Τζί­μης Πα­νού­σης: Πο­νά­ω, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω



Τζί­μης Πα­νού­σης  (Ἀφιέρωμα, 2/6)


Πονά­ω, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω


ΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ μιὰ γριά! Μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη γριὰ μ’ ἕ­να βά­τρα­χο! Συ­χνά­ζει σὲ πα­ζά­ρι στὰ βά­θη τῆς Ἀ­να­το­λῆς, — Βιρ­μα­νί­α, Τα­ϊ­λάν­δη, Ἀ­να­το­λι­κὸ Τι­μόρ, θὰ σὲ γε­λά­σω καὶ δὲν εἶ­ναι σω­στό, κα­νο­νι­κὰ ἐ­σὺ θὰ πρέ­πει νὰ γε­λᾶς μ’ αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω! Τὴν εἶ­δα σὲ δελ­τί­ο εἰ­δή­σε­ων, ἀ­π’ αὐ­τὰ τὰ ἄ­χρη­στα, ποὺ τοὺς ξε­φεύ­γει μί­α στὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ριο καὶ κά­τι χρή­σι­μο. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α μου! Τῆς δί­νεις ἕ­να εὐ­ρὼ καὶ σοῦ βά­ζει τὸν ζων­τα­νὸ βά­τρα­χο στὴ γυ­μνή σου πλά­τη, τὴ βα­τρα­χο­σφουγ­γί­ζει καὶ σοῦ παίρ­νει τὸν πό­νο. Ἡ κοι­λιὰ τοῦ βα­τρά­χου ἔ­χει κά­ποι­α ἀ­ναι­σθη­τι­κὴ οὐ­σί­α, ἔ­χει καὶ ἡ γριὰ μιὰ ἀ­φα­σί­α, νά ὁ συν­δυα­σμὸς ποὺ σκο­τώ­νει τοὺς πό­νους. Χρό­νια πολ­λὰ ὑ­πο­φέ­ρω, ἀ­γά­πη μου, ἀ­πὸ πό­νους στὴν πλά­τη, καὶ σ’ τὸ ἀ­να­φέ­ρω για­τὶ τὰ αἴ­τια εἶ­ναι ψυ­χο­λο­γι­κὰ μὲ κοι­νω­νι­κὲς προ­ε­κτά­σεις. Εἶ­ναι τὸ ἀρ­χέ­γο­νο σύν­δρο­μο τοῦ Ἄ­τλαν­τος. Ὁ γί­γαν­τας δὲν εἶ­χε πρό­βλη­μα νὰ κου­βα­λά­ει ὁ­λά­κε­ρη τὴ Γῆ στὴν πλά­τη του, ἐ­γώ, ὅ­μως, πῶς ν’ ἀν­τέ­ξω τὰ παγ­κό­σμια βά­σα­να ποὺ μα­ζο­χι­στι­κὰ ἔ­χω ἀ­να­λά­βει νὰ κου­βα­λή­σω; Τυ­ραν­νι­κή, οὕ­τως εἰ­πεῖν, ἡ συ­νή­θεια νὰ φορ­τώ­νε­σαι στὴν πλά­τη τὰ βά­σα­να τοῦ κό­σμου καὶ νά ‘ρ­χε­ται ὁ νο­τιᾶς, ὁ γαρ­μπὴς καὶ ὁ που­νέν­τες νὰ σοῦ χώ­νου­νε πυ­ρω­μέ­να καρ­φιὰ στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὶς κλει­δώ­σεις. Ὑ­πάρ­χου­νε καὶ χει­ρό­τε­ρα, ὅ­πως τὸ σύν­δρο­μο τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος, ποὺ ἔ­χεις πο­νο­κέ­φα­λο ἐ­κεῖ ποὺ κά­θε­ται τὸ ἀγ­κά­θι­νο στε­φά­νι, ἢ αὐ­χε­νι­κὸ στὸ ὑ­πο­ζύ­γιον πλη­ρω­μῶν τῆς ἀ­πλη­στί­ας τῶν ἀ­φεν­τι­κῶν.



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ἀ­πὸ τὴν εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς πη­γῆς.


					
					

				
%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: