Θανάσης Μανιφάβας: Οἱ δυ­ὸ παλ­λη­κα­ρά­δες


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Οἱ δυ­ὸ παλ­λη­κα­ρά­δες


Ι ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ καὶ τὰ πεί­σμα­τα, τὰ δι­κά μου καὶ τοῦ Βα­σί­λη, τοῦ κα­λύτε­ρού μου φί­λου τῶν παι­δι­κῶν χρό­νων, συ­χνὰ ἔ­φερ­ναν σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση καὶ τοὺς γο­νεῖς μου καὶ τοὺς γο­νεῖς τοῦ Βα­σί­λη. Μὲ τὸ Βα­σί­λη μέ­να­με δί­πλα δί­πλα, πη­γαί­να­με στὸ ἴ­διο σχο­λεῖ­ο καὶ στὸ ἴ­διο τμῆ­μα, μα­ζὶ παί­ζα­με, μα­ζὶ δι­α­βά­ζα­με, μα­ζὶ περ­νά­γα­με τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες. Φυ­σι­κὰ δὲν ἔ­λει­παν οἱ τσα­κω­μοὶ καὶ οἱ καυ­γά­δες· ὅ­σο αὐ­τὰ ἔ­με­ναν σὲ φρα­στι­κὸ ἐ­πί­πε­δο, οἱ γο­νεῖς καὶ τῶν δύ­ο πε­ρι­ο­ρί­ζον­ταν σὲ νου­θε­σί­ες ἢ ἐ­πι­πλή­ξεις. Ὅ­ταν ἄρ­χι­σαν νὰ ξε­περ­νᾶ­νε αὐ­τὸ τὸ στά­διο, οἱ γο­νεῖς μας συ­νεν­νο­ή­θη­καν καὶ ὁ κὺρ- Μι­χά­λης, ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Βα­σί­λη, ἀ­νέ­λα­βε τὰ πε­ραι­τέ­ρω.

        Σὲ πρώ­τη φά­ση ἕ­να βρά­δυ μᾶς κά­λε­σε καὶ μᾶς δή­λω­σε πο­λὺ αὐ­στη­ρὰ ὅ­τι, ἂν συ­νε­χί­σου­με ἔ­τσι, θὰ μᾶς φά­ει καὶ τοὺς δύ­ο τὸ μαῦ­ρο φί­δι…

        Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­ρι­κὲς μέ­ρες ὁ κὺρ-Μι­χά­λης μὲ ξα­να­κά­λε­σε στὸ σπί­τι του· ὁ λό­γος ἦ­ταν ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ὁ Βα­σί­λης εἶ­χε γυ­ρί­σει στὸ σπί­τι μὲ μαυ­ρι­σμέ­νο μά­τι κι ἐ­γὼ μὲ σκι­σμέ­νο μά­γου­λο. Αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ὁ κὺρ-Μι­χά­λης δὲν τὸ ἤ­ξε­ρε, ἀλ­λὰ τὸ δι­α­πί­στω­σε μό­λις μὲ εἶ­δε καὶ φυ­σι­κὰ κα­τά­λα­βε.

        Ἐ­γὼ πῆ­γα προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος γιὰ τὰ χει­ρό­τε­ρα· φυ­σι­κὰ πο­τὲ δὲν εἶ­χα δι­α­νο­η­θεῖ νὰ ἀν­τι­δρά­σω οὔ­τε κὰν νὰ ἀν­τι­μι­λή­σω. Ἄλ­λω­στε καὶ στὸ πα­ρελ­θὸν μὲ εἶ­χε μα­λώ­σει πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ δὲν ἔ­βγα­λα κου­βέν­τα. Ἡ στά­ση μου αὐ­τή, ἦ­ταν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἀ­πόρ­ροι­α τοῦ σε­βα­σμοῦ ποὺ ἔ­τρε­φα γιὰ τὸν πα­τέ­ρα τοῦ φί­λου μου.

        Ὁ κὺρ-Μι­χά­λης ἔ­κα­νε ἕ­να σκλη­ρὸ ἀ­γώ­να ἐ­πι­βί­ω­σης· ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ὡς τὸ βρά­δυ ἔ­κα­νε με­τα­φο­ρὲς μὲ ἕ­να τρί­κυ­κλο πα­ρὰ τὴ σω­μα­τι­κή του ἀ­να­πη­ρί­α (ἦ­ταν κου­τσός). Ξε­περ­νοῦ­σε ὅ­μως τὴ σκλη­ρό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς του μὲ λε­βεν­τιὰ καὶ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια, ἦ­ταν πρό­σχα­ρος, ἀ­γα­πη­τὸς σὲ ὅ­λους καὶ ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος, ἕ­ναν ἐ­χθρὸ εἶ­χε μό­νο, τὴ μι­ζέ­ρια.

        Μπῆ­κα, λοι­πόν, μὲ κα­τε­βα­σμέ­να μά­τια στὸ δω­μά­τιο ποὺ βρί­σκον­ταν ὁ κὺρ-Μι­χά­λης κι ὁ Βα­σί­λης. Εἶ­πα δει­λὰ κα­λη­σπέ­ρα.

        — Κά­θι­σε, ἀ­γό­ρι μου, εἶ­πε κι ἀ­μέ­σως ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στὴ γυ­ναί­κα του, «Μα­ρί­κα, ἔ­χεις κά­να γλυ­κὸ νὰ κε­ρά­σεις τὰ παι­διά;».

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ, δὲ θέ­λω, εἶ­πα.

        — Ὄ­χι, θὰ φᾶ­τε πρῶ­τα ἕ­να γλυ­κό, για­τί ἐ­γὼ σή­με­ρα ἔ­χω σκο­πὸ νὰ σᾶς πι­κρά­νω.

        Ἐ­νῶ ἐ­μεῖς τρώ­γα­με τὸ γλυ­κό, ὁ κὺρ-Μι­χά­λης ἄρ­χι­σε νὰ μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται μὲ τρό­πο ἀ­βί­α­στο καὶ πα­ρα­στα­τι­κό, πὼς πέ­ρα­σε τὴ μέ­ρα του, τί ἀ­γώ­ια ἔ­κα­νε, τί προ­βλή­μα­τα καὶ δυ­σκο­λί­ες ἀν­τι­με­τώ­πι­σε, χω­ρὶς νὰ πα­ρα­λεί­πει οὔ­τε λε­πτο­μέ­ρει­ες….

        Σὰν τε­λεί­ω­σε εἶ­πε: Τὸ ἴ­διο σκλη­ρή, φαν­τά­ζο­μαι, ἦ­ταν κι ἡ μέ­ρα γιὰ τὸ Στά­θη (τὸν πα­τέ­ρα μου). Καὶ τὸ βρά­δυ γυρ­νᾶ­με κι οἱ δυ­ὸ ξε­θε­ω­μέ­νοι στὸ σπί­τι μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ξε­κου­ρα­στοῦ­με, νὰ ἠ­ρε­μή­σου­με, ν’ ἀ­κού­σου­με μιὰ γλυ­κιὰ κου­βέν­τα κι ἀν­τὶ γι’ αὐ­τὸ στὸ σπί­τι μᾶς πε­ρι­μέ­νουν τὰ παι­διὰ μας σα­κα­τε­μέ­να, σὰ νὰ γύ­ρι­σαν ἀ­πὸ πό­λε­μο. Ὁ­ρί­στε χά­λια!

        — Θὰ δε­χτεῖ­τε τὴν τι­μω­ρί­α ποὺ θὰ σᾶς βά­λω;

        — Ναὶ εἴ­πα­με φο­βι­σμέ­να κι οἱ δύ­ο, βέ­βαι­οι γιὰ τὴν τι­μω­ρί­α ποὺ μᾶς πε­ρί­με­νε.

        — Λοι­πόν, ἡ τι­μω­ρί­α σας εἶ­ναι νὰ μοῦ ρί­ξει ὁ κα­θέ­νας σας ἀ­πὸ πέν­τε χα­στού­κια.

        Πα­ρὰ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἀ­πὸ δι­αί­σθη­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο, κα­τα­λά­βα­με τὸ με­γα­λεῖ­ο ποὺ ἔ­κρυ­βε μέ­σα της αὐ­τὴ ἡ ἀ­γράμ­μα­τη, βα­σα­νι­σμέ­νη ψυ­χὴ καὶ κά­να­με ἕ­να βῆ­μα πί­σω.

        — Τὸ ἀν­τί­θε­το τὸ δέ­χο­μαι, εἶ­πα ἐ­γώ, αὐ­τὸ ὄ­χι.

        — Κι ἐ­γώ, συμ­πλή­ρω­σε ὁ Βα­σί­λης.

        — Ναί, ρὲ παι­διά, ἀλ­λὰ ποῦ θὰ ξα­να­βρεῖ­τε τέ­τοι­α εὐ­και­ρί­α; Γιὰ νὰ βο­λεύ­ε­στε, θὰ κα­θί­σω στὴν κα­ρέ­κλα, ὥ­στε νὰ μὲ φτά­νε­τε. Θυ­μη­θεῖ­τε πό­σες φο­ρὲς σᾶς μά­λω­σα, ἐ­πει­δὴ κά­να­τε δι­α­ο­λι­ές. Ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα θὰ ξέ­ρε­τε ὅ­τι γιὰ κά­θε τέ­τοι­α δι­α­ο­λιά, θὰ μοῦ ρί­χνει ὁ κα­θέ­νας σας πέν­τε χα­στού­κια. Γιὰ κοι­τάξ­τε μά­γου­λο, εἶ­πε ἐκ­θέ­τον­τας τὸ μα­κρύ, ἡ­λι­ο­κα­μέ­νο πρό­σω­πό του.

        Σὲ κεῖ­νο τὸ ση­μεῖ­ο τοὺς δυ­ὸ παλ­λη­κα­ρά­δες τοὺς πῆ­ραν τὰ κλά­μα­τα κι οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες μας ἐ­ξα­σφά­λι­σαν τὴ διὰ βί­ου εἰ­ρή­νη τῶν παι­δι­ῶν τους.



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017)


Τὸ σχέδιο εἶναι τοῦ Δημήτρη Δήμα ἀπὸ τὴν πρωτότυπη εἰκονογράφιση γιὰ τὸ βιβλίο, (μεικτὴ τεχνικὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)

 

 

 

Νίκος Κατσαλίδας: Ζητοῦνται μαλλιά


Νί­κος Κα­τσα­λί­δας


Ζη­τοῦν­ται μαλ­λιὰ

 

ΝΩ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ στὴν πό­λη, ντά­λα με­ση­μέ­ρι, καὶ κοι­τοῦ­σε τὰ κα­τά­λευ­κα ἀ­κρο­γιά­λια μὲ τὰ ξα­πλω­μέ­να ἡ­λι­ο­κα­μέ­να σώ­μα­τα τῶν πα­ρα­θε­ρι­στῶν στὴν ἀμ­μου­διά, στα­μά­τη­σε νὰ πά­ρει μιὰ ἀ­νά­σα στὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς πεύ­κου, ἀ­κούμ­πη­σε στὸν κορ­μὸ του χα­μέ­νος στὶς πευ­κο­βε­λό­νες ποὺ θρό­ι­ζαν ἀ­πὸ τὸν μα­ΐ­στρο. Ὁ ἥ­λιος εἶ­χε θο­λώ­σει τὸ βλέμ­μα του καὶ ἡ θά­λασ­σα ἔ­βρα­ζε καὶ ἄ­χνι­ζε σὰν θε­ό­ρα­το κα­ζά­νι. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­ρι­ξε τὸ βλέμ­μα του καὶ δι­έ­κρι­νε ἀ­πέ­ναν­τι στὴν κο­λό­να τοῦ ἠ­λε­κτρι­κοῦ ρεύ­μα­τος μιὰ κί­τρι­νη εἰ­δο­ποί­η­ση ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΜΑΛΛΙΑ καὶ ἀ­μέ­σως ἄ­φη­σε τὴ θά­λασ­σα καὶ σκε­πτό­τα­νε γιὰ αὐ­τὴ τὴν πρω­τό­τυ­πη εἰ­δο­ποί­η­ση ποὺ δὲν εἶ­χε δεῖ καὶ ἀ­κού­σει ἄλ­λη φο­ρὰ τέ­τοι­α στὴ ζω­ή του, νὰ ὑ­πάρ­χει καὶ πώ­λη­ση μαλ­λι­ῶν στὴν ἀ­γο­ρὰ τοῦ κό­σμου. Ἦ­ταν μιὰ μα­κά­βρια εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ δὲν τὸ πί­στευ­ε ἕ­να τέ­τοι­ο ἐμ­πό­ρευ­μα. Κι ἄς ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὸ καὶ γραμ­μέ­νο μὲ κε­φα­λαί­α καὶ ξε­κά­θα­ρα γράμ­μα­τα. Εἶ­χε δι­α­βά­σει μιὰ τρο­μα­χτι­κὴ ἱ­στο­ρί­α μὲ τὰ μαλ­λιὰ ποὺ ’­χε σχέ­ση μὲ τὴν ἀ­δερ­φὴ τοῦ Ἀ­λῆ, τὴ Χα­ϊ­νί­τσα. Ὅ­ταν τὸ πε­λέ­κι της εἶ­χε πέ­σει πά­νω στὸ Γαρ­δί­κι, ἔ­βα­λε μπρο­στὰ τὶς γυ­ναῖ­κες κο­πά­δι καὶ μα­ζὶ μὲ τοὺς βια­σμοὺς τῶν στρα­τι­ω­τῶν, ἔ­κο­ψε τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὶς ἄ­φη­σε κου­ρε­μέ­νες καὶ γέ­μι­σε μὲ τὰ κομ­μέ­να μαλ­λιὰ τους τὰ στρώ­μα­τα καὶ τὰ μα­ξι­λά­ρια καὶ κοι­μό­ταν ἀ­να­κου­φι­σμέ­νη ἡ φό­νισ­σα πά­νω στὰ γε­μά­τα στρώ­μα­τα καὶ μα­ξι­λά­ρια μὲ τὰ κομ­μέ­να γυ­ναι­κεῖ­α μαλ­λιά τους. Πῆ­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο καὶ τὴ δι­εύ­θυν­ση καὶ γυ­ρί­ζον­τας σπί­τι πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὸ γραμ­μέ­νο στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ στα­μά­τη­σε δι­στα­κτι­κὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Τί νὰ ’­κα­νε, νὰ χτυ­ποῦ­σε καὶ νὰ ’μ­παι­νε μέ­σα ἢ νὰ μὴ χτυ­ποῦ­σε τέ­τοι­α ὥ­ρα, στὸ κα­τα­με­σή­με­ρο τοῦ Ἰ­ού­λη ποὺ τὰ πάν­τα ἔ­και­γαν κι ἄ­χνι­ζε ἡ ἄ­σφαλ­τος κι οἱ πέ­τρες. Ἔ­φυ­γε κι ὅ­ταν ἔ­φτα­σε σπί­τι του ἄ­νοι­ξε τὰ βι­βλί­α νὰ δι­α­βά­σει καὶ μιὰ φο­ρὰ τὶς ἀ­πάν­θρω­πες μα­κά­βρι­ες πρά­ξεις μὲ τὰ κου­ρε­μέ­να κε­φά­λια καὶ τὰ κομ­μέ­να μαλ­λιὰ τῶν γυ­ναι­κὼν ποὺ τὸν ἔ­κα­ναν νὰ πε­ρά­σει φο­βί­ες. Ξα­πλώ­θη­κε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ, ἀλ­λὰ τοῦ βγαί­να­νε στὸν ὕ­πνο του ἐ­φιά­λτες καὶ κα­τὰ τὸ ἀ­πό­βρα­δο βγῆ­κε στὸ ἀ­κρο­γιά­λι νὰ πά­ρει μιὰ ἀ­νά­σα. Στα­μα­τοῦ­σε ὅ­που ἔ­βρι­σκε κο­λό­νες καὶ σὲ μιὰ ἄλ­λη γε­μά­τη κολ­λη­μέ­νες νε­κρο­λο­γί­ες, εἶ­δε πολ­λὰ γνω­στὰ καὶ ἄ­γνω­στα ὀ­νό­μα­τα γιὰ αὐ­τὸν ποὺ εἶ­χε φύ­γει χρό­νια μα­κριὰ ἀ­πὸ τού­τη τὴν πα­ρα­λια­κὴ πό­λη καὶ ἔ­ψα­χνε νὰ φέ­ρει μπρο­στά του ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς κολ­λη­μέ­νους στὶς νε­κρο­λο­γί­ες ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἔ­βλε­πε καὶ δὲν θὰ τοὺς ἄ­κου­γε πιὰ στὴ ζω­ή του. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε συλ­λο­γι­σμέ­νος δί­χως νὰ τὸν προ­σέ­ξει κα­νέ­νας στοὺς δρό­μους ψά­χνον­τας τὶς νε­κρο­λο­γί­ες μὲ τὰ ὅ­σα εἶ­δε καὶ δι­ά­βα­σε στὶς κο­λό­νες τῆς πό­λης, σκέ­φτη­κε καὶ προ­βλη­μα­τί­στη­κε γιὰ τὸ διά­βα τῆς ζω­ῆς κά­νον­τας σχε­τι­κὲς προ­βλέ­ψεις γιὰ τὴν πό­λη του ποὺ κά­ποι­α μέ­ρα θὰ εἶ­ναι ξέ­νος καὶ δὲν θὰ τὸν γνω­ρί­ζει κα­νέ­νας κι ἄλ­λοι, ἐρ­χό­με­νοι, θὰ εἶ­ναι οἱ κύ­ριοί της. Πά­τη­σε τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ στα­θε­ροῦ ποὺ ’­χε πά­ρει στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ πε­ρί­με­νε στὸ ἀ­κου­στι­κὸ ποὺ βού­ι­ζε μὴν τὸ ση­κώ­σει κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ καὶ κα­νεὶς δὲν ἀ­παν­τοῦ­σε. Μιὰ φω­νὴ σβη­σμέ­νη ποὺ ἀ­κού­στη­κε ἀ­πὸ βα­θιά τοῦ ζή­τη­σε νὰ μά­θει ποι­ὸς ἦ­ταν τέ­τοι­α ὥ­ρα. Αὐ­τὸς τοῦ εἶ­πε τὸ ὄ­νο­μά του καὶ τοῦ ἐ­ξή­γη­σε ὅ­τι τὸ στα­θε­ρό του τη­λέ­φω­νο τὸ βρῆ­κε στὴν εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ ἤ­θε­λε νὰ μά­θει ἂν βρέ­θη­καν μαλ­λιὰ ἢ ὄ­χι. Ἄχ, τὰ μαλ­λιά, εἶ­πε ὁ ἄλ­λος. Πά­ει και­ρὸς ποὺ βά­λα­με εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ ξε­χά­στη­κε στὴν κο­λό­να. Τί ἀ­ξί­α ἔ­χει πιὰ νὰ μι­λᾶ­με γιὰ τὰ μαλ­λιά, κύ­ρι­έ μου, ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σαν τὰ πάν­τα γιὰ μέ­να; Τί μᾶς χρει­ά­ζον­ται πιὰ τὰ μαλ­λιά, ἀ­φοῦ ἡ γυ­ναί­κα μου ἔ­φυ­γε, τῆς βγά­λα­με καὶ τὰ χρό­νια; Ἔ­βα­λα τὴν εἰ­δο­ποί­η­ση μ’ ὅ­λη μου τὴν καρ­διὰ νὰ ἀ­γό­ρα­ζα τὰ κα­λύ­τε­ρα μαλ­λιὰ τοῦ κό­σμου ὅ­σο καὶ νὰ που­λι­όν­ταν. Θὰ τὰ ’­δι­να ὅ­λα, φτά­νει νὰ περ­νοῦ­σε κα­λὰ νὰ τὴν κά­λυ­πτε νὰ μὴν τῆς φαι­νό­τα­νε τὸ ἄ­δει­ο κε­φά­λι ἀ­πὸ τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἐ­σὺ που­λᾶς τὰ μαλ­λιά; Θὰ τὰ ἀ­γό­ρα­ζα ὅ­σα κι ὅ­σα ἂν δὲν μοῦ ’­φευγε κα­κὴν κα­κῶς ἡ γυ­ναί­κα. Μο­λα­ταύ­τα, ἀ­φοῦ πῆ­ρες τὸν κό­πο καὶ ἐν­δι­α­φέρ­θη­κες, πές μου, πό­σο τὰ που­λᾶς τὰ μαλ­λιά, νὰ τ’ ἀ­γο­ρά­σω; Στὴν καρ­κι­νι­κὴ μα­ζὶ μὲ τὴ γυ­ναί­κα μου ἦ­ταν τό­σες καὶ τό­σες ἄλ­λες κυ­ρί­ες, μά­λι­στα κι ἡ κα­λύ­τε­ρη φί­λη της. Πι­στεύ­ω κά­που θὰ πιά­σουν τό­πο τὰ μαλ­λιά. Κά­με κα­λὸ καὶ ρί­ξ’ το στὸν για­λό. Θὰ τὰ πλη­ρώ­σω μό­νος μου σὰν νὰ τ’ ἀ­γό­ρα­ζα γιὰ τὴ γυ­ναί­κα μου. Ἄς κά­νο­με κι ἕ­να κα­λὸ καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἐ­σύ, ποῦ­θε τα ’­χεις τὰ μαλ­λιά; Ποῦ τὰ ’­βρες καὶ βγῆ­κες νὰ τὰ που­λή­σεις; Ποῦ τὰ προ­μη­θεύ­τη­κες; Τώ­ρα εἶ­ναι ἀρ­γὰ γιὰ τὴ γυ­ναί­κα μου ποὺ ἔ­φυ­γε καὶ ἀ­γαλ­λιά­ζει στὸ κοι­μη­τή­ριο στὸν Λει­μώ­να; Μή­πως εἶ­ναι ἀ­πὸ πε­θα­μέ­νη κι εἶ­σαι νε­κρο­θά­φτης; Συγ­γνώ­μη, του ’­πε ὁ πα­λιὸς πα­ρα­θε­ρι­στὴς κά­τοι­κος ποὺ εἶ­χε γυ­ρί­σει στὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια γε­νέ­θλια πό­λη του, ἐ­γὼ οὔ­τε ἔ­χω κι οὔ­τε που­λά­ω μαλ­λιά. Ἀ­πὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τη­λε­φώ­νη­σα νὰ σᾶς ἔ­λε­γα ὅ­τι δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­γο­ρά­ζα­τε ἀ­λη­θι­νὰ μαλ­λιὰ ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­χουν πε­ροῦ­κες γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες ποὺ τοὺς πέ­φτουν ἀ­πὸ τὶς χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἔ­μα­θε τὸ ὄ­νο­μά της καὶ τὴν αὐ­ρια­νή, γυ­ρο­φέρ­νον­τας καὶ ψά­χνον­τας στὶς κο­λό­νες μὲ τὶς νε­κρο­λο­γί­ες τῆς πό­λης, βρῆ­κε τὴ φω­το­γρα­φί­α τῆς νι­ό­της της μὲ τὰ ὡ­ραῖ­α σγου­ρὰ μαλ­λιά της καὶ ἀ­νη­φο­ρί­ζον­τας στα­μά­τη­σε στὴν ἄλ­λη κο­λό­να καὶ ἔ­σκι­σε σὰν ἀ­γρι­ό­γα­τος γρα­τζου­νί­ζον­τας τὴν ξε­θω­ρι­α­σμέ­νη εἰ­δο­ποί­η­ση καὶ τὴν πέ­τα­ξε στὴ θά­λασ­σα. Για­τί σχί­ζεις τὸ εἰ­δο­ποι­η­τή­ριο καὶ τὸ πε­τᾶς πει­σμω­μέ­νος στὴ θά­λασ­σα, τοῦ ’­πε ἕ­νας πε­ρα­στι­κός, ἀ­φοῦ χρει­ά­ζον­ται μαλ­λιὰ γιὰ τὶς καρ­κι­νο­πα­θεῖς γυ­ναῖ­κες; Μα­ζεύ­ον­ται, ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ται σὲ ἐρ­γο­στά­σια καὶ γί­νον­ται πε­ροῦ­κες; Μα­κά­ρι νὰ μὴ σοῦ χρει­α­στοῦ­νε ἀλ­λὰ τῆς δι­κῆς μου τῆς τὰ γκρέ­μι­σαν οἱ χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες κι ἔ­βα­λε πε­ροῦ­κες.

