Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση



Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)


Ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση

(Contestazione globale)


ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ τῶν συν­τα­ξι­ού­χων, ἕ­νας γέ­ρος ἀ­σφα­λι­στι­κὸς ὑ­πάλ­λη­λος ποὺ τὸν λέ­γαν Μον­τέ­στο Σβάμ­πα, ζή­τη­σε τὸ λό­γο.

       «Ἀ­γα­πη­τοί φί­λοι, ὅ­λοι ξέ­ρε­τε τί συμ­βαί­νει τώ­ρα στὸν κό­σμο. Πρό­κει­ται γιὰ κά­τι και­νούρ­γιο καὶ κα­τα­πλη­χτι­κὸ ποὺ δὲν ἔ­χει ξα­να­γί­νει. Δὲν ἔ­χει κα­μιὰ ση­μα­σί­α ποὺ εἴ­μα­στε στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς μας, ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ αὐ­τὸν ἀ­κρι­βῶς τὸ λό­γο, ὅ,τι γί­νε­ται μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει νὰ μᾶς χρη­σι­μεύ­σει ὡς πα­ρά­δειγ­μα.»

       Ἕ­να βου­η­τὸ ποὺ δή­λω­νε ἀ­πο­ρί­α κι ἀ­μη­χα­νί­α ὑ­ψώ­θη­κε στὴν αἴ­θου­σα ὅ­που βρί­σκον­ταν του­λά­χι­στον δε­κα­πέν­τε χι­λιά­δες  “Μα­θου­σά­λες”. Τί εἴ­δους ἀ­νο­η­σί­ες ξε­στό­μι­ζε ὁ γε­ρὸ-Σβάμ­πα, ποὺ ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νος νὰ ζω­η­ρεύ­ει μὲ τὶς πιὸ ἀλ­λό­κο­τες προ­τά­σεις τὶς ἐ­τή­σι­ες συγ­κεν­τρώ­σεις; Ὡ­στό­σο, δὲν τὸν δι­έ­κο­ψε κα­νείς.

       «Τὸ και­νούρ­γιο δε­δο­μέ­νο στὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ,­τι φαί­νε­ται, εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς. Ἀρ­κεῖ ἡ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση με­ρι­κῶν χι­λιά­δων θαρ­ρα­λέ­ων καὶ βί­αι­ων νε­α­ρῶν, κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἄ­ο­πλων, γιὰ νὰ φέ­ρουν σὲ κρί­ση τὴν κυ­βέρ­νη­ση ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ ἔ­θνους δε­κά­δων καὶ δε­κά­δων ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τοί­κων. Κι αὐ­τὸ τὸ κα­τα­φέρ­νουν για­τί ἔ­χουν κοι­νὴ βού­λη­ση καὶ στα­θε­ρό­τη­τα στὸ σκο­πό τους. Θὰ μοῦ πεῖ­τε: ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α, ἡ δι­οί­κη­ση, τὰ σώ­μα­τα ἀ­σφα­λεί­ας. Εἴ­δα­τε πό­σο με­τρᾶ­νε! Οἱ πιὸ αὐ­ταρ­χι­κοὶ καὶ ἀ­λα­ζο­νι­κοὶ πο­λι­τι­κοὶ μπρο­στά σε αὐ­τὸ τὸ κύ­μα νε­ό­τη­τας ποὺ δὲν δι­α­θέ­τει, πα­ρό­λα αὐ­τά, οὔ­τε ἅρ­μα­τα μά­χης, οὔ­τε ἀ­ε­ρο­πλά­να, οὔ­τε βόμ­βες, οὔ­τε κὰν σου­γιά­δες, κα­τέ­βα­σαν τὰ βρα­κιά τους, καὶ συγ­χω­ρέ­στε με γιὰ τὴν ἄ­κομ­ψη ἔκ­φρα­ση.»

       «Και τί θέ­λουν αὐ­τοὶ οἱ νε­α­ροί;» συ­νέ­χι­σε ὁ Σβάμ­πα, ὁρ­μη­τι­κός, πρὶν ἀ­κό­μα κα­νεὶς βρεῖ τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­φω­νή­σει μα­ζί του. «Τί θέ­λουν; Τί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν; Ὁ σκο­πός τους εἶ­ναι πο­λὺ ξε­κά­θα­ρος: ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση. Θέ­λουν ἂν δι­α­λύ­σουν ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ σή­με­ρα εἶ­ναι ὁ σκε­λε­τός, ἐν­δε­χο­μέ­νως σά­πιος, τῆς κοι­νω­νί­ας, τὸν χω­ρι­σμό της σὲ τά­ξεις, τὶς ἀ­δι­κί­ες, τὸ ψέ­μα, τὶς ἀ­πάν­θρω­πες συν­θῆ­κες ἐρ­γα­σί­ας, τὰ προ­νό­μια, τὴν σκλα­βιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἐν­τάσ­σε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ ἴ­διοι, σὲ ἕ­ναν μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, κα­τα­πι­ε­στι­κό, ἰ­σο­πε­δω­τι­κό, ποὺ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ σκο­νι­σμέ­να ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα, πιὸ πα­λιὰ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Καὶ θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν, νὰ εἶ­στε σί­γου­ροι πὼς θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν. Πεῖ­τε μου, μὲ ποιόν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς στα­μα­τή­σου­με;»

       Πῆ­ρε ἀ­νά­σα, ἔ­πε­σε πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πή. Τὸν κοι­τοῦ­σαν ὅ­λοι κα­τα­πλη­χτοι.

       «Μά εἶ­ναι νέ­οι!», ξα­νάρ­χι­σε. «Πα­ρό­λο τὶς κα­λές τους προ­θέ­σεις, δὲν μπο­ροῦν νὰ γνω­ρί­ζουν τὴν ζω­ή. Ἐ­μεῖς, ἀν­τι­θέ­τως, δυ­στυ­χῶς τὴν γνω­ρί­ζου­με. Αὐ­τοὶ μά­χον­ται γιὰ ἕ­να ἰ­δα­νι­κό, τρε­λὸ καὶ ἀ­κα­θό­ρι­στο ἴ­σως, ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κό. Ἀλ­λά, σᾶς ρω­τῶ, εἶ­ναι, πραγ­μα­τι­κά, ὁ­λι­κὴ ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­σή τους; Για­τί, ἀ­φοῦ δι­α­θέ­τουν ἀ­κα­τα­νί­κη­τη δύ­να­μη ἐ­πι­βο­λῆς, δὲν τὴν στρέ­φουν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ χει­ρό­τε­ρου κα­κοῦ των ἀν­θρώ­πων; Τί σό­ι ἀμ­φι­σβή­τη­ση εἶ­ναι αὐ­τή, ἂν ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γιὰ τὴν πιὸ τρο­με­ρὴ ἀ­δι­κί­α; Για­τί δὲν βά­ζουν τὸν θά­να­το στὸ πρῶ­το πλά­νο αὐ­τῆς τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης; Μό­νο κοι­νω­νι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ὑ­πο­δού­λω­ση τῶν μα­ζῶν, καὶ ἀ­κα­δη­μαϊ­κὲς με­ταρ­ρυθ­μί­σεις! Ὁ θά­να­τος, αὐ­τὸς βέ­βαι­α εἶ­ναι ἡ μά­στι­γα ποὺ προ­σβάλ­λει, ἀ­π’ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ χρό­νου, τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που.»

       Ἀ­κού­στη­καν σκόρ­πια γε­λά­κια. Ἀ­κού­στη­κε ἀ­κό­μη κι ἕ­να σφύ­ριγ­μα. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἔ­μει­ναν σι­ω­πη­λοί. Κρε­μόν­του­σαν ἀ­πὸ τὰ χεί­λη τοῦ Σβάμ­πα.

       Πού, ἀ­μέ­σως με­τά, εἶ­πε: «Μὰ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­παι­τή­σου­με ἀ­πὸ αὐ­τούς, ποὺ δὲν ἔ­χουν βγεῖ κα­λὰ-κα­λὰ ἀ­πὸ τὸ αὐ­γό τους, ὑ­πέ­ρο­χοι νε­α­νί­σκοι, ἂν θέ­λε­τε, μὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα ἄ­πει­ροι καὶ ἀ­δα­εῖς νὰ ὑ­πο­βάλ­λουν αὐ­τὸ τὸ ὑ­πέρ­τα­το αἴ­τη­μα; Μπο­ροῦ­με νὰ τρέ­φου­με αὐ­τα­πά­τες ὅ­τι αὐ­τοὶ θὰ ἀμ­φι­σβη­τή­σουν, καὶ θὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νουν, τὸν πιὸ θλι­βε­ρὸ νό­μο ποὺ ἔ­χει κυ­βερ­νή­σει ἀ­νε­λέ­η­τα τὸν κό­σμο;

       »Ὦ, ἀ­γα­πη­τοὶ φί­λοι, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε τί θαυ­μά­σια εὐ­και­ρί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὲ μᾶς, τοὺς παπ­ποῦ­δες, τοὺς πρὸ-παπ­ποῦ­δες ὅ­σο εἴ­μα­στε ἀ­κό­μα ζων­τα­νοὶ καὶ κύ­ριοι τοῦ ἐ­αυ­τοῦ μας; Ἀρ­κεῖ μιὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὴ κί­νη­ση καὶ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια πλά­σμα­τα στὴ δύ­ση τῆς ζω­ῆς τους θὰ ἑ­νω­θοῦν μὲ μᾶς. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε ὅ­τι εἶ­ναι στὸ χέ­ρι μας νὰ ἀλ­λά­ξου­με ρι­ζι­κὰ τὸν ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας; Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α! Κα­τά­λη­ψη στὰ κοι­μη­τή­ρια! Ἂς ἐμ­πο­δί­σου­με, γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­πι­τέ­λους, τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ θα­νά­του!»

       Ἀ­κού­στη­κε ἕ­να στεν­τό­ρει­ο οὐρ­λια­χτό, ἂν καὶ κομ­μά­τι βρα­χνό, ἀ­πὸ χι­λιά­δες γέ­ρους. Ὁ σπό­ρος τῆς ἐ­ξέ­γερ­σης εἶ­χε σπαρ­θεῖ. Ἡ τα­χτι­κὴ συ­νέ­λευ­ση με­τα­τρά­πη­κε σὲ ἕ­να κα­ζά­νι ποὺ ἔ­βρα­ζε. Φαι­νόν­του­σαν ἀλ­λο­παρ­μέ­νοι. «Κα­τά­λη­ψη! Κα­τά­λη­ψη!» οὐρ­λι­ά­ζα­νε.

       Ἡ πομ­πὴ ξε­κί­νη­σε κα­τὰ τὶς ἑ­πτὰ τὸ βρά­δυ ἀ­πὸ τὸ θέ­α­τρο Μάγ­κνουμ, ὅ­που ἦ­ταν ἡ ἕ­δρα τῆς συ­νέ­λευ­σης: σὲ τά­ξη, ἀ­τά­ρα­χοι, ὁ ἕ­νας δί­πλα στὸν ἄλ­λο, μὲ στα­θε­ρὸ καὶ σί­γου­ρο βῆ­μα. Μὲ μα­γι­κὸ τρό­πο ξε­πρό­βα­λαν ἀ­πὸ τὴν κο­σμο­πλημ­μύ­ρα πλα­κὰτ καὶ πα­νό: «Ἀρ­κε­τὰ μὲ τὸν θά­να­το! Ζή­τω ἡ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ­λι­κὴ ἀμ­φι­σβή­τη­ση! Νὰ φύ­γει γιὰ πάν­τα ἡ κα­τα­ρα­μέ­νη Κυ­ρί­α!*» Ἤρ­θα­νε φω­το­γρά­φοι, ρε­πόρ­τερ, σχο­λια­στὲς τῆς τη­λε­ό­ρα­σης μὲ μπλὲ φορ­τη­γά. Τὸ νέ­ο δι­έ­τρε­ξε τὴν χώ­ρα καὶ τὸν κό­σμο.

       Εὐ­τυ­χῶς, ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λο­και­ρι­νός. Οἱ Μα­θου­σά­λες εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν ἀ­δι­ά­σπα­στο κλοι­ὸ πε­ρι­φρού­ρη­σης γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ με­γα­λύ­τε­ρο νο­σο­κο­μεῖ­ο. Δὲν εἶ­χαν μα­χαί­ρια, οὔ­τε πι­στό­λια, οὔ­τε ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα, με­ρι­κοὶ μό­νο κρα­τοῦ­σαν κα­νέ­να μπα­στού­νι. Ἀ­νά­φτη­καν φω­τι­ές. Ἕ­νας σε­βα­στὸς μου­σι­κὸς σὲ βα­ρι­ε­τὲ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Ἰ­νὲς Λίν­τελ­μπα, αὐ­το­σχε­δί­α­σε ἕ­ναν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο ὕ­μνο. Τὸ ρε­φρὲν ἔ­λε­γε: «Θ’ ἀλ­λά­ξει θ’ ἀλ­λά­ξει ἡ μοί­ρα μας, χορ­τά­σα­με πιὰ θά­να­το!» Ἕ­νας κι­θα­ρί­στας, ποὺ τὶς κα­λὲς ἐ­πο­χὲς εἶ­χε δου­λέ­ψει στὴν ὀρ­χή­στρα τοῦ Τζὰκ Χίλ­τον, τὸν δι­α­σκεύ­α­σε σὲ σέ­ϊκ. H νύ­χτα ἔ­πε­σε καὶ οἱ γέ­ροι μέ­σα στὴν ἔ­ξαλ­λη χα­ρά τους χό­ρευ­αν μὲ ἔκ­στα­ση.

       Κα­τὰ τὶς ἕν­τε­κα καὶ μι­σὴ ἔ­φτα­σε πε­τών­τας, ἀ­πὸ τὴν Σα­μαρ­κάν­τη, μὲ τὴν τα­χύ­τη­τα τῆς σκέ­ψης, ἡ τρο­με­ρὴ Κυ­ρί­α. Ἐ­κεί­νη τὴν νύ­χτα ἔ­πρε­πε νὰ πά­ρει ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο κα­μιὰ εἰ­κο­σα­ριὰ ζω­ές. Βέ­βαι­α φο­ροῦ­σε ροῦ­χα για­τροῦ, ἦ­ταν ντυ­μέ­νη ἁ­πλά, ἀλ­λὰ ξε­χώ­ρι­ζε. Δο­κί­μα­σε νὰ μπεῖ ἀ­πὸ τὴν κύ­ρια εἴ­σο­δο. Ἐ­δῶ, γιὰ κα­κή της τύ­χη, βρι­σκό­ταν ὁ Σβάμ­πα, ποὺ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε μὲ τὴν πρώ­τη μα­τιά. Χτύ­πη­σε συ­να­γερ­μός. Ἡ ἄ­τυ­χη γυ­ναί­κα σπρώ­χτη­κε ἔ­ξω μέ­σα σὲ ἕ­να κα­ται­γι­σμὸ ὕ­βρε­ων.

       Στοὺς θα­λά­μους τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, οἱ βο­η­θοὶ καὶ οἱ νο­σο­κό­μες ποὺ πε­ρι­μέ­να­νε ἀ­πὸ λε­πτὸ σὲ λε­πτό το τέ­λος τοῦ ἑ­τοι­μο­θά­να­του γιὰ νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ πᾶ­νε νὰ κοι­μη­θοῦν, εἴ­δα­νε τοὺς κα­τά­κοι­τους νὰ ἀ­να­ση­κώ­νον­ται στὸ μα­ξι­λά­ρι τους καί, πράγ­μα ἀ­πί­θα­νο, νὰ ξε­χει­λί­ζουν ἀ­πὸ ζω­ὴ καὶ νὰ ζη­τᾶ­νε ἕ­να πιά­το τα­λι­α­τέ­λες μὲ σκόρ­δο. Θά­να­τοι ποὺ κλι­νι­κὰ ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ σί­γου­ροι, ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λή­γα­νε σὲ ἀ­στρα­πια­ία ἀ­νάρ­ρω­ση.


Ἀ­πὸ τὴ με­ριά της, Ἐ­κεί­νη*, προ­στα­τευ­ό­ταν στὴ σκιὰ ἑ­νὸς ἐρ­γο­τα­ξί­ου ἐ­κεῖ κον­τά, ξε­φύλ­λι­ζε νευ­ρι­κὰ τὶς ση­μει­ώ­σεις της, κά­νον­τας ἕ­ναν ἔ­λεγ­χο στὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες νυ­χτε­ρι­νές της ὑ­πο­χρε­ώ­σεις. Τί νὰ κά­νει; Νὰ κα­τα­φύ­γει στὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἐμ­πο­δί­σει τοὺς γέ­ρους; Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου δη­μο­φι­λής, αὐ­τὸ τῆς ἔ­λει­πε μό­νο γιὰ νὰ γί­νει ἐν­τε­λῶς μι­ση­τή. Μέ­σα σὲ τό­ση ἀ­πέ­χθεια θὰ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ ζή­σει.

       Ἀ­φοῦ ὑ­πο­λό­γι­σε τὰ ὑ­πὲρ καὶ τὰ κα­τά, ἔ­φυ­γε, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ νυ­χτε­ρι­νή της λεί­α σὲ ἄλ­λα μέ­ρη, σί­γου­ρα δὲν θὰ ξέ­με­νε ἀ­πὸ δου­λειά, πο­τὲ δὲν εἶ­χε ξε­μεί­νει .

       Μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν ἐ­πι­κοι­νω­νι­ῶν, δὲν χρει­ά­στη­κε πο­λὺ χρό­νος γιὰ νὰ τὸ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ χώ­ρα. Πρό­σω­πα ὑ­ψη­λὰ ἱ­στά­με­να —ποὺ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τώ­ρα—, ἐ­ξέ­δω­σαν εὐ­χε­τή­ρι­ες δι­α­κη­ρύ­ξεις μὲ με­γα­λο­πρε­πὲς ὕ­φος, προ­σπα­θών­τας μὲ κά­ποι­ο τρό­πο νὰ ἐ­πω­φε­λη­θοῦν καὶ οἱ ἴ­διοι, ἔ­στω καὶ ἐ­λά­χι­στα, ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν συν­τρι­πτι­κὴ νί­κη· τὰ μυα­λὰ τοῦ κό­σμου ἄρ­χι­σαν νὰ παίρ­νουν ἀ­έ­ρα. Εἶ­χε λοι­πὸν ἀ­πο­δυ­να­μω­θεῖ ἡ αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη του ἀν­θρώ­που;

       Μό­νο πού, μό­λις μα­θεύ­τη­κε, συγ­κλή­θη­κε ἡ συ­νέ­λευ­ση τῶν δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νων φοι­τη­τῶν στὴν αἴ­θου­σα συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου. Δὲν εἶ­χαν τί­πο­τα μα­ζί τους ποὺ κα­τέ­βη­καν ξα­νὰ στὸ δρό­μο, μό­νο μιὰ πο­λὺ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­νη­συ­χί­α. Ἂν αὐ­τοὶ οἱ δι­α­ο­λε­μέ­νοι γέ­ροι ἐμ­πό­δι­ζαν τὴν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ θα­νά­του, κα­νέ­νας τους δὲν θὰ “ἔ­φευ­γε” πιά, ὁ πλη­θυ­σμὸς θὰ ἔ­φτα­νε σὲ τρο­μα­χτι­κὰ νού­με­ρα, θὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ τὸν θρέ­ψεις, ὄ­χι μό­νο δὲν ἐ­παρ­κοῦ­σαν οἱ ση­με­ρι­νοὶ δι­α­θέ­σι­μοι πό­ροι, ἀλ­λὰ δὲν θὰ ἔ­φτα­ναν οὔ­τε καὶ μὲ αὐ­τοὺς ποὺ οἱ ἴ­διοι, οἱ νε­α­ροὶ φοι­τη­τές, θὰ ἐ­φο­δί­α­ζαν τὸν κό­σμο λό­γω τῆς ὁ­λι­κῆς ἀμ­φι­σβή­τη­σης. Ἔ­πρε­πε νὰ λά­βουν τὰ μέ­τρα τους.

       Νά την λοι­πὸν ἡ μαι­νό­με­νη πομ­πὴ ποὺ κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ τὸ πα­νε­πι­στή­μιο μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸ κεν­τρι­κὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Κι ἐ­κεῖ οἱ δυ­ὸ “πα­ρα­τά­ξεις” παίρ­νουν τὴ θέ­ση τους ἡ μιὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἄλ­λη: οἱ γέ­ροι πα­ρα­ταγ­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, οἱ νέ­οι ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά τους, κα­μιὰ πε­νην­τα­ριὰ μέ­τρα μα­κριά. Ἀρ­χί­ζουν νὰ ἀν­ταλ­λά­σουν ἄ­γρι­ες μπη­χτές: «Σα­ρά­βα­λα, στὸ λάκ­κο σας! Νε­κρο­θά­λα­μοι! Σά­πιοι! Ἐ­χθροὶ τοῦ ἐρ­γα­ζό­με­νου λα­οῦ!»

       Ὁ Σβάμ­πα γύρ­να­γε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ προ­σπα­θών­τας νὰ ἐμ­ψυ­χώ­σει τοὺς σα­στι­σμέ­νους συν­τρό­φους του. Κι αὐ­τὸς ὅ­μως ἦ­ταν χλω­μός, ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθα­νό­ταν κου­ρα­σμέ­νος καὶ ἀ­πο­θαρ­ρυ­μέ­νος. Μὲ ὀ­δυ­νη­ρὸ φθό­νο ἔ­βλε­πε τοὺς νε­α­ροὺς μὲ τὰ ἀ­θλη­τι­κὰ σώ­μα­τα ποὺ στέ­κον­ταν ἐμ­πρός του: κα­κοί, σκλη­ροί, κου­ρε­λῆ­δες, ἄ­πλη­στοι, μὲ γέ­νια, ἀ­νη­λε­εῖς, ὡ­στό­σο σκαν­δα­λι­στι­κὰ νέ­οι! Ποι­ός εἶ­χε δί­κιο;

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ φρά­χτη ποὺ σχη­μά­τι­ζαν οἱ φοι­τη­τές, πῆ­ρε τὸ μά­τι του Ἐ­κεί­νη, τὴν πε­ρι­βό­η­τη, ποὺ ἔ­χον­τας γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὴν Γῆ τῆς Φω­τιᾶς, γυ­ρό­φερ­νε μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο πέ­ρα­σμα.

       «Ἔ, ἔ, Κυ­ρί­α» τῆς φώ­να­ξε ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­σε. Κι ἐ­κεί­νη γύ­ρι­σε.

       Προ­χώ­ρη­σε, ἀ­φή­νον­τας τοὺς δι­κούς του. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τοὺς φοι­τη­τές, ποὺ φαι­νόν­του­σαν ἔκ­πλη­κτοι, πῆ­γε πιὸ πέ­ρα, τὴν ἔ­φτα­σε.

       «Ἐμ­πρός, κον­τέ­σα», τῆς εἶ­πε μὲ ἕ­να πι­κρὸ κι ὡ­ραῖ­ο χα­μό­γε­λο, πι­ά­νον­τας τὴν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. «Ἐ­δώ εἶ­μαι. Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, πάρ­τε με μα­κριὰ ἀ­πὸ δῶ.»


* Σημ. μτφ.: Ὁ θά­να­τος στὴν ἰ­τα­λι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι γέ­νους θη­λυ­κοῦ. «Ἐ­δῶ εἶ­ναι Κυ­ρί­α».


Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Le notti difficili (Οἱ δύ­σκο­λες νύ­χτες), Mondadori, Milano,1971.

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δου­λεύ­ον­τας στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Corriere della Serra, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὣς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ζω­γρά­φος, σκη­νο­γρά­φος καὶ μου­σι­κός. Γνώ­στης τῆς κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς σκαν­δι­να­βι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν Κάφ­κα. Με­τὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α του στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α ἔ­γρα­ψε τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο βι­βλί­ο του  ἔ­ρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων τὸ ὁ­ποῖο με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες. Στὰ δι­η­γή­μα­τά του ξε­χω­ρί­ζει ὁ ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὸς μύ­θος τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται ἀ­πὸ προ­βλή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ λύ­ση. Ἀ­πὸ μιὰ ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πο­λὺ ρε­α­λι­στι­κὸς μὲ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μα­τιὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μο­να­ξιὰ καὶ ἀ­γω­νί­α. Πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ὅ­πως ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του, ἡ μα­γεί­α, τὸ μυ­στή­ριο, ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ τοῦ με­τα­βλη­τοῦ καὶ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο τῆς μοί­ρας. Ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι συ­χνὰ ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια τῶν δι­η­γη­μά­των του, αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς σαρ­κα­στι­κή. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς λί­γους στὴν Ἰ­τα­λί­α ποὺ προ­ή­γα­γε τὴν φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ φαν­τα­στι­κὸ γιὰ νὰ κα­τα­δυ­θεῖ στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους φό­βους καὶ ἐ­φιά­λτες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ἴ­δι­ες της τὶς ἀν­τι­θέ­σεις. Δεῖ­τε καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὸν συγ­γρα­φέ­α.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰταλι­κά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Πλα­νό­δι­ο­ν (τχ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­δι­ο­ν – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι («Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στή­ν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τώ­ν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς Ἰ­τα­λοὺς συγ­γρα­φεί­ς Ντί­νο Μπου­τζά­τι καὶ Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Οἱ Γρί­λι­ες (ἐκδ. Βακ­χι­κό, 2020).


Πρίμο Λέβι (Privo Levi): Ἕνα ἥσυχο ἀστέρι


Πρί­μο Λέ­βι (Primo Levi)


Ἕ­να ἥ­συ­χο ἀ­στέ­ρι

(Una stella tranquilla)


Ε ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ τοῦ σύμ­παν­τος, πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ ἐ­δῶ, ζοῦ­σε κά­πο­τε ἕ­να ἥ­συ­χο ἀ­στέ­ρι ποὺ κι­νοῦν­ταν ἥ­συ­χα στὸ βά­θος τῆς ἀ­βύσ­σου, τρι­γυ­ρι­σμέ­νο ἀ­πὸ ἕ­να πλῆ­θος ἥ­συ­χων πλα­νη­τῶν γιὰ τοὺς ὁ­ποί­ους δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα νὰ ποῦ­με. Τὸ ἀ­στέ­ρι αὐ­τὸ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λο καὶ ζε­στό, τὸ βά­ρος του τε­ρά­στιο – κι ἐ­δῶ ἀρ­χί­ζουν οἱ δυ­σκο­λί­ες μας ὡς ἀ­φη­γη­τές. Γρά­ψα­με «πο­λὺ μα­κριά», «με­γά­λο», «ζε­στό», «τε­ρά­στιο»: ἡ Αὐ­στρα­λί­α εἶ­ναι πο­λὺ μα­κριά, ἕ­νας ἐ­λέ­φαν­τας εἶ­ναι με­γά­λος κι ἕ­να σπί­τι ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρο, σή­με­ρα τὸ πρω­ὶ ἔ­κα­να ἕ­να ζε­στὸ μπά­νιο, τὸ Ἔ­βε­ρε­στ εἶ­ναι τε­ρά­στιο. Φαί­νε­ται ξε­κά­θα­ρα ὅ­τι κά­τι στὸ λε­ξι­κό μας δὲν λει­τουρ­γεῖ.

        Πραγ­μα­τι­κά, ἂν εἶ­ναι νὰ γρά­ψου­με αὐ­τὸ τὸ δι­ή­γη­μα θὰ χρει­α­στοῦ­με τὸ θάρ­ρος νὰ σβή­σου­με ὅ­λα τα ἐ­πί­θε­τα ποὺ ἔ­χουν τὴν τά­ση νὰ δη­μι­ουρ­γοῦν σα­στι­μά­ρα – θὰ προ­ξε­νοῦ­σαν τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πο­τέ­λε­σμα, δη­λα­δὴ θὰ ὑ­πο­βάθ­μι­ζαν τὴν ἀ­φή­γη­ση. Γιὰ νὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὰ ἀ­στέ­ρια ἡ γλώσ­σα μας εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κὴς καὶ γιὰ γέ­λια, εἶ­ναι σὰν νὰ θέ­λου­με νὰ ὀρ­γώ­σου­με τὴ γῆ μὲ ἕ­να φτε­ρό. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ γλώσ­σα ποὺ γεν­νή­θη­κε μα­ζί μας, κα­τάλ­λη­λη νὰ πε­ρι­γρά­φει, πά­νω-κά­τω, ἀν­τι­κεί­με­να μὲ μέ­γε­θος καὶ διάρκεια ὅ­σο κι ἐ­μεῖς· στὰ δι­κά μας μέ­τρα, ἀν­θρώ­πι­νη. Δὲν πά­ει πιὸ πέ­ρα ἀ­πὸ ὅ­σα μᾶς λέ­νε οἱ αἰ­σθή­σεις μας. Μέ­χρι καὶ δι­α­κό­σια, τρι­α­κό­σια χρό­νια πρὶν μι­κρὸ ἦ­ταν τὸ ἄ­κα­ρι τῆς ψώ­ρας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τα πιὸ μι­κρό, καὶ γιὰ αὐ­τό, δὲν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε ἐ­πί­θε­το γιὰ νὰ τὸ πε­ρι­γρά­ψει. Με­γά­λα, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη —τὸ ἴ­διο με­γά­λα— ἦ­ταν ἡ θά­λασ­σα καὶ ὁ οὐ­ρα­νός, ζε­στὴ ἦ­ταν ἡ φω­τιά. Μό­λις τὸ 1700 δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ εἰ­σά­γου­με στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας γλώσ­σα ἕ­ναν ὄ­ρο κα­τάλ­λη­λο νὰ με­τρά­ει ‘’πο­λυ”-ά­ριθ­μα ἀν­τι­κεί­με­να καὶ μὲ λί­γη φαν­τα­σί­α ἐ­πι­νο­ή­θη­κε τὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ριο. Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, μὲ ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρη φαν­τα­σί­α, ἐ­πι­νο­ή­θη­κε τὸ δι­σε­κα­τομ­μύ­ριο, χω­ρὶς κὰν νὰ μποῦ­με στὸν κό­πο νὰ ὁ­ρί­σου­με τὴν ἀ­κρι­βὴ του ἔν­νοι­α, ἔ­τσι ποὺ ὁ ὅ­ρος ἔ­χει σή­με­ρα δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­ξί­ες σὲ δι­ά­φο­ρες χῶ­ρες.

        Οὔ­τε μὲ τὸν ὑ­περ­θε­τι­κὸ βαθ­μὸ κά­νου­με με­γά­λη πρό­ο­δο – πό­σες φο­ρὲς ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ ἕ­να ψη­λὸ πύρ­γο εἶ­ναι ἕ­νας πο­λὺ ψη­λὸς πύρ­γος; Οὔ­τε μπο­ροῦ­με νὰ ἐλ­πί­ζου­με στὴν βο­ή­θεια “με­ταμ­φι­ε­σμέ­νων” ὑ­περ­θε­τι­κῶν ὅ­πως «τε­ρά­στιος, κο­λοσ­σια­ῖος, ἐκ­πλη­κτι­κός». Γιὰ νὰ δι­η­γη­θοῦ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ θέ­λου­με νὰ δι­η­γη­θοῦ­με ἐ­δῶ, τὰ ἐ­πί­θε­τα αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­πελ­πι­στι­κὰ ἀ­κα­τάλ­λη­λα, για­τὶ τὸ ἀ­στέ­ρι μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ξε­κι­νή­σα­με ἦ­ταν δέ­κα φο­ρὲς πιὸ με­γά­λο ἀ­πὸ τὸν δι­κό μας Ἥ­λιο, καὶ ὁ Ἥ­λιος εἶ­ναι «πολ­λὲς» φο­ρὲς πιὸ με­γά­λος καὶ πιὸ βα­ρὺς ἀ­πὸ τὴ Γῆ μας, ἔ­τσι ποὺ τε­λι­κά τὸ μέ­γε­θός του ὑ­περ­βαί­νει τό­σο πο­λύ τὰ δι­κά μας μέ­τρα ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ τὸν πα­ρα­στή­σου­με μό­νο μὲ μιὰ βε­βι­α­σμέ­νη προ­σπά­θεια τῆς φαν­τα­σί­ας. Ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α ἡ γλώσ­σα τῶν ἀ­ριθ­μῶν —κομ­ψὴ καὶ λε­πτή— οἱ πί­να­κες τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ δέ­κα, ἀλ­λὰ τό­τε δὲν θὰ ἀ­φη­γού­μα­σταν αὐ­τὴν τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸ τρό­πο ποὺ ἡ ἴ­δια θέ­λει νὰ τὸ κά­νει: σὰν ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, δη­λα­δή, ποὺ θὰ ξυ­πνοῦ­σε ἀ­πό­η­χους καὶ ποὺ μέ­σα της ὁ κα­θέ­νας μας θὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε ἀ­λή­θει­ες γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος.

        Αὐ­τὸ τὸ ἥ­συ­χο ἀ­στέ­ρι, λοι­πόν, δὲν πρέ­πει νὰ ἦ­ταν καὶ τό­σο ἥ­συ­χο. Ἴ­σως νὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὰ με­γά­λο – στὴν μα­κρι­νὴ πρώ­τη πρά­ξη, τό­τε ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­καν τὰ πάν­τα, τοῦ εἶ­χε τύ­χει μιὰ βα­ριὰ κλη­ρο­νο­μιά. Ἴ­σως πά­λι νὰ εἶ­χε στὴν καρ­διά του μιὰ δυσ­λει­τουρ­γί­α ἢ μιὰ μό­λυν­ση ὅ­πως συμ­βαί­νει σὲ με­ρι­κοὺς ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νο με­τα­ξύ τῶν ἀ­στε­ρι­ῶν νὰ καῖ­νε ἥ­συ­χα τὸ ὑ­δρο­γό­νο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο φτι­ά­χτη­καν δω­ρί­ζον­τας γεν­ναι­ό­δω­ρα ἐ­νέρ­γεια στὸ κε­νό, μέ­χρι ποὺ με­τα­τρέ­πον­ται σὲ ἕ­να ἀ­ξι­ο­πρε­πὲς ὑ­πό­λειμ­μα καὶ τε­λει­ώ­νουν τὴν κα­ρι­έ­ρα τους ὡς τα­πει­νοὶ λευ­κοὶ νά­νοι. Τὸ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση ἀ­στέ­ρι, ὡ­στό­σο, ὅ­ταν πέ­ρα­σαν με­ρι­κὰ δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­σή του καὶ τὴ γέν­νη­ση τῶν συν­τρό­φων του, ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­ραι­ώ­νει. Δὲν ἦ­ταν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νο μὲ τὴ μοί­ρα του κι ἔ­γι­νε νευ­ρι­κό, ἀ­νή­συ­χο, ἀ­ει­κί­νη­το· σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ ἡ ἀ­νη­συ­χί­α του αὐ­τὴ ἔ­γι­νε ὁ­ρα­τὴ σὲ μᾶς, τοὺς “πο­λὺ” μα­κρι­νοὺς καὶ συ­νά­μα ἐγ­κλω­βι­σμέ­νους σὲ μιὰ “πο­λὺ” σύν­το­μη ζω­ή.

        Τὴν ἀ­νη­συ­χί­α αὐ­τὴ τὴν ἀν­τι­λή­φθη­καν οἱ Ἄ­ρα­βες καὶ οἱ Κι­νέ­ζοι ἀ­στρο­νό­μοι – ὄ­χι οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι. Οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι ἐ­κεί­νων τῶν και­ρῶν (δύ­σκο­λοι και­ροί) ἦ­σαν τό­σο πε­πει­σμέ­νοι ὅ­τι τὸ στε­ρέ­ω­μα ἦ­ταν ἀ­με­τά­βλη­το —βα­σί­λει­ο καὶ ὑ­πό­δειγ­μα τῆς μὴ με­τα­βλη­τό­τη­τας— ποὺ τὸ θε­ω­ροῦ­σαν μά­ται­ο καὶ βλά­σφη­μο νὰ προ­σπα­θοῦν νὰ κα­τα­λά­βουν τὶς ἀλ­λα­γές του· ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ὑ­πάρ­χουν. Ὅ­μως ἕ­νας Ἄ­ρα­βας πα­ρα­τη­ρη­τής, ὁ­πλι­σμέ­νος μό­νον μὲ τὴν κα­λή του ὅ­ρα­ση, μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ μὲ ἀ­γά­πη νὰ γνω­ρί­σει τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ θε­οῦ κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­στέ­ρι, ποὺ τὸ εἶ­χε ἀ­γα­πή­σει μὲ τὸν και­ρό, δὲν ἦ­ταν ἀ­κί­νη­το. Τὸ εἶ­χε προ­σέ­ξει πρὶν τριά­ντα χρό­νια κι εἶ­χε πα­ρα­τη­ρή­σει ὅ­τι ἡ φω­τει­νό­τη­τά του κυ­μαι­νό­ταν ἀ­νά­με­σα στὰ με­γέ­θη τέσ­σε­ρα καὶ ἕ­ξι, ἀ­πὸ τοὺς ἕ­ξι βαθ­μοὺς φω­τει­νό­τη­τας ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ ποὺ εἶ­χαν κα­θο­ρι­στεῖ, πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες πρίν, ἀ­πὸ ἕ­ναν Ἕλ­λη­να, ὅ­μοι­α φι­λό­πο­νο ὅ­σο ὁ Ἄ­ρα­βας, ποὺ πί­στευ­ε ὅ­τι τὸ νὰ κοι­τᾶς τὰ ἀ­στέ­ρια εἶ­ναι ἕ­νας δρό­μος ποὺ σὲ πη­γαί­νει μα­κριά. Ὁ Ἄ­ρα­βας αἰ­σθα­νό­ταν κά­πως ὅ­πως καὶ τὸ ἀ­στέ­ρι του. Ἤ­θε­λε νὰ τοῦ ἐ­πι­βάλ­λει τὸ δι­κό του ση­μά­δι καὶ στὶς ση­μει­ώ­σεις του τὸ εἶ­χε ὀ­νο­μά­σει ἡ Al-Ludra, ποὺ στὴ δι­ά­λε­κτό του ση­μαί­νει ἡ «Ἰ­δι­ό­τρο­πη». Ἡ Al-Ludra τα­λαν­τευ­ό­ταν ἀλ­λὰ ὄ­χι μὲ κα­νο­νι­κό­τη­τα, ὄ­χι ὅ­πως ἕ­να ἐκ­κρε­μές, ἀλ­λὰ σὰν κά­ποι­ον ποὺ εἶ­ναι μπερ­δε­μέ­νος ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ ἐ­πι­λο­γές. Ὁ­λο­κλή­ρω­νε τὸν κύ­κλο της ἄλ­λο­τε σὲ ἕ­να χρό­νο, ἄλ­λο­τε σὲ δύ­ο, ἄλ­λο­τε σὲ πέν­τε καὶ – ὄ­χι πάν­τα – στὸ λι­γό­στε­μά της στα­μα­τοῦ­σε στὴν φω­τει­νό­τη­τα με­γέ­θους 6 ποὺ εἶ­ναι καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α ὁ­ρα­τὴ μὲ γυ­μνὸ μά­τι – μὲ ἄλ­λα λό­για με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν ἐν­τε­λῶς. Ὁ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸς Ἄ­ρα­βας μέ­τρη­σε ἑ­πτὰ κύ­κλους πρὶν πε­θά­νει. Ἡ ζω­ή του ἦ­ταν μα­κρό­χρο­νη, μὰ ἡ ζω­ὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που εἶ­ναι θλι­βε­ρὰ σύν­το­μη σὲ σύγ­κρι­ση μὲ κεί­νη ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ, ἀ­κό­μη κι ἂν αὐ­τὸ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται ἔ­τσι ὥ­στε νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ ὑ­πο­ψί­ες σχε­τι­κὰ μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τά του. Με­τὰ τὸ θά­να­το τοῦ Ἄ­ρα­βα, ἡ Al-Ludra, ἂν καὶ εἶ­χε πιὰ ὄ­νο­μα, δὲν τρα­βοῦ­σε πλέ­ον τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, για­τί τὰ εὐ­με­τά­βλη­τα ἀ­στέ­ρια εἶ­ναι πολ­λὰ κι ἐ­πει­δή, ἀ­πὸ τὸ 1750, εἶ­χε με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἕ­να ση­μα­δά­κι μό­λις ὁ­ρα­τὸ καὶ μὲ τὰ κα­λύ­τε­ρα τη­λε­σκό­πια τῆς ἐ­πο­χῆς. Μὰ τὸ 1950 (καὶ τὸ μή­νυ­μα ἔ­φτα­σε μό­λις τώ­ρα) ἡ ἀρ­ρώ­στια, ποὺ πρέ­πει νὰ τὴν ἔ­τρω­γε ἀ­πὸ μέ­σα, ἔ­φτα­σε σὲ ἕ­να κρί­σι­μο ση­μεῖ­ο, κι ἐ­δῶ, γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρά, μπαί­νει σὲ κρί­ση καὶ ἡ ἀ­φή­γη­ση – τώ­ρα δὲν εἶ­ναι μό­νο τὰ ἐ­πί­θε­τα ποὺ ἀ­πο­τυγ­χά­νουν, μὰ τὰ ἴ­δια τὰ γε­γο­νό­τα. Δὲν γνω­ρί­ζου­με ἀ­κό­μη πολ­λὰ γιὰ τὴν ἀ­κα­νό­νι­στη νε­κρα­νά­στα­ση τῶν ἀ­στε­ρι­ῶν. Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι, ὄ­χι τό­σο σπά­νια, κά­τι γί­νε­ται στὸν ἀ­το­μι­κὸ μη­χα­νι­σμὸ μέ­σα στοὺς πυ­ρῆ­νες τῶν ἀ­στε­ρι­ῶν καὶ ὅ­τι τό­τε τὰ ἀ­στέ­ρια ἐ­κρή­γνυν­ται, ὄ­χι πλέ­ον στὴν κλί­μα­κα τῶν ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων καὶ δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων χρό­νων, ἀλ­λὰ στὴν κλί­μα­κα τῶν ὡ­ρῶν καὶ τῶν λε­πτῶν. Ὅ­μως κα­τα­λα­βαί­νου­με κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση μό­νο τὸ πῶς, ὄ­χι τὸ για­τί. Ἄς εἴ­μα­στε, λοι­πόν, εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι μὲ τὸ πῶς.

        Ὁ πα­ρα­τη­ρη­τής, ποὺ γιὰ κα­κή του τύ­χη, θὰ βρι­σκό­ταν στὶς 19 Ὀ­κτω­βρί­ου ἐ­κεί­νου τοῦ χρό­νου —στὶς 10 ἡ ὥ­ρα, μὲ τὰ δι­κά μας ρο­λό­για— πά­νω σε ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς πλα­νῆ­τες τῆς Al-Ludra, θὰ ἔ­βλε­πε “μπρο­στὰ στὰ μά­τια του”, ὅ­πως λέ­νε, τὸν ζω­ο­δό­τη ἥ­λιο νὰ φου­σκώ­νει, ὄ­χι λί­γο μὰ “πο­λύ”, καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν πα­ρὼν γιὰ πο­λὺ ὥ­ρα μπρο­στά σὲ αὐ­τὸ τὸ θέ­α­μα. Σὲ ἕ­να τέ­ταρ­το τῆς ὥ­ρας θὰ ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ ψά­ξει μά­ται­α νὰ βρεῖ κα­τα­φύ­γιο γιὰ νὰ προ­φυ­λα­χτεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­πό­φο­ρη θερ­μό­τη­τα. Αὐ­τὸ μπο­ροῦ­με νὰ τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σου­με ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πό­θε­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μέ­γε­θος καὶ τὴ μορ­φὴ ἐ­κεί­νου τοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ, ὑ­πὸ τὴν προϋ­πό­θε­ση ὅ­τι αὐ­τός, ὅ­πως κι ἐ­μεῖς, θὰ ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νος ἀ­πὸ μό­ρια καὶ ἄ­το­μα. Μέ­σα σὲ μι­σὴ ὥ­ρα ἡ μαρ­τυ­ρί­α του, ὅ­πως κι οἱ μαρ­τυ­ρί­ες τῶν συν­τρό­φων του, θὰ ἔ­φτα­ναν στὸ τέ­λος. Γιὰ αὐ­τὸ τὸ λό­γο, γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σου­με αὐ­τὴ τὴν πε­ρι­γρα­φὴ πρέ­πει νὰ βα­σι­στοῦ­με πά­νω στὶς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν γή­ι­νων ἐρ­γα­λεί­ων: σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὰ τὸ συμ­βὰν ἔ­γι­νε, μέ­σα στὸν ἐγ­γε­νή του τρό­μο, μὲ “πο­λὺ” ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νο τρό­πο, κι ἐ­πι­πλέ­ον, κα­θυ­στέ­ρη­σε ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ μα­κρι­νοῦ του τα­ξι­διοῦ μέ­σα στὴν ἄ­βυσ­σο τοῦ φω­τὸς ποὺ τε­λι­κά μᾶς ἔ­φε­ρε τὸ νέ­ο.

        Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μιὰ ὥ­ρα, οἱ θά­λασ­σες καὶ οἱ πά­γοι (ἂν ὑ­πῆρ­χαν) τοῦ ὄ­χι πλέ­ον πιὸ ἥ­συ­χου πλα­νή­τη, ἄρ­χι­σαν νὰ βρά­ζουν· ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τρεῖς ὧ­ρες ὅ­λοι του οἱ βρά­χοι ἔ­λι­ω­σαν καὶ τὰ βου­νὰ του κα­τέρ­ρευ­σαν σχη­μα­τί­ζον­τας πε­διά­δες λά­βας· ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δέ­κα ὁ­λό­κλη­ρος ὁ πλα­νή­της εἶ­χε με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἀ­τμό, μα­ζὶ μὲ ὅ­λα τὰ κομ­ψὰ καὶ λε­πτά του δη­μι­ουρ­γή­μα­τα ποὺ ἕ­να συ­νον­θύ­λευ­μα τύ­χης καὶ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας εἶ­χαν δη­μι­ουρ­γή­σει ἐ­κεῖ μέ­σω τῆς δο­κι­μα­σί­ας δο­κι­μῆς καὶ σφάλ­μα­τος· καὶ μα­ζὶ μὲ ὅ­λους ἐ­κεί­νους τοὺς ποι­η­τὲς καὶ τοὺς σο­φοὺς ποὺ ἴ­σως εἶ­χαν με­λε­τή­σει τὸν οὐ­ρα­νὸ κι εἶ­χαν ἀ­να­ρω­τη­θεῖ σὲ τί χρη­σί­μευ­αν ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ φω­τί­τσες χω­ρὶς νὰ πά­ρουν πο­τὲ μί­αν ἀ­πάν­τη­ση. Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση.

        Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μιὰ μέ­ρα ὅ­μοι­α μὲ τὶς δι­κές μας, ἡ ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἀ­στε­ριοῦ εἶ­χε φτά­σει μέ­χρι τὴν τρο­χιὰ τῶν πιὸ μα­κρι­νῶν πλα­νη­τῶν του, κα­τα­κλύ­ζον­τας τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ σκορ­πί­ζον­τας πρὸς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση —μα­ζὶ μὲ τὰ συν­τρίμ­μια τῆς ἠ­ρε­μί­ας του—  κύ­μα­τα ἐ­νέρ­γειας καὶ τὴν εἴ­δη­ση τῆς με­τα­μόρ­φω­σης καὶ τῆς κα­τα­στρο­φῆς του.

        Ὁ Ρα­μὸν Ἐ­σκο­χίν­τα ἦ­ταν τριά­ντα τεσ­σά­ρων χρό­νων καὶ εἶ­χε δυ­ὸ ἀ­ξι­α­γά­πη­τα παι­διά. Μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του εἶ­χε μιὰ σχέ­ση πε­ρί­πλο­κη καὶ τε­τα­μέ­νη. Ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν Πε­ρου­βια­νὸς κι ἐ­κεί­νη Αὐ­στρια­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν μο­να­χι­κός, με­τρι­ό­φρων καὶ τεμ­πέ­λης, ἐ­κεί­νη φι­λό­δο­ξη κι ἀ­γα­ποῦ­σε τὴν κοι­νω­νι­κὴ ζω­ή. Ἀλ­λὰ τί κοι­νω­νι­κὴ ζω­ὴ μπο­ρεῖς νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι ἂν κα­τοι­κεῖς σὲ ἕ­να πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο σὲ ὑ­ψό­με­τρο χι­λί­ων ἐν­νια­κο­σί­ων μέ­τρων, μιὰ ὥ­ρα μὲ τὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο ἀ­πὸ τὴν κον­τι­νό­τε­ρη πό­λη καὶ τέσ­σε­ρα χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ ἕ­να χω­ριὸ ἰν­διά­νων, γε­μά­το σκό­νη τὸ κα­λο­καί­ρι καὶ πά­γο τὸ χει­μώ­να; Ἡ Τζούν­τιθ ἀ­γα­ποῦ­σε καὶ μι­σοῦ­σε τὸ σύ­ζυ­γό της, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴ μέ­ρα – με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ τὰ δυ­ὸ μα­ζί. Μι­σοῦ­σε τὴ σο­φί­α του καὶ τὴ συλ­λο­γὴ κο­χυ­λι­ῶν του, ἀ­γα­ποῦ­σε τὸν πα­τέ­ρα τῶν παι­δι­ῶν της καὶ τὸν ἄν­δρα ποὺ βρι­σκό­ταν τὰ πρω­ι­νὰ κά­τω ἀ­πὸ τὰ σκε­πά­σμα­τα.

        Εἶ­χαν κα­τα­λή­ξει σὲ μιὰ εὔ­θραυ­στη συμ­φω­νί­α γιὰ ἐ­ξό­δους τὰ σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα. Μιὰ πα­ρα­σκευ­ὴ ἀ­πό­γευ­μα προ­ε­τοι­μά­ζον­ταν μὲ θο­ρυ­βώ­δη χα­ρὰ γιὰ τὴν ἐκ­δρο­μὴ τῆς ἑ­πό­με­νης μέ­ρας. Ἡ Τζούν­τιθ καὶ τὰ παι­διὰ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὶς προ­μή­θει­ες. Ὁ Ρα­μὸν ἀ­νέ­βη­κε στὸ πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο γιὰ νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὶς βρα­δι­νὲς φω­το­γρα­φι­κὲς πλά­κες. Τὸ πρω­ὶ ξε­φορ­τώ­θη­κε μὲ δυ­σκο­λί­α τὰ παι­διὰ ποὺ τὸν κα­τέ­κλυ­ζαν μὲ χα­ρού­με­νες ἐ­ρω­τή­σεις. Πό­σο μα­κριὰ ἦ­ταν ἡ λί­μνη; Θὰ ἦ­ταν ἀ­κό­μη πα­γω­μέ­νη; Θὰ θυ­μό­ταν νὰ πά­ρει τὴν φου­σκω­τὴ βάρ­κα; Πῆ­γε στὸ σκο­τει­νὸ θά­λα­μο νὰ ἐμ­φα­νί­σει τὴν πλά­κα· τὴν στέ­γνω­σε καὶ τὴν το­πο­θέ­τη­σε μα­ζὶ μὲ μιὰ πα­ρό­μοι­α πλά­κα ποὺ τὴν εἶ­χε ἐμ­φα­νί­σει ἑ­πτὰ μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα. Τὶς ἐ­ξέ­τα­σε καὶ τὶς δυ­ὸ κά­τω ἀ­πὸ τὸ μι­κρο­σκό­πιο. Ὅ­λα κα­λά. Ἦ­ταν ὅ­μοι­ες, μπο­ροῦ­σε νὰ φύ­γει ἥ­συ­χος. Ἀλ­λὰ κά­ποι­α στιγ­μὴ εἶ­χε ἕ­ναν ἐν­δοια­σμό. Κοί­τα­ξε κα­λύ­τε­ρα καὶ ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε κά­τι και­νούρ­γιο – ὄ­χι τί­πο­τα ση­μαν­τι­κό· ἕ­να ση­μα­δά­κι ποὺ μό­λις δι­α­κρι­νό­ταν, ἀλ­λὰ δὲν ὑ­πῆρ­χε στὴν πα­λιὰ πλά­κα. Ὅ­ταν συμ­βαί­νουν τέ­τοι­α πράγ­μα­τα ἐ­νε­νῆν­τα ἐν­νέ­α στὰ ἑ­κα­τὸ πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν κόκ­κο σκό­νης —κα­νεὶς δὲν δου­λεύ­ει σὲ ἀ­πο­στει­ρω­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον— ἢ γιὰ ἕ­να μι­κρὸ ἐ­λάτ­τω­μα τοῦ γα­λα­κτώ­μα­τος ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιὰ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τῆς φω­το­γρα­φί­ας. Ὅ­μως ὑ­πάρ­χει ἐ­πί­σης μιὰ ἐ­λά­χι­στη πι­θα­νό­τη­τα νὰ πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν και­νο­φα­νὴ ἀ­στέ­ρα καὶ χρει­ά­ζε­ται νὰ κά­νεις μιὰ ἀ­να­φο­ρὰ πρὸς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση. Ἀν­τί­ο ἐκ­δρο­μή, θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πα­να­λά­βει τὴ φω­το­γρά­φι­ση τὶς δυ­ὸ ἑ­πό­με­νες μέ­ρες. Τί θὰ ἔ­λε­γε στὴν Τζούν­τιθ καὶ τὰ παι­διά;



Πηγή:

https://incontrotesto.files.wordpress.com/2011/09/una-stella-tranquilla_primo-levi.pdf

Ὁ Πρί­μο Λέ­βι (Primo Michele Levi) (Το­ρί­νο, 31 Ἰ­ου­λί­ου 1919 – Το­ρί­νο, 11 Ἀ­πρι­λί­ου 1987) ἦ­ταν Ἰ­τα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἔ­γρα­ψε δι­η­γή­μα­τα, ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ἦ­ταν παρ­τι­ζά­νος ἀν­τι­φα­σί­στας. Στὶς 13 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ 1943 συ­νε­λή­φθη ἀ­πὸ τοὺς φα­σί­στες στὴν Valle d’Aosta. Στὴν ἀρ­χὴ τὸν στεί­λα­νε σὲ ἕ­να στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης στὸ Fossoli καὶ τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ ἑ­πό­με­νου ἔ­τους στὸ στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης τοῦ Ἄ­ου­σβιτς, για­τὶ ἦ­ταν Ἑ­βραῖ­ος. Ἐ­πέ­ζη­σε ἀ­πὸ τὸ στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης κι ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Ἰ­τα­λί­α ὅ­που ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση στὸ κα­θῆ­κον νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ τὶς φρι­κα­λε­ό­τη­τες ποὺ εἶ­χε δεῖ καὶ εἶ­χε ζή­σει τὰ χρό­νια τοῦ ἐγ­κλει­σμοῦ του. Τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο ἔρ­γο του —καὶ τὸ πρῶ­το του— ἦ­ταν τὸ Se questo e un uomo: ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ἀ­πὸ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του στὸ στρα­τό­πε­δο συγ­κέν­τρω­σης τῶν Να­ζί – θε­ω­ρεῖ­ται κλα­σι­κό τῆς παγ­κό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας. Ἦ­ταν χη­μι­κὸς καὶ σὲ με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του ὑ­πάρ­χουν ἄ­με­σες καὶ ἔμ­με­σες ἀ­να­φο­ρὲς σὲ αὐ­τὸν τὸν κλά­δο τῆς ἐ­πι­στή­μης.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Πλα­νό­δι­ο­ν (τχ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Πλα­νό­δι­ο­ν – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι («Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στή­ν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τώ­ν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς Ἰ­τα­λοὺς συγ­γρα­φεί­ς Ντί­νο Μπου­τζά­τι καὶ Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Οἱ Γρί­λι­ες (ἐκδ. Βακ­χι­κό, 2020).


Μά­ριο Τομ­πί­νο (Mario Tobino): Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­π’ τὸ Βι­α­ρέ­τζο



Μά­ριο Τομ­πί­νο (Mario Tobino)


Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­π’ τὸ Βι­α­ρέ­τζο

(Quelli di Viareggio)


ΤΙΣ ΕΝΝΕΑ τὸ πρω­ῒ χτύ­πη­σε ἡ καμ­πά­να. Ἦ­ταν μιὰ μι­κρὴ καμ­πά­να, ὁ ἦ­χος ἐρ­χό­ταν κα­τὰ ρι­πές, σὲ ψι­λὲς νό­τες, σύμ­φω­να μὲ τὸ κα­τὰ πῶς τὸν με­τέ­φε­ρε χα­ρού­με­να ἢ τὸν δι­έ­σπει­ρε ὁ ἄ­νε­μος. Στὸν οὐ­ρα­νὸ ὁ ἥ­λιος τοῦ Ἀ­πρι­λί­ου. Ἡ θά­λασ­σα ἦ­ταν πο­λὺ τα­ραγ­μέ­νη. Οὔρ­λια­ζε ἀ­φρι­σμέ­νη στὸν ἥ­λιο.

       Κά­ποι­ος πρό­βαλ­λε στὴν πόρ­τα, κά­ποι­ος ἄλ­λος στα­μά­τη­σε τὸ βά­δι­σμά του. Τὸ Βι­α­ρέ­τζο ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ εἶ­χε ἑ­ξα­κό­σια σπί­τια, ὅ­λα δί­πλα στὴ θά­λασ­σα, ἕ­να ἡ­μι­κύ­κλιο μὲ γλυ­κιὰ καμ­πή, ἑ­ξα­κό­σια σπί­τια ναυ­τι­κῶν, ἰ­σό­γεια, ποὺ κα­τοι­κοῦν­ταν ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες, παι­διὰ καὶ γέ­ρους ναυ­τι­κοὺς μὲ τὸ ζω­νά­ρι δε­μέ­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τὰ γέ­νια ἄκοπα πα­ρ’ ὅ­τι ἦ­ταν Κυ­ρια­κή. Οἱ νέ­οι καὶ ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι εἶ­ναι στὴ θά­λασ­σα.

       Τὸ Βι­α­ρέ­τζο δὲν ἔ­χει λι­μά­νι, εἶ­ναι, τὸ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω, μιὰ πα­ρα­λί­α μὲ κλί­ση πρὸς τὴ θά­λασ­σα, ἔ­χει ἀν­τί­θε­τα ἕ­ναν μό­λο καὶ μιὰ μα­ρί­να γιὰ τὶς ψα­ρό­βαρ­κες.

       Στὸ Βι­α­ρέ­τζο εἶ­ναι ὅ­λοι ναυ­τι­κοί. Φυ­σι­κὰ ὁ χα­σά­πης, ὁ ρά­φτης κτλ δὲν εἶ­ναι ναυ­τι­κοί, ὅ­μως ὁ χα­σά­πης ἔ­χει γιὸ πλοί­αρ­χο καὶ ὁ ἴ­διος τὴ μι­σὴ ἑ­βδο­μά­δα κά­νει τὸν ψα­ρά. Τὸ ἴ­διο καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι κά­τοι­κοι.

       Ἦ­ταν μιὰ μέ­ρα τοῦ Ἀ­πρι­λί­ου μὲ τὸν ἥ­λιο τό­σο γλυ­κὸ καὶ τὴν θά­λασ­σα, ἀν­τί­θε­τα, τα­ρα­χώ­δη, με­γά­λα ἀ­φρι­σμέ­να κύ­μα­τα ἔ­σπα­γαν στὴν πα­ρα­λί­α, ὁ μι­κρὸς μό­λος ἔ­μοια­ζε κά­θε φο­ρὰ νὰ κα­τα­πί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ κύ­μα ποὺ ἔ­πε­φτε πά­νω του.

       Στὸ καμ­πα­να­ριὸ ἡ μι­κρὴ καμ­πά­να συ­νέ­χι­ζε νὰ σφυ­ρο­κο­πά­ει. Ὅ­λοι καὶ ἀ­πὸ τὰ ἑ­ξα­κό­σια σπί­τια πή­γαι­ναν πρὸς τὴν πα­ρα­λί­α, για­τὶ ἡ εἴ­δη­ση εἶ­χε ἤ­δη φτά­σει, ὅ­τι ἕ­να σκά­φος εἶ­χε ναυ­α­γή­σει μπρο­στὰ στὴν πα­ρα­λί­α.

       Πράγ­μα­τι μί­α γκου­λέ­τα δι­α­κο­σί­ων τό­νων εἶ­χε ἤ­δη τὴν πλώ­ρη κά­τω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ καὶ ὅ­ταν τὸ κύ­μα τὴν πλη­σί­α­ζε, τὴν σκέ­πα­ζε ὁ­λό­κλη­ρη, μό­νο τα κα­τάρ­τια ἔ­με­ναν ἐ­λεύ­θε­ρα.

       Τὸ σκά­φος ἦ­ταν στὴ μέ­ση τῆς πα­ρα­λί­ας τοῦ Βι­α­ρέ­τζο, σὲ ἀ­πό­στα­ση ὄ­χι με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα μέ­τρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­κτή.

       Οἱ γη­ραι­ό­τε­ροι κα­τά­λα­βαν ὅ­τι τὸ σκά­φος ἦ­ταν χα­μέ­νο, ἕ­να κα­τάρ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά, εἶ­χε μεί­νει μό­νο τὸ πιὸ ψη­λό. «Ἀλ­λὰ ποια­νοῦ ἦ­ταν τὸ σκά­φος; Ἀ­πὸ ποῦ ἦ­ταν;». Ἦ­ταν ἀ­πὸ τὸ Βι­α­ρέ­τζο. Οἱ γη­ραι­ό­τε­ροι τὸ εἶ­δαν ἀ­μέ­σως. Τὸ σι­γο­ψι­θύ­ρι­σαν. Ἦ­ταν τὸ Κα­ρο­λί­να φορ­τω­μέ­νο μάρ­μα­ρο. Πι­ά­στη­κε στὴν κα­ται­γί­δα τὴ νύ­χτα, κα­τευ­θύ­νον­ταν στὴν Νορ­λί­τζα, εἶ­χαν προ­σπα­θή­σει νὰ μποῦν στὸ Βι­α­ρέ­τζο, στὸ χω­ριό τους, νὰ χω­θοῦν στὸ κα­νά­λι. Ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας ἔ­χα­σαν τὸ τι­μό­νι, τοὺς ἔ­σπα­σε τὸ κα­τάρ­τι τὴ πλώ­ρης.

       Οἱ ἕ­ξι ναυ­τι­κοὶ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος ἦ­ταν τώ­ρα ὅ­λοι ὄρ­θιοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κεν­τρι­κὸ κα­τάρ­τι στὴ μέ­ση ὅ­που βρί­σκε­ται ὁ ἐ­ξώ­στης γιὰ τὰ φα­νά­ρια, φαί­νον­ται κα­λά, μπο­ροῦ­σαν νὰ τοὺς με­τρή­σουν.

       Ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νὰ σκαρ­φα­λώ­σουν ἐ­κεῖ για­τί τὸ σκά­φος βυ­θι­ζό­ταν, βα­ρύ, ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν ἄμ­μο. Καὶ τὰ κύ­μα­τα τοὺς χά­ι­δευ­αν τὰ πό­δια, τοὺς πι­τσι­λοῦ­σαν, κά­ποι­ο τοὺς πλη­σιά­ζει.

       Ἦ­ταν ἕ­ξι, ὅ­λο τὸ πλή­ρω­μα, ἀ­κό­μα καὶ ὁ ναύ­της κα­τα­στρώ­μα­τος.

       Οἱ γέ­ροι μι­λᾶ­νε, τοὺς ἐμ­ψυ­χώ­νουν, οἱ ἕ­ξι ναυ­τι­κοὶ εἶ­ναι στὰ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα μέ­τρα. Ἀ­νά­με­σα στὰ κύ­μα­τα κά­νουν σή­μα­τα μὲ τὰ χέ­ρια. Τρέ­χουν οἱ γέ­ροι στὶς βάρ­κες, δι­α­λέ­γουν μιὰ ψα­ρό­βαρ­κα μὲ ἕ­ξι κου­πιὰ ποὺ λό­γῳ τῆς κα­κο­και­ρί­ας εἶ­χε το­πο­θε­τη­θεῖ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν κυ­μα­το­θραύ­στη. Σπρώ­χνουν ὅ­λοι μα­ζὶ τὴ βάρ­κα ποὺ κυ­λά­ει στοὺς στρογ­γυ­λοὺς πασ­σά­λους ποὺ ἔ­χουν το­πο­θε­τεῖ ἀ­πὸ κά­τω της, ἐ­πι­λέ­γον­ται ποι­οί πρέ­πει νὰ ἀ­νέ­βουν γιὰ νὰ πλη­σιά­σουν τὸ Κα­ρο­λί­να. Οἱ πιὸ δυ­να­τοί. Σφίγ­γουν κα­λὰ τὸ ζω­νά­ρι.

       Οὐρ­λιά­ζουν οἱ γυ­ναῖ­κες: «Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι τοῦ Κα­ρο­λί­να.»

       Οἱ μη­τέ­ρες, οἱ γυ­ναῖ­κες, τὰ παι­διὰ αὐ­τῶν τῶν ἕ­ξι εἶ­ναι στὴν πα­ρα­λί­α.

       Ἀ­πὸ ἀ­πέ­ναν­τι οἱ ναυ­τι­κοὶ κου­νοῦ­σαν τὰ χέ­ρια. Κά­θε τό­σο ὁ ἄ­νε­μος ἔ­φερ­νε τὴ φω­νή τους. Ἦ­ταν ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὁ ἕ­νας μὲ τὸν ἄλ­λο καὶ ὅ­λοι μα­ζὶ στὸ κεν­τρι­κὸ κα­τάρ­τι, φο­ροῦ­σαν ὅ­λοι που­κά­μι­σο, δὲν ἤ­ξε­ρε κα­νεὶς για­τί.

       Τὸ ρεῦ­μα, ὁ ἄ­νε­μος, τὰ κύ­μα­τα εἶ­χαν σπρώ­ξει τὸ ἀ­κυ­βέρ­νη­το σκά­φος πρὸς τὴν πα­ρα­λί­α. Τὸ σκά­φος μὲ φορ­τί­ο μάρ­μα­ρο εἶ­χε ἐ­ξο­κεί­λει, γέ­μι­ζε, βυ­θι­ζό­ταν ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Κρά­τη­σε λί­γα λε­πτά. Οἱ ναυ­τι­κοὶ αὐ­τό­μα­τα εἶ­χαν ἀ­νέ­βει στὸ μο­να­δι­κὸ κα­τάρ­τι. Δὲν ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα μέ­τρα μα­κριά.

       Οἱ γέ­ροι εἶ­χαν τρα­βή­ξει τὴ βάρ­κα μέ­χρι τὸν κυ­μα­το­θραύ­στη, τὰ κύ­μα­τα ἔ­σπα­γαν στὴν πα­ρα­λί­α.

       Οἱ γέ­ροι ἔ­σπρω­ξαν τὴ βάρ­κα ἀ­κό­μα δύ­ο μέ­τρα, ἤ­δη τὰ κύ­μα­τα τὴ ρά­πι­ζαν ἀ­πὸ κά­θε με­ριά, τὴν πλημ­μύ­ρι­ζαν. Ἕ­ξι πή­δη­ξαν μέ­σα ἤ­δη μού­σκε­μα στὸ νε­ρό, ἔ­πι­α­σαν τὰ κου­πιὰ καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ κω­πη­λα­τοῦν ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­μει­ναν στὴ στε­ριὰ καὶ βο­η­θοῦ­σαν σπρώ­χνον­τάς την μὲ τὰ χέ­ρια πρὸς τὴ θά­λασ­σα.

       Οἱ γυ­ναῖ­κες ἀ­νὰ πε­ρι­ό­δους φώ­να­ζαν. Οἱ συγ­γε­νεῖς ἐ­κεί­νων τοῦ Κα­ρο­λί­να φώ­να­ζαν μὲ τὸ ὄ­νο­μά τους αὐ­τοὺς ποὺ κρα­τι­οῦν­ταν σφι­χτά. Ἡ βάρ­κα ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­κό­μα δύ­ο μέ­τρα ἀ­πὸ τὴ στε­ριά, οἱ κω­πη­λά­τες ἔ­μει­ναν πιὰ μό­νοι τους νὰ πα­λεύ­ουν μὲ τὰ κύ­μα­τα. Οἱ ἕ­ξι γέ­ροι ἦ­ταν ἐμ­πει­ρι­κοὶ τῆς θά­λασ­σας. Ἐ­ὰν ἤ­θε­λαν νὰ βγοῦν δὲν χρει­α­ζό­ταν νὰ πλεύ­σουν πλά­για ἀλ­λὰ νὰ πά­ρουν τὰ κύ­μα­τα μὲ τὴν πλώ­ρη. Οἱ γέ­ροι κοι­τοῦ­σαν τὰ κύ­μα­τα ποὺ πλη­σί­α­ζαν, ψη­λά, ἤ­δη ὅ­λα σπα­σμέ­να, βί­αι­α ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση τους στὴν χα­μη­λὴ πα­ρα­λί­α καὶ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν στὰ κου­πιὰ μὲ ὅ­λοι τους τὴ δύ­να­μη, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι, ἀλ­λὰ τὸ κύ­μα τοὺς κά­λυ­πτε, με­τα­κι­νοῦ­σε τὴ βάρ­κα, τὴν πε­ρι­κύ­κλω­νε. Ἡ βάρ­κα ἔ­μοια­ζε ἀ­κί­νη­τη, δὲν κα­τά­φερ­νε νὰ προ­χω­ρή­σει, ἦ­ταν ἀ­κό­μα μό­νο λί­γα μέ­τρα ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λί­α, οἱ γέ­ροι δού­λευ­αν. Ἡ βάρ­κα ἦ­ταν ἤ­δη ἡ μι­σὴ γε­μά­τη νε­ρό. Ἕ­να κύ­μα πιὸ γρή­γο­ρο τὴν ἔ­κα­νε νὰ χά­σει τὴν κα­τεύ­θυν­σή της.

       «Πο­ρεί­α τρα­βέρ­σο!»

       Οἱ γέ­ροι τεν­τώ­νον­ταν μὲ μα­νί­α γιὰ νὰ ξα­να­ϊ­σι­ώ­σουν τὴν πλώ­ρη.

       Ἦ­ταν ὅ­λοι μα­ζί. Φαι­νό­ταν νὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν, ἀλ­λὰ τὸ ἑ­πό­με­νο κύ­μα τοὺς ἀ­νέ­τρε­ψε, τοὺς πῆ­ρε μα­κριά. Ἦ­ταν μιὰ ἀ­πί­στευ­τη θά­λασ­σα. Ἡ βάρ­κα πα­ρα­σύρ­θη­κε, τα­λαν­τευ­ό­ταν ἀ­κυ­βέρ­νη­τη. Ναυ­ά­γη­σε, ξα­να­βρέ­θη­κε στὴν ἀ­κτή. Δύ­ο γέ­ροι κυ­λί­στη­καν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ βάρ­κα ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἔ­γι­νε τό­σο κον­τὰ στὴν πα­ρα­λί­α ποὺ σώ­θη­καν ἀ­μέ­σως.

       «Μὰ ποιός ρι­ψο­κιν­δυ­νεύ­ει ἐ­κεῖ κά­τω;» Εἶ­ναι ὁ Ἀν­τό­νιο. Ἦ­ταν στὴ στε­ριὰ ἕ­νας νέ­ος. Πά­ει μὲ τὴ σω­στι­κὴ λέμβο[1] νὰ γλιτώσει τοὺς συν­τρό­φους του.

       «Εἶ­ναι ὁ Ἀν­τό­νιο. Τοὺς φτά­νει.»

       Ὁ κόσμος πλη­σί­α­σε πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο τῆς πα­ρα­λί­ας ὅ­που ἔ­φυ­γε ὁ Ἀν­τό­νιο, εἶ­χε προ­ε­τοι­μά­σει βι­α­στι­κὰ τὴ σωστικὴ λέμ­βο, εἶ­ναι ὁ μό­νος νέ­ος του χω­ριοῦ, ναυ­τι­κός. Εἶ­χε ἔρ­θει γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει τὴν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κιά του. Ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴ γω­νί­α τῆς πα­ρα­λί­ας, ἐ­κεῖ κον­τὰ μέ­νει. Τὰ κύ­μα­τα ἦ­ταν τε­ρά­στια καὶ ἔ­τρε­χαν κα­τὰ πά­νω του. Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ Κα­ρο­λί­να εἶ­χαν ἁρ­πα­χτεῖ ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λον, στὸ κα­τάρ­τι. Τὰ κύ­μα­τα γαρ­γα­λοῦν τὰ πό­δια τους, τοὺς σκε­πά­ζουν ὅ­λους, δὲν φαί­νον­ται πιά, με­τὰ ξα­να­φαί­νον­ται, τὸ κύ­μα πέ­ρα­σε.

       Ὁ ἥ­λιος τοῦ Ἀ­πρί­λη γλυ­κός.

       «Εἶ­ναι πέν­τε. Στὸ Κα­ρο­λί­να εἶ­ναι πέν­τε.»

       «Ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι πί­σω.»

       «Ὄ­χι, εἶ­ναι πέν­τε».

       «Ἕ­νας ἔ­χει πέ­σει στὴ θά­λασ­σα! Κο­λυμ­πά­ει.»

       «Τὸ κε­φά­λι του, ἐ­κεῖ!»

       «Ἔρ­χε­ται κο­λυμ­πών­τας.»

       «Δὲν φαί­νε­ται πιά.»

       «Ἔ­μει­νε κά­τω».

       Οἱ γυ­ναῖ­κες φω­νά­ζουν.

       Ὁ Ἀν­τό­νιο προ­χω­ρά­ει μὲ τὴ σωστι­κὴ λέμβο. Δὲν ὑ­πάρ­χουν κύ­μα­τα δυ­να­τὰ ὅ­σο ὁ Ἀν­τό­νιο. Εἶ­ναι ἐ­πει­δὴ τὰ κύ­μα­τα σκᾶ­νε στὴν πα­ρα­λί­α ποὺ εἶ­ναι χα­μη­λὴ καὶ γί­νον­ται θο­ρυ­βώ­δη, πα­νύ­ψη­λα, ἀ­στρα­φτε­ρὰ θραύ­σμα­τα γυ­α­λιῶν. Καὶ τὸ κύ­μα πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ἀ­νά­με­σα στοὺς δύ­ο πλω­τῆ­ρες τῆς σωστικῆς λέμβου, τὸ ση­κώ­νει, σχε­δὸν τὸ κά­νει νὰ πε­τά. Ὁ Ἀν­τό­νιο τὸ κρα­τά­ει μὲ τὰ κου­πιά, μὲ ὅ­λο του τὸ εἶ­ναι.


       «Εἶ­ναι πέν­τε. Εἶ­ναι πέν­τε.»

       «Ὁ ἕ­κτος δὲν φαί­νε­ται πιά.»

       «Εἶ­ναι ἐ­κεῖ καὶ κο­λυμ­πᾶ.»

       «Σώ­νε­ται.» Καὶ οἱ γέ­ροι ξέ­ρουν ὅ­τι δὲν θὰ σω­θεῖ για­τὶ ἕ­νας ναυ­τι­κὸς ποὺ ναυα­γεῖ σὲ μιὰ πα­ρα­λί­α ἔ­χει ἤ­δη πα­λέ­ψει ἐ­νάν­τια στὴν κα­ται­γί­δα ὅ­λη τὴ νύ­χτα, καὶ μπο­ρεῖ καὶ τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα. Καὶ εἶ­ναι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος, πα­γω­μέ­νος. Κι ἔ­πει­τα μὲ τὸ νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς κολ­λη­μέ­νος σὲ ἕ­να κα­τάρ­τι δὲν ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἡ ἐγ­κα­τά­λει­ψη. Ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι κρύ­α.

       «Ὁ Ἀν­τό­νιο θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρει.» Εἶ­ναι ἤ­δη μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα. Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ Κα­ρο­λί­να δὲν κά­νουν πιὰ σή­μα­τα μὲ τὰ χέ­ρια. Φαί­νε­ται μό­νο νὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦν.

       Ἡ λέμβος τοῦ Ἀν­τό­νιο βγαί­νει πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να κύ­μα, εἶ­ναι ὅ­πως ἡ μύ­τη τοῦ καμ­πα­να­ριοῦ.

       «Ἀν­τό­νιο, κου­ρά­γιο.»

       Ἡ σω­στι­κὴ λέμβος πέ­φτει κά­τω, βυ­θί­ζε­ται, δὲν φαί­νε­ται πιά.

       «Ἡ λέμβος ἀ­να­τρά­πη­κε!»

       «Ὁ Ἀν­τό­νιο δὲν φαί­νε­ται πιά.» Ὅ­μως με­τὰ ξα­να­φαί­νε­ται στὸ ἤ­ρε­μο δι­ά­με­σο δύ­ο κυ­μά­των, φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει κά­τσει ἀ­πὸ τὴ μί­α με­ριὰ τῆς σω­στι­κῆς λέμβου, κά­τι ποὺ τὸ ἀ­νυ­ψώ­νει, τὸ κά­νει κά­θε­το, τὸ ἀ­να­τρέ­πει ξα­νὰ στὴ σω­στὴ θέ­ση. Ξα­νὰ πά­νω, ξα­να­πα­λεύ­ει ἐ­νάν­τια στὰ κύ­μα­τα ἀ­πὸ ὅ­λα τα σπα­σμέ­να μέ­ρη. Ἀλ­λὰ τὰ κύ­μα­τα ξα­να­φέ­ρουν ἀ­πὸ κά­τω τους τὸν Ἀν­τό­νιο καὶ στρο­βι­λί­ζουν τὴ λέμ­βο ὅ­πως ὁ ἄ­νε­μος ἕ­να φύλ­λο.

       Καὶ ὁ Ἀν­τό­νιο θὰ ξα­να­βρε­θεῖ στὴν πα­ρα­λί­α δὲν μπο­ρεῖ πιά, τὸ κε­φά­λι κρύ­ο, πο­νά­ει.

       Πέ­ρα­σε ἤ­δη ἀρ­κε­τὸς χρό­νος. Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ Κα­ρο­λί­να δὲν κά­νουν πιὰ σή­μα­τα μὲ τὰ χέ­ρια.

       «Εἶ­ναι τέσ­σε­ρις» φω­νά­ζει μί­α γυ­ναί­κα.

       «Εἶ­ναι τέσ­σε­ρις» ἕ­νας ψί­θυ­ρος ἁ­πλώ­θη­κε στὴν πα­ρα­λί­α. Ὅ­λο το Βι­α­ρέ­τζο τὸ λέ­ει: «εἶ­ναι τέσ­σε­ρις.»

       Ἀλ­λὰ οἱ μα­νά­δες, τὰ παι­διά, οἱ πα­τε­ρά­δες ἐ­κεί­νων τοῦ Κα­ρο­λί­να;

       Ζα­λι­σμέ­νοι. Σπα­σμέ­νες λέ­ξεις.

       Ξα­να­δο­κι­μά­ζουν οἱ γέ­ροι. Ξα­να­νε­βαί­νουν στὴν βάρ­κα. Ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τα­φέ­ρνουν. Ὅ­λο το Βι­α­ρέ­τζο πα­ρα­κο­λου­θεῖ. Οἱ γέ­ροι ἐ­κεί­νων ἐ­κεῖ τῶν νέ­ων.

       «Τὸ κα­νο­νά­κι μὲ τὸ κα­μά­κι. Μά, ναί, τὸ κα­νο­νά­κι!»

       «Για­τί δὲν τὸ ἔ­φε­ραν νω­ρί­τε­ρα;»

       Ἐ­κεῖ­νοι τοῦ Κα­ρο­λί­να εἶ­ναι ἐ­κεῖ στὰ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα μέ­τρα. Φαί­νον­ται τὰ που­κά­μι­σα ποὺ ντύ­νουν τὰ κορ­μιά τους.

       Τὸ κα­νο­νά­κι τὸ πῆ­ραν ἀ­πὸ μιὰ γω­νί­α τοῦ γρα­φεί­ου τῆς Δη­μό­σιας Ἀ­ρω­γῆς.

       Ἐ­ὰν θέ­λουν νὰ σω­θοῦν χρει­ά­ζε­ται τὸ κα­νο­νά­κι. Τὸ βλῆ­μα θὰ φύ­γει, πί­σω θὰ φέ­ρει ἕ­να σκοι­νί. Αὐ­τὸ θὰ φτά­σει στὸ σκά­φος, θὰ δε­θεῖ σὲ ἕ­να κα­τάρ­τι. Ἕ­να ἐ­πι­κλι­νὲς ἐ­πί­πε­δο θὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ποὺ θὰ ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τοὺς ναυα­γοὺς καὶ θὰ φτά­νει στὴ στε­ριά.

       Τὴ δι­ά­σω­ση θὰ μπο­ροῦν νὰ τὴν κά­νουν καὶ οἱ κω­πη­λά­τες. Μὲ μί­α βάρ­κα θὰ πλη­σιά­ζουν τοὺς ναυα­γοὺς με­τα­φέ­ρον­τας ἕ­να σκοι­νὶ ποὺ ἔ­χει τὴν ἀρ­χή του στὴ στε­ριά.

       Ἀλ­λὰ ἂν θέ­λουν νὰ εἶ­ναι τέ­λει­οι, νὰ εἶ­ναι σί­γου­ροι ὅ­τι θὰ σώ­σουν αὐ­τὲς τὶς ζω­ὲς στὸ μέ­σο της θά­λασ­σας, οἱ κω­πη­λά­τες ὡς κα­νο­νά­κι πρέ­πει νὰ με­τα­φέ­ρουν δύ­ο σχοι­νιὰ ποὺ δε­μέ­να σταυ­ρω­τὰ στὸ κα­τάρ­τι, ἕ­να θὰ πη­γαί­νει καὶ ἕ­να θὰ ἔρ­χε­ται, θὰ μπο­ροῦ­σε ὅ­λο αὐ­τὸ νὰ εἶ­ναι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ἐ­να­πο­μεῖ­ναν κα­τάρ­τι, στὸ μέ­σο τῶν κυ­μά­των καὶ νὰ τὸ τρα­βή­ξουν στὴ στε­ριά. Φτά­νει νὰ δέ­σουν στὸ σκοι­νὶ μιὰ βάρ­κα μὲ πά­νω… «Εἶ­ναι τέσ­σε­ρις, εἶ­ναι τέσ­σε­ρις»… τοὺς ναυα­γούς. Ἀ­πὸ τὴν στε­ριὰ θὰ τοὺς τρα­βή­ξουν, ἐ­κεῖ­νοι θὰ πλη­σιά­σουν, τὸ κύ­μα δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­σύ­ρει τὴ βάρ­κα για­τὶ θὰ εἶ­ναι δε­μέ­νη, θὰ μπο­ρεῖ σί­γου­ρα νὰ τὴ γε­μί­σει νε­ρό, νὰ τὴν δο­κι­μά­σει ἀλ­λὰ ἡ βάρ­κα θὰ φτά­σει στὴ στε­ριά. Καὶ ὅ­λοι φω­νά­ζουν.

       Οἱ γέ­ροι πράγ­μα­τι δο­κί­μα­σαν τὴν πιὸ πρα­κτι­κὴ ὁ­δό. Νὰ φέ­ρουν αὐ­τοὶ τὰ σκοι­νιὰ καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ προ­σπα­θή­σουν, ἐ­ὰν εἶ­ναι δυ­να­τόν, νὰ βά­λουν οἱ ἴ­διοι κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς ναυα­γοὺς μέ­σα στὴ βάρ­κα καὶ νὰ τὸν φέ­ρουν στὴ στε­ριά. Ἀλ­λὰ ἡ θά­λασ­σα ἦ­ταν πο­λὺ τα­ραγ­μέ­νη. Μιὰ βάρ­κα, ὅ­ταν τὰ κύ­μα­τα σκᾶ­νε μὲ τέ­τοι­α τρό­πο σὲ μιὰ χα­μη­λὴ πα­ρα­λί­α, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα, εἶ­ναι ἕ­να κλα­δά­κι ποὺ στρι­φο­γυ­ρί­ζει χω­ρὶς τὴ θέ­λη­σή του. Μπο­ρεῖ νὰ προ­σπα­θή­σει κα­νεὶς ὅ­σες φο­ρὲς θέ­λει. Δὲν θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρει.

       Τὸ κα­νο­νά­κι ἄρ­χι­σε νὰ ρί­χνει. Ἕ­νας ναυ­τι­κὸς τοῦ Κα­ρο­λί­να κού­νη­σε κου­ρα­σμέ­να τὸ χέ­ρι του κα­θὼς τὸ βλῆ­μα ἔ­πε­φτε μὲ τὸ σκοι­νὶ στὴ θά­λασ­σα, ἴ­σως γιὰ νὰ εἰ­δο­ποι­ή­σει ὅ­τι τὸ σκοι­νὶ ἔ­πε­φτε μα­κριά.

       Ὅ­λο το Βι­α­ρέ­τζο ἦ­ταν ἐ­κεῖ κι ἔ­βλε­πε νὰ πε­θαί­νουν οἱ ναυ­τι­κοί του.

       Ἄρ­χι­ζε νὰ βρα­διά­ζει… «Ἔ­πε­σε ἕ­νας. Εἶ­ναι μό­νο τρεῖς» φω­νά­ζουν οἱ γυ­ναῖ­κες… ἀλ­λὰ ἡ κα­τεύ­θυν­ση εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ κρα­τη­θεῖ ἀ­πὸ ἕ­να σκοι­νὶ ποὺ ξε­λύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα καὶ ποὺ κα­τευ­θύ­νε­ται ὄ­χι σὲ ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σκά­φος ἀλ­λὰ σὲ μιὰ μύ­γα μέ­σα στὴ θά­λασ­σα, σὲ μιὰ ὁ­μά­δα ἀν­θρώ­πων ποὺ μπαι­νο­βγαί­νουν στὴ θά­λασ­σα, κρε­μα­σμέ­νοι ἀ­πὸ ἕ­ναν ἱ­στό.

       Καὶ ἡ βο­λὴ φτά­νει στὰ δέ­κα μέ­τρα, ὅ­ταν εἶ­ναι κα­λή, καὶ συ­χνὰ στὰ πέν­τε μέ­τρα καὶ με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀ­κό­μα μα­κρύ­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς ναυα­γοὺς ποὺ ἀν­τί­θε­τα ὅ­ταν βλέ­πουν κον­τά το σκοι­νὶ τεν­τώ­νουν ὅ­λα τὰ χέ­ρια γιὰ νὰ τὸ πιά­σουν καὶ δὲν φτά­νουν πο­τέ, για­τὶ εἶ­ναι πάν­τα μα­κριά, καὶ με­τὰ πέ­φτει στὴ θά­λασ­σα. Καὶ με­τὰ χρει­ά­ζε­ται νὰ τὸ τρα­βή­ξουν στὴ στε­ριά, νὰ τὸ ξα­να­τα­κτο­ποι­ή­σουν καὶ τό­τε ξα­νὰ νὰ τὸ ἐ­κτο­ξεύ­σουν καὶ τὸ βρά­δυ ἔρ­χε­ται γρή­γο­ρα, ἤ­δη εἶ­ναι μὼβ καὶ οἱ ναυ­τι­κοὶ τοῦ Κα­ρο­λί­να φαί­νον­ται ἀ­κό­μα, ἀλ­λὰ ἤ­δη ἔ­χουν ντυ­θεῖ στὶς σκι­ές. Εἶ­ναι τρεῖς μό­νοι, κολ­λη­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ κα­τάρ­τι. Μὲ τὴ νύ­χτα ἔρ­χε­ται τὸ κρύ­ο. Καὶ ὁ Ἀν­τό­νιο ξα­να­προ­σπά­θη­σε μὲ τὴ σωστι­κὴ λέμβο, κι ἕ­νας προ­σπά­θη­σε κο­λυμ­πών­τας ἀλ­λὰ κόν­τε­ψε νὰ πνι­γεῖ. Ὅ­ταν βρά­δια­σε στὸ κα­τάρ­τι ἔ­μει­νε μό­νο ἕ­νας.

       Κα­νέ­νας ἀ­πὸ τὸ Βι­α­ρέ­τζο δὲν κου­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λί­α ὅ­λη μέ­ρα. Ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ναυ­τι­κός τοῦ Βι­α­ρέ­τζο, μπρο­στὰ στὸ Βι­α­ρέ­τζο, κολ­λη­μέ­νος σὲ ἕ­να κεν­τρι­κὸ κα­τάρ­τι ποὺ ὅ­λο καὶ βυ­θί­ζε­ται.

       Κα­νέ­νας δὲν προ­σπα­θεῖ πιά. Τὸ κα­νο­νά­κι κά­θε τό­σο πυ­ρο­βο­λεῖ. Για­τί;

       Οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν φω­νά­ζουν. Ἡ νύ­χτα εἶ­ναι ἔ­να­στρη. Εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ ὁ ναυ­τι­κός;

       Μί­α κραυ­γὴ ἀ­κού­γε­ται, ἕ­να κά­λε­σμα μιᾶς γυ­ναί­κας, φω­νά­ζει τὸ ὄ­νο­μα τοῦ γιοῦ της ποὺ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ Κα­ρο­λί­να.

       Τὴν φω­νὴ τὴν ἀ­κού­ει ὅ­λη ἡ πα­ρα­λί­α.

       «Νὰ εἶ­ναι ἐ­κεῖ ἀ­κό­μα;»

       Δὲν φαί­νε­ται, δὲν φαί­νε­ται τί­πο­τα, μό­νο τα ἀ­στέ­ρια δὲν φτά­νουν, θὰ χρει­α­ζό­ταν τὸ φεγ­γά­ρι.

       Ἡ θά­λασ­σα ἔ­γι­νε ἀ­κό­μα πιὸ ἄ­γρια.

       Ὅ­λοι τὴ νύ­χτα πε­ρι­μέ­νουν ἐ­κεῖ­νοι ἀ­π’ τὸ Βι­α­ρέ­τζο.



Πη­γή: Mario Tobino, «Quelli di Viareggio», στὸ Racconti, Racconti, Racconti, Mondadori, Milano,2008, σέλ. 131-137.

Μά­ριο Τομ­πί­νο (Mario Tobino) (1910-1991). Γεν­νή­θη­κε στὸ Βι­α­ρέ­τζο τῆς Το­σκά­νης. Φύ­ση ἀ­νή­συ­χη καὶ ἀ­νυ­πά­κου­η τε­λεί­ω­σε τὸ γυ­μνά­σιο σὲ θρη­σκευ­τι­κὸ κολ­λέ­γιο ὅ­που γνώ­ρι­σε τὸν Δάν­τη, τὸν Μα­κια­βέλ­λι καὶ ἄλ­λους κλα­σι­κοὺς τῆς λα­τι­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ Χει­ρουρ­γι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴν Νευ­ρο­ψυ­χι­α­τρι­κή. Στὴ λο­γο­τε­χνί­α κά­νει τὴν εἴ­σο­δό του μέ­σῳ τῆς ποί­η­σης ἐ­νῶ συ­νερ­γά­ζε­ται καὶ μὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­που ἐκ­φρά­ζει τὴν μη­δε­νι­κὴ ἀ­νε­κτι­κό­τη­τά του στὸ φα­σι­σμό. Κα­τὰ τὸν δεύ­τε­ρο παγ­κό­σμιο πό­λε­μο κα­λεῖ­ται νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει ὡς για­τρὸς στὸ μέ­τω­πο τῆς Λι­βύ­ης. Αὐ­τὴ ἡ ἐμ­πει­ρί­α θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὴν ἔμ­πνευ­ση γιὰ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἔρ­γα του μὲ τί­τλο ­ρη­μος τῆς Λι­βύ­ης (Il de­ser­to del­la Li­bia) ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1952 καὶ ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ προ­κύ­ψουν δύ­ο ται­νί­ες. Ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο μὲ ἐ­λα­φρὰ ἀ­να­πη­ρί­α ἀ­πὸ τραυ­μα­τι­σμὸ καὶ ἀ­να­λαμ­βά­νει ὑ­πη­ρε­σί­α ὡς ψυ­χί­α­τρος στὴν Ψυ­χι­α­τρι­κὴ Κλι­νι­κὴ τοῦ Μα­τζά­νο κον­τὰ στὴ Λού­κα. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ψυ­χιά­τρου θὰ τὸν συ­νο­δεύ­σει γιὰ 40 χρό­νια καὶ οἱ ἐμ­πει­ρί­ες του ἀ­πὸ αὐ­τὴν θὰ γί­νουν ἔμ­πνευ­ση καὶ σκη­νι­κὸ γιὰ κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τά του ὅ­πως Οἱ ­λεύ­θε­ρες γυ­ναῖ­κες τοῦ Μα­λιά­νο (Le li­be­re don­ne di Ma­glia­no), ἕ­να ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ὅ­που μέ­σα ἀ­πὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ πα­ρα­τή­ρη­ση ἀλ­λὰ καὶ βα­θὺ ἀν­θρω­πι­σμὸ πε­ρι­γρά­φει τὶς ψυ­χὲς τῶν ἔγ­κλει­στων γυ­ναι­κών. Τὸ θέ­μα τῆς τρέ­λας ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ βα­σι­κὰ θέ­μα­τα τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς του πα­ρα­γω­γῆς ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἀ­κτι­βι­στι­κῆς του δρά­σης. Μα­ζὶ μὲ ἐ­λά­χι­στους ἀ­κό­μα ἰα­τροὺς ξε­κι­νά­ει μά­χη ἐ­νάν­τια στοὺς Νό­μους 180 καὶ 833 τοῦ 1978 οἱ ὁ­ποῖ­ο προ­έ­βλε­παν τὸ κλεί­σι­μο τῶν Ψυ­χι­α­τρεί­ων τῆς Ἰ­τα­λί­ας ἀρ­νού­με­νοι τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῶν ψυ­χι­κῶν ἀ­σθε­νει­ῶν κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τά­γρα­ψε στὸ Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες τοῦ Μα­λιά­νο (Gli ul­ti­mo gio­rni di Ma­glia­no) ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1982. Ἡ ἀν­τί­στα­ση ἐ­νάν­τια σὲ κά­θε μορ­φῆς ἀ­πάν­θρω­πης ἀν­τι­με­τώ­πι­σης καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα ἐ­νάν­τια στὸ να­ζι­σμὸ εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κυ­ρί­αρ­χα θέ­μα­τα τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου ὅ­πως στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα πα­ρά­νο­μος (Il clan­de­stino), μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ κερ­δί­σει τὸ βρα­βεῖ­ο Στρέγ­κα, ὅ­που πε­ρι­γρά­φε­ται ἡ πτώ­ση τοῦ να­ζι­σμοῦ καὶ ἡ ἀρ­χὴ τῆς δρά­σης τῶν παρ­τι­ζά­νων. Τρί­τος πό­λος ἔμ­πνευ­σης γιὰ τὸν Τομ­πί­νο ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια καὶ ἡ παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α. Εἰ­δι­κό­τε­ρα ἡ τε­λευ­ταί­α στὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του Βι­α­ρέ­τζο θὰ ἀ­πο­τυ­πω­θεῖ στὸ Στὴν πα­ρα­λί­α καὶ πέ­ρα ­πὸ τὴν ­πο­βά­θρα (Sul­la spiag­gia e di la dal mo­lo) ἐ­νῶ στὸ δι­ή­γη­μα «Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­π’ τὸ Βι­α­ρέ­τζο» («Quel­li di Via­reg­gio») πρω­τα­γω­νι­στὴς εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ναυ­τι­κὴ κοι­νω­νί­α τοῦ Βι­α­ρέ­τζο ποὺ πε­ρι­γρά­φε­ται ὡς ἕ­να σύ­νο­λο ὁ­ρι­σμέ­νο καὶ κα­θο­ρι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸν τό­πο στὸν ὁ­ποῖ­ο δρᾶ καὶ ἀν­τι­δρᾶ. Σὲ αὐ­τὸ τὸ δι­ή­γη­μα ὁ Τομ­πί­νο πε­ρι­γρά­φει μὲ λυ­ρι­κὸ νε­ο­ρε­α­λι­σμὸ τὶς ἀ­γω­νί­ες τῶν ναυ­τι­κῶν της γε­νέ­θλιας πό­λης του κα­θὼς καὶ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­δυ­να­μί­ας μπρο­στὰ στὴ δύ­να­μη τῆς φύ­σης. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ βρα­βεῖ­ο Στρέγ­κα ὁ Τομ­πί­νο θὰ κερ­δί­σει, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, τὸ βρα­βεῖ­ο Βι­α­ρέ­τζο, τὸ βρα­βεῖ­ο Καμ­πι­έλ­λο καὶ μί­α μέ­ρα πρὶν τὸ θά­να­τό του θὰ πα­ρα­λά­βει τὸ βρα­βεῖ­ο Λου­ί­τζι Πι­ραν­τέλ­λο στὸ Ἀγ­κρι­τζέν­το. Ὁ τά­φος του βρί­σκε­ται στὸ Βι­α­ρέ­τζο ἐ­νῶ ἡ ἀ­να­θη­μα­τι­κὴ πλά­κα ποὺ τοῦ ἀ­φι­έ­ρω­σε ὁ Δῆ­μος τῆς Λού­κα κλεί­νει μὲ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ συγ­γρα­φέ­α ὅ­πως αὐ­τὸ ἐκ­φρά­ζε­ται στὸ ἔρ­γο τοῦ Οἱ ­λεύ­θε­ρες γυ­ναῖ­κες τοῦ Μα­λιά­νο (Le li­be­re don­ne di Ma­glia­no): «Μέ­σα σὲ ἕ­να δω­μά­τιο ψυ­χι­α­τρεί­ου με­λε­τῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς ἀ­γα­πῶ. Ἐ­δῶ πε­ρι­μέ­νω: δό­ξα καὶ θά­να­το. […] Καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α μου εἶ­ναι νὰ κά­νω κά­θε κόκ­κο αὐ­τῆς τῆς γῆς ἕ­να τό­πο ἤ­ρε­μης, τα­κτο­ποι­η­μέ­νης, παγ­κό­σμιας συ­νο­μι­λί­ας.» (ἀ­πὸ τὸ Franco Bellato, «La vita di Mario Tobino»,

http://www.fondazionemariotobino.it/content.php?p=4 )

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Μα­ρί­α Χα­τζη­κυ­ρι­α­κί­δου (Πει­ραι­ᾶς, 1980). Ἀ­πό­φοι­τη τοῦ τμή­μα­τος Ἰ­α­τρι­κῶν Ἐρ­γα­στη­ρι­ῶν ΣΕΥΠ ΑΤΕΙ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Σπού­δα­σε Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ Ἱ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸ στὸ ΕΑΠ. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Εἰ­δι­κὸ Ἀν­τι­καρ­κι­νι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο Πει­ραι­ᾶ «Με­τα­ξᾶ». Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά, ἐ­νῶ ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὸ ἔρ­γο τῆς ἑλ­λη­νο-ἰ­τα­λί­δας ποι­ή­τριας καὶ πε­ζο­γρά­φου Angelica Palli-Bartolomei (1798-1875).

[1] il patino a salvare στὰ ἰταλικά. «Ἁπλὸ σκάφος ἀναψυχῆς ἀποτελούμενο ἀπὸ δύο πλωτῆρες ποὺ συγκρατοῦνται μεταξύ τους μὲ ἐγκάρσιες ράβδους πάνω στὶς ὁποῖες στερεώνονται τὰ καθίσματα.»

Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati): Ὁ δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε



Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati)


Ὁ δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε

(Il disco si posò)


ΤΑΝ ΒΡΑΔΥ καὶ ἡ ἐ­ξο­χὴ ἤ­δη μι­σο­κοι­μό­ταν. Ἀ­πὸ τὶς κοι­λά­δες ση­κω­νό­ταν τὸ χνού­δι τῆς ὁ­μί­χλης καὶ ἀ­κου­γό­ταν τὸ κά­λε­σμα τοῦ μο­να­χι­κοῦ βα­τρά­χου ποὺ ὅ­μως σύν­το­μα σι­ω­ποῦ­σε (τὴν ὥ­ρα ποὺ νι­κι­οῦν­ται ἀ­κό­μα καὶ οἱ καρ­δι­ὲς ἀ­πὸ πά­γο, μὲ τὸν κα­θά­ριο οὐ­ρα­νό, τὴν ἀ­νε­ξή­γη­τη γα­λή­νη τοῦ κό­σμου, τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ, τὶς νυ­χτε­ρί­δες καὶ τὰ κρυ­φὰ βή­μα­τα τῶν πνευ­μά­των στὰ πα­λιὰ σπί­τια), ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα, νά­ ’­τος, ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος προ­σγει­ώ­θη­κε στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἐ­νο­ρί­ας ποὺ δε­σπό­ζει στὴν κο­ρυ­φὴ τοῦ χω­ριοῦ.

       Χω­ρὶς νὰ τὸν ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ μό­λις εἶ­χαν μπεῖ στὰ σπί­τια τους, ὁ μη­χα­νι­σμὸς κα­τέ­βη­κε κά­θε­τα ἀ­πὸ τὸ δι­ά­στη­μα, δί­στα­σε με­ρι­κὲς στιγ­μὲς βγά­ζον­τας ἕ­να εἶ­δος βου­η­τοῦ, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἄγ­γι­ξε τὴ σκε­πὴ χω­ρὶς θό­ρυ­βο, ὅ­πως ἕ­να πε­ρι­στέ­ρι. Ἦ­ταν με­γά­λος, φω­τει­νός, συμ­πα­γής, ὅ­μοι­ος μὲ μί­α τε­ρά­στια φα­κή. Ἀ­πὸ κά­ποι­α ἀ­νοίγ­μα­τα συ­νέ­χι­σε νὰ βγαί­νει σφυ­ρί­ζον­τας ἕ­να ἀ­ε­ρά­κι. Στὴ συ­νέ­χεια σι­ώ­πη­σε καὶ ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τος, σὰν νε­κρός.

       Ἀ­πὸ κά­τω, στὸ δω­μά­τιο ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς κά­τω ἀ­πὸ τὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ἐ­φη­μέ­ριος, ὁ δὸν Πι­έ­τρο, δι­ά­βα­ζε μὲ τὸ ποῦ­ρο το­σκά­νο στὸ στό­μα. Ἀ­κού­γον­τας τὸν ἀ­συ­νή­θι­στο θό­ρυ­βο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­θρό­να καὶ πῆ­γε στὸ πα­ρά­θυ­ρο νὰ δεῖ τί συμ­βαί­νει. Εἶ­δε λοι­πὸν αὐ­τὸ τὸ πα­ρά­ξε­νο ἀν­τι­κεί­με­νο, ποὺ εἶ­χε γα­λά­ζιο ἀ­νοι­χτὸ χρῶ­μα καὶ δι­ά­με­τρο πε­ρί­που δέ­κα μέ­τρα.

       Δὲν φο­βή­θη­κε, οὔ­τε φώ­να­ξε, οὔ­τε ἔ­μει­νε κα­τά­πλη­κτος. Ἔ­χει ἄ­ρα­γε ἐν­τυ­πω­σια­στεῖ πο­τὲ ἀ­πὸ κά­τι ὁ ὑ­πε­ρο­πτι­κὸς καὶ ἀ­πτό­η­τος δὸν Πι­έ­τρο; Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ, μὲ τὸ ποῦ­ρο στὸ στό­μα, νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρεῖ. Καὶ ὅ­ταν εἶ­δε νὰ ἀ­νοί­γει ἡ πορ­τού­λα, ἁ­πλὰ τέν­τω­σε τὸ χέ­ρι του: πέ­ρα, στὸν τοῖ­χο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο τὸ δί­καν­νο.

       Τώ­ρα, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῶν δύ­ο πα­ρά­ξε­νων πλα­σμά­των ποὺ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὸ δί­σκο δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μί­α σι­γου­ριά. Προ­κα­λεῖ με­γά­λη σύγ­χυ­ση ὁ δὸν Πι­έ­τρο. Ἀ­κό­μα καὶ στὶς με­τα­γε­νέ­στε­ρες ἀ­φη­γή­σεις του συ­νε­χί­ζει νὰ ἀν­τι­φά­σκει. Σί­γου­ρα γνω­ρί­ζου­με μό­νο αὐ­τό: ἦ­ταν λε­πτοὶ καὶ κον­τοί, ἕ­να μέ­τρο, ἕ­να καὶ δέ­κα. Αὐ­τὸς ὅ­μως λέ­ει ὅ­τι μά­κραι­ναν ἢ κόν­ται­ναν σὰν νὰ ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ ἐ­λα­στι­κό. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν μορ­φή, δὲν κα­τά­λα­βε πολ­λά: «ἔ­μοια­ζαν μὲ πί­δα­κες σιν­τρι­βα­νιοῦ, πιὸ φαρ­διοὶ στὴν κο­ρυ­φὴ καὶ πιὸ στε­νοὶ χα­μη­λό­τε­ρα» ἔ­λε­γε ὁ δὸν Πι­έ­τρο, «ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο κα­λι­κάν­τζα­ρους, ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο ἔν­το­μα, ἔ­μοια­ζαν μὲ σκου­πί­τσες, ἔ­μοια­ζαν μὲ δύ­ο με­γά­λα σπίρ­τα». «Καὶ εἶ­χαν δύ­ο μά­τια ὅ­πως ἐ­μεῖς»; «Βέ­βαι­α, ἕ­να σὲ κά­θε με­ριά, ἀλ­λὰ μι­κρά». Καὶ τὸ στό­μα; Καὶ τὰ χέ­ρια; Καὶ τὰ πό­δια; Ὁ δὸν Πι­έ­τρο δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει: «Κά­ποι­ες στιγ­μὲς ἔ­βλε­πα δύ­ο πο­δα­ρά­κια καὶ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο με­τὰ δὲν τὰ ἔ­βλε­πα πιά…ὅ­πως καὶ νά ’­χει, ποῦ νὰ ξέ­ρω ἐ­γώ; Ἀ­φῆ­στε με ἐ­πι­τέ­λους στὴν ἡ­συ­χί­α μου!».

       Σι­ω­πη­λός, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας τοὺς ἄ­φη­σε νὰ πει­ρα­μα­τί­ζον­ται μὲ τὸν δί­σκο. Μι­λοῦ­σαν με­τα­ξύ τους χα­μη­λό­φω­να, ἕ­νας δι­ά­λο­γος ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ τρί­ξι­μο. Με­τά, σκαρ­φά­λω­σαν στὴν ὀ­ρο­φὴ ποὺ ἔ­χει μί­α ἐ­λα­φριὰ κλή­ση πρὸς τὰ κά­τω, κι ἔ­φτα­σαν στὸ σταυ­ρό, αὐ­τὸν ποὺ ἦ­ταν στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς πρό­σο­ψης. Γύ­ρι­σαν γύ­ρω του, τὸν ἄγ­γι­ξαν, ἔ­μοια­ζαν νὰ τὸν με­τρᾶ­νε. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τοὺς ἄ­φη­σε νὰ τὸν πε­ρι­ερ­γα­στοῦν, πάν­τα ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας τὸ δί­καν­νο. Μὰ ξαφ­νι­κὰ ἄλ­λα­ξε γνώ­μη.

       «Ἔ­ϊ» τοὺς φώ­να­ξε μὲ τὴν στεν­τό­ρεια φω­νή του. «Ἐ­σεῖς, ἐ­κεῖ πά­νω, οἱ νε­α­ροί. Ποι­οί εἶ­στε;»

       Καὶ οἱ δύ­ο γύ­ρι­σαν καὶ τὸν κοί­τα­ξαν καὶ φά­νη­καν πο­λὺ λί­γο τα­ραγ­μέ­νοι. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ κα­τέ­βη­καν ἀ­μέ­σως καὶ πλη­σί­α­σαν στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α. Με­τά, ὁ πιὸ ψη­λὸς ἄρ­χι­σε νὰ μι­λᾶ.

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο —κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος πα­ρα­δέ­χτη­κε— τα­ρά­χτη­κε: ὁ ἀ­ρεια­νὸς (για­τὶ ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στιγ­μή, ποι­ός ξέ­ρει για­τί, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος πὼς ὁ ἱ­πτά­με­νος δί­σκος ἦρ­θε ἀ­πὸ τὸν Ἄ­ρη κι οὔ­τε σκέ­φτη­κε πο­τὲ νὰ ἀλ­λά­ξει αὐ­τή του τὴν πε­ποί­θη­ση), ὁ ἀ­ρεια­νὸς μι­λοῦ­σε μιὰ ἄ­γνω­στη γλώσ­σα. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν μιὰ πραγ­μα­τι­κὴ γλώσ­σα; Κά­τι ἦ­χοι ἦ­ταν, τὴν ἀ­λή­θεια ὄ­χι δυ­σά­ρε­στοι, ὅ­λοι στὴ σει­ρὰ χω­ρὶς κα­μί­α παύ­ση. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κα­τά­λα­βε τὰ πάν­τα ἀ­μέ­σως σὰν νὰ ἐ­πρό­κει­το γιὰ τὴν ἴ­δια του τὴν δι­ά­λε­κτο. Με­τα­φο­ρὰ σκέ­ψης; Ἢ μή­πως ἕ­να εἶ­δος παγ­κό­σμιας γλώσ­σας αὐ­τό­μα­τα κα­τα­νο­η­τῆς;

       «Ἠ­ρέ­μη­σε, ἠ­ρέ­μη­σε», εἶ­πε ὁ ἄ­γνω­στος, «σὲ λί­γο θὰ φύ­γου­με. Ξέ­ρεις, ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ γυ­ρί­ζου­με τὸν κό­σμο, σᾶς πα­ρα­τη­ροῦ­με, ἀ­κοῦ­με τὰ ρα­δι­ό­φω­νά σας, ἔ­χου­με μά­θει σχε­δὸν τὰ πάν­τα. Ὅ­ταν μι­λᾶς ἐ­σύ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἐ­γὼ σὲ κα­τα­λα­βαί­νω. Μό­νο ἕ­να πράγ­μα δὲν ἔ­χου­με ἀ­πο­κω­δι­κο­ποι­ή­σει. Τί εἶ­ναι αὐ­τὲς οἱ κε­ραῖ­ες; (καὶ ἔ­δει­ξε τὸν σταυ­ρό). Τὶς ἔ­χε­τε παν­τοῦ, σὲ πύρ­γους καὶ σὲ καμ­πα­να­ριά, στὶς κο­ρυ­φὲς τῶν βου­νῶν, καὶ με­τὰ ἔ­χε­τε στρα­τι­ὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, κλει­σμέ­νες σὲ τεί­χη σὰν νὰ ἦ­ταν σὲ φυ­τώ­ρια. Πές μου λοι­πόν, ἄν­θρω­πε, σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν;»

       «Μὰ εἶ­ναι σταυ­ροί!» φώ­να­ξε ὁ δὸν Πι­έ­τρο. Καὶ τό­τε πρό­σε­ξε ὅ­τι αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο ἔ­φε­ραν στὸ κε­φά­λι τους ἕ­να λο­φί­ο, σὰν μα­λα­κὴ βούρ­τσα, ψη­λὴ μέ­χρι εἴ­κο­σι ἑ­κα­το­στά. Ὄ­χι, δὲν ἦ­ταν μαλ­λιά, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἔ­μοια­ζαν μὲ λε­πτοὺς μί­σχους φυ­τῶν ποὺ τρε­μό­παι­ζαν, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ζω­η­ροί, ποὺ ἔ­τρε­μαν συ­νέ­χεια. Ἢ μή­πως ἦ­ταν μι­κρὲς ἀ­κτί­νες ἢ ἕ­να στέμ­μα ἀ­πὸ ἠ­λε­κτρι­κὴ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α;

       «Σταυ­ροί» ἐ­πα­νά­λα­βε συλ­λα­βί­ζον­τας ὁ ξέ­νος. «Καὶ σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο ἀ­κούμ­πη­σε τὸ δί­καν­νο στὸ πά­τω­μα σὲ ἀ­πό­στα­ση ὅ­μως ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ πιά­σει. Ξε­δί­πλω­σε τὸ ἀ­νά­στη­μά του καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ εἶ­ναι ἐ­πί­ση­μος:

       «Εἶ­ναι χρή­σι­μοι γιὰ τὶς ψυ­χές μας» ἀ­πάν­τη­σε. «Εἶ­ναι τὸ σύμ­βο­λο τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ποὺ πέ­θα­νε γιὰ μᾶς πά­νω στὸ σταυ­ρό.»

       Ξαφ­νι­κά, στὸ κε­φά­λι τῶν ἀ­ρεια­νῶν, οἱ ἀ­χνὲς τοῦ­φες ἄρ­χι­σαν νὰ τρέ­μουν. Ἦ­ταν ἕ­να ση­μά­δι ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἢ συγ­κί­νη­σης; Ἢ ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ τρό­πος τους νὰ γε­λοῦν;

       «Καὶ ποῦ; ποῦ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει συμ­βεῖ αὐ­τό;» ρώ­τη­σε καὶ πά­λι ὁ πιὸ ψη­λὸς μὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ τρί­ξι­μο ποὺ θύ­μι­ζε σή­μα­τα Μὸρς καὶ μὲ μιὰ φευ­γα­λέ­α ἀ­πό­χρω­ση εἰ­ρω­νεί­ας. «Θέ­λεις νὰ πεῖς ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἦρ­θε ἐ­δῶ, ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­σάς;»

       «Ἐ­δῶ, στὴν Γῆ. Στὴν Πα­λαι­στί­νη.»

       Ὁ τό­νος ἀμ­φι­σβή­τη­σης ἐ­νό­χλη­σε τὸν δὸν Πέ­τρο.

       «Θὰ ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη ἱ­στο­ρί­α», εἶ­πε, «ἴ­σως πο­λὺ με­γά­λη γιὰ σο­φοὺς ὅ­πως ἐ­σεῖς».

       Στὸ κε­φά­λι τοῦ ξέ­νου τὸ χα­ρι­τω­μέ­νο ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο στέμ­μα τρε­μό­παι­ξε δύ­ο ἢ τρεῖς φο­ρές. Ἔ­μοια­ζε νὰ τὸ κι­νεῖ ὁ ἄ­νε­μος.

       «Ὤ, θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα μί­α ὑ­πέ­ρο­χη ἱ­στο­ρί­α» εἶ­πε μὲ συγ­κα­τά­βα­ση. «Ἄν­θρω­πε, θὰ ἤ­θε­λα πραγ­μα­τι­κὰ νὰ τὴν ἀ­κού­σω».

       Τὴν καρ­διὰ τοῦ δὸν Πι­έ­τρο φώ­τι­σε ἡ ἐλ­πί­δα νὰ προ­ση­λυ­τί­σει ἕ­ναν κά­τοι­κο ἄλ­λου πλα­νή­τη. Θὰ ἦ­ταν ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νὸς καὶ ὁ ἴ­διος θὰ ἀ­πο­κτοῦ­σε αἰ­ώ­νια δό­ξα.

       «Ἐ­ὰν θέ­λε­τε μό­νο αὐ­τό…» εἶ­πε κου­ρα­σμέ­νος. «Ἀλ­λὰ ἐ­λᾶ­τε κον­τά, ἐ­λᾶ­τε ἐ­δῶ, μέ­σα στὸ δω­μά­τιό μου.»

       Ἦ­ταν σί­γου­ρα μιὰ πα­ρά­ξε­νη σκη­νή, στὸ δω­μά­τιο τοῦ ἐ­φη­μέ­ριου, ἐ­κεῖ­νος κα­θι­σμέ­νος στὸ γρα­φεῖ­ο του κά­τω ἀ­πὸ τὸ φῶς μιᾶς πα­λιᾶς λάμ­πας, μὲ τὴν Βί­βλο στὰ χέ­ρια του καὶ οἱ δύ­ο ἀ­ρεια­νοὶ ὄρ­θιοι πά­νω στὸ κρε­βά­τι, για­τὶ ὁ δὸν Πι­έ­τρο τοὺς κά­λε­σε νὰ βο­λευ­τοῦν, νὰ κά­τσουν στὸ στρῶ­μα, καὶ ἐ­πέ­με­νε, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι δὲν κα­τά­φε­ραν νὰ κα­θί­σουν καὶ βλέ­πον­τας ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σαν, γιὰ νὰ μὴν ἀρ­νη­θοῦν, στὸ τέ­λος ἀ­νέ­βη­καν πά­νω στὸ κρε­βά­τι, στά­θη­καν ὄρ­θιοι, μὲ τὸ λο­φί­ο στη­τὸ καὶ τρε­μά­με­νο πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ πο­τέ.

       «Ἀ­κοῦ­στε μι­κρές μου σκου­πί­τσες!» εἶ­πε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ἀ­πό­το­μα, ἀ­νοί­γον­τας τὸ βι­βλί­ο δι­ά­βα­σε: «ὁ Αἰ­ώ­νιος Θε­ὸς πῆ­ρε τό­τε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἔ­βα­λε στὸν κῆ­πο τῆς Ἐ­δέμ…καὶ τοῦ ἔ­δω­σε αὐ­τὴ τὴν ἐν­το­λή: μπο­ρεῖ­τε νὰ φᾶ­τε ἐ­λεύ­θε­ρα καρποὺς ἀ­πὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε δέν­τρο τοῦ κή­που, ἀλ­λὰ τὸν καρπὸ τοῦ δέν­τρου τῆς γνώ­σης τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ δὲν θὰ τὸν φᾶ­τε: για­τὶ τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ θὰ φᾶ­τε ἀ­πὸ αὐ­τό, σί­γου­ρα θὰ εἶ­ναι ἡ μέ­ρα τοῦ θα­νά­του σας. Με­τά, ὁ Αἰ­ώ­νιος Θε­ός….».

       Σή­κω­σε τὰ μά­τια ἀ­πὸ τὴν σε­λί­δα καὶ εἶ­δε τὸ λο­φί­ο νὰ τρε­μο­παί­ζει πο­λὺ ἔν­το­να. «Ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ δὲν κα­τα­λα­βαί­νε­τε;»

       Ὁ ἀ­ρεια­νὸς ρώ­τη­σε: «καὶ πές μου, τὸ φά­γα­τε πα­ρό­λα αὐ­τά; Δὲν ξέ­ρα­τε πῶς νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ­τε; Ἔ­τσι δὲν ἔ­γι­νε;»

       «Ἀ­κρι­βῶς. Τὸ ἔ­φα­γαν» πα­ρα­δέ­χτη­κε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καὶ ἡ φω­νή του γέ­μι­σε θυ­μό. «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ δῶ κι ἐ­σᾶς. Μή­πως ὑ­πῆρ­χε καὶ στὸν πλα­νή­τη σας τὸ δέν­τρο τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ;»

       «Φυ­σι­κά. Ὑ­πῆρ­χε καὶ στὸν πλα­νή­τη μας. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια πρίν. Εἶ­ναι ἀ­κό­μα πρά­σι­νο.»

       «Κι ἐ­σεῖς; θέ­λω νὰ πῶ, τοὺς καρπούς, δὲν τοὺς δο­κι­μά­σα­τε;»

       «Πο­τέ» εἶ­πε ὁ ἄ­γνω­στος. «Τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει ὁ νό­μος.»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο ἀ­να­στέ­να­ξε τα­πει­νω­μέ­νος. Αὐ­τοὶ οἱ δύ­ο λοι­πὸν ἦ­ταν ἁ­γνοί, ὅ­μοι­οι μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους στὸν οὐ­ρα­νό, δὲν γνώ­ρι­ζαν τὴν ἁ­μαρ­τί­α, δὲν ἤ­ξε­ραν τί θὰ πεῖ κα­κί­α, μί­σος, ψέ­μα; Κοί­τα­ξε γύ­ρω του σὰν νὰ ἔ­ψα­χνε γιὰ βο­ή­θεια μέ­χρι ποὺ εἶ­δε μέ­σα στὸ ἀ­χνὸ φῶς, πά­νω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, τὸν μαῦ­ρο ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.

       Ἀ­να­θάρ­ρη­σε: «ναί, γι’ αὐ­τὸν τὸν καρπὸ κα­τα­στρα­φή­κα­με… ἀλ­λὰ ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ» φώ­να­ξε κι ἔ­νι­ω­σε ἕ­ναν κόμ­πο στὸ λαι­μὸ «ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Καὶ κα­τέ­βη­κε ἐ­δῶ, ἀ­νά­με­σά μας!». Ὁ ἄλ­λος πα­ρέ­μει­νε ἀ­πα­θής. Μό­νο τὸ λο­φί­ο πή­γαι­νε ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη ὅ­μοι­ο μὲ μιὰ σκω­πτι­κὴ φλό­γα.

       «Λὲς ὅ­τι ἦρ­θε ἐ­δῶ, στὴ Γῆ; Κι ἐ­σεῖς; Τί κά­να­τε; Τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξα­τε βα­σι­λιά σας; Ἂν δὲν κά­νω λά­θος εἶ­πες πρὶν ὅ­τι πέ­θα­νε στὸν σταυ­ρό… τὸν σκο­τώ­σα­τε ἑ­πο­μέ­νως;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο πά­λευ­ε σκλη­ρά: «ἀ­πὸ τό­τε ἔ­χουν πε­ρά­σει σχε­δὸν δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια! Ἀ­κρι­βῶς γιὰ ἐ­μᾶς πέ­θα­νε, γιὰ τὴν δι­κή μας αἰ­ώ­νια ζω­ή!».

       Σι­ώ­πη­σε, δὲν ἤ­ξε­ρε τί ἄλ­λο νὰ πεῖ. Καὶ στὴν σκο­τει­νὴ γω­νί­α τὰ δύ­ο μυ­στη­ρι­ώ­δη λο­φί­α καί­γον­ταν, πραγ­μα­τι­κὰ καί­γον­ταν ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο φῶς. Ἐ­πι­κρά­τη­σε σι­ω­πὴ καὶ ἀ­πέ­ξω ἀ­κού­στη­κε τὸ τρα­γού­δι τῶν γρύλ­λων.

       «Καὶ ὅ­λο αὐ­τό» ρώ­τη­σε ξα­νὰ ὁ ἀ­ρεια­νὸς μὲ ὑ­πο­μο­νὴ δα­σκά­λου «ὅ­λο αὐ­τὸ χρη­σί­μευ­σε κά­που;»

       Ὁ δὸν Πι­έ­τρο δὲν μί­λη­σε. Πε­ρι­ο­ρί­στη­κε νὰ κά­νει μιὰ κί­νη­ση μὲ τὸ δε­ξί του χέ­ρι, ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος σὰν νὰ ἔ­λε­γε: τί θέ­λε­τε; ἔ­τσι πλα­στή­κα­με, εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί, φτω­χὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ σκου­λή­κια ποὺ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα κα­λύ­πτον­τας τὸ πρό­σω­πο μὲ τὰ χέ­ρια του.

       Πό­ση ὥ­ρα πέ­ρα­σε; Ὧ­ρες, λε­πτά; Ἡ φω­νὴ τῶν φι­λο­ξε­νού­με­νων ἐ­πα­νέ­φε­ρε τὸν δὸν Πι­έ­τρο. Σή­κω­σε τὰ μά­τια καὶ τοὺς εἶ­δε ἤ­δη στὸ περ­βά­ζι νὰ ἑ­τοι­μά­ζον­ται, θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, νὰ φύ­γουν. Μὲ φόν­το τὸν νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νὸ τὰ δύ­ο λο­φί­α τρε­μό­παι­ζαν μὲ γο­η­τευ­τι­κὴ χά­ρη.

       «Ἄν­θρω­πε» ρώ­τη­σε ὁ συ­νή­θης ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο. «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ;»

       «Τί κά­νω; Προ­σεύ­χο­μαι!…ἐ­σεῖς ὄ­χι; Ἐ­σεῖς δὲν προ­σεύ­χε­στε;»

       «Νὰ προ­σευ­χό­μα­στε; Ἐ­μεῖς; Για­τί νὰ προ­σευ­χό­μα­στε;»

       «Δη­λα­δὴ τὸν Θε­ὸ δὲν τὸν πα­ρα­κα­λεῖ­τε πο­τέ;»

       «Μὰ ὄ­χι!» εἶ­πε τὸ πα­ρά­ξε­νο πλά­σμα καί, ποι­ός ξέ­ρει πῶς, τὸ ζω­η­ρὸ στέμ­μα του, στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα νὰ τρέ­μει, καὶ ἔ­γι­νε πλα­δα­ρὸ καὶ ἄ­χρω­μο.

       «Ὤ, κα­η­με­νού­λη­δες» μουρ­μού­ρι­σε ὁ δὸν Πι­έ­τρο, ἀλ­λὰ μὲ τρό­πο ποὺ οἱ δύ­ο ξέ­νοι δὲν τὸν ἄ­κου­σαν, ὅ­πως κά­νει κα­νεὶς μὲ τοὺς σο­βα­ρὰ ἀ­σθε­νεῖς. Ση­κώ­θη­κε στὰ πό­δια του, τὸ αἷ­μα ξα­νάρ­χι­σε νὰ τρέ­χει μὲ δύ­να­μη πά­νω-κά­τω στὶς φλέ­βες του. Πρὶν λί­γο αἰ­σθα­νό­ταν σὰν κάμ­πια. Μὰ τώ­ρα ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. «Χέ,χέ» γε­λοῦ­σε μέ­σα του, «ἐ­σεῖς δὲν ἔ­χε­τε τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα μὲ ὅ­λες του τὶς συ­νέ­πει­ες. Εὐ­γε­νεῖς, σο­φοί, ἄ­κρι­τοι. Δὲν συ­ναν­τή­σα­τε πο­τὲ τὸ δαι­μό­νιο. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔρ­χε­ται τὸ βρά­δυ, θὰ ἤ­θε­λα νὰ ξέ­ρω πῶς αἰ­σθά­νε­στε! Ἀ­πί­στευ­τα μό­νοι, ὑ­πο­θέ­τω, νε­κροὶ ἀ­πὸ τὴν ἀ­χρη­στί­α καὶ τὴν πλή­ξη» (οἱ δύ­ο ξέ­νοι εἶ­χαν ἤ­δη πε­ρά­σει τὴν πορ­τού­λα τοῦ δί­σκου, τὴν εἶ­χαν κλεί­σει καὶ ὁ κι­νη­τή­ρας εἶ­χε ἤ­δη ξε­κι­νή­σει μὲ ἕ­ναν βου­βὸ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἁρ­μο­νι­κὸ θό­ρυ­βο. Σι­γὰ-σι­γά, σχε­δὸν ἀ­πὸ θαῦ­μα, ὁ δί­σκος ἀ­πο­κολ­λή­θη­κε καὶ ἀ­νυ­ψώ­θη­κε σὰν νὰ ἦ­ταν μπα­λό­νι: με­τά, ἀ­φοῦ γύ­ρι­σε λί­γο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἔ­φυ­γε ψη­λὰ μὲ ἀ­πί­στευ­τη τα­χύ­τη­τα, ψη­λά, κα­τευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τὸν ἀ­στε­ρι­σμὸ τῶν Δι­δύ­μων.). «Ὤ» συ­νέ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας «ὁ Θε­ὸς προ­τι­μᾶ σί­γου­ρα ἐ­μᾶς! Κα­λύ­τε­ρα με­ρι­κὰ γου­ρού­νια σὰν ἐ­μᾶς, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἄ­πλη­στοι, ἀ­νή­θι­κοι, ψεῦ­τες, ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς πρω­το­κλα­σά­τους ποὺ πο­τὲ δὲν τοῦ ἀ­πευ­θύ­νουν τὸ λό­γο. Τί ἱ­κα­νο­ποί­η­ση μπο­ρεῖ νὰ πά­ρει ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ τέ­τοι­α ὄν­τα; Καὶ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει ἡ ζω­ὴ ἂν δὲν ὑ­πάρ­χει τὸ κα­κό, ἡ με­τά­νοι­α, τὸ κλά­μα;»

       Ἀ­πὸ τὴ χα­ρά του, ἅρ­πα­ξε τὸ ὅ­πλο, κοί­τα­ξε τὸν ἱ­πτά­με­νο δί­σκο ποὺ τώ­ρα πιὰ ἦ­ταν μί­α ἀ­χνὴ κη­λί­δα στὸ μέ­σο τοῦ οὐ­ρά­νιου θό­λου καὶ ἔ­ρι­ξε μία βο­λή. Κι ἀ­πὸ τοὺς μα­κρι­νοὺς λό­φους ἀ­πάν­τη­σε τὸ οὐρ­λια­χτὸ τῶν σκυ­λι­ῶν.


Δεῖτε καὶ ἀκοῦστε τὴν εἰκονογραφημένη ἀφήγηση

τοῦ Ginο Caiafa (δημ. 13.02.2018).


Ντί­νο Μπου­τζά­τι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ καὶ ξε­κί­νη­σε τὴν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δου­λεύ­ον­τας στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα Corriere della Serra, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὣς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ζω­γρά­φος, σκη­νο­γρά­φος καὶ μου­σι­κός. Γνώ­στης τῆς κεν­τρο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τῆς σκαν­δι­να­βι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τὸν Κάφ­κα. Με­τὰ τὴν ἐμ­πει­ρί­α του στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α ἔ­γρα­ψε τὸ πιὸ δι­ά­ση­μο βι­βλί­ο του ­ρη­μος τῶν Ταρ­τά­ρων τὸ ὁ­ποῖ­ο με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες. Στὰ δι­η­γή­μα­τά του ξε­χω­ρί­ζει ὁ ὑ­περ­ρε­α­λι­στι­κὸς μύ­θος τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που ποὺ πε­ρι­στοι­χί­ζε­ται ἀ­πὸ προ­βλή­μα­τα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ βρεῖ λύ­ση. Ἀ­πὸ μιὰ ἄ­πο­ψη, εἶ­ναι ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας πο­λὺ ρε­α­λι­στι­κὸς μὲ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μα­τιὰ στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μο­να­ξιὰ καὶ ἀ­γω­νί­α. Πραγ­μα­τεύ­ε­ται θέ­μα­τα καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ὅ­πως ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του, ἡ μα­γεί­α, τὸ μυ­στή­ριο, ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ ἀ­πό­λυ­του καὶ τοῦ με­τα­βλη­τοῦ καὶ τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτο τῆς μοί­ρας. Ἡ τε­λευ­ταί­α εἶ­ναι συ­χνὰ ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια τῶν δι­η­γη­μά­των του, αἰ­νιγ­μα­τι­κὴ καὶ παν­το­δύ­να­μη καὶ κά­ποι­ες φο­ρὲς σαρ­κα­στι­κή. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς λί­γους στὴν Ἰ­τα­λί­α ποὺ προ­ή­γα­γε τὴν φαν­τα­στι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ φαν­τα­στι­κὸ γιὰ νὰ κα­τα­δυ­θεῖ στοὺς με­γα­λύ­τε­ρους φό­βους καὶ ἐ­φιά­λτες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ψυ­χῆς ποὺ τα­λα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς ἴ­δι­ες της τὶς ἀν­τι­θέ­σεις. Δεῖ­τε καὶ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στὸν συγ­γρα­φέ­α.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Μα­ρί­α Χα­τζη­κυ­ρι­α­κί­δου (Πει­ραι­ᾶς, 1980). Ἀ­πό­φοι­τη τοῦ τμή­μα­τος Ἰ­α­τρι­κῶν Ἐρ­γα­στη­ρι­ῶν ΣΕΥΠ ΑΤΕΙ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Σπού­δα­σε Ἰ­τα­λι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ Ἱ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸ στὸ ΕΑΠ. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Εἰ­δι­κὸ Ἀν­τι­καρ­κι­νι­κὸ Νο­σο­κο­μεῖ­ο Πει­ραι­ᾶ «Με­τα­ξᾶ». Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά, ἐ­νῶ ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὸ ἔρ­γο τῆς ἑλ­λη­νο-ἰ­τα­λί­δας ποι­ή­τριας καὶ πε­ζο­γρά­φου Angelica Palli-Bartolomei (1798-1875).

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Τὸ ἄ­ρω­μα τοῦ χρό­νου



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Τὸ ἄ­ρω­μα τοῦ χρό­νου

(Aria del tempo)


ΓΚΑΙΝΙΑ σὲ μιὰ πι­να­κο­θή­κη. Τὰ ἔρ­γα εἶ­ναι μέ­τρια, ὁ μπου­φὲς ἀ­κό­μα πιὸ μέ­τριος —ζε­στὸ Προ­σέ­κο[1] καὶ πα­γω­μέ­νο φα­γη­τό— ἀλ­λὰ ἡ ὁ­μι­λί­α ποὺ ἐ­πι­λέ­χτη­κε γιὰ νὰ συ­νο­δέ­ψει τὸ πο­λι­τι­στι­κὸ γε­γο­νὸς εἶ­ναι ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ σοῦ μέ­νουν. Ὁ τί­τλος εἶ­ναι «Χρώ­μα­τα κι ἀ­ρώ­μα­τα». Μι­λᾶ μιὰ κυ­ρί­α ποὺ ἐ­παγ­γέλ­λε­ται δη­μι­ουρ­γὸς ἀ­ρω­μά­των. ‘Μύ­τες’ ὀ­νο­μά­ζον­ται στὴν ἀρ­γκὸ ὅ­σοι κά­νουν αὐ­τὸ τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα.

       — Ἡ ὀ­σφρη­τι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πί­μο­νη, ἡ πιὸ δυ­να­τὴ ἀπ΄ ὅ­λες. Ἂν ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τριά­ντα χρό­νια αἰ­σθαν­θεῖς τώ­ρα τὴν ἴ­δια μυ­ρω­διά, ξα­να­ζεῖς τὶς πε­ρι­στά­σεις ποὺ ὑ­πῆρ­χαν ὅ­ταν τὴν ἔ­νι­ω­σες —ἢ τὴν ἔ­νι­ω­θες, ἐ­ὰν ἐ­πρό­κει­το γιὰ μιὰ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη μυ­ρω­διὰ— σὰν νὰ ἔ­χουν πε­ρά­σει τριά­ντα λε­πτά. Ἡ ὄ­σφρη­ση, ὡ­στό­σο, εἶ­ναι μιὰ ἀν­τι­φα­τι­κὴ αἴ­σθη­ση. Κα­τέ­χει αὐ­τὴν τὴν ὑ­πο­βλη­τι­κὴ δύ­να­μη, μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με γιὰ μιὰ στιγ­μὴ στὶς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ μα­κρι­νοῦ πα­ρελ­θόν­τος μας, μά, ἂν προ­σέ­ξε­τε, δὲν ὑ­πάρ­χουν λέ­ξεις ποὺ νὰ κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν ὅ­ταν θέ­λου­με νὰ κα­το­νο­μά­σου­με τὶς μυ­ρω­δι­ές. Γιὰ νὰ τὶς ὀ­νο­μά­σου­με εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με σχή­μα­τα λό­γου ἢ πε­ρι­φρά­σεις: ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κομ­μέ­νου χόρ­του, ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς γῆς πρὶν ἀ­πὸ τὴ βρο­χή, ἡ ἄ­σχη­μη μυ­ρω­διὰ τοῦ χα­λα­σμέ­νου αὐ­γοῦ καὶ πά­ει λέ­γον­τας.

       — Δὲν σκε­φτό­μα­στε τό­σο συ­χνὰ πό­σο σπά­νια εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ ἀ­να­κα­λοῦ­με στὴν μνή­μη ἢ νὰ ὀ­νει­ρευ­ό­μα­στε μιὰ μυ­ρω­διά, δη­λα­δὴ νὰ τὴν αἰ­σθα­νό­μα­στε ἐ­νῶ δὲν εἶ­ναι πα­ροῦ­σα. Προ­παν­τὸς ἂν συγ­κρί­νου­με αὐ­τὴ τὴν δυ­σκο­λί­α μὲ τὴν εὐ­κο­λί­α ποὺ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε μιὰ ὀ­πτι­κὴ ἢ ἠ­χη­τι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση. Σχε­δὸν κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­στεῖ μιὰ μυ­ρω­διά. Ἀ­κό­μα καὶ στὶς λί­γες πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ κά­ποι­ος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι τὸ κα­τορ­θώ­νει, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­κλεί­σου­με τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ συγ­χέ­ει μιὰ ὑ­πο­τι­θέ­με­νη ὀ­σφρη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α μὲ μιὰ ἀ­νά­μνη­ση ποὺ ἀ­να­πα­ρά­γε­ται ἀ­πὸ ἄλ­λες αἰ­σθή­σεις.

       — Κι ὅ­μως, νὰ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε μὲ τὴ μνή­μη μυ­ρω­δι­ὲς εἶ­ναι κά­τι ποὺ μα­θαί­νε­ται. Χρει­ά­ζε­ται, πρω­τί­στως, νὰ ξα­να­πλά­σου­με στὸ μυα­λό μας τὶς συν­θῆ­κες στὶς ὁ­ποῖ­ες τὶς ἀν­τι­λη­φθή­κα­με. Νὰ θυ­μη­θοῦ­με, δι­α­δο­χι­κά, ἀρ­κε­τὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς χω­ρὶς νὰ σκε­φτό­μα­στε, προ­σπα­θών­τας μό­νον νὰ ἀ­να­κα­λέ­σου­με τὶς πε­ρι­στά­σεις καὶ νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τὰ ὀ­σφρη­τι­κά τους ὅ­ρια.

       Με­τὰ μᾶς ἐ­ξη­γεῖ μὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες πῶς γί­νε­ται – πρέ­πει νὰ ξε­κι­νή­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὶς δυ­να­τὲς μυ­ρω­δι­ές, ἀ­κό­μα καὶ τὶς δυ­σά­ρε­στες, καὶ νὰ ἀ­φή­νει τὴν εὐ­χά­ρι­στη ἀ­νά­μνη­ση νὰ ἔρ­χε­ται ἀ­βί­α­στα— καὶ μοῦ κι­νεῖ τὴν πε­ρι­έρ­γεια σὲ ση­μεῖ­ο ποὺ με­τὰ τὰ ἐγ­καί­νια πά­ω στὸ σπί­τι κι ἀ­πο­φα­σί­ζω νὰ δο­κι­μά­σω.

       Κά­θο­μαι στὴν πο­λυ­θρό­να, μι­σο­κλεί­νω τὰ μά­τια κι ἀρ­χί­ζω.

       Χλω­ρί­νη καὶ κα­θα­ρι­ό­τη­τα στὸ σπί­τι τῶν παπ­πού­δων. Τὰ ὄ­χι πο­λὺ κα­θα­ρὰ ροῦ­χα ἑ­νὸς ἀ­γρό­τη ποὺ ἐρ­χό­ταν νὰ μᾶς φέ­ρει αὐ­γὰ στὴν ἐ­ξο­χή. Ἡ κυ­ρί­α Λο­ροῦσ­σο ποὺ ἔ­με­νε στὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α μας καὶ ἀ­νά­δι­νε στὸ ἀ­σαν­σὲρ μιὰ μυ­ρω­διὰ ζύ­μης καὶ φα­σο­λιῶν. Ἡ μυ­ρω­διὰ τῶν κα­λο­γρι­ῶν καὶ τῆς τρα­πε­ζα­ρί­ας τοῦ δη­μο­τι­κοῦ σχο­λεί­ου μου. Ἡ ταγ­κὴ ὀ­σμὴ τῆς να­φθα­λί­νης στὸ σπί­τι ἑ­νὸς συμ­μα­θη­τῆ μου. Ἡ ἀ­πο­πνι­χτι­κὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ σκευ­ο­φυ­λα­κί­ου. Τὰ δυ­σώ­δη φι­α­λί­δια ποὺ ρί­χνα­με στὰ μα­γα­ζιὰ κι ὕ­στε­ρα τὸ σκά­γα­με τρέ­χον­τας. Τὰ βρώ­μι­κα τζὴν ἑ­νὸς νε­α­ροῦ ποὺ εἴ­χα­με παί­ξει μπου­νι­ὲς μα­ζὶ στοὺς κή­πους τῆς πλα­τεί­ας Γκα­ριμ­πάλ­ντι καὶ ἡ σι­δη­ροῦ­χος γεύ­ση τοῦ αἵ­μα­τος στὸ στό­μα. Τὸ νέ­φτι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας μου γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σει τὰ πι­νέ­λα ἀ­φοῦ εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει. Κη­ρομ­πο­γι­ές. Πα­στέλ. Ἀ­λευ­ρό­κολ­λα καὶ Ξυ­λό­κολ­λα. Μαλ­λὶ τῆς γριᾶς, κρου­α­­σὰν καὶ λου­κου­μά­δες. Τὸ μα­γα­ζὶ μὲ τὰ παι­χνί­δια καὶ τὰ ζα­χα­ρω­τά: τὸ πλα­στι­κό, τὸ χαρ­τό­νι, ἡ σκό­νη.

       Οἱ σε­λί­δες τοῦ ἀ­να­γνω­στι­κοῦ τὴν πρώ­τη μέ­ρα τοῦ σχο­λεί­ου.

       Τὸ τσι­γά­ρο καὶ ἡ λο­σιὸν γιὰ με­τὰ τὸ ξύ­ρι­σμα τοῦ θεί­ου μου.

       Αὐ­τὴ τὴν μυ­ρω­διὰ —δύο μὰ στὴν οὐ­σί­α μιά, ἀ­ξε­δι­ά­λυ­τη— γιὰ με­ρι­κὲς στιγ­μὲς νο­μί­ζω ὅ­τι τὴν αἰ­σθά­νο­μαι. Τὸ γε­γο­νὸς μὲ ἀ­να­στα­τώ­νει καὶ συ­νε­χί­ζω κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πὸ μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τη ἔ­ξαρ­ση καὶ μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἀ­νη­συ­χία.

       Ἡ πού­δρα Felce Azzurra Paglieri. Οἱ κόκ­κοι τοῦ κα­φὲ κι ὁ χει­ρό­μυ­λος τῆς για­γιᾶς. Ὁ πελ­τὲς το­μά­τας. Τὰ ζυ­μα­ρι­κὰ στὸ φοῦρ­νο. Ὁ γρα­φί­της καὶ τὰ ἀν­τί­τυ­πα ἡ­λι­ο­γρα­φί­ας στὸ ἀ­τε­λι­ὲ τοῦ μπαμ­πά.

       Ἡ φο­κά­τσα[2] ἀ­πὸ τὸ ἀρ­το­ποι­εῖ­ο San Rocco. Τὰ φρε­σκο­ψη­μέ­να γλυ­κί­σμα­τα μὲ τὴν ἄ­χνη ζά­χα­ρη στὸ Πα­νη­γύ­ρι τῆς Ἀ­να­το­λῆς.

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­νοί­γει μιὰ ρωγ­μὴ στὸ χρό­νο κι αἰ­σθά­νο­μαι —πραγ­μα­τι­κὰ αἰ­σθά­νο­μαι, κι ἡ καρ­διά μου σπα­ρά­ζει— τὸ ἄ­ρω­μα τῆς πα­γω­νιᾶς καὶ τοῦ δερ­μά­τι­νου σα­κα­κιοῦ τῆς μά­νας ποὺ μό­λις ἔ­χει ἐ­πι­στρέ­ψει ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο. Τὸ πρό­σω­πό της εἶ­ναι λεῖ­ο καὶ νε­α­νι­κό. Ἔ­χει σκού­ρα μαλ­λιά, εἶ­ναι ὄ­μορ­φη, σο­βα­ρὴ καὶ λί­γο με­λαγ­χο­λι­κή. Συ­νε­χί­ζω νὰ ἔ­χω τὰ μά­τια κλει­στά, μὰ βλέ­πω κι αἰ­σθά­νο­μαι τὰ πάν­τα. Ἡ αἴ­σθη­ση μέ­σα μου εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρη.

       Γιὰ ἕ­να πο­λὺ σύν­το­μο καὶ συ­νά­μα ἀ­τε­λεί­ω­το χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ἡ μά­να μου κι ἐ­γὼ εἴ­μα­στε ἐ­κεῖ. Μα­ζί.


[1] Prosecco: ἀ­φρῶ­δες ἰ­τα­λι­κὸ κρα­σὶ ποὺ δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴν σαμ­πά­νια στὸν τρό­πο πα­ρα­σκευ­ῆς του.

[2] Focaccia: Πλα­τύ, ζυ­μω­τὸ ψω­μί.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι



		

	

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Ὁ κα­λὸς ἀ­στυ­νο­μι­κός



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Ὁ κα­λὸς ἀ­στυ­νο­μι­κός

(Poliziotto buono)


ΙΑ ἀ­πὸ τὶς πιὸ πα­λι­ὲς ἀ­να­κρι­τι­κὲς με­θό­δους —σί­γου­ρα ἡ πιὸ γνω­στή—, εἶ­ναι ἡ μέ­θο­δος τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στὶς ἀ­να­κρί­σεις ὑ­πό­πτων ἢ στοὺς ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοὺς μάρ­τυ­ρες. Μὲ λί­γα λό­για σὲ ἄ­το­μα ἐ­λά­χι­στα δι­α­τε­θει­μέ­να νὰ συ­νερ­γα­στοῦν μὲ τοὺς ἀ­να­κρι­τές. Οἱ ρό­λοι, ἐν­νο­εῖ­ται, ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται πρὶν νὰ ξε­κι­νή­σει ἡ δι­α­δι­κα­σί­α.

       Τὸ σχέ­διο πά­νω-κά­τω εἶ­ναι τὸ ἀ­κό­λου­θο.

       Ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος κα­κὸς ἀ­στυ­νο­μι­κὸς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ ἐ­πι­θε­τι­κὸ τρό­πο, λε­κτι­κὰ βί­αι­ο, ἀ­πει­λη­τι­κὸ καὶ πε­ρι­φρο­νη­τι­κὸ ἔ­τσι ὥ­στε νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει μιὰ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἐ­χθρό­τη­τας, φό­βου καὶ ἀ­νάγ­κης προ­στα­σί­ας. Ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος κα­λὸς ἀ­στυ­νο­μι­κός, ἀν­τι­θέ­τως, συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ τρό­πο φι­λι­κό, εὐ­γε­νι­κό, ὅ­λος κα­τα­νό­η­ση, σχε­δὸν συμ­πο­νε­τι­κό· προ­στα­τεύ­ει τὸ πρό­σω­πο ποὺ ἀ­να­κρί­νε­ται ἀ­πὸ τὴν αὐ­θά­δεια καὶ τὶς λε­κτι­κὲς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ κα­κοῦ καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ (ἢ ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι δη­μι­ουρ­γεῖ) συμ­πά­θεια. Ἡ βα­σι­κὴ ἰ­δέ­α τῆς με­θό­δου εἶ­ναι ὅ­τι, ἀ­φοῦ ἔ­χει ἐ­κτε­θεῖ στὴν κα­τα­χρη­στι­κὴ καὶ πα­ρα­βα­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ κα­κοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ, ἴ­σως νὰ εἶ­ναι τώ­ρα δι­α­θέ­σι­μος νὰ συ­νερ­γα­στεῖ ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νὸς αἰ­σθή­μα­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρὸς ἐ­κεῖ­νον —τὸν κα­λὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ— ποὺ στα­μά­τη­σε αὐ­τὴν τὴν κα­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

       Εἶ­ναι μιὰ πα­λιὰ μέ­θο­δος ποὺ ἐν τού­τοις, ἂν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με τὴν ὅ­ποι­α ἠ­θι­κή, καὶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε, δι­κα­στι­κὴ νο­μι­μό­τη­τα, λει­τουρ­γεῖ πάν­τα. Ἢ μᾶλ­λον, σχε­δὸν πάν­τα, ὅ­πως δεί­χνει αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ μοῦ δι­η­γεῖ­ται ἕ­νας πα­λιός μου φί­λος, Ἀ­στυ­νο­μι­κὸς Ἐ­πι­θε­ω­ρη­τής.


       Ὁ Ἐ­πι­θε­ω­ρη­τὴς Κα­ροῦ­ζο καὶ ὁ ἀν­θυ­πα­στυ­νό­μος Μι­νάρ­ντι δου­λεύ­ουν στὴ Δί­ω­ξη Ναρ­κω­τι­κῶν σὲ ἕ­να ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα τοῦ βορ­ρά. Ἕ­να πε­ρι­πο­λι­κό τους πῆ­γε ἕ­να νε­α­ρὸ ποὺ βρέ­θη­κε νὰ ἔ­χει πά­νω του δυ­ὸ φα­κε­λά­κια κο­καΐ­νης, προ­φα­νῶς γιὰ προ­σω­πι­κὴ χρή­ση. Ὁ Μι­νάρ­ντι κι ὁ Κα­ροῦ­ζο ἀ­πο­φα­σί­ζουν νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν γιὰ νὰ δο­κι­μά­σουν νὰ βροῦν τὸν δι­α­κι­νη­τή. Ὅ­πως συ­νή­θως ὁ Μι­νάρ­ντι, ἕ­νας τύ­πος ἀ­δύ­να­τος μὲ λε­πτὸ πρό­σω­πο κι ἔκ­φρα­ση ἐ­λά­χι­στα κα­θη­συ­χα­στι­κή, θὰ κά­νει τὸν κα­κό. Ὁ Κα­ροῦ­ζο, ἕ­νας σω­μα­τώ­δης τύ­πος ἑ­κα­τὸ κι­λῶν, σχε­δὸν χω­ρὶς λαι­μό, ποὺ στὸν ἐ­λεύ­θε­ρο χρό­νο του δι­δά­σκει τζοῦν­το σὲ παι­διά, θὰ κά­νει ἀν­τι­θέ­τως, τὸν κα­λό.

       Ξε­κι­νᾶ ὁ Μι­νάρ­ντι —ὁ κα­κός— βα­στών­τας τὰ δυ­ὸ φα­κε­λά­κια μὲ τὸ ναρ­κω­τι­κό.

       — Ποι­ός σοῦ τὰ ἔ­δω­σε αὐ­τά; – τοῦ οὐρ­λιά­ζει κα­τά­μου­τρα.

       — Κά­ποι­ος ποὺ τὸν βρῆ­κα στὴν πλα­τεί­α, μοῦ τὸν εἴ­χα­νε δεί­ξει ἄλ­λοι. Τὸν εἶ­χα ρω­τή­σει ποῦ μπο­ροῦ­σα νὰ ἀ­γο­ρά­σω πράγ­μα.

       — Πῶς λέ­γε­ται αὐ­τὸς ὁ κά­ποι­ος;

       — Δὲν ξέ­ρω, δὲν τὸν εἶ­χα ξα­να­δεῖ. Μοῦ τὸν εἶ­χαν δεί­ξει ἄλ­λοι, τὸν εἶ­χα ρω­τή­σει ἂν ἤ­ξε­ρε κα­νέ­ναν…

       Ὁ Μι­νάρ­ντι βά­ζει τὰ δά­χτυ­λά του πά­νω στὸ πη­γού­νι του καὶ τοῦ ση­κώ­νει τὸ κε­φά­λι ἀ­πό­το­μα.

       — Κοί­τα με στὰ μά­τια, μα­λά­κα. Μὴ μᾶς μᾶς δου­λεύ­εις, για­τὶ θὰ σὲ κά­νω νὰ με­τα­νι­ώ­σεις ποὺ γεν­νή­θη­κες. Ποιός κα­ρι­ό­λης σοῦ ἔ­δω­σε τὰ ναρ­κω­τι­κά; τοῦ λέ­ει, κοι­τών­τας τον κα­τά­μα­τα, ἀ­πὸ πο­λὺ κον­τά. Ὁ νε­α­ρός, ὡ­στό­σο, δὲν ἀ­πο­στρέ­φει τὸ βλέμ­μα του, ἔ­τσι ποὺ ὁ Μι­νάρ­ντι ἀ­ναγ­κά­ζε­ται, χω­ρὶς νὰ δυ­σκο­λεύ­ε­ται, νὰ τὸν ἀ­φή­σει.

       — Τὸ ξέ­ρω αὐ­τὸ ποὺ κά­νε­τε: τὸ παι­χνι­δά­κι τοῦ κα­λοῦ καὶ τοῦ κα­κοῦ. Ξέ­ρω πῶς δου­λεύ­ει, τὸ ἔ­χω δεῖ σὲ πολ­λὲς ται­νί­ες. Εἶ­ναι ἀ­νώ­φε­λο, πραγ­μα­τι­κὰ δὲν τὸν γνω­ρί­ζω αὐ­τὸν ποὺ τὸ ἀ­γό­ρα­σα.

       Ἡ σκη­νὴ πα­γώ­νει γιὰ με­ρι­κὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα. Δὲ λέ­ει κα­νεὶς τί­πο­τα. Οἱ δυ­ὸ ἀ­στυ­νο­μι­κοὶ ἀ­πο­φεύ­γουν νὰ κοι­τα­χτοῦν με­τα­ξύ τους, για­τὶ εἶ­ναι σί­γου­ροι ὅ­τι θὰ γε­λά­γα­νε καὶ δὲν ξέ­ρουν τί νὰ κά­νουν. Ἡ ἰ­δέ­α γιὰ νὰ βγοῦν ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο εἶ­ναι τοῦ Κα­ροῦ­ζο.

       — Μπρά­βο, λοι­πὸν ξέ­ρεις τὰ πάν­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὸ πῶς ἐρ­γα­ζό­μα­στε ἐ­μεῖς οἱ μπά­τσοι. Κα­τὰ τὴ γνώ­μη σου, λοι­πόν, ὁ συ­νά­δελ­φός μου εἶ­ναι ὁ κα­κὸς κι ἐ­γὼ ὁ κα­λός. Ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι; – ὁ νε­α­ρὸς κου­νᾶ τὸ κε­φά­λι του συμ­φω­νών­τας, λί­γο ἀ­μή­χα­νος. Ὁ Κα­ροῦ­ζο τὸν πλη­σιά­ζει, κά­θε­ται μπρο­στά του κι ἀ­κουμ­πά­ει τὸ τε­ρά­στιο χέ­ρι του στὴν πλά­τη του. Ἡ χει­ρο­νο­μί­α δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου κα­θη­συ­χα­στι­κή.

       — Ὡ­στό­σο, κά­νεις λά­θος. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ κα­λός, ὁ κα­κὸς εἶ­μαι ἐ­γώ.


       — Καὶ με­τὰ τί κά­να­τε; – ρω­τά­ω τὸν Κα­ροῦ­ζο.

       Τε­λει­ώ­νει τὸν κα­φέ του, κου­νά­ει τοὺς τε­ρά­στιους ὤ­μους του, μι­σο­κλεί­νει τὰ γα­λα­νὰ κι εὐ­γε­νι­κά του μά­τια.

       — Τὸν ἀ­φή­σα­με νὰ φύ­γει, δό­κτο­ρα, ἐν­νο­εῖ­ται. Ὅ­πως καὶ νὰ ἔ­χει, στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, εἶ­χε νι­κή­σει αὐ­τός.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι



		

	

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Ἡ τέ­ταρ­τη ἐ­ξου­σία



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Ἡ τέ­ταρ­τη ἐ­ξου­σί­α

(Quarto potere)


ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ, στὴν ἴ­δια τά­ξη μὲ μέ­να, πή­γαι­νε κά­ποι­ος ποὺ τὸν λέ­γαν Καν­νά­τα. Στὰ δε­κα­τρί­α του ἔ­παι­ζε πό­λο, ζύ­γι­ζε κι­ό­λας ἑ­ξήν­τα κι­λά, καὶ ἦ­ταν μο­χθη­ρός. Χτυ­ποῦ­σε σὰν με­γά­λος —μπου­νι­ές, κλω­τσι­ές, κου­του­λι­ές— χω­ρὶς ἠ­θι­κὲς ἀ­να­στο­λές, ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα στοὺς νε­α­ροὺς αὐ­τῆς τῆς ἡ­λι­κί­ας. Κα­νείς, σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σχο­λεῖ­ο, δὲν ἤ­θε­λε νὰ τσα­κω­θεῖ μα­ζί του.

       Μιὰ μέ­ρα ποὺ ἤ­μα­στε στὸ γυ­μνα­στή­ριο καὶ πε­ρι­μέ­να­με τὸν κα­θη­γη­τὴ φυ­σι­κῆς ἀ­γω­γῆς, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τὰ βά­λει μὲ κά­ποι­ον ποὺ εἶ­χε ἔρ­θει στὴν τά­ξη μας μό­λις αὐ­τὴ τὴν χρο­νιά: τὸν λέ­γαν Γκαμ­πρι­έ­λε, ἦ­ταν στρογ­γυ­λο­πρό­σω­πος —ἔ­μοια­ζε λί­γο μὲ τὸν Τσάρ­λι Μπρά­ουν—, φο­ροῦ­σε γυα­λιά, ἦ­ταν κα­λὸς στὰ μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ πάν­τα κοι­τοῦ­σε τὴ δου­λειά του.

       Ὁ Καν­νά­τα τὸν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τοὺς ὤ­μους, τὸν ἔ­ρι­ξε μπρού­μυ­τα καὶ τὸν ἀ­κι­νη­το­ποί­η­σε.

       — Τώ­ρα θὰ σὲ πη­δή­ξω, πα­λιο-ἀ­δελ­φή – εἶ­πε, κι ἀ­φοῦ ἀ­νέ­βη­κε πά­νω του, ἄρ­χι­σε νὰ πα­ρι­στά­νει μιὰ ἐ­ρω­τι­κὴ σύμ­πρα­ξη γε­μά­τη βα­ρι­ὲς ἀ­να­πνο­ὲς καὶ γρυ­λί­σμα­τα. Ἦ­ταν μιὰ πο­λὺ δυ­σά­ρε­στη σκη­νή.

       — Ἐν­τά­ξει, Καν­νά­τα, στα­μά­τα – εἶ­πα, τρα­βών­τας τον ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο. Δὲν φαι­νό­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν δι­α­κο­πή.

       — Κι ἄλ­λη πα­λιο-ἀ­δερ­φή, ἐ­δῶ – εἶ­πε.

       Ση­κώ­θη­κε, μοῦ ἅρ­πα­ξε τὸ αὐ­τὶ καὶ μοῦ τὸ ἔ­στρι­ψε, κά­νον­τάς με νὰ πε­θά­νω ἀπ΄ τὸν πό­νο.

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ μπῆ­κε ὁ κα­θη­γη­τὴς —Θὰ τὰ ποῦ­με με­τά, σκα­το­φά­τσα—, μουρ­μού­ρι­σε λί­γο πρὶν ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦ­με.


       Στὸ τέ­λος τῆς ὥ­ρας τῆς σω­μα­τι­κῆς ἀ­γω­γῆς, κα­θὼς ἀ­νε­βαί­να­με στὴν τά­ξη, μὲ πλη­σί­α­σε ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε.

       — Σ΄ εὐ­χα­ρι­στῶ, εἶ­πε, ἀλ­λὰ τώ­ρα θά ΄χεις πρό­βλη­μα. Ὕ­στε­ρα, πρό­σθε­σε μὲ σο­βα­ρὸ ὕ­φος: — Πᾶ­με στὴν βι­βλι­ο­θή­κη. Θὰ χρει­α­στοῦ­με ἕ­να ὅ­πλο.

       Ὅ­πλο στὴν βι­βλι­ο­θή­κη; Σκέ­φτη­κα ὅ­τι εἶ­ναι τρε­λὸς καὶ —ὅ­πως θὰ ἔ­κα­να πολ­λὲς φο­ρὲς στὰ χρό­νια ποὺ θὰ ἐρ­χόν­του­σαν— ἀ­να­ρω­τή­θη­κα γιὰ ποιό λό­γο δὲν εἶ­χα κοι­τά­ξει τὴ δου­λειά μου.

       Στὴν βι­βλι­ο­θή­κη ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε κι­νοῦν­ταν μὲ τὴν ἄ­νε­ση ἀν­θρώ­που ποὺ γνω­ρί­ζει τέ­λεια τὰ κα­τα­τό­πια, κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴν στοί­βα τῶν πα­λι­ῶν ἡ­με­ρή­σι­ων ἐ­φη­με­ρί­δων καὶ πῆ­ρε μιὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς χω­ρὶς ὁ μι­σο­κοι­μι­σμέ­νος ἐ­πι­στά­της νὰ τοῦ δώ­σει κα­μιὰ ση­μα­σί­α. Με­τὰ πε­ρά­σα­με στὸ ἀ­να­γνω­στή­ριο ποὺ ἦ­ταν ἄ­δει­ο, ὅ­πως σχε­δὸν κά­θε φο­ρά. Ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε ἅ­πλω­σε τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα πά­νω σε ἕ­να τρα­πέ­ζι καὶ τὴν τύ­λι­ξε μὲ σχο­λα­στι­κὴ ἀ­κρί­βεια μέ­χρι νὰ με­τα­μορ­φω­θεῖ σὲ σω­λή­να πού, μὲ τὴν ἴ­δια πάν­τα ἐ­πι­μέ­λεια, δί­πλω­σε στὰ δύ­ο. Ὅ­ταν μοῦ τὴν πρό­σφε­ρε, κα­λών­τας με νὰ δο­κι­μά­σω τὴν ἀν­θε­κτι­κό­τη­τά της, κα­τά­λα­βα ὅ­τι εἶ­χε γί­νει ἕ­να μπα­στού­νι, σκλη­ρὸ σὰν ξύ­λο καὶ εὔ­καμ­πτο σὰν γκλόμπ. Πραγ­μα­τι­κά, ἕ­να ὅ­πλο.

       — Ὁ μα­λά­κας θὰ σὲ πε­ρι­μέ­νει ἔ­ξω, ἀ­κρι­βῶς με­τὰ τὴν σκά­λα τῆς κυ­ρί­ας εἰ­σό­δου. Πάν­τα ἐ­κεῖ πε­ρι­μέ­νει, τὸν ἔ­χω δεῖ κι ἄλ­λες φο­ρὲς ποὺ ἔ­χει χτυ­πή­σει κά­ποι­ον. Δὲν θὰ δώ­σει ση­μα­σί­α σὲ μέ­να. Ἄ­σε τον νὰ σὲ πιά­σει, με­τὰ εἶ­ναι δι­κή μου δου­λειά.

       Εἶ­χε μιὰ ἔκ­φρα­ση ὥ­ρι­μου καὶ ἤ­ρε­μου ἄν­δρα, τὴν ἔκ­φρα­ση ἑ­νὸς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α ποὺ ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιὰ μιὰ δου­λειὰ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α εἶ­ναι τέ­λεια ἐκ­παι­δευ­μέ­νος. Ἐ­γὼ φο­βό­μουν μέ­χρι θα­νά­του.

       Ὅ­πως εἶ­χε προ­βλέ­ψει ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε, στὸ σχό­λα­σμα ὁ Καν­νά­τα μὲ πε­ρί­με­νε κά­τω ἀ­πὸ τὴ σκά­λα τῆς εἰ­σό­δου κι ἦρ­θε πρὸς ἐ­μέ­να μὲ ἕ­να χα­μό­γε­λο ἀ­λι­γά­το­ρα.

       Μό­λις μὲ εἶ­χε πιά­σει ἀπ΄ τὸ μπου­φὰν κι ἴ­σως ἔ­λε­γε κά­τι προ­τοῦ ἀρ­χί­σει νὰ μοῦ τὶς βρέ­χει, ὅ­ταν ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε, μὲ μιὰ στιγ­μια­ία κί­νη­ση ἀ­πρό­βλε­πτης τα­χύ­τη­τας, τὸν χτύ­πη­σε μὲ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα-μπα­στού­νι στὸ κέν­τρο τοῦ προ­σώ­που. Ὁ Καν­νά­τα μὲ ἄ­φη­σε, ἀλ­λὰ πρὶν μπο­ρέ­σει νὰ δι­α­λέ­ξει ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄ­μυ­να ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε τὸν χτύ­πη­σε πά­λι, δυ­ό, τρεῖς φο­ρές, κο­φτά, λὲς κι ἦ­ταν ἀ­πὸ και­ρὸ ἐκ­παι­δευ­μέ­νος ἀ­κρι­βῶς γιὰ αὐ­τὴ τὴ δου­λειὰ καὶ γιὰ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­στα­ση. Ὁ Καν­νά­τα ἄρ­χι­σε νὰ αἱ­μορ­ρα­γεῖ ἀ­πὸ τὴν μύ­τη κι ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα, στη­ρί­χτη­κε στὸν τοῖ­χο γιὰ νὰ μὴν σω­ρια­στεῖ στὸ χῶ­μα. Ὁ Γκαμ­πρι­έ­λε τὸν χτύ­πη­σε ξα­νὰ δυ­ὸ φο­ρὲς στὸ κε­φά­λι. Μὲ λι­γό­τε­ρη δύ­να­μη, αὐ­τὴ τὴ φο­ρά. Γιὰ νὰ κλεί­σει ἐ­κεῖ ἡ ὑ­πό­θε­ση.

       — Ἂν ξα­να­κά­νεις τὸ μα­λά­κα, θὰ σὲ σκο­τώ­σω – τοῦ εἶ­πε στὸ τέ­λος, χω­ρὶς νὰ ση­κώ­σει τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς του, μὰ ἔ­τσι ὥ­στε νὰ τὸν ἀ­κού­σουν ὅ­λοι ποὺ ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι κι εἶ­χαν δεῖ τὴ σκη­νή.

       Δὲν φαι­νό­ταν νὰ εἶ­ναι μιὰ φρά­ση ποὺ τὴν εἶ­πε ἁ­πλὰ γιὰ νὰ τὴν πεῖ.

       Ἔ­βα­λε ξα­νὰ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα στὸ σα­κί­διο, ἤ­ρε­μα, καὶ φύ­γα­με μα­ζί.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι



		

	

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Εἰλικρινά

 



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Εἰ­λι­κρι­νά

(Sinceramente)


ΤΕΣ ΒΡΑΔΥ εἶ­δα ἕ­να ὄ­νει­ρο. Ἀ­πὸ μό­νη της δὲν εἶ­ναι καὶ κα­μιὰ ση­μαν­τι­κὴ εἴ­δη­ση: σύμ­φω­να μὲ ὅ­σα μᾶς λέ­νε οἱ εἰ­δι­κοὶ ὅ­λοι ὀ­νει­ρεύ­ον­ται, κά­θε νύ­χτα. Μὰ δὲν θυ­μοῦν­ται ὅ­λοι τὶς νυ­χτε­ρι­νές τους ἐμ­πει­ρί­ες, κι ἐ­γὼ εἶ­μαι, ἀ­κρι­βῶς, ἀ­πὸ κεί­νους ποὺ δὲν τὶς θυ­μοῦν­ται. Τὸ ὄ­νει­ρο τῆς προ­η­γού­με­νης νύ­χτας, ὡ­στό­σο, τὸ θυ­μᾶ­μαι κα­λά. Τό­σο κα­λὰ ποὺ σχε­δόν μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ μπερ­δεύ­ω μὲ τὴ μνή­μη ἑ­νὸς γε­γο­νό­τος ποὺ ἔ­χει συμ­βεῖ πραγ­μα­τι­κά.

       Βρι­σκό­μουν σὲ μιὰ μι­κρὴ πό­λη, σὲ μιὰ πλα­τεί­α ποὺ ἦ­ταν γε­μά­τη κό­σμο. Ὑ­πῆρ­χε ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ μουρ­μου­ρη­τὸ στὸ βά­θος, σὰν ἀ­πὸ συγ­κέν­τρω­ση ἀν­θρώ­πων ποὺ μι­λᾶ­νε ὅ­λοι μα­ζί. Ἤ­μουν πα­ρέ­α μὲ ἕ­να κο­ρί­τσι δέ­κα χρο­νῶν πε­ρί­που. Ἦ­ταν πο­λὺ ὄ­μορ­φη, συμ­πα­θη­τι­κή, ἐγ­κάρ­δια ἂν καὶ μὲ ὕ­φος λί­γο δα­σκα­λί­στι­κο. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση ἤ­ξε­ρα —ὅ­πως συμ­βαί­νει, βέ­βαι­α, στὰ ὄ­νει­ρα, χω­ρὶς νὰ στὸ ἔ­χει πεῖ κα­νείς— ὅ­τι ἦ­ταν φί­λη μου, καὶ βρι­σκό­ταν ἐ­κεῖ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­ξη­γή­σει ση­μαν­τι­κὰ πράγ­μα­τα. — Τώ­ρα ἂς ἀ­φαι­ρέ­σου­με τὸν ἦ­χο, – εἶ­πε κά­ποι­α στιγ­μή. Με­τὰ ἔ­κα­νε μιὰ κί­νη­ση, λὲς καὶ τύ­λι­γε ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ γιὰ νὰ τὸ κά­νει μιὰ μι­κρὴ σφαί­ρα, κι ἀ­μέ­σως τὸ μουρ­μου­ρη­τὸ στα­μά­τη­σε.

       Συ­νέ­χι­σαν ὅ­λοι νὰ μι­λᾶ­νε καὶ νὰ χει­ρο­νο­μοῦν, μό­νο ποὺ ἡ σκη­νὴ ἐ­κτυ­λισ­σό­ταν τώ­ρα σὲ ἀ­πό­λυ­τη σι­ω­πή.

       — Πα­ρα­τή­ρη­σε τὶς ἐκ­φρά­σεις αὐ­τῶν τῶν ἀν­θρώ­πων κα­θὼς μι­λοῦν με­τα­ξύ τους, – εἶ­πε ἡ φί­λη μου.

       — Για­τί;

       — Για­τί οἱ λέ­ξεις χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται συ­χνὰ γιὰ νὰ κρύ­ψουν αὐ­τὸ ποὺ σκε­φτό­μα­στε πα­ρὰ γιὰ νὰ τὸ ἀ­πο­κα­λύ­ψουν. Νὰ λὲς ψέ­μα­τα μὲ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που εἶ­ναι πιὸ δύ­σκο­λο. Ὅ­ταν με­γα­λώ­σεις θὰ σοῦ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ μά­θεις νὰ δι­α­βά­ζεις τὰ πρό­σω­πα πέ­ρα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις.

       Μά, εἶ­μαι ἤ­δη με­γά­λος, εἶ­πα. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ τὸ σκέ­φτη­κα μό­νο, δὲν ξέ­ρω. Εἶ­χε κι­ό­λας στρα­φεῖ πρὸς μιὰ μι­κρὴ ὁ­μά­δα ἀ­πὸ νε­α­ροὺς ποὺ στέ­κον­ταν ὄρ­θιοι κον­τὰ σ΄ ἕ­να φω­τι­στι­κὸ δρό­μου. Μοῦ ΄κα­νε νό­η­μα μὲ τὸ χέ­ρι, σὰν νὰ μοῦ ‘λέ­γε νὰ τοὺς προ­σέ­ξω κι ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­τι ἐ­κεῖ­νοι δὲν μᾶς ἔ­βλε­παν. Ἤ­μα­σταν ἀ­ό­ρα­τοι, μπο­ρού­σα­με νὰ τοὺς κοι­τᾶ­με —νὰ τοὺς με­λε­τᾶ­με— ἀ­πὸ πο­λὺ κον­τὰ καὶ σύν­το­μα κα­τά­λα­βα ὅ­τι ἡ συν­τρό­φισ­σά μου εἶ­χε δί­κιο. Ἂν δὲν πα­ρα­συρ­θεῖς ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις, ἂν μπο­ρεῖς —καὶ τὸ θέ­λεις— νὰ δώ­σεις ση­μα­σί­α στὴ λε­πτο­μέ­ρεια, κα­τα­λα­βαί­νεις τὴν ἀ­λή­θεια ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στὰ πρό­σω­πα. Χα­ρά, θυ­μός, λύ­πη, ἔκ­πλη­ξη, ἀ­η­δί­α, ἀ­μη­χα­νί­α, ἀ­να­σφά­λεια, σά­στι­σμα, ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, φό­βος, ἐν­θου­σια­σμὸς σὲ τό­σες ἀ­πο­χρώ­σεις ποὺ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὶς πε­ρι­γρά­ψεις.

       Με­τα­κι­νη­θή­κα­με ἀ­πὸ κεῖ καὶ μέ ‘κα­νε νὰ προ­σέ­ξω μιὰ κο­πέ­λα ποὺ μι­λοῦ­σε μὲ ἕ­ναν νε­α­ρὸ καὶ εἶ­χε ἕ­να πρό­σω­πο πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­χθρι­κό, γε­μά­το δυ­σα­ρέ­σκεια καὶ θυ­μό.

       — Τί δι­α­βά­ζεις στὸ πρό­σω­πο ἐ­κεί­νης τῆς κο­πέ­λας;

       — Θυ­μό. Με­γά­λη ἐ­πι­θε­τι­κό­τη­τα καὶ θυ­μό.

       — Καὶ ξέ­ρεις τί λέ­ει;

       — Φαν­τά­ζο­μαι τὸν προ­σβά­λει.

       — Νο­μί­ζεις; – Κρο­τά­λι­σε τὰ δά­χτυ­λά της κι ὁ ἦ­χος ἐ­πέ­στρε­ψε.

       — Εἰ­λι­κρι­νὰ δὲν θέ­λω νὰ μα­λώ­σου­με. – Αὐ­τὸ ἔ­λε­γε ἡ κο­πέ­λα.

       — Λέ­ει τὴν ἀ­λή­θεια κα­τὰ τὴν γνώ­μη σου; – μὲ ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι.

       — Ὄ­χι, νο­μί­ζω πὼς ὄ­χι.

       — Πράγ­μα­τι, δὲν λέ­ει τὴν ἀ­λή­θεια. Θέ­λει πο­λὺ νὰ πεῖ δυ­σά­ρε­στα πράγ­μα­τα, κι ὅ­μως τὰ λό­για της εἶ­ναι: «Εἰ­λι­κρι­νὰ δὲν θέ­λω νὰ μα­λώ­σου­με.» Τὰ ἐ­πιρ­ρή­μα­τα εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­να πράγ­μα­τα, πρέ­πει νὰ φυ­λά­γε­σαι ἀ­πὸ αὐ­τά, εἴ­τε ὅ­ταν μι­λοῦν οἱ ἄλ­λοι εἴ­τε ὅ­ταν μι­λᾶ­με ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι.

       — Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω.

       — Ὅ­ταν σου λέ­ει κά­ποι­ος ὅ­τι εἰ­λι­κρι­νά, τί­μια, ἀ­λη­θι­νὰ θέ­λει ἢ δὲν θέ­λει νὰ κά­νει ἢ νὰ πεῖ κά­τι, τό­τε νὰ εἶ­σαι πο­λὺ προ­σε­χτι­κὸς για­τὶ εἶ­ναι πο­λὺ σα­φὴς ἔν­δει­ξη ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ κά­ποι­ος δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου εἰ­λι­κρι­νής, τί­μιος ἢ ἀ­λη­θι­νὸς ἢ ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο ἔ­χει δη­λώ­σει ὅ­τι εἶ­ναι χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἕ­να ἐ­πίρ­ρη­μα. Τὰ χει­ρό­τε­ρα ψέ­μα­τα κρύ­βον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ ἐ­πιρ­ρή­μα­τα. Καὶ ξέ­ρεις ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα τα ἐ­πιρ­ρή­μα­τα;

       — Ποι­ό;

       — Τὸ ἀ­πο­λύ­τως. Εἶ­ναι τὸ ἐ­πίρ­ρη­μα ποὺ κρύ­βει τὰ χει­ρό­τε­ρα ἀ­δι­κή­μα­τα. Νὰ τὸ θυ­μᾶ­σαι ὅ­ταν με­γα­λώ­σεις.

       Μὰ εἶ­μαι ἤ­δη με­γά­λος, σκέ­φτη­κα πά­λι. Θὰ ἤ­θε­λα νὰ τῆς τὸ πῶ καὶ θὰ ἤ­θε­λα ἐ­πί­σης νὰ τὴν ρω­τή­σω κι ἄλ­λα πράγ­μα­τα —γιὰ πα­ρά­δειγ­μα πῶς τὴν λέ­γα­νε, καὶ πὼς γι­νό­ταν νὰ ξέ­ρει τό­σα πολ­λά, πα­ρό­λο ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­να κο­ρι­τσά­κι— μὰ ξαφ­νι­κά, ὅ­πως συμ­βαί­νει, τὸ ὄ­νει­ρο τε­λεί­ω­σε κι ἐ­γὼ ξύ­πνη­σα.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι



		

	

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Δωμάτια



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Δω­μά­τια

(Stanze)


ΥΤΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ μοῦ εἶ­ναι γνώ­ρι­μος. Μοῦ θυ­μί­ζει πο­λὺ κά­ποι­ον, ὡ­στό­σο δὲν κα­τα­φέρ­νω νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω. Μι­λᾶ­με γιὰ μου­σι­κή, ζω­γρα­φι­κή, βι­βλί­α. Συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται σὰν νὰ τὸ θε­ω­ρεῖ δε­δο­μέ­νο ὅ­τι γνω­ρι­ζό­μα­στε κα­λά. Μιὰ τέ­τοι­α συμ­πε­ρι­φο­ρὰ μὲ σα­στί­ζει, ἀλ­λὰ μὲ εὐ­χα­ρι­στεῖ κι­ό­λας. Δὲν ξέ­ρω πῶς κα­τα­λή­ξα­με νὰ συ­ζη­τᾶ­με αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα, ἀλ­λὰ κά­ποι­α στιγ­μὴ μοῦ λέ­ει κά­τι ποὺ μὲ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα. Κα­τὰ τὴ γνώ­μη του μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ μά­θει νὰ δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται στὰ νυ­χτε­ρι­νὰ ὄ­νει­ρα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς στὴν πραγ­μα­τι­κὴ ζω­ή, καὶ νὰ παίρ­νει, συ­νει­δη­τά, ἀ­πο­φά­σεις γιὰ τὶς ἴ­δι­ες του τὶς πρά­ξεις, χω­ρὶς ὅ­μως σω­μα­τι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς. Δεί­χνω μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ τρό­πο κά­ποι­α ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα. Δὲν πα­ρε­ξη­γεῖ­ται.

       — Ἔ­χεις δεῖ πο­τὲ δια­υγὲς ὄ­νει­ρο; μὲ ρω­τά­ει.

       — Τί ἐν­νο­εῖς «δια­υγὲς ὄ­νει­ρο»;

       — Ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ νὰ εἶ­χες ἐ­πί­γνω­ση πὼς τὸ ὀ­νει­ρευ­ό­σουν.

       — Ἔ, ναί. Μοῦ συ­νέ­βη με­ρι­κὲς φο­ρές.

       — Καὶ σὲ αὐ­τὰ τὰ ὄ­νει­ρα μπο­ροῦ­σες νὰ ἀ­πο­φα­σί­σεις τί νὰ κά­νεις;

       — Ναί, πράγ­μα­τι – ἀ­παν­τῶ ἀ­φοῦ σκέ­φτο­μαι πρῶ­τα καὶ θυ­μᾶ­μαι με­ρι­κὰ σπά­νια ὄ­νει­ρα ὅ­που, ὅ­πως φαί­νε­ται, εἶ­χα τὸν ἔ­λεγ­χο ὅ­λων ὅ­σων συ­νέ­βαι­ναν.

       — Ὡ­ραῖ­α. Πραγ­μα­τι­κά, συμ­βαί­νει σὲ ὅ­λους κά­ποι­α στιγ­μή. Μᾶλ­λον τυ­χαῖ­α. Ὡ­στό­σο, μα­θαί­νει κα­νεὶς νὰ τὸ κά­νει.

       — Δη­λα­δή;

       — Στὰ ὄ­νει­ρα γί­νον­ται, κα­τὰ πα­ραγ­γε­λί­α, ἀ­πί­στευ­τα πράγ­μα­τα. Πράγ­μα­τα ποὺ πάν­τα ἐ­πι­θυ­μεῖς, ἀλ­λὰ στὸν πραγ­μα­τι­κὸ κό­σμο εἶ­ναι ἀ­πί­θα­να. Νὰ πε­τᾶς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα. Νὰ κο­λυμ­πᾶς σὰν ψά­ρι κά­τω ἀπ΄ τὸ νε­ρό. Νὰ συ­ναν­τᾶς ἀ­γα­πη­μέ­να πρό­σω­πα ποὺ ἔ­χουν χα­θεῖ.

       Συ­νή­θως, ὅ­ταν κα­νείς σοῦ πιά­νει κου­βέν­τα γιὰ τέ­τοι­α θέ­μα­τα, σκέ­φτε­σαι ὅ­τι εἶ­ναι τρε­λὸς καὶ τοῦ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σαι ἀ­νά­λο­γα. Αὐ­τὸς ὡ­στό­σο φαί­νε­ται νὰ ξέ­ρει γιὰ τί πράγ­μα μι­λά­ει καί, κον­το­λο­γίς, δὲν μοῦ πά­ει νὰ τοῦ συμ­πε­ρι­φερ­θῶ σὰν νὰ εἶ­ναι τρε­λός.

       — Καὶ πῶς τὸ κα­τα­φέρ­νει κα­νεὶς αὐ­τό; τὸν ρω­τῶ.

       — Πά­νω ἀπ΄ ὅ­λα πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζεις ἂν εἶ­σαι ξύ­πνιος ἢ ἂν ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι.

       — Στὴν πρά­ξη;

       — Στὴν πρά­ξη πρέ­πει νὰ ἀ­πο­κτή­σεις τὴν συ­νή­θεια νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­σαι ἂν εἶ­σαι ξύ­πνιος ἢ ἂν ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι. Ἂν τὸ δο­κι­μά­σεις ἀρ­κε­τὲς φο­ρές, ἂν δη­λα­δή σοῦ γί­νει συ­νή­θεια, κά­ποι­α στιγ­μὴ θὰ κα­τα­λά­βεις ὅ­τι ἀ­να­ρω­τι­έ­σαι κα­θὼς ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι. Ἐ­κεί­νη εἶ­ναι ἡ στιγ­μη —ἂν τὸ κα­τορ­θώ­σεις νὰ μὴν ξυ­πνή­σεις— ποὺ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ,τι θέ­λεις.

       — Πρέ­πει μό­νο νὰ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι ἂν ὀ­νει­ρεύ­ο­μαι ἢ ἂν εἶ­μαι ξύ­πνιος;

       — Ὄ­χι ἀ­κρι­βῶς. Πρέ­πει νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νεις κά­θε φο­ρὰ ἕ­να εἶ­δος δο­κι­μα­στι­κοῦ ἐ­λέγ­χου. Ὅ­πως νὰ με­τρᾶς τὰ δά­χτυ­λα τῶν χε­ρι­ῶν σου γιὰ νὰ βλέ­πεις ἂν εἶ­ναι δέ­κα, ὁ­πό­τε ἐν­δε­χο­μέ­νως εἶ­σαι ξύ­πνιος, ἢ ἂν εἶ­ναι ἕν­τε­κα ἢ δώ­δε­κα, ὁ­πό­τε ἐν­δε­χο­μέ­νως ὀ­νει­ρεύ­ε­σαι.. Ἢ νὰ δο­κι­μά­σεις νὰ πε­ρά­σεις τὸ δά­χτυ­λο ἑ­νὸς χε­ριοῦ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­λά­μη τοῦ ἄλ­λου. Αὐ­τὸ στὰ ὄ­νει­ρα γί­νε­ται, ἀλ­λὰ στὸν ξύ­πνιο εἶ­ναι λί­γο δύ­σκο­λο.

       — Δὲν εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι κα­τά­λα­βα.

       — Ἔ­χεις δί­κιο, δὲν ἦ­ταν ξε­κά­θα­ρο. Ἂς δο­κι­μά­σου­με στὴν πρά­ξη μὲ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα. Σή­κω­σε τὸ χέ­ρι σου.

       Ση­κώ­νω τὸ χέ­ρι μου.

       — Λοι­πόν;

       — Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ συ­νη­θι­σμέ­νη κί­νη­ση ποὺ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ­ταν εἶ­σαι ξύ­πνιος. Τώ­ρα χο­ρο­πή­δα.

       Χο­ρο­πη­δῶ μὲ τὰ πό­δια μου ἑ­νω­μέ­να καὶ —ὁ­μο­λο­γῶ— χαί­ρο­μαι μὲ τὴν εὐ­κι­νη­σί­α καὶ τὴν ἐ­λα­φρά­δα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου. Ἔ­χει πε­ρά­σει πο­λὺς και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ κα­τά­φερ­να νὰ χο­ρο­πη­δῶ μὲ τό­ση εὐ­κο­λί­α.

       — Θὰ μοῦ πεῖς: κι αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ τὸ κά­νει κα­νεὶς ὅ­ταν εἶ­ναι ξύ­πνιος. Σί­γου­ρα. Μὰ ὑ­πάρ­χει κά­τι ποὺ ὅ­ταν εἶ­σαι ξύ­πνιος δὲν μπο­ρεῖς νὰ τὸ κά­νεις.

       — Τί;

       — Αὐ­τὸ ποὺ κά­νεις.

       — Δη­λα­δή; – μὰ ἐ­νῶ τοῦ ἀ­πευ­θύ­νω τὴν ἐ­ρώ­τη­ση τὸ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ. Κι ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ζω.

       — Πα­τέ­ρα, ἐ­σὺ εἶ­σαι; τοῦ λέ­ω.

       Μοῦ χα­μο­γε­λά­ει. Ἔ­χει πά­νω-κά­τω τὴν ἡ­λι­κί­α μου, ἴ­σως νὰ εἶ­ναι καὶ λί­γο πιὸ νέ­ος. Ἴ­σως αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ δὲν τὸν ἀ­να­γνώ­ρι­σα ἀ­μέ­σως. Ἴ­σως.

       — Κα­τά­λα­βες; μὲ ρω­τά­ει.

       Ναί, κα­τά­λα­βα.

       Εἶ­χα χο­ρο­πη­δή­σει καὶ δὲν εἶ­χα ξα­να­πέ­σει στὴ γῆ.

       — Χαί­ρο­μαι ποὺ σὲ βλέ­πω. Ἔ­χω χί­λια-δυ­ὸ πράγ­μα­τα νὰ σοῦ δι­η­γη­θῶ – τοῦ λέ­ω κα­θὼς αἰ­ω­ροῦ­μαι δε­κά­δες ἑ­κα­το­στὰ πά­νω ἀπ΄ τὸ ἔ­δα­φος.

       — Κι ἐ­γώ, – ἀ­παν­τᾶ χα­μο­γε­λών­τας.

       — Πῶς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ἡ φρά­ση; Βο­ή­θα με νὰ τὴ θυ­μη­θῶ.

       — Ὁ θά­να­τος δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα. Πῆ­γα μό­νο στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι



		

	

Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio): Δράκοι



Τζι­αν­ρί­κο Κα­ρο­φί­λιο (Gianrico Carofiglio)


Δρά­κοι

(Draghi)


ΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΙΡΟ, στὸ ἀ­ε­ρο­δρό­μιο, συ­νάν­τη­σα μιὰ πα­λιὰ φί­λη. Ζοῦ­με σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς πό­λεις καὶ πραγ­μα­τι­κὰ δὲν βλε­πό­μα­στε συ­χνά. Γι’ αὐ­τὸ τὸ λό­γο ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ πᾶ­με γιὰ κα­φὲ καὶ νὰ ἀν­ταλ­λά­ξου­με νέ­α γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ εἶ­χαν συμ­βεῖ τὴν τε­λευ­ταί­α δε­κα­ε­τί­α.

       Με­ρι­κὰ χρό­νια πρὶν εἶ­χε γνω­ρί­σει κά­ποι­ον, τὸν εἶ­χε ἐ­ρω­τευ­τεῖ καὶ σὲ δι­ά­στη­μα ἐν­νιὰ-δέ­κα μη­νῶν εἴ­χα­νε παν­τρευ­τεῖ. Ἦ­ταν συμ­πα­θη­τι­κός, ἔ­ξυ­πνος κι ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ ἐ­κεί­νη· μᾶλ­λον πο­λὺ κα­λὸ γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό.

       Καὶ πράγ­μα­τι, δὲν ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νό. Με­τὰ τὸ γά­μο εἶ­χε με­τα­μορ­φω­θεῖ ἀ­πὸ Δό­κτο­ρα Τζέ­κιλ σὲ κύ­ριο Χά­ιντ. Εἶ­χε πά­ψει νὰ εἶ­ναι εὐ­γε­νι­κός· εἶ­χε γί­νει ἐ­νο­χλη­τι­κός, ζη­λιά­ρης καὶ βί­αι­ος, καὶ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ τὴν προ­σβάλ­λει καὶ νὰ τὴν τα­πει­νώ­νει μπρο­στὰ σὲ φί­λους καὶ ξέ­νους. Ἡ ζω­ὴ εἶ­χε με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἕ­ναν ἐ­φιά­λτη ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη δὲν τὰ κα­τά­φερ­νε νὰ βρεῖ τὴ δύ­να­μη γιὰ νὰ ἀ­πο­τρα­βη­χτεῖ ἀ­πὸ κεῖ­νο τὸ γά­μο.

       Μιὰ μέ­ρα κάποια συ­νά­δελ­φος τῆς δι­η­γή­θη­κε μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χε συμ­βεῖ, ἀπ΄ ὅ,­τι φαι­νό­ταν, σὲ γνω­στὴ τῆς ἐ­ξα­δέλ­φης της.

       Αὐ­τὴ ἡ κο­πέ­λα παν­τρευ­ό­ταν. Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε τὶς συ­νη­θι­σμέ­νες προ­ε­τοι­μα­σί­ες, ἕ­να πρω­ι­νὸ τοῦ Μα­ΐ­ου ὅ­λα ἦ­σαν ἕ­τοι­μα. Οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι, οἱ κουμ­πά­ροι, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κι ὁ γαμ­πρὸς ἤ­τα­νε στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν πε­ρί­με­ναν σύμ­φω­να μὲ τὸ ἔ­θι­μο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στὴν ἐκ­κλη­σί­α ζή­τη­σε νὰ πεῖ δυ­ὸ λό­για πρὶν νὰ ξε­κι­νή­σει ἡ τε­λε­τὴ τοῦ γά­μου. Ἦ­ταν μιὰ ἀ­συ­νή­θι­στη ἐ­πι­θυ­μί­α, ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν ἔ­φε­ρε ἀν­τίρ­ρη­ση.

       — Ζή­τη­σα νὰ μι­λή­σω, πρῶ­τα ἀπ΄ ὅ­λα γιὰ νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σω τοὺς γο­νεῖς μου. Γιὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­κα­ναν γιὰ μέ­να μέ­χρι σή­με­ρα. Ἦ­ταν κον­τά μου ὅ­ταν ἔ­πρε­πε καὶ μὲ ἄ­φη­σαν νὰ κά­νω τὸ δι­κό μου ὅ­ταν ἦ­ταν σω­στό. Νὰ ξέ­ρεις τὴν στιγ­μὴ γιὰ νὰ κά­νεις εἴ­τε τὸ ἕ­να εἴ­τε τὸ ἄλ­λο, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο. Πρέ­πει νὰ ἔ­χεις καρ­διὰ κι ἐ­ξυ­πνά­δα. Εὐ­χα­ρι­στῶ, μα­μά. Εὐ­χα­ρι­στῶ, μπαμ­πά. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν σᾶς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σω πο­τέ.

       Οἱ γο­νεῖς χα­μο­γέ­λα­σαν κι ἐ­κεί­νη συ­νέ­χι­σε ἀ­φοῦ στρά­φη­κε πρῶ­τα στοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους.

       — Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ ποὺ εἶ­στε ἐ­δῶ. Ἐλ­πί­ζω, πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, αὐ­τὴ ἡ τε­λε­τὴ νὰ εἶ­ναι γιὰ σᾶς μιὰ κα­λὴ ἀ­νά­μνη­ση.

       Ἀ­κού­στη­κε ἕ­νας ἐ­λα­φρὸς ψί­θυ­ρος. Κά­ποι­ος ἔ­βη­ξε. Ὁ γαμ­πρὸς πῆ­ρε μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἔκ­φρα­ση.

       — Καὶ τώ­ρα θέ­λω νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σω τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κό μου καὶ τὴν κα­λύ­τε­ρή μου φί­λη, ποὺ εἶ­ναι καὶ κουμ­πά­ρα μου. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ καὶ τοὺς δύ­ο, ποὺ μὲ συ­νο­δέ­ψα­τε, μα­ζί, γιὰ νὰ κά­νω αὐ­τὸ τὸ βή­μα.

       Μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­μη­χα­νί­α ἦ­ταν αἰ­σθη­τή.

       — Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ ἰ­δι­αί­τε­ρα ποὺ πε­ρά­σα­τε μα­ζὶ τὴν χτε­σι­νὴ νύ­χτα. Καὶ τό­σες ἄλ­λες, τοὺς τε­λευ­ταί­ους μῆ­νες, πάν­τα στὸ ἴ­διο ξε­νο­δο­χεῖ­ο. Σᾶς εὔ­χο­μαι νὰ εἶ­στε εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Εἶ­ναι κρί­μα ποὺ εἶ­σαι ἤ­δη παν­τρε­μέ­νη, ἀλ­λὰ εἶ­μαι σί­γου­ρη ὅ­τι, μα­ζὶ μὲ τὸ σύ­ζυ­γό σου, θὰ βρεῖ­τε μιὰ λύ­ση. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, πι­στεύ­ω ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες θὰ τοῦ φα­νοῦν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες.

       Ὕ­στε­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀ­πό­λυ­τη σι­ω­πή, καὶ ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε μέ­σα σὲ ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το ποὺ τὴν πε­ρί­με­νε ἔ­χον­τας ἀ­νοι­χτὴ τὴ μη­χα­νή.

       Ἡ φί­λη μου ἔ­κα­νε μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη παύ­ση πρὶν συ­νε­χί­σει.

       — Αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α μοῦ ἔ­κα­νε με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση. Σκέ­φτο­μαι ὅ­τι ἐ­ὰν αὐ­τὴ μπό­ρε­σε νὰ κά­νει ὅ,­τι ἔ­κα­νε, ἔ­πρε­πε νὰ μπο­ρῶ κι ἐ­γὼ νὰ ἀ­πο­τρα­βη­χτῶ ἀ­πὸ τὴν πα­γί­δα ποὺ εἶ­χα πέ­σει. Ἦ­ταν δύ­σκο­λο ἀλ­λὰ δυ­ὸ ἑ­βδο­μά­δες με­τὰ ἤ­μουν ἐ­λεύ­θε­ρη.

       Τὴν κοί­τα­ξα λί­γο ἀ­μή­χα­νος. Ἦ­ταν κά­τι ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρα ἂν ἔ­πρε­πε νὰ τῆς τὸ πῶ. Δι­ά­βα­σε τὶς σκέ­ψεις μου.

       — Τὴν ἤ­ξε­ρες ἤ­δη αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, ἔ;

       Κα­τέ­νευ­σα κι ἐ­κεί­νη χα­μο­γέ­λα­σε.

       — Ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ με­τὰ τὸν χω­ρι­σμό, δι­α­βά­ζον­τας ἕ­να βι­βλί­ο, ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι μιὰ τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α ὑ­πάρ­χει, σχε­δὸν ἡ ἴ­δια, σὲ δε­κά­δες ἐκ­δο­χές, σὲ δε­κά­δες πό­λεις. Στὴν ἀρ­χή μοῦ κα­κο­φά­νη­κε. Ἐ­κεί­νη ἡ γυ­ναί­κα εἶ­χε γί­νει ὁ προ­σω­πι­κός μου μύ­θος καὶ τώ­ρα ἀ­να­κά­λυ­πτα ὅ­τι ἦ­ταν ὁ χα­ρα­κτή­ρας μιᾶς ἐ­πι­νο­η­μέ­νης ἱ­στο­ρί­ας. Με­τὰ ἀ­πο­φά­σι­σα ὅ­τι δὲν μὲ ἐν­δι­έ­φε­ρε κα­θό­λου. Γιὰ μέ­να ἡ ἱ­στο­ρί­α ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὴ κι ἡ κο­πέ­λα ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νή. Ἴ­σως ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ μὲ κα­τα­λά­βεις.

       — Ξέ­ρεις ἕ­να συγ­γρα­φέ­α ποὺ τὸν λέ­νε Τσέ­στερ­τον; – τὴν ρώ­τη­σα.

       — Δὲν τὸν ἔ­χω δι­α­βά­σει πο­τέ, για­τί;

       — Ὁ Τσέ­στερ­τον ἔ­λε­γε ὅ­τι τὰ πα­ρα­μύ­θια δὲν χρη­σι­μεύ­ουν γιὰ νὰ ἐ­ξη­γοῦν στὰ παι­διὰ ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν δρά­κοι. Αὐ­τὸ τὰ παι­διὰ ἤ­δη τὸ ξέ­ρουν.

       — Καὶ σὲ τί χρη­σι­μεύ­ουν; – ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη.

       — Τὰ πα­ρα­μύ­θια χρη­σι­μεύ­ουν γιὰ νὰ ἐ­ξη­γοῦν στὰ παι­διὰ ὅ­τι οἱ δρά­κοι μπο­ροῦν νὰ νι­κη­θοῦν.


Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ πε­ζῶν Νυ­κτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Pas­seg­ge­ri not­tur­ni, E­i­na­u­di, 2016).

 

Gianrico Carofiglio (Μπά­ρι τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1961). Ἀ­νώ­τε­ρος δι­κα­στι­κός, μὲ πο­λύ­χρο­νη δρά­ση κα­τὰ τῆς Μα­φί­ας καὶ συγ­γρα­φέ­ας νο­μι­κῶν κει­μέ­νων. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τὸ 2002 μὲ τὸ­ν Ἀ­κού­σιο μάρ­τυ­ρα ποὺ γνώ­ρι­σε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ πολ­λα­πλὲς βρα­βεύ­σεις. Σὲ αὐ­τό του τὸ βι­βλί­ο πρώ­τη φο­ρὰ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δη­μο­φι­λὴς χα­ρα­κτή­ρας τοῦ με­λαγ­χο­λι­κοῦ δι­κη­γό­ρου Guido Guerrieri. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α εἶ­ναι τὸ Νυ­χτε­ρι­νοὶ ἐ­πι­βά­τες (Passeggeri notturni, Einaudi, 2016) καὶ τὸ Ψυ­χρὸ κα­λο­καί­ρι (L’ estate fredda, Einaudi, 2016). Τὰ βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ εἴ­κο­σι ὀ­κτὼ γλῶσ­σες. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ 03-12-2017.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Πέ­τρος Φούρ­να­ρη­ς (Ἀ­θή­να, 1963). Δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νω­τά­τη Γε­ω­πο­νι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του στὴ Λέ­ρο, τὸ νη­σὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του, ὅ­που ἐρ­γά­ζε­ται ὡς γε­ω­πό­νος στὸ Κρα­τι­κὸ Θε­ρα­πευ­τή­ριο Λέ­ρου καὶ τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του γρά­φει δι­η­γή­μα­τα. Πε­ζά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ἔκ­φρα­ση Λό­γου καὶ Τέ­χνης, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ο­ν (ἀρ. 37, Δε­κέμ­βριος 2004) καὶ στὸ Ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­­ζά­ι Συμ­φι­λί­ω­ση» καὶ «100%»), ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις του στὴν Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Λε­ρια­κῶν Με­λε­τῶν τοῦ Ἱ­στο­ρι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου Λέ­ρου. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γι­ό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­τα­λὸ συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι