Περικλῆς Κοροβέσης: Ξε­χα­σμέ­να «εὐ­χα­ρι­στῶ»



Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 4/14 (Κάθε Κυριακή)]

Ξε­χα­σμέ­να «εὐ­χα­ρι­στῶ»


ΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ, βα­θιὰ τὴ νύ­χτα, μὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σὶ στὸ χέ­ρι, ἔρ­χον­ται κά­ποι­ες στιγ­μὲς ποὺ ἡ ψυ­χή μου γε­μί­ζει οὐ­ρά­νια τό­ξα. Ὄ­χι ση­μαν­τι­κὰ πράγ­μα­τα. Μι­κρὲς στιγ­μὲς ποὺ τοὺς χρω­στά­ω ἕ­να με­γά­λο εὐ­χα­ρι­στῶ. Σὲ σέ­να κὺρ Μα­νώ­λη στὴν Ἀ­θη­νᾶς, ὅ­ταν σοῦ ζή­τη­σα δου­λειά. Εἶ­πες, «δὲν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ κά­ποι­ο παι­δί». Ἀλ­λὰ μὲ πῆ­ρες στὴ δου­λειά σου, για­τί εἶ­χα ἀ­νάγ­κη ἐ­γώ. Καὶ ἔ­τσι μπό­ρε­σα καὶ τέ­λει­ω­σα τὸ νυ­χτε­ρι­νό. Στοὺς δυ­ὸ μπά­τσους τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς χούν­τας, ὅ­ταν ρί­χνα­με προ­κη­ρύ­ξεις στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο Ἐ­κράν. Καὶ μᾶς εἶ­παν: «Τί κά­νε­τε, ρὲ κω­λό­παι­δα; Πάρ­τε δρό­μο πρὶν σᾶς γα­μή­σου­με.» Καὶ μᾶς ἄ­φη­σαν ξέ­ρον­τας πὼς θὰ ξα­να­ρί­ξου­με προ­κη­ρύ­ξεις. Γλι­τώ­σα­με ἔ­τσι βα­σα­νι­στή­ρια καὶ φυ­λα­κί­σεις. Στὸν πε­ρι­πτε­ρά, τὸν κὺρ Κώ­στα, πού μοῦ ἔ­δι­νε τὴν Αὐ­γὴ τυ­λιγ­μέ­νη στὰ Νέ­α. Με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια ἔ­μα­θα πὼς τὰ γε­μι­στὰ μπι­σκό­τα Πα­πα­δο­πού­λου πού μοῦ ἔ­φερ­νε ἡ μά­να μου στὶς Ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς Φυ­λα­κὲς Αἴ­γι­νας ἦ­ταν δι­κά του. Ἀλ­λὰ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὸ μά­θει κα­νείς. Ἀ­κό­μα ἔ­χω τὴ θύ­μη­ση μιᾶς γλύ­κας στὴν ψυ­χὴ καὶ στὸ στό­μα. Καὶ τώ­ρα σὲ σέ­να Ἴν­γκριντ, στὸ προ­α­στια­κὸ τρέ­νο στὴ Στοκ­χόλ­μη, ποὺ μὲ εἶ­δες νὰ τουρ­του­ρί­ζω σὲ θερ­μο­κρα­σί­α εἴ­κο­σι ὑ­πὸ τὸ μη­δέν. Εἶ­δες τὰ ροῦ­χα μου καὶ μὲ λυ­πή­θη­κες. Μὲ μά­ζε­ψες, μὲ πῆ­γες σπί­τι σου, ἐ­μέ­να τὸ λα­θρο­με­τα­νά­στη, ποὺ ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ ἤ­μουν ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Μὲ τά­ϊ­σες, μὲ ἔ­πλυ­νες, μοῦ ἔ­δω­σες τὸ κρε­βά­τι σου. Καὶ μὲ ἔ­κα­νες θρῆ­σκο. Εἶ­πα, «ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει θε­ός».



Πη­γή: Πα­ρά­πλευ­ρες Κα­θη­με­ρι­νὲς ἀ­πώ­λει­ες (μι­κρὰ κεί­με­να, Οἱ ἐκ­δό­σεις τῶν συ­να­δέλ­φων, 3η ἔκδ., 2014).

Εἰσαγωγὴ στὸ ἀφιέρωμα:

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου: Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης – Ζω­ντα­νὴ μνή­μη ἑ­νὸς φί­λου.

Πε­ρι­κλῆς Κο­ρο­βέ­σης (Ἀρ­γο­στό­λι Κε­φαλ­λη­νί­ας, 1941-Ἀ­θή­να, 2020). Σπού­δα­σε θέ­α­τρο μὲ τὸν Δη­μή­τρη Ρον­τή­ρη, ση­μει­ο­λο­γί­α μὲ τὸν Ro­land Bar­thes καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μα­θή­μα­τα τῶν Ρ. Vi­dal Na­quet, Μαρ­σὲλ Ντε­τι­έν, Κορ­νή­λιου Κα­στο­ριά­δη καὶ ἄλ­λων στὸ Πα­ρί­σι. Ἀ­πὸ μι­κρὴ ἡ­λι­κί­α με­τεῖ­χε ἐ­νερ­γὰ στὸ μα­χη­τι­κὸ δη­μο­κρα­τι­κὸ κί­νη­μα τῆς Ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Φυ­λα­κί­στη­κε καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἐ­πὶ χούν­τας. Τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο Ἀν­θρω­πο­φύ­λα­κες (1969) με­τα­φρά­στη­κε σὲ πολ­λὲς γλῶσ­σες, ἔ­κα­νε ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐ­πα­νεκ­δό­σεις καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε σὲ ἕ­να παγ­κο­σμί­ως γνω­στὸ «κα­τη­γο­ρῶ» ἐ­νάν­τια στὴ Δι­κτα­το­ρί­α τῶν Συν­ταγ­μα­ταρ­χῶν καὶ τὰ βα­σα­νι­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πέ­βαλ­λε τοὺς ἀν­τι­φρο­νοῦν­τες. Βι­βλί­α του Πε­ρι­γρα­φὴ AGCTTGA+TCGAACT (Εἴ­κο­σι πέν­τε κεί­με­να τοῦ Π. Κο­ρο­βέ­ση, δε­κα­τρεῖς ζω­γρα­φι­ὲς τοῦ Χρό­νη Μπό­τσο­γλου, 1980), Γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ ἡ θά­λασ­σα (μυ­θι­στό­ρη­μα, 1982), Τango Bar (θέ­α­τρο, 1988), Ἐ­πι­χεί­ρη­σις Ἰ­ου­δήθ (θέ­α­τρο, 1992) κ.ἄ. κα­θὼς καὶ παι­δι­κὰ ἔρ­γα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος στὴν Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α, τὴν Ἐ­πο­χὴ καὶ τὴν Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πο­λι­τι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.


%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: