Περικλῆς Κοροβέσης: Ὁ Ἅγιος Κύριλλος



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 7/14 (Κάθε Κυριακή)]

 

Ὁ Ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος


ΗΓΟΥΜΕΝΗ Χίλ­ντεγ­καρντ τοῦ Μπίν­γκεν, που­ρι­τα­νή, παρ­θέ­να, μὲ αὐ­στη­ρὲς ἀρ­χὲς καὶ πολ­λὲς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς γνώ­σεις ποὺ σώ­θη­καν μέ­σα ἀ­πὸ τὰ συγ­γράμ­μα­τά της, δι­α­φω­νοῦ­σε μὲ ὅ­λους τοὺς ἁ­γί­ους ποὺ πί­στευ­αν πὼς ἡ γυ­ναί­κα φταί­ει γιὰ ὅ­λα. Δὲν σε­βά­στη­κε οὔ­τε τὸν Ἅ­γιο Αὐ­γου­στῖ­νο, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Τὸ αἷ­μα ποὺ λε­κιά­ζει εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ πο­λέ­μου καὶ ὄ­χι αὐ­τὸ τῆς πε­ρι­ό­δου. Μί­λη­σε γιὰ τὴ γυ­ναι­κεί­α χα­ρὰ στὸν ἔ­ρω­τα, ποὺ εἶ­ναι ὅ­πως ὁ ἥ­λιος: ζε­σταί­νει καὶ καρ­πο­φο­ρεῖ τὴ γῆ. Δὲν τὴν ἔ­κα­ψαν ἀ­πὸ γρα­φει­ο­κρα­τι­κὸ λά­θος. Ἡ Ἱ­ε­ρὰ Ἐ­ξέ­τα­ση δὲν δι­ά­βα­ζε πο­τὲ κεί­με­να γυ­ναι­κών. Ἀλ­λὰ δὲν ἔ­γι­νε πο­τὲ ἁ­γία.* Ἅ­γιος ἔ­γι­νε ὁ πα­τριά­ρχης Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ὁ τραμ­ποῦ­κος Κύ­ριλ­λος, ποὺ δι­έ­τα­ξε τὶς ὀρ­δές του νὰ κά­νουν ἕ­φο­δο στὸ σπί­τι τῆς ὄ­μορ­φης καὶ σο­φῆς Ὑ­πα­τί­ας. Ἀ­φοῦ λε­η­λά­τη­σαν τὸ σπί­τι, τὸ ἔ­κα­ψαν καὶ ἔ­συ­ραν τὴν ἄ­μοι­ρη κο­πέ­λα ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὴν γκρέ­μι­σαν στὶς σκά­λες, με­τὰ τὴ γύ­μνω­σαν, τὴ μα­χαί­ρω­σαν καὶ τὴν τε­μά­χι­σαν. Ὅ,τι εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει τὸ ἔ­ρι­ξαν στὴν πυ­ρὰ στὴν κεν­τρι­κὴ πλα­τεί­α. Νὰ τὸν θυ­μη­θοῦ­με τοῦ Ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου στὶς 18 Γε­νά­ρη γιὰ τὸ δι­α­με­λι­σμὸ τῆς Ὑ­πα­τί­ας. Καὶ στὶς 9 Ἰ­ου­νί­ου γιὰ τὴ μα­ζι­κὴ σφα­γὴ τῶν Ἑ­βραί­ων ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε. Αὐ­τὸς ὁ ἅ­γιος γι­ορ­τά­ζει δυ­ὸ φο­ρές.


* Ὅ­ταν γρά­φτη­κε τὸ κεί­με­νο. Ἀ­να­κη­ρύ­χτη­κε τε­λι­κῶς ἁ­γί­α στὶς 7/10/2012.


Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.


%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: