Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 3/6]
Ἰνδιάνικος Καταυλισμός
(Indian camp)
ΞΩ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ τῆς λίμνης εἶχαν σύρει μιά βάρκα ἀκόμα. Οἱ δυό Ἰνδιάνοι περίμεναν ὄρθιοι. Ὁ Νίκ κι ὁ πατέρας του μπῆκαν στήν πρύμη, οἱ Ἰνδιάνοι τράβηξαν τή βάρκα στό νερό κι ὁ ἕνας τους μπῆκε μέσα γιά νά τραβάει κουπί. Ὁ θεῖος Tζώρτζ κάθισε στήν πρύμη τῆς βάρκας ἀπ’ τήν κατασκήνωση. Ὁ πιό νέος Ἰνδιάνος τήν τράβηξε στό νερό καί μπῆκε μέσα νά κωπηλατεῖ γιά τόν θεῖος Τζώρτζ. Οἱ δυό βάρκες ξεκίνησαν στό σκοτάδι. Ὁ Νίκ ἄκουγε τούς σκαρμούς τῆς ἄλλης βάρκας κάμποσο μπροστά τους, μακριά μέσα στήν ὁμίχλη. Οἱ Ἰνδιάνοι κωπηλατοῦσαν μέ γρήγορες κοφτές κουπιές. Ὁ Νίκ ἔγειρε στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του μέ τό μπράτσο του ὁλόγυρά του. Πάνω στά νερά ἔκανε κρύο. Ὁ Ἰνδιάνος δούλευε τά κουπιά πολύ δυνατά, ἀλλά ἡ ἄλλη βάρκα μπροστά ἀπομακρυνόταν συνεχῶς βαθιά στήν ὁμίχλη. «Ποῦ πᾶμε, Μπαμπά;» Ρώτησε ὁ Νίκ. «Πέρα στόν Ἰνδιάνικο καταυλισμό. Μιά Ἰνδιάνα εἶναι βαριά ἄρρωστη.» «Ἄ» ἔκανε ὁ Νίκ. Διασχίζοντας τόν κόλπο βρῆκαν τήν ἄλλη βάρκα στήν ἀκτή. Ὁ θεῖος Τζώρτζ κάπνιζε ποῦρο στό σκοτάδι. Οἱ δυό νεαροί Ἰνδιάνοι ἔσυραν τή βάρκα πιό μέσα στήν ἀκτή. Ὁ θεῖος Τζώρτζ ἔδωσε ποῦρα καί στούς δυό Ἰνδιάνους. Ἀνηφορίζοντας ἀπό τήν ἀκτή περπατοῦσαν μέσα ἀπό ἕνα λιβάδι μουσκεμένο στή δροσιά, ἀκολουθώντας τόν νεαρό Ἰνδιάνο πού κρατοῦσε τή λάμπα. Μετά μπῆκαν στό δάσος καί ἀκολούθησαν ἕνα μονοπάτι πού ἔβγαζε στό δρόμο ὅπου ξύλευαν, ὁδηγώντας πίσω στούς λόφους. Ἔφεγγε περισσότερο στό δρόμο τῶν λογγάρηδων, γιατί οἱ κορμοί τῆς ξυλείας ἦταν κομμένοι κι ἀπό τίς δυό πλευρές. Ὁ νεαρός Ἰνδιάνος σταμάτησε νά σβήσει τή λάμπα του, καί ὅλοι συνέχισαν νά προχωροῦν κατά μῆκος τοῦ δρόμου. Ἔκαναν μιά στροφή κι ἕνας σκύλος βγῆκε γαυγίζοντας. Μπροστά φάνηκαν τά φῶτα στίς παράγκες τῶν Ἰνδιάνων πού ξεφλούδιζαν τούς κορμούς. Περισσότεροι σκύλοι ὅρμησαν κατά πάνω τους. Οἱ δυό Ἰνδιάνοι τούς ἔδιωξαν πίσω στίς παράγκες.
Στό παράθυρο μιᾶς παράγκας πιό κοντά στό δρόμο ὑπῆρχε φῶς. Μιά γριά γυναίκα ὄρθια στήν εἴσοδο κρατοῦσε μιά λάμπα. Μέσα μιά νεαρή Ἰνδιάνα ξαπλωμένη σ’ ἕνα ξύλινο ράντζο. Πάλευε ἐδῶ καί δυό μέρες νά γεννήσει. Ὅλες οἱ ἡλικιωμένες τοῦ καταυλισμοῦ εἶχαν πάει νά τήν βοηθήσουν. Οἱ ἄντρες ἔξω φρενῶν μέ τίς κραυγές της εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ πέρα στό δρόμο νά κάτσουν στά σκοτεινά καί νά καπνίσουν. Αὐτή, μέ τό πού εἶδε μέσα στήν παράγκα τόν Νίκ καί τούς δυό Ἰνδιάνους πίσω ἀπ’ τόν πατέρα του καί τόν θεῖος Τζώρτζ, ξεφώνισε. Ἦταν πλαγιασμένη στήν πιό χαμηλή κουκέτα, τεράστια κάτω ἀπ’ τό πάπλωμα. Τό κεφάλι της γυρισμένο στή μιά πλευρά. Στήν πάνω κουκέτα ἦταν ὁ ἄντρας της. Πρίν τρεῖς μέρες εἶχε κόψει πολύ ἄσκημα τό πόδι του μ’ ἕνα σκεπάρνι. Κάπνιζε πίπα. Τό δωμάτιο μύριζε πολύ βαριά. Ὁ πατέρας τοῦ Νίκ διέταξε νά βάλουν νερό στή φωτιά, καί ὅσο ζεσταινόταν μιλοῦσε στόν Νίκ. «Ἡ κυρά ἀπό δῶ πρόκειται νά γεννήσει, Νίκ», εἶπε. «Ξέρω», εἶπε ὁ Νίκ. «Δέν ξέρεις», εἶπε ὁ πατέρας του. «Ἄκου με. Αὐτό πού τῆς συμβαίνει λέγεται τοκετός. Τό μωρό θέλει νά γεννηθεῖ, κι αὐτή θέλει νά τό γεννήσει. Ὅλοι οἱ μύες της προσπαθοῦν νά κάνουν τό παιδί νά γεννηθεῖ. Αὐτό γίνεται κάθε φορά πού φωνάζει.» «Κατάλαβα» εἶπε ὁ Νίκ. Τότε ἀκριβῶς ἡ γυναίκα ξεφώνισε. «Ἄχ, Μπαμπά, δέν μπορεῖς νά τῆς δώσεις κάτι νά τήν κάνει νά πάψει νά ξεφωνίζει;» ρώτησε ὁ Νίκ. «Ὄχι. Δέν ἔχω κανένα ἀναισθητικό» εἶπε ὁ πατέρας του. «Ἀλλά οἱ κραυγές της δέν εἶναι κάτι σοβαρό. Οὔτε πού τίς ἀκούω γιατί δέν εἶναι τίποτα σοβαρό.»
Ὁ ἄντρας της στήν πάνω κουκέτα ἄλλαξε πλευρό γυρίζοντας πρός τόν τοῖχο. Ἡ γυναίκα στήν κουζίνα ἔγνεψε στόν γιατρό πώς τό νερό εἶχε ζεσταθεῖ. Ὁ πατέρας τοῦ Νίκ πῆγε στήν κουζίνα κι ἔριξε περίπου τό μισό ἀπό τό νερό τῆς χύτρας σέ μιά λεκάνη. Στό νερό πού ἔμεινε στή χύτρα ἔβαλε διάφορα πράγματα πού ξετύλιξε ἀπό ἕνα μαντήλι. «Πρέπει νά βράσουν» εἶπε, κι ἄρχισε νά τρίβει τά χέρια του τό ’να μέ τ’ ἄλλο μέ ἕνα κομμάτι σαπούνι πού εἶχε φέρει ἀπό τήν κατασκήνωση. Ὁ Νίκ παρατηροῦσε τά χέρια τοῦ πατέρα του νά τρίβουν τό ἕνα τό ἄλλο μέ τό σαπούνι.
Ὅσο ὁ πατέρας του ἔπλενε τά χέρια του πολύ προσεκτικά καί σχολαστικά, μίλαγε: «Βλέπεις, Νίκ, τά μωρά ὑποτίθεται πώς γεννιοῦνται μέ τό κεφάλι νά βγαίνει πρῶτο, ἀλλά μερικές φορές δέν γίνεται ἔτσι. Ὅταν δέν ἔρχονται μέ τό κεφάλι, προκαλοῦν μεγάλους μπελάδες σέ ὅλους. Μπορεῖ νά χρειαστεῖ νά χειρουργήσω τούτη τήν κυρά. Σέ λίγο θά ξέρουμε.» Ὅταν φάνηκε ἱκανοποιημένος μέ τό πλύσιμο τῶν χεριῶν του, μπῆκε στό δωμάτιο κι ἔπιασε δουλειά. «Δέν τραβᾶς πέρα αὐτό τό πάπλωμα, ἔ, Τζώρτζ;» εἶπε. «Καλύτερα νά μήν τ’ἀγγίξω.» Ἄργότερα ὅταν ἄρχισε τήν ἐπέμβαση, ὁ θεῖος Τζώρτζ καί τρεῖς Ἰνδιάνοι κρατοῦσαν τήν γυναίκα ἀκίνητη. Αὐτή πάτησε μιά δαγκωνιά στό μπράτσο τοῦ θείου Τζώρτζ κι ὁ θεῖος Τζώρτζ εἶπε, «Καταραμένη βρωμοϊνδιάνα σκύλα!» κι ὁ νεαρός Ἰνδιάνος, πού τραβοῦσε τό κουπί σάν ἔφερνε τόν θεῖο Τζώρτζ, τοῦ γέλασε κοροϊδευτικά. Ὁ Νίκ βαστοῦσε τήν λεκάνη γιά τόν πατέρα του. Κράτησε πολύ. Ὁ πατέρας του σήκωσε τό μωρό ψηλά καί τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο νά τό κάνει ν’ ἀναπνεύσει καί τό παρέδωσε στή γριά.
«Βλέπεις; Εἶναι ἀγόρι, Νίκ», εἶπε. «Πῶς σοῦ φαίνεται νά εἶσαι βοηθός ἀσκούμενος γιατρός;» Ὁ Νίκ εἶπε «Καλά». Κοίταζε πέρα γιά νά μή βλέπει τί ἔκανε ὁ πατέρας του. «Ὁρίστε, ξεμπερδέψαμε καί μ’ αὐτό» εἶπε ὁ πατέρας του καί ἔβαλε κάτι μέσα στή λεκάνη. Ὁ Νίκ δέν τό κοίταξε. «Τώρα» εἶπε ὁ πατέρας του, «εἶναι καί μερικά ράμματα νά βάλω. Μπορεῖς νά βλέπεις, Νίκ, ἤ ὄχι, ὅπως θέλεις. Θά ράψω τήν τομή πού ἔκανα.» Ὁ Νίκ δέν κοίταξε. Ἐδῶ καί πολύ ὥρα εἶχε χάσει κάθε ἴχνος περιέργειας. Ὁ πατέρας του τέλειωσε καί σηκώθηκε.
Ὁ θεῖος Τζώρτζ καί οἱ τρεῖς Ἰνδιάνοι σηκώθηκαν. Ὁ Νίκ πῆγε τή λεκάνη στήν κουζίνα. Ὁ θεῖος Τζώρτζ κοίταξε τό μπράτσο του. Ὁ νεαρός Ἰνδιάνος θυμήθηκε καί χαμογέλασε. «Θά τοῦ βάλω λίγο ὀξυζενέ, Τζώρτζ», εἶπε ὁ γιατρός. Ἔσκυψε πάνω ἀπ’ τήν Ἰνδιάνα. Τώρα ἦταν ἥσυχη μέ τά μάτια κλειστά. Ἦταν πολύ ὠχρή. Δέν εἶχε ἰδέα τί ἀπόγινε τό μωρό ἤ ὅ,τι ἄλλο. «Θά γυρίσω τό πρωΐ», εἶπε ὁ γιατρός καθώς σηκωνόταν ὄρθιος.
«Ἡ νοσοκόμα ἀπό τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο πρέπει νά εἶναι ἐδῶ ὥς τό μεσημέρι καί θά φέρει ὅ,τι χρειαζόμαστε.» Ἔνιωθε νά φουσκώνει ἀπό τό καμάρι του καί ἦταν φλύαρος ὅπως οἱ παῖκτες τοῦ ποδόσφαιρου στά ἀποδυτήρια μετά τόν ἀγώνα. «Τοῦτο δῶ εἶναι γιά τό ἰατρικό περιοδικό, Τζώρτζ», εἶπε. «Νά κάνεις Καισαρική μέ σουγιά καί νά ράψεις μέ κάπου τριάντα μέτρα πετονιά ἀπό λουρίδες ἐντέρου.» Ὁ θεῖος Τζώρτζ ἀκουμποῦσε στόν τοῖχο κοιτάζοντας τό μπράτσο του.
«Ὤ, εἶσαι σπουδαῖος ἄντρας, ἐντάξει.» «Καλύτερα νά ρίξω μιά ματιά στόν περήφανο πατέρα. Αὐτοί συνήθως ὑποφέρουν τά χειρότερα γιά τέτοια μικροπράγματα», εἶπε ὁ γιατρός. «Πρέπει νά παραδεχτῶ πώς τό πῆρε καλά καί σ’ ὅλα ἦταν κάμποσο ἥσυχος.» Τράβηξε τήν κουβέρτα ἀπό τό κεφάλι τοῦ Ἰνδιάνου. Τό χέρι του τραβήχτηκε μούσκεμα. Πάτησε στήν ἄκρη τῆς πιό χαμηλῆς κουκέτας, σκαρφάλωσε μέ τήν λάμπα στό ἕνα χέρι καί κοίταξε μέσα. Ὁ Ἰνδιάνος κοιτόταν μέ τό κεφάλι πρός τόν τοῖχο. Ὁ λαιμός του κομμένος πέρα γιά πέρα, ἀπό ἀφτί σ’ ἀφτί. Μιά λίμνη ἀπό τό αἷμα πού εἶχε κυλήσει σχηματιζόταν ἐκεῖ πού τό σῶμα του βούλιαζε στήν κουκέτα. Μέ τήν κόψη πρός τά πάνω τό ἀνοιγμένο ξυράφι ἀφημένο στίς κουβέρτες. «Βγάλε τόν Νίκ ἔξω ἀπ’ τήν παράγκα, Τζώρτζ», εἶπε ὁ γιατρός. Δέ χρειάστηκε. Ὀ Νίκ, ὄρθιος στήν πόρτα τῆς κουζίνας, εἶχε καλή θέα τῆς πάνω κουκέτας, ὅταν ὁ πατέρας του μέ τή λάμπα στό ἕνα χέρι, ἔστρεψε τό κεφάλι τοῦ Ἰνδιάνου. Μόλις ἔπαιρνε νά χαράζει, ὅταν ἐπέστρεψαν βαδίζοντας στόν δρόμο τῶν λογγάρηδων ὥς τή λίμνη.
«Λυπᾶμαι πολύ πού σ’ ἔφερα σ’ αὐτό τό ἀχούρι, Νίκυ», εἶπε ὁ πατέρας του δίχως ἴχνος ἀπό τόν ἐνθουσιασμό του μετά τήν ἐπέμβαση. «Μεγάλο λάθος,τά σκάτωσα νά σέ ὑποβάλω σ’ὅλο αὐτό.» «Ὅταν οἱ γυναῖκες γεννᾶνε, πάντα ζορίζονται τόσο σκληρά;» ρώτησε ὁ Νίκ. «Ὄχι, αὐτό πού ἔγινε ἦταν κάτι πολύ-πολύ ἐξαιρετικό.» «Γιατί ἐκεῖνος αὐτοκτόνησε, Μπαμπά;» «Δέν ξέρω, Νίκ. Μᾶλλον, δέν μποροῦσε νά τό ἀντέξει.»
«Αὐτοκτονοῦν πολλοί ἄντρες, Μπαμπά;» «Ὄχι πάρα πολλοί, Νίκ», «Πολλές γυναῖκες;» «Πολύ σπάνια», «Ποτέ;» «Ἄ, μερικές φορές, ναί.»
«Μπαμπά;» «Ναί.» «Ποῦ πῆγε ὁ θεῖος Τζώρτζ;» «Θά γυρίσει μιά χαρά.» «Εἶναι δύσκολο νά πεθαίνεις Μπαμπά;» «Ὄχι, νομίζω εἶναι πολύ εὔκολο, Νίκ. Πάντα ἐξαρτᾶται.» Kάθονταν στήν βάρκα, ὁ Νίκ στήν πλώρη, ὁ πατέρας στά κουπιά. Ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πάνω ἀπό τούς λόφους. Μιά πέρκα ἀναπήδησε, φτιάχνοντας κύκλο στό νερό. Ὁ Νίκ ἔσερνε τό χέρι του στό νερό. Τό ἔνιωθε θερμό στήν τσουχτερή ψύχρα τοῦ πρωϊνοῦ. Nωρίς τό πρωΐ στή λίμνη καθισμένος στήν πλώρη τῆς βάρκας μέ τόν πατέρα του νά κωπηλατεῖ, ἔνιωθε ὁλότελα σίγουρος πώς δέν θά πέθαινε ποτέ.
Πηγή: Πρωτοδημοσιεύτηκε στό περιοδικό Transatlantic Review τοῦ Ford Madox Ford στό Παρίσι τό 1924. Βλ. έδῶ:
https://ia800306.us.archive.org/31/items/IndianCampErnestHemingway_661/IndianCampByErnestHemingway.pdf
Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουαίη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 20οῦ αἰώνα, βραβευμένος μέ τό βραβεῖο Νόμπελ (1954). Τὸ ἔργο του ἐπηρέασε καί συνεχίζει νά ἐπηρεάζει ἀναρίθμητους συγγραφεῖς τόσο στή γενέτειρά του, τίς ΗΠΑ, ὅσο καί στόν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁρισμένα ἀπό τά γνωστότερα μυθιστορήματά του εἶναι Ὁ Γέρος καί ἡ θάλασσα (The old man and the sea, 1951), Ἀποχαιρετισμός στά ὅπλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει ξανά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά.
Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά:
Νατάσα Κεσμέτη (Ἀθήνα, 1947): Πεζογράφος. Σπούδασε Νομικά καί Ἀγγλική Λογοτεχνία. Πρωτοεμφανίστηκε μέ τήν συλλογή διηγημάτων: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972). Τελευταία της βιβλία: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοί καί ἱστορίες 2006-2012, Ἐρωτήματα σέ ἀνάλγητους καιρούς (Παρασκήνιο, 2018) καί IVA. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης (Ἁρμός, 2017).
Εἰκόνα 1: Ἡ παράγκα τῶν κυνηγῶν στὰ ὄρη Ἀντιροντάκ. Λιθογραφία ἐπιχρωματισμένη μὲ τὸ χέρι, 1861, παραγωγὴ τῆς νεοϋρκέζικης Ἑταιρείας Χαρακτικῆς Currier & Ives (1837-1907).
Εἰκόνα 2: Ὁ Χέμινγουαίη τό 1923. Φωτογραφία διαβατηρίου.
Filed under: Hemingway Ernest,Αγγλικά,Ηλικίες,Θάνατος,Κεσμέτη Νατ,Κοινωνικοί κώδικες,Νοσήματα,Οικογένεια,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Ernest Hemigway,Αγγλόγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία,Νατάσα Κεσμέτη |