Νίκος Κατσαλίδας: Ἀπαραμύθητο βουνό


Νίκος Κατσαλίδας


Ἀπαραμύθητο βουνό


Η ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ τὴ μαγ­κού­φα ὅ­που κά­νει δῆ­θεν πὼς κοι­μᾶ­ται καὶ μᾶς γύ­ρι­σε ἡ μου­χρω­μέ­νη τοὺς γλου­τοὺς καὶ τοὺς γο­φοὺς καὶ τὶς φαρ­δι­ές της ὠ­μο­πλά­τες τὶς ἀν­τα­ρι­α­σμέ­νες; Τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τοῦ­το τὸ γρου­σού­ζι­κο κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νὸ ποὺ δὲν σα­λεύ­ει κὰν ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του καὶ κά­νει δῆ­θεν πῶς κοι­μᾶ­ται; Καὶ ὅ­ταν πα­χνιά­ζει καὶ πα­χαί­νει καὶ στοι­χει­ώ­νει ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­θύ­ελ­λες καὶ ἀ­πὸ τὶς χι­ο­νο­στι­βά­δες καὶ ἀ­χνί­ζει ἀ­πὸ ψυ­χρὲς κι ἄ­χα­ρες ἡ­λι­α­χτί­δες προ­σποι­εῖ­ται ἀ­σά­λευ­το θη­ρί­ο, ἕ­να ἀ­γρί­μι ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο καὶ οὔ­τε γυ­ρί­ζει νὰ μᾶς δεῖ καὶ δὲν ἀ­νοί­γει μά­τι; Ἄν­τε στὰ τσα­κί­δια καὶ ἐ­σὺ μω­ρὲ κα­τσι­κο­πό­δα­ρο βου­νό, ποὺ κά­θε μέ­ρα σὲ κοι­τῶ μα­ρα­ζι­α­σμέ­νη μὲ τὸ καρ­φω­μέ­νο βλέμ­μα πά­νω σου, μπὰς καὶ συ­νέλ­θεις, μπὰς καὶ βρυ­χη­θεῖς, μπὰς καὶ μουγ­κρί­σεις καὶ ξα­να­γυ­ρί­σεις νὰ μὲ δεῖς νὰ μὲ προ­σέ­ξεις νὰ μὲ σφί­ξεις καὶ νὰ μ’ ἀγ­κα­λιά­σεις. Ἄν­τε στὸ κα­λὸ κι ἐ­σὺ μω­ρὲ ἀ­γέ­ρω­χο βου­νό, ὅ­που τρο­χί­ζεις τὰ ἀ­στρο­πε­λέ­κια πά­νω σου καὶ κά­νεις τὸ χα­τί­ρι τοῦ χι­ο­νιὰ καὶ τῆς πη­χτῆς ἀν­τά­ρας, δὲν πε­ρί­με­να ὅ­τι κι ἐ­σὺ θὰ μᾶς ξε­χνοῦ­σες κά­ποι­α μέ­ρα, θὰ μᾶς γύ­ρι­ζες τὶς πλά­τες, σὰν νὰ μ’ ἤ­μα­σταν κι ἐ­μεῖς ρω­μιοὶ μὲ λά­δι βα­φτι­σμέ­νοι, σὰν νὰ ἤ­μα­σταν γιὰ σέ­να ξέ­νοι, ἔ­λε­γε κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε ἡ για­γιὰ κα­τὰ και­ροὺς θω­ρών­τας τὸ ἀ­κα­πί­στρω­το βου­νὸ ποὺ σφύ­ρι­ζαν ἀ­πά­νω του σὰν τέ­ρα­τα οἱ βο­ριά­δες κι ἔ­βλε­πε νὰ βγαί­νει ἀ­πα­ρα­μύ­θη­τος πη­χτὸς κα­πνὸς ἀ­πὸ φω­τι­ὲς σβη­σμέ­νες ποὺ ἀ­κό­μα σπιν­θη­ρί­ζα­νε ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ τὶς νύ­χτες κι ἔ­φτα­ναν οἱ σπί­θες τους στὰ μαν­τριά μας καὶ μὲ ἔσφιγ­γε στὴν ἀγ­κα­λιά της.



Πη­γή: Θυμάρια των βορριάδων (Νίκας, 2022)


Νί­κος Κα­τσα­λί­δας (Ἄ­νω Λε­σι­νί­τσα Θε­ο­λό­γος Ἁ­γί­ων Σα­ράν­τα, 1949). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος μὲ πολ­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις καὶ βρα­βεῖ­α. Ποι­ή­μα­τά του συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ Ἀν­θο­λο­γί­ες στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἰ­τα­λι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, ρου­μα­νι­κά, ἱ­σπα­νι­κά, ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος με­τέ­φρα­σε σα­ράν­τα πέν­τε Ἕλ­λη­νες ποι­η­τὲς καὶ πε­ζο­γρά­φους στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἱ­δρυ­τὲς τῆς Δη­μο­κρα­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Μει­ο­νό­τη­τας «Ὁ­μό­νοι­α». Κα­τὰ τὸ 2001-2002, χρη­μά­τι­σε ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­πι­κρα­τεί­ας (πα­ρὰ τῷ πρω­θυ­πουρ­γῶ) γιὰ τὰ Ἀν­θρώ­πι­να Δι­και­ώ­μα­τα στὴν Ἀλ­βα­νί­α. Κα­τὰ τὸ 2004-2008 δι­ε­τέ­λε­σε δι­πλω­μά­της, Μορ­φω­τι­κὸς Σύμ­βου­λος στὴν Ἀλ­βα­νι­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ 2001 ἀ­πέ­σπα­σε τὸ βαλ­κα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο «Αἷ­μος», στὴ Σό­φια, γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ «Τὰ ἑ­κα­τὸ ἑ­κα­τό­φυλ­λά τῆς Πού­λιας». Τὸ 2002 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε ἡ «Ἀ­ση­μέ­νια πέ­να» ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Πο­λι­τι­σμοῦ τῆς Ἀλ­βα­νί­ας γιὰ τὴ με­τά­φρα­ση τῆς ποί­η­σης τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη. Τὸ 2012, πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Πρό­ε­δρο τῆς Ἀλ­βα­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας μὲ τὸ ἀ­νώ­τα­το με­τάλ­λιο τῆς τά­ξης τῶν γραμ­μά­των «Με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης». Ὁ Νί­κος Κα­τσα­λί­δας εἶ­ναι τα­κτι­κὸ μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων.


%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: