Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#20]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;


«ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΑΝ λί­γο καὶ στὸ ἄ­νοιγ­μα πρό­βα­λε μι­σὸ κί­τρι­νο φεγ­γά­ρι. Ἕ­να με­γά­λο νέ­ρι­νο αὐ­τὶ τσι­τώ­θη­κε κα­τα­με­σὶς τ’ οὐ­ρα­νοῦ νὰ ἀ­κού­σει.» Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Ἐ.Χ. Γο­να­τά, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του Ἡ Κρύπτη (1991).

       Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Στὸ αὐ­τί» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ της Μικρο­καταρ­ρεύσεις (2017) ἡ Με­ξι­κα­νὴ Cecilia Eudave γρά­φει: «Θὰ σοῦ δι­η­γη­θῶ ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, λέ­ει. Μέ­σα του χω­ρά­ει ὅ­λη μας ἡ ἱ­στο­ρί­α […] Μπο­ρεῖς νὰ τὴν ἀ­κού­σεις μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ἢ ἀ­κουμ­πών­τας το στὸν τοῖ­χο […] Ἐν­τά­ξει, πές την. Πλη­σιά­ζει στὸ αὐ­τί μου καὶ συ­νο­ψί­ζει τὴ ζω­ή μας σὲ μί­α λέ­ξη: μυ­θο­πλα­σί­α, ἐ­νῶ τὰ χεί­λη ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται».

       Στὴν ἴ­δια συλ­λο­γὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τί­τλο «Πι­στό­λια» ἡ­ρω­ί­δα εἶ­ναι μιὰ κα­θη­γή­τρια. Ὅ­ταν μπαί­νει στὴν τά­ξη ἀ­κουμ­πά­ει μη­χα­νι­κὰ ἐ­πά­νω στὴν ἕ­δρα τὰ βι­βλί­α, τὶς ση­μει­ώ­σεις καὶ τὸ πι­στό­λι της, ὅ­πως καὶ οἱ μα­θη­τές της στὰ θρα­νί­α τους. Στὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς τὰ ὅ­πλα ἔ­χουν πλέ­ον ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὰ κι­νη­τά. Ὅ­ταν τε­λει­ώ­νει τὸ μά­θη­μα καὶ ἀ­δειά­ζει ἡ αἴ­θου­σα κα­ταρ­ρέ­ει στὴν κα­ρέ­κλα της. Ξαφ­νι­κὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι «[…] κά­που ἔ­ξω μᾶς πε­ρί­με­νε ὅ­λους μας μιὰ σφαί­ρα ἀ­δέ­σπο­τη. Ἢ στο­χευ­μέ­νη».


Ὁ «Συν­ταγ­μα­τάρ­χης»[1] (The Colonel) τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Carolyn Forché εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή της τὸ 1978 στὸ ὑ­πὸ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο Ἒλ Σαλ­βα­δόρ. Συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν κομ­βι­κὴ πλέ­ον ἀν­θο­λο­γί­α Flash Fiction, 72 very short stories τοῦ 1992 μα­ζὶ μὲ τὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὴν «Ἀλληλουχία των κήπων» τοῦ Julio Cortázar, κα­θὼς καὶ μὲ ἄλ­λα κεί­με­να ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος. Ἡ Forché θέ­τει μὲ λα­κω­νι­κὸ καὶ ὀ­ξυ­δερ­κῆ τρό­πο δι­α­χρο­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα: δρά­ση-ἀν­τί­δρα­ση, ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, συ­νεί­δη­ση, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, ἐν­συ­ναί­σθη­ση, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­κού­ει κα­νείς; Πα­ρό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξι­νό­μη­το μέ­χρι σή­με­ρα στὸ ὅ­ριο ποί­η­σης-πε­ζο­γρα­φί­ας, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ στὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ὅ,τι ἔ­χεις ἀ­κού­σει εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Βρέ­θη­κα στὸ σπί­τι του. Ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­φε­ρε ἕ­να δί­σκο μὲ κα­φὲ καὶ ζά­χα­ρη. Ἡ κό­ρη του λι­μά­ρι­σε τὰ νύ­χια της, ὁ γιός του ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρι­νή του ἔ­ξο­δο. Ὑ­πῆρ­χαν ἡ­με­ρή­σι­ες ἐ­φη­με­ρί­δες, κα­τοι­κί­δια σκυ­λιά, ἕ­να πι­στό­λι στὸ μα­ξι­λά­ρι πί­σω του. Τὸ φεγ­γά­ρι κρε­μά­στη­κε ἄ­δει­ο στὸ μαῦ­ρο κορ­δό­νι του ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­παι­ζε μιὰ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ σει­ρά. Ἦ­ταν στὰ ἀγ­γλι­κά. Σπα­σμέ­να μπου­κά­λια ἦ­ταν χω­μέ­να μέ­σα στοὺς τοί­χους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξυ­ρί­ζουν τὶς ἐ­πι­γο­να­τί­δες ἀ­πὸ τὰ πό­δια ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἢ νὰ κό­βουν τὰ χέ­ρια του σὰν δαν­τέ­λα. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα εἶ­χαν ρο­λὰ ὅ­πως οἱ κά­βες. Δει­πνή­σα­με, ἀρ­νί­σιο κα­ρέ, κα­λὸ κρα­σί, ἕ­να χρυ­σὸ κου­δού­νι βρι­σκό­ταν ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ νὰ εἰ­δο­ποι­οῦν τὴν ὑ­πη­ρέ­τρια. Ἡ ὑ­πη­ρέ­τρια ἔ­φε­ρε πρά­σι­να μάν­γκο, ἁ­λά­τι, κά­τι σὰν ψω­μί. Ρω­τή­θη­κα πῶς περ­νοῦ­σα στὴ χώ­ρα. Ἔ­παι­ξε μιὰ σύν­το­μη δι­α­φή­μι­ση στὰ ἱ­σπα­νι­κά. Ἡ γυ­ναί­κα του μά­ζε­ψε τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­πει­τα ξε­κί­νη­σε μιὰ ψι­λο­κου­βέν­τα γιὰ τὸ πό­σο δύ­σκο­λη εἶ­χε γί­νει ἡ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση. Ὁ πα­πα­γά­λος εἶ­πε γειά σου στὴ βε­ράν­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης τοῦ εἶ­πε νὰ τὸ βου­λώ­σει, καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι σπρώ­χνον­τάς το. Ὁ φί­λος μου μοῦ ἔ­γνε­ψε μὲ τὰ μά­τια: μὴν πεῖς τί­πο­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ἐ­πέ­στρε­ψε μ’ ἕ­να δι­χτυ­ω­τὸ τα­γά­ρι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιὰ νὰ κου­βα­λοῦν τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Τὸ ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε σκορ­πών­τας πολ­λὰ ἀν­θρώ­πι­να αὐ­τιὰ στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­μοια­ζαν μὲ ἀ­πο­ξη­ρα­μέ­να ρο­δά­κι­να κομ­μέ­να στὴ μέ­ση. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος νὰ τὰ πε­ρι­γρά­ψω. Πῆ­ρε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ στὰ χέ­ρια του, τὸ κού­νη­σε μπρο­στὰ στὸ πρό­σω­πό μας, τὸ πέ­τα­ξε μέ­σα σὲ ἕ­να πο­τή­ρι μὲ νε­ρό. Ἐ­κεῖ αὐ­τὸ ζων­τά­νε­ψε. Κου­ρά­στη­κα νὰ χα­ζο­λο­γά­ω εἶ­πε. Ὅ­σο γιὰ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ κα­θε­νός, πεῖ­τε στοὺς δι­κούς σας ὅ­τι μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε νὰ γα­μη­θοῦ­νε. Σκόρ­πι­σε τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα μὲ τὸν πή­χη του καὶ ὕ­ψω­σε τὸ μι­σο­ά­δει­ο πο­τή­ρι του μὲ κρα­σὶ στὸν ἀ­έ­ρα. Κά­τι γιὰ τὴν ποί­η­σή σου, ἔ; εἶ­πε. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα ἔ­πι­α­σαν αὐ­τὸ τὸ ἴ­χνος στὴ φω­νή του. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα χώ­θη­καν στὸ ἔ­δα­φος.»

       Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα κι­νεῖ­ται καὶ τὸ ποί­η­μα «Parsley» («Μα­ϊν­τα­νός») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Rita Dove. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ μα­ζι­κὴ ἐ­κτέ­λε­ση 20.000 ἀν­θρώ­πων στὴ Δο­μη­νι­κα­νὴ Δη­μο­κρα­τί­α τὴν ὁ­ποί­α δι­έ­τα­ξε τὸ 1937 ὁ ἔν­στο­λος δι­κτά­το­ρας Rafael Trujilo, ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος «El General» στὸ ποί­η­μα, ἐ­πει­δὴ ὡς γαλ­λό­φω­νοι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­φέ­ρουν τὸ γράμ­μα «ρ» στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ λέ­ξη «perejil», ποὺ ση­μαί­νει μα­ϊν­τα­νός. Ὁ πα­πα­γά­λος τῆς Dove, στοὺς δύ­ο πρώ­τους στί­χους, ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­τά­ρα­χος τὰ πλού­τη στὸ πα­λά­τι, μι­μού­με­νος τὴν εὐ­φο­ρί­α τῆς ἄ­νοι­ξης μὲ τὰ κα­τα­πρά­σι­να φτε­ρά του. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δι­ώ­κον­ται καὶ κιν­δυ­νεύ­ουν μι­μοῦν­ται τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α του κρυμ­μέ­νοι ἀ­νά­με­σα στὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν, πνί­γον­τας τὶς κραυ­γές τους στὴ σι­ω­πή. Στὸ ποί­η­μα Μπο­λι­βάρ τοῦ Νί­κου Ἐγ­γο­νό­που­λου οἱ πα­πα­γά­λοι στὰ νη­σιὰ τῶν κο­ραλ­λι­ῶν «ὀρ­γι­ά­ζου­νε μὲ τὶς φω­νές», ἐ­νῶ ἐ­πί­κει­ται ἡ ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ φρι­χτό­τε­ρου ὅρ­κου, σκό­τους, καὶ πα­ρα­μυ­θιοῦ: ἐ­λευ­θε­ρί­α, libertad.