Ἅ­γιοι Σα­ράν­τα, 07.07.2021


Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022)

Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῶ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.


 

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης: Οἱ Ἀρ­μέ­νιοι



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 8/14 (Κάθε Κυριακή)]


Οἱ Ἀρ­μέ­νιοι


ΕΡΙΠΟΥ ΟΙ ΜΙΣΟΙ Ἀρ­μέ­νιοι σφα­γι­ά­στη­καν ἀ­πὸ τοὺς Τούρ­κους. Τὸ ἴ­διο σχε­δί­α­ζε καὶ ὁ Χί­τλερ γιὰ τοὺς Πο­λω­νούς. Κά­ποι­οι στὸ ἐ­πι­τε­λεῖ­ο του εἶ­χαν ἀν­τιρ­ρή­σεις. Φο­βόν­του­σαν τὴ δι­ε­θνῆ ἀν­τί­δρα­ση. «Τρί­χες» εἶ­πε ὁ Χί­τλερ. «Θὰ ξε­χα­στεῖ γρή­γο­ρα.» Καὶ εἶ­χε δί­κιο. Ποι­ός θυ­μᾶ­ται σή­με­ρα τὴ γε­νο­κτο­νί­α τῶν Ἀρ­με­νί­ων; Ἔ­κτο­τε ἔ­γι­ναν πολ­λὲς γε­νο­κτο­νί­ες. Ποι­ός τὶς θυ­μᾶ­ται; Καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα ἔ­χουν ξε­χα­στεῖ. Ποιός ἔν­τυ­σε ἀ­λή­θεια τὸ στρα­τὸ τοῦ Χί­τλερ; Ὁ Ηugo Βoss. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι πάν­τα στὴ μό­δα καὶ τρέ­χου­με νὰ τὰ ἀ­γο­ρά­σου­με. Ἡ Standard Οil ἔ­δι­νε στοὺς να­ζὶ τὰ καύ­σι­μα. Καὶ ὅ­μως συ­νε­χί­ζου­με νὰ γε­μί­ζου­με τὸ ντε­πό­ζι­τό μας μὲ τὴ βεν­ζί­νη της. Ἡ ΙΒΜ, μὲ τὴν ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη τε­χνο­λο­γί­α της, φα­κέ­λω­σε ὅ­λους τοὺς Ἑ­βραί­ους γιὰ νὰ τοὺς πᾶνε στὰ κρε­μα­τό­ρια. Ἀλ­λὰ τώ­ρα τὰ προ­ϊ­όν­τα τῆς ΙΒΜ εἶ­ναι πε­ρι­ζή­τη­τα. Ὁ δι­ά­ση­μος τρα­πε­ζί­της Ροκ­φέ­λερ, μὲ τὴν ἀ­γά­πη του γιὰ τὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐ­κλε­κτοῦ κρα­σιοῦ, ἦ­ταν φί­λος τῶν ἐ­πι­στη­μῶν καὶ τῆς ἔ­ρευ­νας. Χρη­μα­το­δό­τη­σε ὅ­λα τὰ να­ζι­στι­κὰ πει­ρά­μα­τα στοὺς κρα­τού­με­νους, ποὺ ἦ­ταν τὰ ἰν­δι­κά τους χοι­ρί­δια. Ὅ­μως τὰ κρα­σιά του τὰ πί­νου­με ἀ­κό­μα. Ἡ BAYER χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε κρα­τού­με­νους γιὰ δω­ρε­ὰν ἐρ­γα­σί­α καὶ ἔ­κα­νε πά­νω τους τὴν ἔ­ρευ­να γιὰ τὰ νέ­α της προ­ϊ­όν­τα. Ὑ­πάρ­χει κα­νεὶς ποὺ νὰ μὴν ἀ­γο­ρά­ζει ἀ­σπι­ρί­νη μὲ τὸ σταυ­ρὸ BAYER; Ἡ ἐ­ται­ρί­α ποὺ λάν­σα­ρε τὴν ἡ­ρω­ΐ­νη εἶ­ναι σή­με­ρα μιὰ ἀ­πὸ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες φαρ­μα­κο­βι­ο­μη­χα­νί­ες στὸν κό­σμο. Ἡ Deutsche Bank μὲ τὰ λε­φτά της ἔ­χτι­σε τὸ κοι­νω­φε­λὲς ἔρ­γο ποὺ λέ­γε­ται Ἄ­ου­σβιτς. Τσάμ­πα ἐρ­γά­τες τοὺς μελ­λο­θά­να­τους εἶ­χαν οἱ ἐ­ται­ρί­ες KRUPP, THYS­SEN, VA­RTA, BO­SCH, VOLKS­WA­GEN καὶ πολ­λὲς ἄλ­λες. Νὰ τὶς πε­ρι­μέ­νου­με νὰ ἔρ­θουν νὰ ἐ­πεν­δύ­σουν στὴ χώ­ρα μας ὅ­ταν ὅ­λοι θὰ εἴ­μα­στε μελ­λο­θά­να­τοι τῆς φτώ­χειας; Ἐμ­πει­ρί­α ἔ­χουν.



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Θανάσης Μανιφάβας: Χαϊδεύω τὴ λύρα του


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Χα­ϊ­δεύ­ω τὴ λύ­ρα του


Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΛΥΡΑΣ μὲ τὸν με­γά­λο Κώ­στα Μουν­τά­κη βρί­σκον­ταν στὸν πέμ­πτο μή­να. Μό­λις τε­λεί­ω­σε τὸ μά­θη­μα, πλη­σι­ά­σα­με τὸν δά­σκα­λο καὶ τοῦ ἀ­να­κοι­νώ­σα­με ὅ­τι ὁ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νος του μα­θη­τὴς ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ στα­μα­τή­σει τὰ μα­θή­μα­τα για­τί ὑ­πα­κού­ον­τας στὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δη­μο­σι­ο­ϋ­παλ­λη­λι­κῆς του ἰ­δι­ό­τη­τας, ἔ­πρε­πε νὰ δε­χτεῖ τὴ με­τά­θε­σή του γιὰ τὴν Ξάν­θη.

        Σὲ λί­γο πλη­σί­α­σε καὶ ὁ μα­θη­τής· ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ὅ­σα ἤ­δη εἴ­χα­με πεῖ ἐ­μεῖς στὸ δά­σκα­λο κι ἐ­ξέ­φρα­σε τὴ λύ­πη του, για­τί θὰ δι­έ­κο­πτε τὰ μα­θή­μα­τα λύ­ρας, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χε ση­μει­ώ­σει ση­μαν­τι­κὴ πρό­ο­δο. Ὁ δά­σκα­λος δὲν ἔ­κρυ­ψε τὴ στε­νο­χώ­ρια του καὶ τοῦ συ­νέ­στη­σε νὰ συ­νε­χί­σει τὴ λύ­ρα μό­νος του.

        Ὁ μα­θη­τὴς ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε τὸ δά­σκα­λο καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐ­μᾶς τοὺς ὑ­πό­λοι­πους· τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ ἔ­φευ­γε, ὁ δά­σκα­λος εἶ­πε:

        — Φέ­ρε μου λι­γά­κι τὴ λύ­ρα σου.

        Ὁ μα­θη­τὴς μὲ κά­ποι­α ἀ­πο­ρί­α ἔ­φε­ρε τὴ λύ­ρα, τὴν ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴ θή­κη της καὶ τὴν ἔ­δω­σε στὸ δά­σκα­λο. Κεῖ­νος μὲ ἀρ­γὲς ἥ­συ­χες κι­νή­σεις τὴν κρά­τη­σε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο ἄρ­χι­σε νὰ τὴν χα­ϊ­δεύ­ει. Τὸ χέ­ρι του πε­ρι­έ­τρε­ξε τὸ σκά­φος καὶ τὸ κα­πά­κι, ἔ­κρου­ξε ἀ­λα­φρὰ τὶς χορ­δές, ἀ­κράγ­γι­ξε τὰ κλει­διὰ καὶ χω­ρὶς νὰ πά­ρει τὰ μά­τια του ἀ­πὸ πά­νω της, τὴν ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­θη­τή.

        Ἡ ὅ­λη δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α κρά­τη­σε δυὸ–τρί­α λε­πτά.

        — Τί ἔ­κα­νες δά­σκα­λε; ρώ­τη­σα ἐ­γώ!

        — Τί ἔ­κα­να, μω­ρέ, εἴ­μα­στε καὶ οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες καὶ ντρέ­πο­μαι νὰ χα­ϊ­δέ­ψω τὸ πρό­σω­πό του· χα­ϊ­δεύ­ω λοι­πὸν τὴ λύ­ρα του.


* * *

Ὁ Κώστας Μουντάκης παίζει τὴ λύρα του.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ ντοκυμανταὶρ τῆς ΥΕΝΕΔ “Οἱ ρίζες μου” (δεκαετία τοῦ’70):

 



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017).

Είκόνα: Δημήτρης Δήμας· ἀπὸ τὴν πρωτότυπη εἰκονογράφιση γιὰ τὸ βιβλίο, (μεικτὴ τεχνικὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)


		

	

Νίκος Κατσαλίδας: Ἀπαραμύθητο βουνό


Νίκος Κατσαλίδας


Ἀπαραμύθητο βουνό


Η ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ τὴ μαγ­κού­φα ὅ­που κά­νει δῆ­θεν πὼς κοι­μᾶ­ται καὶ μᾶς γύ­ρι­σε ἡ μου­χρω­μέ­νη τοὺς γλου­τοὺς καὶ τοὺς γο­φοὺς καὶ τὶς φαρ­δι­ές της ὠ­μο­πλά­τες τὶς ἀν­τα­ρι­α­σμέ­νες; Τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τοῦ­το τὸ γρου­σού­ζι­κο κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νὸ ποὺ δὲν σα­λεύ­ει κὰν ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του καὶ κά­νει δῆ­θεν πῶς κοι­μᾶ­ται; Καὶ ὅ­ταν πα­χνιά­ζει καὶ πα­χαί­νει καὶ στοι­χει­ώ­νει ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­θύ­ελ­λες καὶ ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­στι­βά­δες καὶ ἀ­χνί­ζει ἀ­πὸ ψυ­χρὲς κι ἄ­χα­ρες ἡ­λι­α­χτί­δες προ­σποι­εῖ­ται ἀ­σά­λευ­το θη­ρί­ο, ἕ­να ἀ­γρί­μι ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο καὶ οὔ­τε γυ­ρί­ζει νὰ μᾶς δεῖ καὶ δὲν ἀ­νοί­γει μά­τι; Ἄν­τε στὰ τσα­κί­δια καὶ ἐ­σὺ μω­ρὲ κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νό, ποὺ κά­θε μέ­ρα σὲ κοι­τῶ μα­ρα­ζι­α­σμέ­νη μὲ τὸ καρ­φω­μέ­νο βλέμ­μα πά­νω σου, μπὰς καὶ συ­νέλ­θεις, μπὰς καὶ βρυ­χη­θεῖς, μπὰς καὶ μουγ­κρί­σεις καὶ ξα­να­γυ­ρί­σεις νὰ μὲ δεῖς νὰ μὲ προ­σέ­ξεις νὰ μὲ σφί­ξεις καὶ νὰ μ’ ἀγ­κα­λιά­σεις. Ἄν­τε στὸ κα­λὸ κι ἐ­σὺ μω­ρὲ ἀ­γέ­ρω­χο βου­νό, ὅ­που τρο­χί­ζεις τὰ ἀ­στρο­πε­λέ­κια πά­νω σου καὶ κά­νεις τὸ χα­τί­ρι τοῦ χι­ο­νιὰ καὶ τῆς πη­χτῆς ἀν­τά­ρας, δὲν πε­ρί­με­να ὅ­τι κι ἐ­σὺ θὰ μᾶς ξε­χνοῦ­σες κά­ποι­α μέ­ρα, θὰ μᾶς γύ­ρι­ζες τὶς πλά­τες, σὰν νὰ μ’ ἤ­μα­σταν κι ἐ­μεῖς ρω­μιοὶ μὲ λά­δι βα­φτι­σμέ­νοι, σὰν νὰ ἤ­μα­σταν γιὰ σέ­να ξέ­νοι, ἔ­λε­γε κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε ἡ για­γιὰ κα­τὰ και­ροὺς θω­ρών­τας τὸ ἀ­κα­πί­στρω­το βου­νὸ ποὺ σφύ­ρι­ζαν ἀ­πά­νω του σὰν τέ­ρα­τα οἱ βο­ριά­δες κι ἔ­βλε­πε νὰ βγαί­νει ἀ­πα­ρα­μύ­θη­τος πη­χτὸς κα­πνὸς ἀ­πὸ φω­τι­ὲς σβη­σμέ­νες ποὺ ἀ­κό­μα σπιν­θη­ρί­ζα­νε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ τὶς νύ­χτες κι ἔ­φτα­ναν οἱ σπί­θες τους στὰ μαν­τριά μας καὶ μὲ ἔσφιγ­γε στὴν ἀγ­κα­λιά της.



Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022)


Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῶ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.



		

	

Περικλῆς Κοροβέσης: Ὁ Ἅγιος Κύριλλος



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 7/14 (Κάθε Κυριακή)]

 

Ὁ Ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος


ΗΓΟΥΜΕΝΗ Χίλ­ντεγ­καρντ τοῦ Μπίν­γκεν, που­ρι­τα­νή, παρ­θέ­να, μὲ αὐ­στη­ρὲς ἀρ­χὲς καὶ πολ­λὲς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς γνώ­σεις ποὺ σώ­θη­καν μέ­σα ἀ­πὸ τὰ συγ­γράμ­μα­τά της, δι­α­φω­νοῦ­σε μὲ ὅ­λους τοὺς ἁ­γί­ους ποὺ πί­στευ­αν πὼς ἡ γυ­ναί­κα φταί­ει γιὰ ὅ­λα. Δὲν σε­βά­στη­κε οὔ­τε τὸν Ἅ­γιο Αὐ­γου­στῖ­νο, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Τὸ αἷ­μα ποὺ λε­κιά­ζει εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ πο­λέ­μου καὶ ὄ­χι αὐ­τὸ τῆς πε­ρι­ό­δου. Μί­λη­σε γιὰ τὴ γυ­ναι­κεί­α χα­ρὰ στὸν ἔ­ρω­τα, ποὺ εἶ­ναι ὅ­πως ὁ ἥ­λιος: ζε­σταί­νει καὶ καρ­πο­φο­ρεῖ τὴ γῆ. Δὲν τὴν ἔ­κα­ψαν ἀ­πὸ γρα­φει­ο­κρα­τι­κὸ λά­θος. Ἡ Ἱ­ε­ρὰ Ἐ­ξέ­τα­ση δὲν δι­ά­βα­ζε πο­τὲ κεί­με­να γυ­ναι­κών. Ἀλ­λὰ δὲν ἔ­γι­νε πο­τὲ ἁ­γία.* Ἅ­γιος ἔ­γι­νε ὁ πα­τριά­ρχης Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ὁ τραμ­ποῦ­κος Κύ­ριλ­λος, ποὺ δι­έ­τα­ξε τὶς ὀρ­δές του νὰ κά­νουν ἕ­φο­δο στὸ σπί­τι τῆς ὄ­μορ­φης καὶ σο­φῆς Ὑ­πα­τί­ας. Ἀ­φοῦ λε­η­λά­τη­σαν τὸ σπί­τι, τὸ ἔ­κα­ψαν καὶ ἔ­συ­ραν τὴν ἄ­μοι­ρη κο­πέ­λα ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὴν γκρέ­μι­σαν στὶς σκά­λες, με­τὰ τὴ γύ­μνω­σαν, τὴ μα­χαί­ρω­σαν καὶ τὴν τε­μά­χι­σαν. Ὅ,τι εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει τὸ ἔ­ρι­ξαν στὴν πυ­ρὰ στὴν κεν­τρι­κὴ πλα­τεί­α. Νὰ τὸν θυ­μη­θοῦ­με τοῦ Ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου στὶς 18 Γε­νά­ρη γιὰ τὸ δι­α­με­λι­σμὸ τῆς Ὑ­πα­τί­ας. Καὶ στὶς 9 Ἰ­ου­νί­ου γιὰ τὴ μα­ζι­κὴ σφα­γὴ τῶν Ἑ­βραί­ων ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε. Αὐ­τὸς ὁ ἅ­γιος γι­ορ­τά­ζει δυ­ὸ φο­ρές.


* Ὅ­ταν γρά­φτη­κε τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­κη­ρύ­χτη­κε τε­λι­κῶς ἁ­γί­α στὶς 7/10/2012.


Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.


Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ γράδο



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ γρά­δο


ΕΝΝΗΘΗΚΑ σ’ ἕ­να χω­ριὸ τῆς Ἀ­τλαν­τί­δας. Ἔ­φυ­γα νω­ρὶς μὰ νά ποὺ τά ‘φέ­ρε ἔ­τσι ἡ τύ­χη καὶ ὁ κό­βιντ καὶ ξα­να­γύ­ρι­σα σχε­δὸν δυ­ὸ χρό­νια στὸ χω­ριό μου. Στὴν κα­ραν­τί­να ἔ­μα­θα πολ­λά. Ἀ­νά­με­σά τους μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ μιὰ γριά. Μοῦ τὴν εἶ­πε ἕ­να κα­λὸ παι­δὶ ποὺ κα­θὼς ἔ­μα­θα πέ­θα­νε, ἀ­φοῦ ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὰ κα­λὰ παι­διά, κά­τι κα­κὸ τοὺς συμ­βαί­νει στὸ τέ­λος. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ λοι­πόν, κα­λὴ γυ­ναί­κα, μό­νο ποὺ ἔ­πι­νε κρυ­φὰ γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ σαΐνια τοῦ χω­ριοῦ τῆς κόλ­λη­σαν τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἐ­γὼ δὲν τὴν θυ­μᾶ­μαι, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως μί­α ἄλ­λη γριά. Ἤ­τα­νε χή­ρα μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, μὲ μαν­τή­λι στὸ κε­φά­λι κι ὅ­λο μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν ἄν­τρα της, τὸ μα­κα­ρί­τη. «Ἔ­χα­σα τὸ στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ μου, ἀ­πό­μει­να ἔ­ρη­μη καὶ μο­να­χή» καὶ ἄλ­λα τέ­τοια. Ὁ μα­κα­ρί­της ἐν­τω­με­τα­ξὺ κα­θώς μοῦ λε­γαν οἱ γο­νεῖς μου ἤ­τα­νε με­γά­λο κά­θαρ­μα. Τὴν εἶ­χε ἀ­πο­πλα­νή­σει κο­ρι­τσά­κι ἀ­κό­μη κι ὕ­στε­ρα τὴν ἔ­φε­ρε στὸ χω­ριὸ καὶ τὴν ἔ­ρι­ξε στὶς βα­ρει­ὲς δου­λει­ές. Κι ἀ­πὸ πά­νω τὴν ξυ­λο­φόρ­τω­νε σχε­δὸν κα­θη­με­ρι­νά. Ἄ­κου­γε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κοι­λά­δα τὶς κραυ­γὲς της ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὰ βά­λει μὲ τὸ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ ὅ­πως προ­εῖ­πα ὁ μα­κα­ρί­της ἤ­τα­νε με­γά­λη λέ­ρα. Ἔ­κα­νε κι ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα ὅ­πως κα­τα­λά­βαι­να ἀ­π’ τοὺς ὑ­παι­νιγ­μοὺς τῶν γο­νι­ῶν μου, μὰ ὅ­ταν τοὺς ρω­τοῦ­σα δὲ μι­λοῦ­σαν, μό­νο ἔ­δει­χναν τὸν ἀ­πο­τρο­πια­σμό τους γιὰ τὸ «στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ». Ἡ γριὰ αὐ­τὴ ἡ ἄλ­λη, ὄ­χι τὸ γρά­δο, ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Ἔ­πι­νε βέ­βαι­α κι κεί­νη, ἂν καὶ χω­ρὶς τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἔ­βη­χε κι ὄ­λας καὶ γε­νι­κὰ εἶ­χε κα­κὴ ὑ­γεί­α ὁ­πό­τε τῆς μά­νας μου τῆς κόλ­λη­σε ὅ­τι εἶ­χε κά­ποια με­τα­δο­τι­κὴ ἀρ­ρώ­στια. Κά­θε ποὺ ἐρ­χό­ταν σπί­τι μας καὶ τρώ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν ἔ­βα­ζε νὰ κά­θε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ μέ­να, μὴ μὲ πλη­σιά­σουν τὰ μι­κρό­βια. Ὕ­στε­ρα ἀ­φοῦ μά­ζευ­ε τὰ πιά­τα ξε­χώ­ρι­ζε τὸ δι­κό της μα­ζὶ καὶ τὸ πο­τή­ρι της καὶ τοὺς ἔ­χυ­νε καυ­τὸ νε­ρὸ μὲ σα­που­νά­δα. Τέ­λος, ἀ­πο­φά­σι­σε πὼς οὔ­τε αὐ­τὴ ἡ μέ­θο­δος δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ ἐγ­γυ­η­μέ­νη ὁ­πό­τε τῆς εἶ­χε πάν­τα το ἴ­διο πιά­το καὶ τὸ ἴ­διο πο­τή­ρι ποὺ τὰ κρα­τοῦ­σε σὲ εἰ­δι­κὸ ση­μεῖ­ο στὸ ντου­λά­πι. Ἡ γριὰ ὅ­πως προ­εῖ­πα ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Μὲ ἀ­γα­ποῦ­σε καὶ ὅ­λο μὲ συμ­βού­λευ­ε. Ἔ­λε­γε γιὰ μέ­να τὰ κα­λύ­τε­ρα λό­για σ’ ὁ­λό­κλη­ρό το χω­ριό. Πί­στευ­ε πὼς μοῦ ἄ­ξι­ζε μιὰ κα­λὴ τύ­χη καὶ ὅ­λο σχε­δί­α­ζε μέ­σα της κι ἔ­ξω της πῶς θά ‘πρε­πε νὰ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θὰ μὲ πά­ρει, πό­σο ἄ­ξιος καὶ κα­λός, πό­σο ὄ­μορ­φα θά ’­πρε­πε νὰ μοῦ φέ­ρε­ται. Ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γα, ἐ­κεί­νη, κα­θὼς μά­θαι­να, ἀ­κό­μη ἀ­γω­νι­οῦ­σε προ­σπα­θών­τας νὰ βρεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρο συν­δυα­σμὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ ὑ­πο­ψή­φιου συ­ζύ­γου μου. Ὅ­ταν τὴν εἶ­δα τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ θά ’­μου­να γύ­ρω στὰ 25, μοῦ ’­πε μὲ ἀ­γά­πη στορ­γι­κὴ «ἀρ­γο­μοί­ρα- κα­λο­μοί­ρα». Καὶ μοῦ ‘δω­σε κι ἄλ­λες πολ­λὲς εὐ­χές. Δὲν ἔ­πι­α­σαν τε­λι­κά, μᾶλ­λον για­τὶ τὶς στοί­χει­ω­σε τὸ φάν­τα­σμα τοῦ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ πέ­θα­νε τὴν εἶ­δα ἄλ­λες δυ­ὸ φο­ρές, στὸ χω­μα­τό­δρο­μο, κον­τὰ στὸ σπί­τι μας. Τό­τε τὴν ἔ­λε­γαν Λί­λα. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πα­ρα­δεί­σια πο­νε­μέ­νη ψυ­χὴ καὶ γῶ θὰ ἤ­μουν τό­τε γύ­ρω στὰ 35. Μοῦ ‘πε «ἐ­σὺ ἀ­να­γεν­νι­έ­σαι ἀ­π’ τὶς στά­χτες σου», εἶ­σαι ἀ­κό­μη ὄ­μορ­φη, νὰ βια­στεῖς νὰ κά­νεις ἕ­να παι­δά­κι, ἔ­χεις χρό­νο, νὰ δὲς ἡ τά­δε ποὺ εἶ­στε καὶ στὴν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α. Ἡ Λί­λα ἔ­μα­θα εἶ­χε τέ­λος κα­κὸ κλει­σμέ­νη σ’ ἕ­να ἵ­δρυ­μα. Καὶ ἡ δι­κή της ἱ­στο­ρί­α πο­λὺ λυ­πη­τε­ρή, τό­σο ποὺ δὲν τὴν ἔ­λε­γε κα­νεὶς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κά­τι μι­σό­λο­γα καὶ κά­τι εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀ­π’ τὰ τσό­κα­ρα γιὰ τὴν κα­τάν­τια της. Πα­νέ­μορ­φη στὰ νιά­τα της, τὴν εἶ­δα σὲ πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, τό­τε, στὴν κα­ραν­τί­να. Μιὰ μέ­ρα στὴν πρω­τεύ­ου­σα τὴ θυ­μή­θη­κα. Κα­θό­μα­σταν με­γά­λη πα­ρέ­α, τρώ­γα­με καὶ πί­να­με. Δί­πλα μου αὐ­τός, πα­ρα­δί­πλα ἡ γυ­ναί­κα του καὶ ἀ­πέ­ναν­τι μιὰ ἀ­π’ τὶς φι­λε­νά­δες. Ἤ­τα­νε βλέ­πεις τέ­τοι­α ἡ «ἰ­δε­ο­λο­γί­α» του. Σε­βα­στόν. Μὲ πε­ρι­ποι­οῦν­ταν χω­ρὶς νὰ τὸ ζη­τή­σω. Τοὺς κα­λύ­τε­ρους με­ζέ­δες, τὸ πο­τή­ρι μου πάν­τα μι­σο­γε­μά­το. Κά­πο­τε ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι του καὶ μοῦ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ γό­να­το ἔ­τσι ποὺ οἱ φί­λοι του νὰ βλέ­που­νε. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ φύ­γω με­τα­νά­στις νὰ μὴ βλέ­πω του­λά­χι­στον ἐ­γώ. Εἶ­χα μιὰ φί­λη ἀ­πὸ τὴ Χιὸ καὶ μοῦ βρῆ­κε βα­πό­ρι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ σαλ­πά­ρει γιὰ Νό­τιο Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ λέ­γα­νε «Lά­y­os». Πάν­τα ἔ­λε­γα στὴ μά­να μου πὼς ἤ­θε­λα νὰ πά­ω στὴ γῆ τοῦ πυ­ρός. Ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα. Μπάρ­κα­ρα τὸ λοι­πόν. Τὸ βα­πό­ρι κου­βα­λοῦ­σε τό­νους πα­λιὰ ροῦ­χα ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ θά­ψι­μο στὴν ἔ­ρη­μο Ἀ­τα­κά­μα. Ἐ­κεῖ, τε­τρα­κό­σια χρό­νια δὲν ἔ­χει πέ­σει οὔ­τε στά­λα βρο­χή. Στὸ βα­πό­ρι γνώ­ρι­σα καὶ μιὰ ἰν­διά­να Χι­λια­νὴ ποὺ πή­γαι­νε νὰ με­λε­τή­σει τὴν ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza. Δὲν τὸ με­τά­νοι­ω­σα κα­θό­λου ποὺ ἔ­φυ­γα με­τα­νά­στις. Θυ­μᾶ­μαι καὶ τὸ συ­χω­ρε­μέ­νο τὸ Χρι­στι­α­νό­που­λο ποὺ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ πε­ρὶ σπό­ρων καὶ θά­ψι­μου καὶ νοι­ώ­θω θαλ­πω­ρή. Πάν­τως στὴν Ἀ­τα­κά­μα καὶ νὰ θα­φτεῖ ὁ σπό­ρος δὲ φυ­τρώ­νει, φταί­ει βλέ­πεις τὸ ἔ­δα­φος ποὺ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ξη­ρό. Ἡ ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza ὅ­μως ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­να­βι­ώ­σει.


