Τζί­μης Πα­νού­σης: Ὁ σχι­ζο­φρε­νὴς δο­λο­φό­νος μὲ τὸ μπαμ­πά­κι



Τζί­μης Πα­νού­σης  (Ἀφιέρωμα, 4/6)


Ὁ σχι­ζο­φρε­νὴς δο­λο­φό­νος μὲ τὸ μπαμ­πά­κι


Δῶ­στε μου ἐ­πι­χο­ρή­γη­ση νὰ σπεί­ρω κα­λαμ­πό­κια,
νὰ φτά­σου­νε πο­λὺ ψη­λά, νὰ κρύ­ψου­νε τὰ κλώ­νια
τῆς ‘­βλο­γη­μέ­νης χα­σι­σιᾶς πού ‘ν στὴν πα­ρα­νο­μί­α,
γιὰ νὰ ξο­φλή­σω δά­νεια, νὰ φά­ει κι ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α.

ΩΣ ΝΑ ΠΑΝΕ ΚΑΤΩ τὰ μπαμ­πά­κια μὲ τέ­τοι­ες τι­μές; Ἂν τό ‘­ξέ­ρα ὅ­τι θὰ βά­ζω καὶ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη μου τὴν τρύ­πια, θὰ κοί­τα­γα νὰ βρῶ σπό­ρο ὀλ­λαν­δι­κό, νὰ σπεί­ρω χαν­ζα­πλά­στ καὶ τσι­ρό­τα ποὺ τὰ ζη­τά­ει ἡ ἀ­γο­ρὰ ἡ νε­ό­πλου­τη. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­βα­ζα κα­πνά, ποὺ τὰ βρῆ­κα ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μου, ὅ­πως τὰ εἶ­χε βρεῖ κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸν παπ­πού του. Με­τά, ἄρ­χι­σε νὰ πέ­φτει ἡ ζή­τη­ση για­τί ὁ κο­σμά­κης ἐ­θί­στη­κε στὸ Marlboro ποὺ ἔ­χει καὶ κά­τι ἄλ­λο μέ­σα ποὺ δὲν τὸ μαρ­τυ­ρᾶ­νε, ὅ­πως δὲν μαρ­τυ­ρᾶ­νε καὶ τὴ συν­τα­γὴ τῆς κό­κα-κό­λα, ποὺ τὴ συ­νή­θι­σε ἡ συ­χω­ρε­μέ­νη ἡ Χρι­στί­να Ὠ­νά­ση για­τὶ στὴν κό­κα, κολ­λᾶς. Σὰν νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τὸ μὲ τοὺς Ἀ­με­ρι­κά­νους ποὺ βά­ζου­νε ὅ,τι βρί­σκου­νε μέ­σα στὰ τσι­γά­ρα (ἀ­πὸ μέ­λι μέ­χρι πο­τά­σα, καὶ με­τὰ τὰ βρά­ζου­νε), βά­λα­νε καὶ τὶς ταμ­πέ­λες: «Τὸ κά­πνι­σμα βλά­πτει τρο­με­ρὰ τὴν ὑ­γεί­α», μᾶς κά­να­νε τοὺς πε­λά­τες ὑ­πο­ψή­φιους καρ­κι­νο­πα­θεῖς, καὶ τὰ ἔ­σο­δα ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ γί­να­νε κα­πνός. Γιὰ νὰ σοῦ δώ­σω νὰ κα­τα­λά­βεις τὴν προ­πα­γάν­δα τῶν ἐ­πεν­δυ­τῶν τοῦ τέ­ταρ­του Ρά­ιχ, τὶς ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις τὶς κολ­λᾶ­νε ὅ­που τους συμ­φέ­ρει. Ξε­ρί­ζω­σα, λοι­πόν, τὰ κα­πνὰ κι ἔ­βα­λα μπαμ­πά­κι ἐ­πι­δο­τού­με­νο. Θά ‘­χω τὸ κε­φά­λι μου ἥ­συ­χο, σκέ­φτη­κα. Ποῦ νὰ φαν­τα­στῶ ὅ­τι θὰ πε­τά­γα­νε τὰ στρώ­μα­τα μὲ τὰ μπαμ­πά­κια καὶ θὰ τὴν ἀ­ρά­ζα­νε πά­νω σε εἰ­σα­γό­με­νους κο­κο­φοί­νι­κες! Με­τά, βγή­κα­νε καὶ οἱ σερ­βι­έ­τες μὲ τὰ πτε­ρύ­για — ἄλ­λο με­γά­λο πλῆγ­μα γιὰ τὸ ἀ­πορ­ρο­φη­τι­κὸ βαμ­βά­κι ποὺ δὲ δι­α­θέ­τει τὴν αἴ­γλη τοῦ πλα­στι­κοῦ. Ἔ­τσι ποὺ πᾶ­με, ἂν δὲ γί­νει πό­λε­μος νὰ ξε­σκαρ­τά­ρου­με, θὰ βά­ζου­με ἐμ­φι­α­λω­μέ­νο νε­ρὸ στὸ κα­ζα­νά­κι τῆς του­α­λέ­τας, ἐ­νῶ ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα μας θὰ ψο­φᾶ­νε κα­μιὰ δε­κα­ριὰ ἀ­προ­σάρ­μο­στοι ἀ­πὸ τὴ δί­ψα. «Ἔ­τσι εἶ­ναι ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμὸς» μᾶς εἶ­πε ὁ γε­ω­πό­νος ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Γε­ωρ­γί­ας ποὺ μᾶς φέρ­νει μὲ τὸ ἀ­ζη­μί­ω­το τὰ δη­λη­τή­ρια τοῦ ὑ­πουρ­γοῦ γιὰ τὸν ἀρ­γὸ θά­να­το τῶν χω­ρα­φι­ῶν. Μπῆ­κα μέ­σα, λοι­πόν, καὶ μὲ τὸ μπαμ­πά­κι, καὶ τώ­ρα σκέ­φτο­μαι, ὅ­πως καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι στὸ χω­ριό, νὰ φυ­τέ­ψω ἄ­σφαλ­το. Θὰ ρί­ξω πίσ­σα, χα­λί­κι, ἄμ­μο, κι ἄ­σ’ τους νὰ κου­ρεύ­ον­ται. Θὰ πά­ω στὴν Ἀ­θή­να καὶ θὰ γί­νω κομ­μώ­τρια. Ποι­ὸς θὰ προ­σέ­ξει ὅ­τι εἶ­μαι ἄν­τρας, ἔ­τσι ποὺ τοὺς ζα­λί­ζει κά­θε βρά­δυ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση μὲ τὴν ἡ­ρω­ί­νη τῶν σχο­λεί­ων;

       Σχό­λα­σα, λοι­πόν, πάρ­κα­ρα τὸ τρα­κτὲρ στὸ με­γα­λύ­τε­ρο μπλό­κο —μὴ μοῦ τὸ κλέ­ψου­νε— καὶ κα­τέ­βη­κα στὴν Ἀ­θή­να. Μοῦ λεί­πει, βέ­βαι­α, τὸ κα­φε­νεῖ­ο, ἀλ­λὰ ἔ­μα­θα ὅ­τι ἀ­νοί­γουν ἑ­ξα­κό­σια ἑ­ξήν­τα ἕ­ξι κα­ζί­να στὴν πε­ρι­φέ­ρεια, καὶ ὅ,τι βγά­ζω ἀ­πὸ τὸ ντα­βα­τζι­λί­κι, πά­ω, τοὺς τὰ ἀ­κουμ­πά­ω καὶ ξε­δί­νω. Για­τί τὸ κομ­μω­τή­ριο εἶ­ναι βι­τρί­να, ὅ­πως κα­τα­λά­βα­τε. Δὲν κα­τέ­βη­κα μό­νος μου στὴν πρω­τεύ­ου­σα, δι­ό­τι κά­τι σκαμ­πά­ζω κι ἐ­γὼ ὁ βλά­χος ἀ­πὸ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμό. Ἔ­χω ἕ­ναν ξά­δερ­φο μπά­τσο —μα­κρι­νό, βέ­βαι­α, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά μας εἶ­ναι ἀ­ρι­στε­ρή—, καὶ μοῦ πού­λη­σε τέσ­σε­ρις Βουλ­γά­ρες πα­νε­πι­στη­μια­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου μὲ εἰ­δί­κευ­ση στὸ πρω­κτι­κὸ ἄ­νευ προ­φυ­λα­χτι­κού.

       Ἔι­τζ νὰ φά­ν’ κι οἱ κό­τες οἱ παν­τρε­μέ­νες, ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι ζα­λι­σμέ­νες ἀ­πὸ τὶς τσόν­τες καὶ τοὺς ρυθ­μοὺς σύγ­κλι­σης. Ἄλ­λη ζω­ὴ ‘­δῶ στὴν πρω­τεύ­ου­σα! Δὲ σὲ ξέ­ρει κα­νέ­νας, δὲν ξέ­ρεις κα­νέ­ναν. Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῶ, τοῦ που­λιοῦ τὸ γά­λα τὸ κερ­δί­ζω, καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω. Τὸ μό­νο ποὺ στε­νο­χω­ρι­έ­μαι, εἶ­ναι ποὺ ὁ γιός μου ὁ μα­λά­κας ἔ­πε­σε στὴν πρέ­ζα, καὶ μό­λις πε­θά­νω, τὸ μπουρ­δέ­λο τὸ κομ­μω­τή­ριο θὰ πά­ει στρά­φι. Εἶ­μαι στὰ πα­ζά­ρια τώ­ρα μὲ ξέ­νους ἐ­πεν­δυ­τὲς νὰ τὸ που­λή­σω, νὰ πά­ω νὰ τσι­μεν­τώ­σω τὴν Ἐλ­βε­τί­α, νά ‘­μαι κον­τὰ καὶ στὸ παι­δί μου ποὺ μπαι­νο­βγαί­νει στὰ νο­σο­κο­μεῖα. Τώ­ρα ποὺ τὸ θυ­μή­θη­κα, ἔ­χω ξε­χά­σει καὶ τὸ τρα­κτὲρ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βι­ο­καρ­πὲτ ποὺ φτιά­χνει βι­ο­νι­κὰ χα­λιὰ ντί­τζι­ταλ γιὰ ρα­δι­ό­φω­να. Δὲν ἐ­νο­χλεῖ, ὅ­μως, μοῦ ‘­πά­νε. Βα­ρε­θή­κα­νε οἱ πρω­τευ­ου­σιά­νοι τὶς βόλ­τες καὶ κλει­στή­κα­νε γιὰ πάν­τα στὰ σπί­τια τους. Ποῦ νὰ τρέ­χεις τώ­ρα στὶς κω­λο­ε­κλο­γές, ἀ­φοῦ τὰ δεί­χνει ὅ­λα ἡ τη­λε­ό­ρα­ση; Ἔ­χω δεῖ τό­σο πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου στὶς δι­α­φη­μί­σεις, ποὺ τὸ σι­χά­θη­κα. Θὰ τοῦ βά­λω φω­τιά, θὰ πά­ρω τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ θὰ γυ­ρί­σω στὸ χω­ριό. Εἶ­μαι ἀ­κό­μα ἐ­ρω­τευ­μέ­νος μὲ τὴν πρώ­τη μου κα­τσί­κα.



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Εἰ­κό­να: Πέτρος Ζερβός, ἐφ. Ἐλευθεροτυπία, 15/07/2011.


					
					

				
%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: