸν θρόνο του. Ἡ ἀποδόμηση αὐτὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴν διάψευση τῶν ἐπιταγῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς ὡς ἐκκωφαντικῆς ἀποσύνθεσης τοῦ βιομηχανικοῦ κόσμου. Ὅροι ἀνάλογοι μὲ τὴν αὔξουσα παρακμὴ τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐκκωφαντικὴ σιωπὴ τοῦ ἀρχαίου θεάτρου (Hölderlin). Ὁ Gellius συναντᾶται μὲ τὸν ‘ὁμόγλωσσό’ του Borges, δηλαδὴ μὲ τὸν μεταμοντερνισμό, στὴν ξαφνικὴ λαμπηδόνα τῆς σύντομης ἀφήγησης ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ προκαλέσει —ἀπέναντι στὴν ἀπάτη τῆς παγκόσμιας γραφῆς— ἀναρίθμητες γαλαξιακὲς ἐκλάμψεις (Derrida). Ὁ χρόνος τοῦ προσέδωσε ἀκόμη μεγαλύτερη αἴγλη. Σήμερα τὸν διαβάζουμε ὄχι ὡς διδακτικὸ μυθοπλάστη καὶ ἱστοριογράφο ἀλλὰ τολμηρό, ἀκριβολόγο ὑπονομευτὴ τῆς θεματικῆς μακρόπνοης ἀφήγησης, ποὺ περιφέρεται μὲ ἄνεση ἀνάμεσα στὴν ἀναπαράσταση καὶ τὴν λογοτεχνικὴ ἀρετή.
Τὸ ἔργο στὸ μεταξὺ δὲν βρῆκε ἀντάξιο διάδοχο(4). Διέτρεξε μόνο του τοὺς αἰῶνες μέχρι τὴν Ἀναγέννηση παράλληλα μὲ τὰ ἀνήσυχα πνεύματα ποὺ τὴν ἑτοίμασαν. Τὸ διάβασαν καὶ τὸ σχολίασαν μὲ τὸν τρόπο τους ὁ Amnianus Marcellinus, ὁ Macrobius καὶ ὁ Αὐγουστῖνος· τὸν 12ον αἰ. ὁ Ἰωάννης τοῦ Salisbury, καὶ στὸν δρόμο πρὸς τὴν Ἀναγέννηση ὁ Laurentius Valla, ὁ Angelus Politianus καὶ ὁ Ἔρασμος. Βοήθησε τοὺς Οὑμανιστὲς στὴν ἀναζήτηση καὶ διόρθωση ἀρχαίων χειρογράφων. Τὸ διάβασαν καὶ τὸ ὑπέδειξαν ὁ Montaigne, ὁ Francis Bacon. Τὸν 18ον αἰ. βάδισε παράλληλα μὲ τὸ θεωρητικὸ-παιδαγωγικὸ σχῆμα: ρητὸ/μόττο – παραστατικὴ διήγηση/περιγραφή. Διαρκὴς φόρος τιμῆς σ’ ἕναν συγγραφέα ποὺ δίστασε ἀνάμεσα στὸν δημιουργὸ καὶ τὸν μεσολαβητή.
Ἡ μετάφραση (5) ἀναμετρήθηκε μὲ τὴν σειρά της μὲ τὴν ‘ποικιλόχρωμη λιτότητα’. Μὲ τὶς ἰδιότητες αὐτὲς ὁ Gellius ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα σταθερὸ καὶ προσφιλὲς ἀνάγνωσμα τῶν μελετητῶν καὶ σπουδαστῶν τῆς λατινικῆς φιλολογίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ὁ Gellius χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὸν ὅρο μεταφράζοντας τοὺς ἑλληνικοὺς ὅρους ὑπομνήματα ἢ ἀπομνημονεύματα.
(2) Ἄτυπο λογοτεχνικὸ εἶδος. Τὸ ἀναφέρει ὁ H. Helms προλογίζοντας τὸ ἔργο τοῦ Αἰλιανοῦ Varia Historia [Ποικίλη ἱστορία] (Leipzig, 1990). Ὁ Αἰλιανὸς (Claudius Aelianus) ποὺ γεννήθηκε τὸ 170 μ.Χ., διάβασε νωρὶς τὸ Noctes Atticae καὶ προσανατόλισε ἀναλόγως τὰ θέματα καὶ τὸ ὕφος του. Ὁ Νέπως συμπληρώνει τὴν βασικὴ τριάδα τῆς ἄτυπης σχολῆς.
(3) Οἱ συγγραφεῖς τῶν δύο πρώτων αἰώνων ἔχουν δύο, κυρίως, στόχους: τὸν παιδαγωγικὸ-ἠθικὸ [admonitio] (Celsus, Seneca, Plinius) καὶ τὸν τυπικὸ-λογοτεχνικό, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν Μένιππο καὶ τοὺς πλατωνικοὺς διαλόγους.
(4) Jens-Olaf Lindemann, Aulus Gellius Noctes Atticae, Buch 9, Weißensee Verlag, Berlin 2006, σ. 28.
(5) Ἡ ἐπιλογὴ καὶ ἀπόδοση τῶν ἀποσπασμάτων ἔγινε ἀπὸ τὴν ἔκδοση: A. Gellii Noctes Atticae, ἐπιμ.-σχόλια P.K. Marshall, Tomi I-II, Libri I-XX, Oxonii E Typographeo Clarendoniano 1968, (3η ἔκδοση) 1991. Δὲν τηρήθηκε ἡ διάρθρωση τῶν κειμένων σὲ παραγράφους, καὶ —ὁρισμένως— ἡ στίξη, ὅπως ὑποδεικνύεται στὴν ἔκδοση τοῦ λατινικοῦ κειμένου.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ. Διδάσκει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ λογοτεχνία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας. Δημοσίευσε τὶς μελέτες Πηγὲς τῆς πεζογραφίας τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα. Ὁ λόγος τῆς σιωπῆς στὴ σκηνὴ τοῦ μεσοπολέμου (Ἐκδ. Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθῆναι, 2006) καὶ Ὁ ἴσκιος τῆς γραφῆς. Μελέτες καὶ σημειώματα γιὰ τὸν Γιάννη Σκαρίμπα (Ἄγκυρα, Ἀθήνα, 2009).
Filed under: Gellius Aulus,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Λατινικά,Σταμπουλού Συμ. | Tagged: Aulus Gellius,Συμεών Σταμπουλού | Τὰ σχόλια στὸ Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ: Aulus Gellius – Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἔχουν κλείσει