Βιλιὲ Ντὲ Λ’Ἴλ-Ἀντὰμ (Villiers de l’Isle-Antam)

 .

VilliersDeL'IsleAdam-OIroismosTouGiatrouAllintonil-Eikona-02

.

Βιλιὲ Ντὲ Λ’ Ἲλ-Ἀντάμ (Villiers de l’Isle-Antam)

. 

ἡρωϊσμὸς τοῦ γιατροῦ Ἀλλιντονίλ

(L’héroïsme du docteur Hallindonhill)

 .

Στὸνκύ­ριο Henry May

Σκο­τῶ­στε γιὰ νὰ θε­ρα­πευ­τεῖ­τε.

Ἐ­πί­ση­μο γνω­μι­κὸ τοῦ Broussais*

 .

01-HttaΠΑΡΑΞΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ τοῦ για­τροῦ Ἀλ­λιν­το­νὶλ θὰ ἐκ­δι­κα­σθεῖ προ­σε­χῶς στὸ κα­κουρ­γι­ο­δι­κεῖο τοῦ Λον­δί­νου.

       Νὰ πῶς ἔ­χουν τὰ γε­γο­νό­τα:

       Στὶς εἴ­κο­σι τοῦ πε­ρα­σμέ­νου Μά­η, οἱ δυ­ὸ με­γά­λες αἴ­θου­σες ἀ­να­μο­νῆς τοῦ ἐ­πι­φα­νοῦς εἰ­δι­κοῦ καὶ θε­ρα­πευ­τῆ ὅ­λων τῶν πνευ­μο­νι­κῶν πα­θή­σε­ων, ἦ­ταν ὡς συ­νή­θως, γε­μά­τες ἀ­πὸ πε­λά­τες μὲ τὰ δελ­τί­α ἀ­να­μο­νῆς στὸ χέ­ρι.

       Στὴν εἴ­σο­δο στε­κό­ταν ντυ­μέ­νος μὲ τὴν μα­κριὰ μαύ­ρη ρεν­τιγ­κό­τα του, ὁ δο­κι­μα­στὴς τῶν νο­μι­σμά­των: ἐ­λάμ­βα­νε ἀ­πὸ τὸν κα­θέ­να τὶς δύο ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὲς γκι­νέ­ες, τὶς δο­κί­μα­ζε μὲ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ χτύ­πη­μα τοῦ σφυ­ριοῦ πά­νω σὲ ἕ­να πο­λυ­τε­λὲς ἀ­μό­νι, φω­νά­ζον­τας μη­χα­νι­κὰ all right.

       Μέ­σα στὸ τζα­μω­τὸ ἰ­α­τρεῖ­ο —στο­λι­σμέ­νο ὁ­λό­γυ­ρα μὲ με­γά­λα τρο­πι­κὰ δεν­δρύλ­λια μέ­σα σὲ με­γά­λες ἰ­α­πω­νι­κὲς γλά­στρες— εἶ­χε μό­λις πά­ρει τὴ θέ­ση του στὸ γρα­φεῖ­ο του, ὁ αὐ­στη­ρός, μι­κρό­σω­μος για­τρὸς Ἀλ­λιν­το­λίλ. Δί­πλα του, στὸ στρογ­γυ­λὸ τρα­πε­ζά­κι, ἡ γραμ­μα­τέ­ας του συν­τα­γο­γρα­φοῦ­σε τὶς σύν­το­μες συν­τα­γές. Στὴν πορ­φυ­ρὴ βε­λού­δι­νη πα­ρα­στά­δα μιᾶς πόρ­τας, τῆς καρ­φω­μέ­νης μὲ χρυ­σὰ καρ­φιά, ὀρ­θω­νό­ταν ἕ­νας ὑ­πη­ρέ­της μὲ τε­ρα­τώ­δη τρά­χη­λο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν νὰ με­τα­φέ­ρει, τὸν ἕ­να με­τὰ τὸν ἄλ­λο, τοὺς πα­ρα­παί­ον­τες πνευ­μο­νο­πα­θεῖς, μέ­χρι τὴν πόρ­τα τῆς ἐ­ξό­δου – ἀ­π’ ὅ­που, ὁ ἀ­νελ­κυ­στή­ρας τοὺς ἔ­βγα­ζε, κα­θι­σμέ­νους σὲ εἰ­δι­κὰ κα­ρό­τσια, ἔ­ξω. (Κι αὐ­τό, μό­λις ἀ­κου­γό­ταν τὸ μυ­στη­ρι­ῶ­δες «ὁ ἑ­πό­με­νος».)

       Οἱ ἀ­σθε­νεῖς ἔμ­παι­ναν μέ­σα μὲ βλέμ­μα θο­λὸ καὶ θαμ­πὸ καὶ τὸ στέρ­νο γυ­μνό, κρα­τών­τας στὰ χέ­ρια τους τὰ ροῦ­χα τους· ἀ­μέ­σως, δέ­χον­ταν στὴν πλά­τη καὶ στὸ στῆ­θος, τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τοῦ πλη­ξί­με­τρου καὶ τοῦ σω­λη­να­ρί­ου:

       — Τίκ, τίκ, πλάφ! Ἀ­να­πνεῦ­στε!…πλάφ!… ὡ­ραῖ­α.

       Ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ συν­τα­γο­γρά­φη­ση κά­ποι­ου φαρ­μά­κου ἐν­τὸς ὀ­λί­γων δευ­τε­ρο­λέ­πτων, καὶ στὸ τέ­λος ἐ­κεῖ­νο τὸ πε­ρί­φη­μο «ὁ ἑ­πό­με­νος».

       Κι ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια, κά­θε πρω­ΐ, ἡ οὐ­ρὰ πα­ρή­λαυ­νε συ­νή­θως ἀ­πὸ τὶς ἐν­νιὰ τὸ πρω­ῒ ἕ­ως τὶς δώ­δε­κα ἀ­κρι­βῶς.

       Ξαφ­νι­κά, τὴν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, στὶς 20 Μαΐου, στὶς ἐν­νιὰ ἡ ὥ­ρα ἀ­κρι­βῶς, νά ’σου ποὺ κα­τα­φθά­νει ἕ­να εἶ­δος μα­κρο­σκε­λοῦς σκε­λε­τοῦ, μὲ δι­ε­σταλ­μέ­νες τὶς κό­ρες τῶν μα­τι­ῶν του, βα­θου­λω­μέ­να μά­γου­λα ποὺ ἄγ­γι­ζαν τὸν οὐ­ρα­νί­σκο του, μὲ τὸ στέρ­νο του γυ­μνὸ νὰ μοιά­ζει μὲ θω­ρα­κι­κὴ κοι­λό­τη­τα κηλι­δω­μέ­νης περ­γα­μη­νῆς, τὸ ὁ­ποῖ­ο τραν­τα­ζό­ταν ἀ­πὸ ξε­ρό­βη­χα – μὲ λί­γα λό­για ἕ­να εἶ­δος ζων­τα­νοῦ νε­κροῦ. Εἶ­χε μιὰ γα­λά­ζια γού­να ρε­νὰρ ποὺ τὴν κρα­τοῦ­σε στὸ ἀ­πο­στε­ω­μέ­νο χέ­ρι του καὶ ξά­πλω­σε τὸ μη­ρια­ῖο ὀ­στό του στὸ ἰ­α­τρεῖ­ο, βα­στα­ζό­με­νος, γιὰ νὰ μὴν πέ­σει, ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα φύλ­λα τῶν δεν­δρυλ­λί­ων.

       — Τάκ! τάκ! πάφ! Δὲν γί­νε­ται τί­πο­τε! Μουρ­μού­ρι­σε ὁ για­τρὸς Ἀλ­λιν­το­νίλ: μπὰς καὶ εἶ­μαι ἰ­α­τρο­δι­κα­στὴς ποὺ δι­α­πι­στώ­νει τὸ θά­να­το; Θὰ φτύ­νε­τε τὰ φλέ­μα­τα τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ πνεύ­μο­να, ὁ δε­ξιὸς εἶ­ναι ξα­φρι­στή­ρι!..

       — Ὁ ἑ­πό­με­νος!

       Ὁ ὑ­πη­ρέ­της πῆ­γε νὰ ση­κώ­σει τὸν πε­λά­τη, ὅ­ταν ἡ ἐ­ξο­χό­τη­τά του ὁ θε­ρα­πευ­τής, χτυ­πών­τας ξαφ­νι­κὰ τὸ μέ­τω­πό του, πρό­σθε­σε μὲ ἕ­να πα­ρά­ξε­νο χα­μό­γε­λο:

       — Εἶ­στε πλού­σιος;

       — Πο­λυ­ε­κα­τομ­μυ­ρι­οῦ­χος! Ἀ­πάν­τη­σε βρα­χνὰ ὁ δυ­στυ­χὴς ποὺ μό­λις εἶ­χε ξα­πο­στεί­λει ὁ Ἀλ­λιν­το­νὶλ τό­σο γρή­γο­ρα ἀ­πὸ τὸν πλα­νή­τη.

       — Τό­τε, ἡ ἅ­μα­ξά σας νὰ σᾶς με­τα­φέ­ρει ἀ­μέ­σως στὸ σταθ­μὸ Βι­κτώ­ρια! Ὑ­πάρ­χει μιὰ τα­χεί­α τῶν ἕν­τε­κα γιὰ τὸ Ντό­βερ! Με­τὰ παίρ­νε­τε τὸ ὑ­πε­ρω­κε­ά­νιο ! Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸ Κα­λαί, πᾶ­τε στὴ Μασ­σα­λί­α μὲ κλι­νά­μα­ξα ποὺ δι­α­θέ­τει θερ­μά­στρα! Μὲ τε­λι­κὸ προ­ο­ρι­σμὸ τὴ Νί­και­α! Ἐ­κεῖ, ἐ­πὶ ἕ­ξι μῆ­νες θὰ τρῶ­τε νε­ρο­κάρ­δα­μο, χω­ρὶς ψω­μί, οὔ­τε κρα­σί, οὔ­τε φροῦ­τα, οὔ­τε κρέ­ας. Θὰ παίρ­νε­τε μιὰ κου­τα­λιὰ τῆς σού­πας βρό­χι­νο νε­ρὸ ἐμ­πλου­τι­σμέ­νο μὲ ἰ­ώ­διο κά­θε δυ­ὸ μέ­ρες. Καὶ νε­ρο­κάρ­δα­μο, νε­ρο­κάρ­δα­μο, νε­ρο­κάρ­δα­μο! Λι­ω­μέ­νο καὶ ἀ­λε­σμέ­νο μὲ τὸ χυ­μό του, εἶ­ναι ἡ μό­νη σας εὐ­και­ρί­α… ἀλ­λὰ καὶ πά­λι!

       Αὐ­τὸς ὁ δῆ­θεν θε­ρα­πευ­τὴς γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον μὲ ἔ­χουν ξε­κου­φά­νει, μοῦ φαι­νό­ταν κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ πα­ρά­λο­γος, τὸν συ­στή­νω σ’ ἕ­ναν ἀ­πελ­πι­σμέ­νο, ἀλ­λὰ δί­χως νὰ τὸν πι­στεύ­ω οὔ­τε μιὰ στιγ­μή.

       Ἀ­φοῦ το­πο­θε­τή­θη­κε μὲ με­γά­λη προ­σο­χὴ στὸν ἀ­νελ­κυ­στή­ρα ὁ φθι­σι­κὸς Κροῖ­σος, ἡ οὐ­ρὰ τῶν πνευ­μο­νο­πα­θῶν, σκορ­βου­τι­κῶν καὶ βρογ­χι­τι­κῶν, ξα­να­βρῆ­κε πά­λι τὴν κα­νο­νι­κὴ ρο­ή της. Ἕ­ξι μῆ­νες με­τά, στὶς 3 Νο­εμ­βρί­ου, στὶς ἐν­νιὰ ἡ ὥ­ρα ἀ­κρι­βῶς, μπῆ­κε χω­ρὶς τὸ δελ­τί­ο ἀ­να­μο­νῆς μέ­σα στὸ ἰ­α­τρεῖ­ο τοῦ δό­κτο­ρος Ἀλ­λι­λον­τὶλ ἕ­να εἶ­δος γί­γαν­τα μὲ δυ­να­τὴ καὶ χα­ρού­με­νη φω­νὴ ποὺ τὸ ἠ­χό­χρω­μά της ἔ­κα­νε νὰ δο­νοῦν­ται τὰ τζά­μια τοῦ ἰ­α­τρεί­ου καὶ νὰ ρι­γοῦν τὰ φύλ­λα τῶν τρο­πι­κῶν φυ­τῶν, ἕ­νας κο­λοσ­σια­ῖος με­γα­λο­μπε­μπὲς μὲ πλού­σιο τρί­χω­μα. Ἄ­νοι­ξε δρό­μο ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τοὺς πε­λά­τες τοῦ δό­κτο­ρος Ἀλ­λι­λον­τίλ, ἴ­διος μὲ ἀν­θρώ­πι­νη βόμ­βα, καὶ ἔ­φτα­σε μέ­χρι τὸ ἱ­ε­ρὸ τοῦ πρίγ­κη­πα τῆς Ἐ­πι­στή­μης, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ψυ­χρός, μὲ τὸ μαῦ­ρο του ἔν­δυ­μα, μό­λις εἶ­χε προ­λά­βει νὰ κα­θί­σει, ὡς συ­νή­θως, στὸ γρα­φεῖ­ο του. Ἀρ­πά­ζον­τάς τον ἀ­πὸ τὶς μα­σχά­λες, τὸν σή­κω­σε σὰν πού­που­λο καὶ φι­λοῦ­σε καὶ ξα­να­φι­λοῦ­σε τὰ δυ­ὸ ψυ­χρὰ καὶ λεῖ­α μά­γου­λα τοῦ για­τροῦ, μὲ τὸν τρό­πο μιᾶς πα­ρά­ξε­νης Νορ­μαν­δῆς τρο­φοῦ· στὴ συ­νέ­χεια τὸν ἄ­φη­σε σὲ κω­μα­τώ­δη σχε­δὸν κα­τά­στα­ση καὶ νὰ ἀ­σφυ­κτιᾶ, στὴν πο­λυ­θρό­να του.

       — Δυ­ὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια; Τὰ θέ­λε­τε; Μή­πως θέ­λε­τε τρί­α; φώ­να­ζε ὁ γί­γαν­τας, ἀ­παί­τη­ση φο­βε­ρὴ καὶ τρο­με­ρή!

       — Σᾶς ὀ­φεί­λω τὴν ἀ­νά­σα μου, τὸν ἥ­λιο, τὰ ὡ­ραῖ­α γεύ­μα­τα, τὰ φρε­νή­ρη πά­θη τῆς ζω­ῆς, τὰ πάν­τα! Ἀ­παι­τεῖ­στε λοι­πὸν ἀ­νή­κου­στη ἀ­μοι­βή: δι­ψῶ γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση!

       — Ἄ! αὐ­τὸ πιά! Ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ τρε­λός; Νὰ τὸν δι­ώ­ξε­τε… ἄρ­θρω­σε ἀ­δύ­να­μα ὁ για­τρὸς με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­ξάν­τλη­σης.

       — Μὰ ὄ­χι, μὰ τί λέ­τε; Γρύλ­λι­σε ὁ τρε­λὸς μὲ βλέμ­μα πυγ­μά­χου ποὺ ἔ­κα­νε τὸν ὑ­πη­ρέ­τη νὰ ὀ­πι­σθο­χω­ρή­σει. Γιὰ νὰ εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νής, κα­τα­νο­ῶ για­τί ἐ­σεῖς, ὁ σω­τή­ρας μου, δὲν μὲ ἀ­να­γνω­ρί­ζε­τε. Εἶ­μαι ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὸ νε­ρο­κάρ­δα­μο! Ὁ ἀ­πο­τε­λει­ω­μέ­νος σκε­λε­τός, ὁ κα­τα­δι­κα­σμέ­νος! Νί­και­α, τὸ νε­ρο­κάρ­δα­μο, νε­ρο­κάρ­δα­μο, νε­ρο­κάρ­δα­μο! Πέ­ρα­σε τὸ ἑ­ξά­μη­νό μου ἐ­κεῖ, καὶ ἰ­δοὺ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ ἔρ­γου σας. Ἐ­λᾶ­τε, ἀ­κοῦ­στε αὐ­τό.

       Καὶ χτυ­ποῦ­σε τὸ θώ­ρα­κά του μὲ τὶς γρο­θι­ές του ποὺ ἦ­ταν ἱ­κα­νὲς νὰ τσα­κί­σουν τὸ κρα­νί­ο τῶν πλέ­ον δυ­να­τῶν ταύ­ρων τοῦ Μίν­τλε­σεξ.

       — Ἔ! Εἶ­πε ὁ για­τρὸς χο­ρο­πη­δών­τας — Εἶ­στε…τί! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἑ­τοι­μο­θά­να­τος πού…

       — Ναί, χί­λι­ες φο­ρὲς ναί, ἐ­γὼ εἶ­μαι! Οὔρ­λια­ξε ὁ γί­γαν­τας. — Χθὲς τὸ βρά­δυ κι­ό­λας, μό­λις ἀ­πο­βι­βά­στη­κα, πα­ράγ­γει­λα τὴν προ­το­μή σας ἀ­πὸ μπροῦν­τζο κι ἔ­χω τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ πα­ραγ­γεί­λω νὰ σᾶς ἀ­πο­νεί­μουν ἐ­πι­κή­δει­ες τι­μὲς στὸ Γου­έ­στμιν­στερ!

     Πῆ­ρε τὸ θάρ­ρος νὰ ἀ­νέ­βει πά­νω σὲ ἕ­ναν ἄ­νε­το κα­να­πὲ μὲ σπα­σμέ­να ἐ­λα­τή­ρια καὶ κλα­ψού­ρι­σε:

       — Ἄ! τί ὄ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ ζω­ή, καὶ ἀ­να­στέ­να­ξε μὲ τὸ χα­σμω­δι­κὸ χα­μό­γε­λο μιᾶς ἤ­ρε­μης, ἀ­τά­ρα­χης ἔκ­στα­σης.

       Μὲ τὶς δυ­ὸ λέ­ξεις ποὺ ἐκ­στό­μι­σε χα­μη­λό­φω­να ὁ για­τρός, ὁ γραμ­μα­τέ­ας καὶ ὁ ὑ­πη­ρέ­της ἀ­πο­σύρ­θη­καν. Μό­λις ἔ­μει­νε μό­νος ὁ Ἀλ­λιν­το­νὶλ μὲ τὸν ἀ­να­στη­θέν­τα, κοί­τα­ξε τὸν γί­γαν­τα μὲ ὕ­φος ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο, χλω­μὸς καὶ ψυ­χρός, μὲ βλέμ­μα ποὺ πρό­δι­δε νευ­ρι­κό­τη­τα, κι ἀ­φοῦ ἔ­μει­νε κά­ποι­ες στιγ­μὲς σι­ω­πη­λός, μουρ­μού­ρι­σε ξαφ­νι­κά:

       — Ἐ­πι­τρέψ­τε μου πρῶ­τα νὰ ἀ­φαι­ρέ­σω αὐ­τὴ τὴ μύ­γα ἀ­πὸ τὸν κρό­τα­φό σας.

       Καὶ προ­χω­ρών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος του, ὁ για­τρὸς ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη του ἕ­να κον­τό­κα­νο ρε­βόλ­βερ bulle dog καὶ τὸ ἄ­δεια­σε δυ­ὸ φο­ρές, πο­λὺ γρή­γο­ρα, στὴν ἀ­ρι­στε­ρὴ κρο­τα­φι­κὴ ἀρ­τη­ρί­α.

       Ὁ γί­γαν­τας σω­ρι­ά­στη­κε κά­τω, κά­νον­τας τὴν ὀ­στε­ο­θή­κη θρύ­ψα­λα καὶ κη­λι­δώ­νον­τας μὲ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­σι­μο τσερ­βέ­λο του τὸ χα­λὶ τοῦ ἰ­α­τρεί­ου πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο χτυ­πι­ό­ταν γιὰ ἕ­να λε­πτὸ μὲ τὶς πα­λά­μες του ἀ­νοι­χτές.

       Μὲ δέ­κα ψα­λι­δι­ές, γού­να, ροῦ­χα καὶ ἐ­σώ­ρου­χα, ψα­λι­δι­σμέ­να στὴν τύ­χη, ἄ­φη­σαν γυ­μνὸ τὸ στῆ­θος τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ σο­βα­ρὸς χει­ρουρ­γός, μὲ μιὰ κί­νη­ση τοῦ τε­ρά­στιου χει­ρουρ­γι­κοῦ του νυ­στε­ριοῦ, ἔ­σκι­σε εὐ­θὺς ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ πά­νω μέ­χρι κά­τω.

       Ἕ­να τέ­ταρ­το ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ὁ ἀ­στυ­φύ­λα­κας μπῆ­κε στὸ ἰ­α­τρεῖ­ο νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει τὸν δό­κτο­ρα Ἀλ­λιν­το­νὶλ νὰ τὸν ἀ­κο­λου­θή­σει, ἐ­κεῖ­νος, ἤ­ρε­μος, κα­θι­σμέ­νος μπρο­στὰ στὸ γρα­φεῖ­ο του, μὲ ἕ­να φα­κὸ στὸ χέ­ρι, ἐ­ξέ­τα­ζε ἕ­να ζεῦ­γος τε­ρά­στια πνευ­μό­νια, ποὺ κεί­τον­ταν ὅ­μοι­α, σὲ πρη­νῆ στά­ση, πά­νω στὸ αἱ­μάσ­σον ἀ­να­λό­γιό του.

      Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἰ­δι­ο­φυΐα προ­σπά­θη­σε μ’ αὐ­τὸν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὴν ὑ­περ-θαυ­μα­τουρ­γὴ δρά­ση τοῦ νε­ρο­κάρ­δα­μου ποὺ ἦ­ταν θρε­πτι­κὴ καὶ ταυ­το­χρό­νως ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­τι­κή.

       — Κύ­ρι­ε ἀ­στυ­φύ­λα­κα, εἶ­πε ἐ­νῶ ση­κω­νό­ταν, ἔ­κρι­να σκό­πι­μο νὰ θυ­σιά­σω αὐ­τὸν τὸν ἄν­θρω­πο ἐ­φό­σον ἡ ἄ­με­ση νε­κρο­ψί­α μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὸ μυ­στι­κὸ τῆς ὑ­γεί­ας γιὰ τὴν ἐκ­φυ­λι­σμέ­νη ἀ­ρεί­α φυ­λὴ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἴ­δους· αὐ­τὸς εἶ­ναι καὶ ὁ λό­γος γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον δὲν δί­στα­σα, τὸ ὁ­μο­λο­γῶ, νὰ θυ­σιά­σω ἐ­δῶ τὴν συ­νεί­δη­σή μου στὸ κα­θῆ­κον.

       Εἶ­ναι πε­ριτ­τὸ νὰ προ­σθέ­σου­με ὅ­τι ὁ ἐ­πι­φα­νὴς για­τρὸς ἀ­φέ­θη­κε ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ μιὰ ἀ­πο­λύ­τως τυ­πι­κὴ ἐγ­γύ­η­ση, ἐ­φό­σον ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α του ἦ­ταν πιὸ χρή­σι­μη ἀ­πὸ τὴν κρά­τη­σή του.

       Αὐ­τὴ ἡ πα­ρά­ξε­νη ὑ­πό­θε­ση θὰ ἐκ­δι­κα­σθεῖ τώ­ρα στὸ Βρε­τα­νι­κὸ Κα­κουρ­γι­ο­δι­κεῖ­ο. Ἄ! πό­σο θαυ­μά­σι­ες ἀ­γο­ρεύ­σεις θὰ δι­α­βά­σει ἡ Εὐ­ρώ­πη!

       Ὅ­λα δεί­χνουν ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ ὑ­πέ­ρο­χο ἔγ­κλη­μα δὲν θὰ κο­στί­σει στὸν ἥ­ρω­ά του τὴν κρε­μά­λα τοῦ Newgate , ἀ­φοῦ οἱ Ἄγ­γλοι εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι ποὺ κα­τα­νο­οῦν, ὅ­πως κι ἐ­μεῖς, ὅ­τι ἡ ἀ­πο­κλει­στι­κὴ ἀ­γά­πη τῆς μελ­λον­τι­κῆς Ἀν­θρω­πό­τη­τας, μὲ τὴν τέ­λεια πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Ἀ­τό­μου, ἀ­πο­τε­λεῖ στὶς μέ­ρες μας, τὸ μο­να­δι­κὸ κί­νη­τρο γιὰ τὴν ἀ­θώ­ω­ση τῶν με­γα­λό­ψυ­χων αὐ­τῶν πα­ρα­βα­τῶν τῆς Ἐ­πι­στή­μης.

.

* Francois Broussais: Ἐ­πι­φα­νὴς για­τρὸς ποὺ πέ­θα­νε τὸ 1938. Συγ­γρα­φέ­ας τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς «Ἰ­α­τρι­κῆς τῆς Φυ­σι­ο­λο­γί­ας». Φη­μι­ζό­ταν γιὰ τὸν δε­σπο­τι­κό του χα­ρα­κτή­ρα, καὶ τὸ γνω­μι­κὸ ποὺ τοῦ ἀ­πο­δί­δει ὁ Βι­λι­ὲ ἐκ­φρά­ζει τὴν θρυ­λι­κὴ βι­αι­ό­τη­τα τῶν με­θό­δων του.

. 

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

..

Πη­γή: Ἀπὸ τὸ βι­βλί­ο Claire Lenoir et autres contes insolites, ἐκ­δό­σεις Flam­ma­ri­on, εἰ­σα­γω­γὴ καὶ ση­μει­ώ­σεις τοῦ Jacques Noiray, πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 1888 μὲ ἀ­φι­έ­ρω­ση στὸν ἐκ­δό­τη Louis-Henry-May τῶν ἐκ­δό­σε­ων Quantin.

 

Auguste_de_Villers_de_L'Isle-AdamJean-Marie-Mathias-Philippe-Auguste de Villiers de L’Isle-Adam, ὁ ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νος Κό­μης, καὶ ἀ­πὸ τὸ 1846 Μαρ­κή­σιος de Villiers de L’Isle-Adam (Saint-Brieuc, 7 Νο­εμ­βρί­ου 1838 – Πα­ρί­σι, 18 Αὐ­γού­στου 1889). Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του τὸν φώ­να­ζε Mathias ἐ­νῶ γιὰ τοὺς φί­λους του ἦ­ταν ὁ Βιλ­λι­έ, ὁ ἴ­διος χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τὸ ὄ­νο­μα Auguste στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο πολ­λῶν βι­βλί­ων του. Ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος θαυ­μα­στὴς τοῦ Ἔν­τγκαρ Ἄλ­λαν Πό­ε, τοῦ Μπων­τλαὶρ καὶ τῆς μου­σι­κῆς τοῦ Βάγ­κνερ. Ἦ­ταν φί­λος τοῦ Μαλ­λαρ­μὲ καὶ ἐ­νέ­πνευ­σε τοὺς Γάλ­λους συμ­βο­λι­στές. Αὐ­τὸς ὁ ἀ­ρι­στο­κρά­της ποὺ ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­ταν τὴ μο­ναρ­χί­α, εἶ­ναι γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὰ νέ­α αἰ­σθη­τι­κὰ μέ­σα ποὺ εἰ­σή­γα­γε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ γιὰ τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κοῦ καὶ τοῦ ὀ­νει­ρι­κοῦ στὸ ἔρ­γο του.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Ἰ­ω­άν­να Ἀ­βρα­μί­δου (Δρά­μα, 1951). Φι­λό­λο­γος, με­τα­φρά­στρια. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς με­τα­φρά­στρια στὴν ΕΕ ἀ­πὸ τὸ 1980 ἕ­ως τὸ 2001. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας, ποί­η­σης, καὶ φι­λο­σο­φί­ας.

.