Σα­ου­θάμ­πτον, 7 Φε­βρου­α­ρί­ου 2023


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰκονα: Ἔρημος Ἀτακάμα.



		

	

Βασίλης Μανουσάκης: Τὶ δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία;


Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη


Τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 

ΑΛΙ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ἄρ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει ἡ Βα­λεν­τί­να μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια της, ὅ­ταν τὸν εἶ­δε πά­λι στὸν κα­να­πὲ μὲ τὸ βι­βλί­ο πε­σμέ­νο στὰ μοῦ­τρα.

 

        Τί θὰ ἀ­πο­γί­νω;

 

        Δὲν θέ­λω ἄλ­λο…

 

        Θέ­λω νὰ φύ­γω…

 

        Πῶς θὰ φύ­γω…

 

        Καὶ ποῦ νὰ πά­ω…


        Οἱ σκέ­ψεις τὴ χτυ­ποῦ­σαν μὲ ὁρ­μὴ πυ­ραύ­λων καὶ τὸ μυα­λὸ της ἄρ­χι­σε νὰ πο­νά­ει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Σὰν νὰ ἔ­νι­ω­θε τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ κι­νεῖ­ται μέ­σα στὸ κε­φά­λι της καὶ νὰ χτυ­πά­ει στὰ τοι­χώ­μα­τα τοῦ κρα­νί­ου της, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τὸ θέ­α­μα ἐ­κεί­νου ποὺ ἄλ­λο­τε θαύ­μα­ζε νὰ κοι­μᾶ­ται χα­μέ­νος μέ­σα στὶς ἴ­δι­ες λέ­ξεις μὲ τὸ χέ­ρι πε­σμέ­νο στὸ πά­τω­μα.

 

        Του­λά­χι­στον, κά­πο­τε μά­θαι­νε καὶ κά­τι καὶ γυρ­νοῦ­σα καὶ μοῦ τὸ ἔ­λε­γε…

 

        Τώ­ρα…

 

        Στὴν ἴ­δια σε­λί­δα πάν­τα…

 

        Στὸ ἴ­διο ἔρ­γο θε­α­τές…

 

        Καὶ πῆ­γε πρὸς τὴν κου­ζί­να νὰ ἀ­δειά­σει τὰ ψώ­νια. Στὸ κρα­σὶ κον­το­στά­θη­κε καὶ χά­ι­δε­ψε λί­γο τὸν λαι­μὸ τοῦ μπου­κα­λιοῦ σὰν νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος.

        Λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα ἀ­κό­μα καὶ τὸ ἅρ­πα­ξε, ἀ­φή­νον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὰ γι­α­ούρ­τια ἐ­κτὸς ψυ­γεί­ου, κι ἀ­νέ­βη­κε τὶς σκά­λες πρὸς τὴν τα­ρά­τσα. Ἐ­κεῖ εἶ­χαν στή­σει ἕ­να ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κὸ τη­λε­σκό­πιο γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν μα­ζὶ τὴν ὕ­παρ­ξη ζω­ῆς, ὅ­πως ἔ­λε­γαν χα­μο­γε­λών­τας. Τοὺς πῆ­ρε και­ρὸ αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση, ὥ­σπου ἐ­κεῖ­νος στα­μά­τη­σε νὰ ψά­χνει τὴν ὕ­παρ­ξη σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε. Κι εἶ­χε μεί­νει μό­νη, ἀ­ραι­ὰ καὶ ποὺ νὰ ἀ­νε­βαί­νει στὴν τα­ρά­τσα καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τεῖ στὴν Ἀ­φρο­δί­τη τὴ γέν­νη­ση ζω­ῆς ἢ στὸν Ἄ­ρη τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς μά­χης γιὰ ζω­ὴ ἔ­στω.

        Καὶ τώ­ρα ἦ­ταν πά­λι ἐ­κεῖ μὲ τὸ κρα­σί της καὶ ἕ­να πο­τή­ρι γε­μά­το. Τὸ κα­τέ­βα­σε ὅ­λο προ­τοῦ κοι­τά­ξει καὶ ἔ­νι­ω­σε καὶ πά­λι τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ πάλ­λε­ται. Γιὰ ἄλ­λο λό­γο τώ­ρα.

        Κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Ἡ Μι­κρὴ Ἄρ­κτος ἐ­κεῖ. Ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­χε δει­λὰ φα­νεῖ, ἀλ­λὰ κα­νέ­να ση­μά­δι ἐ­ρω­τι­κῆς πά­λης ἀ­κό­μα. Ὁ Κρό­νος μὲ τοὺς δα­κτύ­λιους χό­ρευ­ε χού­λα χούπ.

        Κά­τι εἶ­ναι κι ὁ Κρό­νος…

        Ὁ Δί­ας με­γά­λος καὶ βα­ρύς. Δύ­σθυ­μος. Δυ­σκί­νη­τος. Σὰν τὶς σκέ­ψεις της.

        Ἤ­πι­ε καὶ δεύ­τε­ρο πο­τή­ρι κρα­σί. Ὁ ἐγ­κέ­φα­λος ἀ­να­ρί­γη­σε αὐ­τὴ τὴ φο­ρά.

        Ἄρ­χι­σε νὰ κι­νεῖ τὸ τη­λε­σκό­πιο πιὸ γρή­γο­ρα δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν νὰ ἔ­ψα­χνε κά­τι.

        Τώ­ρα ἔ­πι­νε τὸ κρα­σὶ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Βα­ρι­ό­ταν τὴν κομ­ψό­τη­τα τοῦ πο­τη­ριοῦ.

        Νὰ ὁ Δί­ας καὶ πά­λι. Στά­σι­μος. Σὰν τὴ ζω­ή της.

        Ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ Δί­α, τὸ τη­λε­σκό­πιο ἔπι­α­σε κά­τι. Ἕ­να ἀ­στέ­ρι, ἕ­ναν πλα­νή­τη. Κά­τι.

        Ἤ­πι­ε μιὰ με­γά­λη γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι της καὶ ξα­να­κοί­τα­ξε. Κά­τι ἦ­ταν αὐ­τό.

        Μι­σὴ ὥ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­κό­μα τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Οὔ­τε με­γά­λω­νε οὔ­τε μί­κραι­νε. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Παι­δὶ τοῦ Δί­α.

        Κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι της. Εἶ­χε πε­ρά­σει μι­ά­μι­ση ὥ­ρα ποὺ εἶ­χε γυ­ρί­σει σπί­τι. Θὰ εἶ­χε ξυ­πνή­σει ἐ­κεῖ­νος καὶ θὰ δι­ά­βα­ζε καὶ πά­λι τὴν ἴ­δια σε­λί­δα. Προ­τοῦ κοι­μη­θεῖ γιὰ βρά­δυ.

        Γύ­ρι­σε πρὸς τὴν πόρ­τα τῆς τα­ρά­τσας, μή­πως τὸν προ­λά­βει ξύ­πνιο καὶ ποῦν κα­μιὰ κου­βέν­τα. Με­τὰ ὅ­μως εἶ­δε ὅ­τι εἶ­χε ἀ­φή­σει μι­σὸ πο­τή­ρι κρα­σὶ ἀ­πὸ πρίν. Τὸ σή­κω­σε, τὸ ἔ­φε­ρε στὰ χεί­λη της, τὸ γεύ­τη­κε καὶ κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Τὸ παι­δὶ τοῦ Δί­α ἦ­ταν ἀ­κό­μα δί­πλα του. Ἀ­κί­νη­το κι αὐ­τό. Σὰν τὸν πα­τέ­ρα του.

        Ἡ Βα­λεν­τί­να ἔ­στρε­ψε τὸ τη­λε­σκό­πιο ἀ­πό­το­μα μα­κριά. Σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο κε­νό, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­στρα πε­θα­μέ­να και­ρὸ πρὶν καὶ μαῦ­ρος οὐ­ρα­νός. Τε­λεί­ω­σε τὸ κρα­σί, ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ πλά­ι καὶ κόλ­λη­σε τὸ μά­τι της στὸ κε­νό. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μεί­νει ἐ­κεῖ ὡς ἀρ­γά. Κι ἄς ἕ­λι­ω­ναν τὰ γι­α­ούρ­τια. Κι ἄς ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἴ­σως ἐ­κεῖ­νος.

 

        Ἄλ­λω­στε, τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.



		

	

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης: Λα­θρο­με­τα­νά­στης



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 6/14 (Κάθε Κυριακή)]


Λα­θρο­με­τα­νά­στης


ΑΘΟΜΑΙ στὸ κα­φε­νεῖ­ο μου στὴν Ἀ­χαρ­νῶν καὶ κοι­τά­ζω τὸ δρό­μο νὰ γί­νε­ται θέ­α­τρο. Μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι περ­νοῦν οἱ ὀ­μορ­φι­ὲς τοῦ κό­σμου: λυ­γε­ρὲς ἀ­πὸ μα­κρι­νὲς χῶ­ρες, τὸ ἴ­διο ἀ­πρό­σι­τες ὅ­πως ὅ­λες οἱ ὄ­μορ­φες· στι­βα­ρὰ πα­λι­κά­ρια ποὺ τὸ βῆ­μα τους δα­μά­ζει τὴν ἄ­σφαλ­το· χα­ρού­με­νες παι­δι­κὲς φω­νὲς φτά­νουν στὰ κου­ρα­σμέ­να αὐ­τιά μου. Ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τοὺς θέ­λει. Καὶ τοὺς βρί­σκω συγ­γε­νεῖς μου. Λα­θρο­με­τα­νά­στης ἤ­μουν κι ἐ­γὼ στὴ ζω­ή μου, χω­ρὶς χαρ­τιὰ καὶ ἄ­δεια πα­ρα­μο­νῆς. Καὶ στὴν πρώ­τη σκού­πα μὲ ἀ­πέ­λα­σες. Καὶ μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ χω­θῶ σὲ αὐ­τὸ τὸ πο­λύ­χρω­μο πλῆ­θος καὶ νὰ τοὺς πῶ «Πάρ­τε με μα­ζί σας. Εἶ­μαι δι­κός σας».



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Περικλῆς Κοροβέσης: Κυ­ρί­αρ­χος λα­ός



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 5/14 (Κάθε Κυριακή)]

 

Κυ­ρί­αρ­χος λα­ός


ΑΠΟΙΟΙ ἀπὸ τὰ μπουν­τρού­μια τῆς χούν­τας βγῆ­καν σα­κα­τε­μέ­νοι καὶ ἔ­μει­ναν ἀ­νά­πη­ροι γιὰ ὅ­λη τους τὴ ζω­ή. Κα­νεὶς δὲν τοὺς φρόν­τι­σε. Ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τοὶ ποὺ εὐ­ερ­γε­τή­θη­καν ἀ­πὸ τὴ σι­ω­πή τους καὶ σή­με­ρα κυ­βερ­νοῦν. Καὶ ἀ­πο­σύρ­θη­καν στὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά τους. Με­ρι­κοὶ κρά­τη­σαν ἀ­κό­μα τὶς ἐ­πι­κίν­δυ­νες ἰ­δέ­ες τους, γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες κυ­νη­γή­θη­καν ἀ­νε­λέ­η­τα. Τώ­ρα δὲν τὶς προ­σέ­χει κα­νείς, τὸ ἀ­σή­μαν­το κυ­ρια­ρχεῖ καὶ κυ­βερ­νά­ει. Καὶ εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­σμέ­νοι ἀ­πὸ παν­τοῦ. Ἡ δη­μο­κρα­τί­α σή­με­ρα εἶ­ναι τέ­χνη γιὰ εἰ­δι­κοὺς ποὺ ξέ­ρουν νὰ προ­στά­ζουν. Κυ­ρί­αρ­χος λα­ὸς εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ ψή­φι­σες. Καὶ ἂν κα­τέ­βεις στοὺς δρό­μους, δὲν εἶ­σαι πιὰ λα­ός, ἀλ­λὰ ὄ­χλος ποὺ ἐμ­πο­δί­ζει τὴν ὁ­μα­λὴ λει­τουρ­γί­α τῆς πο­λι­τεί­ας.



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.