«Ἀ­νοί­γεις μί­α τρύ­πα. Τὴ γε­μί­ζεις μὲ κα­ρυ­κευ­μέ­νο κρέ­ας καὶ κέ­δρο καὶ με­τά­ξι. Κα­λύ­πτεις τὴν τρύ­πα καὶ πε­ρι­μέ­νεις. Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ χρεια­στοῦν ἐν­νέ­α μῆ­νες ἀλ­λὰ κα­τα­φθά­νω στοὺς ἑ­πτά. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζο­μαι εἶ­μαι ἀ­νε­πτυγ­μέ­νος καὶ λα­λί­στα­τος. Μὲ κρα­τᾶς σὰν κά­ποι­ον ποὺ ἔ­φτα­σε στὸν τε­λι­κὸ τῆς ἐ­πι­στή­μης. Πε­ρι­μέ­νου­με καὶ οἱ δύ­ο τὴν πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σή μας», γρά­φει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Benjamin Niespodziany στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Πρῶ­τος μύ­θος»[2]Origin myth»). Ἐ­δῶ ὁ Niespodziany ἀ­φε­νὸς μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὸ πρῶ­το κι­νοῦν, ἀ­φε­τέ­ρου μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ λέ­ξη «μύ­θος» μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου, τῆς μύ­η­σης, τῆς γνώ­σης, τῆς γνώ­μης ἀ­πὸ τὰ ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη, ἢ/καὶ τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ ἀ­πὸ τὸν Πίν­δα­ρο, ἢ/καὶ τῆς ὑ­παι­νι­κτι­κῆς ὑ­πό­θε­σης, τῆς πλο­κῆς ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Μιὰ ἄλ­λη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Μιὰ Γω­νιὰ τοῦ Πο­λέ­μου»[3]One corner of the war») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: «Ἕ­να τέ­ρας μὲ ἕ­να μα­κρὺ χέ­ρι καὶ ἕ­να κα­νο­νι­κὸ χέ­ρι ἰ­σο­πέ­δω­σε τὸ δά­σος πί­σω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μας. Περ­πα­τή­σα­με ὅ­ταν δι­α­λύ­θη­καν τὰ σύν­νε­φα καὶ κοι­μη­θή­κα­με σὲ ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ἡ ὥ­ρα ν’ ἀ­νοί­ξου­με τὰ μά­τια μας, βρε­θή­κα­με μέ­σα σὲ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἐ­ξο­χι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι κου­ζί­νας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­πνε­ε κά­πο­τε ὡς δέν­τρο. Κα­θι­σμέ­νη στὸ τρα­πέ­ζι, μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας, ἀ­νά­δευ­ε τὰ βέν­θη τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σκού­πι­σες τὸν ὕ­πνο ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου. Σκού­πι­σες τὰ φύλ­λα ἀ­πὸ τὰ πό­δια μου. Πῆ­ρες τὸ στυ­λὸ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­γρα­ψες τὰ ὀ­νό­μα­τά μας στὸ πά­τω­μα ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας συ­νέ­χι­σε νὰ τρώ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ζῶ­ο στὸν πλα­νή­τη.» Ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος στὸ «Γλωσσάριο τῶν ἀνθέων» του ἀ­νά­με­σα σὲ πό­λε­μο καὶ εἰ­ρή­νη ἐ­πι­λέ­γει ν’ ἀ­γα­πᾶ.


Τὸ φυ­τὸ βα­νί­λια ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε στὰ μέ­σα του 16ου αἰ. ἀ­πὸ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Ἱ­σπα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ Hernán Cortés στὸ Νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὸ Με­ξι­κό. Πρὶν δι­α­δο­θεῖ στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ πρὶν τὸν ἀ­φα­νι­σμὸ τῶν Ἀζ­τέ­κων οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιὰ νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζουν τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο τους ἀ­φέ­ψη­μα, τὸ σο­κό­α­τλ (xocóatl). Ἡ λέ­ξη «βα­νί­λια» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ «vainilla», δη­λα­δὴ «μι­κρὴ θή­κη» κα­θὼς στὰ ἱ­σπα­νι­κὰ «vaina» ση­μαί­νει «θή­κη», ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα της εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κὸ «vagina» ποὺ ση­μαί­νει «ὁ κόλ­πος τῆς γυ­ναί­κας».

       Τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2020 βα­θύ­τε­ρες ἀνασκαφὲς στὴν Πό­λη τοῦ Με­ξι­κὸ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν κι ἄλ­λο τμῆ­μα ἀ­πὸ τὸ Huei Tzompantli Tower τῶν Ἀζ­τέ­κων, τὸ ἐ­πι­βλη­τι­κὸ τεῖ­χος μὲ κρα­νί­α, μνη­μεῖ­ο τῶν Πο­λέ­μων τῶν Λου­λου­δι­ῶν (Las guerras floridas) ποὺ λάμ­βα­ναν χώ­ρα με­τα­ξύ των Ἀζ­τέ­κων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τους τὸν 15ο αἰ., πρὶν τὴν ἄ­φι­ξη τῶν Ἱ­σπα­νῶν. Τέ­τοι­α τεί­χη ἔ­στη­ναν παν­τοῦ, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «Tzompantli»[4], γιὰ ἐκ­φο­βι­σμό. Κρα­νί­α συγ­κέν­τρω­ναν καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀν­θρω­πο­θυ­σί­ες ποὺ ἔ­κα­ναν, ὅ­πως καὶ οἱ Μά­για, γιὰ τὴ λα­τρεί­α στοὺς θε­οὺς τοῦ Ἥ­λιου ἢ τοῦ Πο­λέ­μου.

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 ὁ Βρε­τα­νὸς ἐ­φευ­ρέ­της Sir Hiram Stevens Maxim κα­το­χύ­ρω­σε τὸ δί­πλω­μα εὑ­ρε­σι­τε­χνί­ας γιὰ τὸ πο­λυ­βό­λο Maxim, τὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε μα­ζι­κὰ στοὺς παγ­κο­σμί­ους πο­λέ­μους ἀ­φαι­ρών­τας τὴ ζω­ὴ ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων. Μέ­χρι νὰ τὸ τε­λει­ο­ποι­ή­σει, ὅ­μως, ὁ Maxim εἶ­χε σχε­δὸν κου­φα­θεῖ. Ἕ­να ὀ­ξύ­μω­ρο ποὺ ἀ­πο­τύ­πω­σε ὁ Βρε­τα­νὸς Leslie Ward στὸ σκίτσο τοῦ Maxim μὲ ἕ­ναν καρ­χα­ρί­α στὸ φόν­το ποὺ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὸ Vanity Fair τὸ 1904. Δύ­ο ἐ­πι­πλέ­ον πα­ρά­δο­ξα εἶ­ναι, πρῶ­το ὅ­τι ὁ γιὸς τοῦ Maxim ἐ­φηῦ­ρε τὸν σι­γα­στή­ρα, ἂν καὶ πο­λὺ ἀρ­γὰ πιὰ γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, καὶ δεύ­τε­ρο ὅ­τι ὁ Maxim ἔ­γι­νε ἀρ­χι­κὰ γνω­στὸς χά­ρη στὴν ἐ­φεύ­ρε­ση μιᾶς συ­σκευ­ῆς εἰ­σπνο­ῆς ἀ­τμοῦ γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση ἀ­να­πνευ­στι­κῶν προ­βλη­μά­των, γνω­στῆς τό­τε ὡς ἡ με­γα­λύ­τε­ρη «Πί­πα τῆς Εἰ­ρή­νης». Σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Μέλ­πω Ἀ­ξι­ώ­τη, πι­θα­νῶς νὰ ση­μεί­ω­νε: «Τὸ ντου­φέ­κι τὸν ἄν­θρω­πο τὸν κα­ταν­τεῖ, λοι­πόν, θη­ρί­ο.»

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1890 ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ πί­να­κα τῶν χη­μι­κῶν στοι­χεί­ων, ὁ Ρῶ­σος Ντμίτρι Ἰ­βάνο­βιτς Με­ντε­λέ­γιεφ, ὁ­ρι­στι­κο­ποί­η­σε τὸ μεῖγ­μα νε­ροῦ καὶ ἀλ­κο­ὸλ στὴν ἀ­κρι­βῆ ἀ­να­λο­γί­α τῶν 40 ἀλ­κο­ο­λι­κῶν βαθ­μῶν. Ἕ­να μεῖγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ταν ἀ­πὸ τὸν 8ο αἰ. στὴν Πο­λω­νί­α γιὰ τὸ γνω­στὸ πο­τὸ στὴν πο­λω­νι­κὴ Κρα­κο­βί­α τὸν 16ο αἰ. ὡς «κρα­σὶ τῶν σπό­ρων» ἢ «καυ­τὸ νε­ρό». Ὁ Μεν­τε­λέ­γι­εφ τὸ ὀ­νό­μα­σε «βότ­κα», ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «voda», δη­λα­δὴ «νε­ρὸ» στὰ ρω­σι­κά, προ­σθέ­τον­τας τὸ k ποὺ προσ­δί­δει ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὴ ση­μα­σί­α, ὁ­πό­τε προ­έ­κυ­ψε ἡ βότ­κα: τὸ νε­ρά­κι, μιὰ ἀ­θώ­α λέ­ξη συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴ ζω­ή. Ἡ ἐ­πι­βλα­βὴς ὑ­ψη­λὴ πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα τῆς ἀλ­κο­ό­λης ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε.

       Στὴν ἀ­φρι­κα­νι­κὴ φυ­λὴ τῶν Τόν­γκα στὴ ση­με­ρι­νὴ Ζάμ­πια, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀρ­χαί­α παροιμία ποὺ συ­ναν­τᾶ­με σὲ πολ­λὲς κουλ­τοῦ­ρες: «Ἂν χυ­θεῖ τὸ νε­ρὸ δὲν ξα­να­μα­ζεύ­ε­ται», ἀλ­λὰ καὶ μί­α ἄλ­λη, «Ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πο­λε­μι­κὸ χο­ρό». Ἡ σάμ­πα, μὲ τὰ κο­φτά, ζω­η­ρὰ βή­μα­τά της τὸν 19ο αἰ. δή­λω­νε τὴ μου­σι­κὴ τῶν ἀ­φρι­κα­νῶν δού­λων. Τὴ χό­ρευ­αν ἀ­κό­μα καὶ ἁ­λυσ­σο­δε­μέ­νοι, ἐ­πὶ τό­που, κα­θὼς ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νὰ κά­νουν με­γά­λα βή­μα­τα ὅ­πως στὸ βι­εν­νέ­ζι­κο βάλς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­έ­δω­σε ὁ Να­πο­λέ­ον­τας στὴ Γαλ­λί­α στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ. Στὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ σάμ­πα οἱ κά­θε­τες χο­ρευ­τι­κὲς κι­νή­σεις κα­λοῦ­σαν σὲ συμ­με­το­χὴ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα, ἀ­κό­μα καὶ τὸ βλέμ­μα, τοὺς μύ­ες καὶ τὶς ἐκ­φρά­σεις τοῦ προ­σώ­που, με­τα­δί­δον­τας ἕ­ναν ἄ­η­χο κώ­δι­κα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας.

       Στὸ δι­ή­γη­μα «Ἡ Με­γά­λη Σι­γὴ» («The Great silence») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας Ted Chiang, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο Ἐκπνοή, ἀ­φη­γη­τὴς εἶ­ναι ἕ­νας πα­πα­γά­λος μὲ φι­λο­σο­φι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, ποὺ ἀμ­φι­βάλ­λει γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­φυί­α. Δὲν κα­τα­νο­εῖ για­τί δὲν ἐ­ξε­ρευ­νοῦν τὴ μα­κραί­ω­νη σχέ­ση ἀν­θρώ­πων καὶ πα­πα­γά­λων· για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ψά­χνουν ἄλ­λες μορ­φὲς νο­ή­μο­νος ζω­ῆς στὸ δι­ά­στη­μα, ἢ στή­νουν ἀ­νι­χνευ­τές, αὐ­τὰ τὰ τε­ρά­στια με­ταλ­λι­κὰ αὐ­τιὰ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ. Ὅ­πως ἀ­πο­φαί­νε­ται, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σες ἄ­καρ­πες ἀν­θρώ­πι­νες προ­σπά­θει­ες μᾶλ­λον ἰ­σχύ­ει τὸ παράδοξο τοῦ Fermi, ἐ­νῶ ἡ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν τῶν πα­πα­γά­λων θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τή­σει σὲ πολ­λὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­δους. Ἡ μέ­θε­ξη τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ-πα­πα­γά­λου μὲ πολ­λὰ φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα, κο­ρυ­φώ­νε­ται στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι: «Μι­λῶ, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω», σὲ ἀ­νοι­χτὸ δι­ά­λο­γο μὲ τὸ καρ­τε­σια­νὸ εὕ­ρη­μα ποὺ ἑ­στιά­ζει στὴ σκέ­ψη. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ εὐ­φάν­τα­στος Chiang θέ­τει τὸ καί­ριο ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τῆς δρά­σης.


«Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τῶν πιγ­κου­ί­νων, ἀ­πὸ τὴν Ἀν­ταρ­κτι­κή, δη­λώ­νει τὴν ἀ­γά­πη του στὴν πιγ­κου­ί­να τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του δί­νον­τάς της ἕ­να πε­τρα­δά­κι. Ἂν αὐ­τὴ τὸ δε­χτεῖ, τό­τε ἐκ­κο­λά­πτουν ἕ­να αὐ­γὸ μα­ζί. Ἂν τὸ ἀ­πορ­ρί­ψει, ὁ πιγ­κου­ί­νος πη­γαί­νει σὲ ἄλ­λο νη­σί, γιὰ νὰ ἐκ­κο­λά­ψει μό­νος τὴν πέ­τρα του. Αὐ­τὸ τὸ ξέ­ρω ἐ­πει­δὴ εἶ­μαι κι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὸν Νό­το. Συλ­λέ­γω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια πε­τρα­δά­κια τῶν πιγ­κου­ί­νων.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Ζω­ο­φι­λί­α»[5] («Zoofilia») τοῦ Χι­λια­νοῦ Juan Armando Epple.

       «Ἀ­φοῦ κα­τα­σκεύ­α­σα τὴ χρο­νο­μη­χα­νή μου, μά­ζε­ψα ἐ­ρα­στὲς κι ἐ­ρω­μέ­νες ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς χι­λι­ε­τί­ες – γυ­ναῖ­κες μὲ μη­χα­νι­κὰ χέ­ρια καὶ ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­να κύτ­τα­ρα, γε­νει­ο­φό­ρους ἄν­τρες ποὺ μύ­ρι­ζαν ὑ­γρα­σί­α τῶν σπη­λαί­ων. Ἕ­ναν πρὸς ἕ­ναν καὶ μί­α πρὸς μί­α τους ἔ­φε­ρα σπί­τι μα­ζί μου. Κά­να­με πάρ­τι, ἀν­ταλ­λά­ξα­με γνώ­σεις, κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ ἀ­δι­α­νό­η­τους συν­δυα­σμούς. Μί­α Σου­μέ­ρια ἑ­ταί­ρα κυ­ο­φό­ρη­σε γρή­γο­ρα τὸ παι­δὶ ἑ­νὸς Ὁ­μο­σπον­δια­κοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὀ­νο­μά­σα­με τὴν κό­ρη τους Πα­λίμ­ψη­στη, λό­γω τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ δι­α­στρω­μα­τώ­νον­ταν στὸ αἷ­μα της. Κά­θε παι­δὶ ποὺ γεν­νι­ό­ταν ἀ­πὸ τό­τε τὸ ἀ­πο­κα­λού­σα­με τὸ ἴ­διο —Πα­λίμ­ψη­στο— δι­ό­τι αὐ­τὸ συ­νέ­χι­σε νὰ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας «Πα­λίμ­ψη­στο»[6]Palimpsest») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Satton Strother. Οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρί­ας βλέ­πουν τε­λι­κὰ τὰ παι­διὰ νὰ παίρ­νουν τὸ μέλ­λον στὰ χέ­ρια τους καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη θὰ χα­ρα­χθεῖ σὰν αὐ­τό­φω­το τα­του­ὰζ στὰ σώ­μα­τά τους. «Μιὰ ἀ­στρα­πὴ ἡ ζω­ή μας, ἀλ­λὰ προ­λα­βαί­νου­με», ἴ­σως ἐ­πέ­με­νε ἐ­δῶ ὁ Κα­ζαν­τζά­κης.


Ἡ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὸ μου­στά­κι τοῦ Ντα­λὶ»[7]Dali’s Mou­stache») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Pedro Ponce δι­α­θέ­τει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀρ­τι­ό­τη­τα, εὑ­ρη­μα­τι­κὸ τί­τλο, ἀ­νε­ξί­τη­λες εἰ­κό­νες, καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­ναν ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της. Ἐ­πι­πλέ­ον, κα­τα­φέρ­νει δύ­ο δύ­σκο­λα ἐγ­χει­ρή­μα­τα. Πρῶ­το, ξε­κι­νά­ει μὲ μιὰ δυ­να­τὴ κι ἐν­τυ­πω­τι­κὴ πρό­τα­ση, συ­χνὰ ζητούμενο στη λογοτεχνία, ἄ­ρα καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Δεύ­τε­ρο, ἐν­σω­μα­τώ­νει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ στὸ εἶ­δος τὴν ὀ­πτι­κὴ τοῦ προ­φή­τη, ἔ­ναν­τι τοῦ ψυ­χο­λό­γου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Herman Melville ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει ὁ Gilles Deleuze στὸ ἐ­πί­με­τρο τοῦ Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. Εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς:

       «Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μαγ­κρὶτ πα­ρα­κο­λου­θεῖ δύ­ο μα­σκο­φο­ρε­μέ­νους ἐ­ρα­στὲς νὰ φι­λι­οῦν­ται στὴν πλατ­φόρ­μα τοῦ με­τρό. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του, ἦ­ταν ζω­γρά­φος, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή, κα­θὼς στοι­χει­ώ­νει τὶς γω­νι­ὲς τοῦ 21ου αἰ., ὁ Μαγ­κρὶτ ἔ­χει γί­νει προ­φή­της. Ἡ ἀ­πέ­χθειά του εἶ­ναι ἐμ­βρι­θής. Ἐ­ὰν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴ φυ­σι­κὴ κοι­λά­δα τῆς ὕ­παρ­ξης, θὰ ἔ­σχι­ζε τὸν πλη­σι­έ­στε­ρο καμ­βὰ μὲ τὸ νυ­στέ­ρι τῆς πα­λέ­τας του, ἢ θὰ συ­νέ­θλι­βε μπου­κέ­τα μπου­κα­λι­ῶν μὲ κρα­σὶ στοὺς τοί­χους τοῦ ἀ­τε­λι­έ του. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει εἶ­ναι νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­ται ἀ­νήμ­πο­ρος πέν­τε ἑ­κα­το­στὰ ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ γκρὶ πε­ζο­δρό­μιο.

       »Οἱ κολ­λη­τοί του σουρ­ρε­α­λι­στὲς κά­νουν ὅ,τι μπο­ροῦν. Συμ­βαί­νει καὶ στοὺς κα­λύ­τε­ρους ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, λέ­ει τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Ντα­λί, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἁ­πλώ­νει ἕ­να χέ­ρι πα­ρη­γο­ριᾶς μό­λις πά­νω ἀ­πὸ τὸ πα­νω­φό­ρι τοῦ Μαγ­κρίτ. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ ἑ­πό­με­νη φο­ρά, προ­σθέ­τει, ἂν καὶ στὶς δε­κα­ε­τί­ες ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­νει νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ κα­τὰ πό­σο ἡ με­τεμ­ψύ­χω­ση πα­ρα­μέ­νει μιὰ ἐ­πι­λο­γή.

       »Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μπρε­τόν, ἀ­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ὑ­πνά­κο του, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὰ φαλ­λι­κὰ γρα­φι­κὰ μιᾶς ἀ­φί­σας κι­νη­μα­το­γρά­φου ἐ­κεῖ κον­τά. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ ξε­χα­στεῖ κα­νεὶς τε­λεί­ως, ἀ­να­κοι­νώ­νει ἀ­πὸ τὴν κου­κέ­τα του ἑ­πτὰ ἑ­κα­το­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος.

       »Ὁ Μαγ­κρὶτ κοι­τά­ζει τὸν Ντα­λί, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ συμ­πό­νια δὲν ὑ­φί­στα­ται πο­τὲ χω­ρὶς μιὰ αἰχ­μὴ αὐ­το­θαυ­μα­σμοῦ. Ἐμ­πο­τι­σμέ­νος τώ­ρα μὲ τὴν ἰ­σχὺ τῆς πρό­βλε­ψης, ἀ­παγ­γέ­λει τὴν ἑ­πό­με­νη προ­φη­τεί­α του. Μιὰ μέ­ρα, Ντα­λί, ἐ­σὺ θὰ εἶ­σαι ὁ ρε­α­λι­στής.

       »Ἡ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ Ντα­λὶ πα­ρα­μέ­νει ἀ­πα­ράλ­λα­χτη κα­θὼς βυ­θί­ζε­ται χα­μη­λό­τε­ρα στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ἀλ­λὰ τὸ μου­στά­κι του τρε­μο­παί­ζει σὰν δι­πλὴ ἄ­γρυ­πνη κε­ραί­α, ἀ­νι­χνεύ­ον­τας τὸν ἀ­έ­ρα γιὰ δι­ερ­χό­με­να πό­δια.»


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πό­λε­μος τῶν Κλό­ουν»[8]War of the Clowns») τοῦ Πορ­το­γά­λου Mia Couto, γεν­νη­μέ­νου στὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἀ­να­φέ­ρε­ται πο­λὺ συ­χνὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ κεί­με­νο, γιὰ τὴ γλωσ­σι­κὴ ἀ­κρί­βεια, τὴ δι­α­χρο­νι­κό­τη­τα καὶ τὴ με­τω­νυ­μι­κὴ καὶ συ­νεκ­δο­χι­κή του δι­ά­στα­ση. Δύ­ο κλό­ουν ξε­κι­νοῦν νὰ κα­βγα­δί­ζουν στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πο­λυ­σύ­χνα­στου δρό­μου σὲ μιὰ με­γα­λού­πο­λη. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ἀρ­χι­κὰ ψυ­χα­γω­γεῖ τοὺς δι­ερ­χό­με­νους, ἀλ­λὰ ὅ­σο κλι­μα­κώ­νε­ται ὁ κα­βγὰς τό­σο ἐμ­πλέ­κον­ται οἱ πε­ρα­στι­κοὶ καὶ ἡ δι­α­μά­χη δι­α­σπεί­ρε­ται. Ἡ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση φτά­νει στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη κο­ρύ­φω­ση τῆς πλο­κῆς χω­ρὶς ἀ­να­τρο­πές: ἡ πό­λη ἀ­φα­νί­ζε­ται ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀ­λέ­θριας ἐμ­φύ­λιας σύγ­κρου­σης. Τό­τε οἱ κλό­ουν φεύ­γουν ἀγ­κα­ζὲ γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη πό­λη. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Couto, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον στρέ­φε­ται στὸ τί δὲ λέ­ει, πῶς τὸ κα­τα­φέρ­νει, πό­σες συ­νειρ­μι­κὲς σπί­θες προ­κα­λεῖ καὶ σὲ ποι­ούς δρό­μους ἀ­να­στο­χα­σμοῦ ὁ­δη­γεῖ τὴ σκέ­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πα­ρά­δειγ­μα: Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διὰ ἀ­πε­χθά­νον­ται τοὺς κλό­ουν. Οἱ σπό­ροι τῆς βί­ας καὶ τοῦ ἀλ­λη­λο­σπα­ραγ­μοῦ ποὺ ρί­χνουν κά­ποι­οι γε­λω­το­ποι­οὶ δι­α­δί­δον­ται σὰν τὴ βα­νί­λια, πα­ρό­τι χω­ροῦν σὲ μιὰ μι­κρὴ θή­κη. Μι­κρὸ ἀ­γό­ρι (Little Boy) ὀ­νο­μά­στη­κε καὶ ἡ ἀ­το­μι­κὴ βόμ­βα ποὺ ρί­χθη­κε στὴ Χι­ρο­σί­μα. Πρόσφατες έρευνες αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση σο­βα­ρῶν νό­σων καὶ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τῆς γή­ραν­σης, ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ δρό­μο ποὺ ἄ­νοι­ξε ὁ Ἰ­ά­πω­νας νομ­πε­λί­στας Shinya Yamanaka τὸ 2012, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε στὴν καρδιὰ τοῦ ἐμβρυϊκοῦ κυττάρου καὶ ἴ­σως κά­πο­τε νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­θα­να­σί­α.

       «Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τὸν μα­θη­τὴ κα­χύ­πο­πτα, δι­έ­τα­ξε: Ἐ­λέγ­ξτε καὶ τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Πο­λὺ σύν­το­μα ἕ­νας δε­κα­νέ­ας ἐ­πέ­στρε­ψε. Κοί­τα τί βρή­κα­με, συν­ταγ­μα­τάρ­χη. “Τα μυ­στι­κὰ ὄ­πλα”, κά­ποι­ου Κορ­τά­σαρ. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ συν­ταγ­μα­τάρ­χη φω­τί­στη­κε». Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα γνω­στὴ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Κίν­δυ­νος ἐν ὄ­ψει»[9]Peligro a la vista») τοῦ Juan Armando Epple.


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Στὴν ἀρ­χὴ τῆς Κρύ­πτης ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς ση­μει­ώ­νει τὸν στί­χο «But then begins a journey in my mind» ἀ­πὸ τὸ Σο­νέ­το 27 τοῦ Shakespeare γιὰ τὴν μυ­στή­ρια κα­τά­στα­ση τοῦ ὕ­πνου ποὺ βι­ώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ μέ­χρι νὰ πε­θά­νου­με, ποὺ εἶ­χε ἀ­πα­σχο­λή­σει καὶ τὸν Ἡ­ρά­κλει­το. Tὸ 2014 ἕ­να θέμα εξετάσεων στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Κέμ­πρι­τζ ἦ­ταν τὸ ποί­η­μα «Tipp-Ex Sonate» τοῦ Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συν­θέ­τη Koos Kombuis, δι­ε­θνῶς γνω­στοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ κα­τὰ τοῦ ἀ­παρ­τχά­ιντ. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν ὅ­τι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ἔ­κρυ­βε ἕ­να μυ­στή­ριο: δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ λέ­ξεις, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­πὸ ση­μεῖ­α στί­ξης. Ὁ­πό­τε ἡ ἀ­νά­λυ­σή του σὲ ἕ­να εὐ­ρὺ αἰ­σθη­τι­κὸ συγ­κεί­με­νο, μὲ φαν­τα­σί­α, τόλ­μη καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, ἦ­ταν μο­νό­δρο­μος. Οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­βαν­τγκὰρντ τῆς ἀν­τι-τέ­χνης τοῦ νταν­τα­ϊ­σμοῦ, ἢ στὸν Robert Rauschenberg καὶ τὸν πί­να­κά του Erased de Kooning Drawing ἢ στὸ 4’33’’ τοῦ John Cage, ἀ­κό­μα καὶ στὸν ὑ­πο­λο­γι­στι­κὸ κώ­δι­κα ὡς μορ­φὴ ποί­η­σης. Ἐν ὀ­λί­γοις, οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­στρα­τεύ­σουν ὅ­λες τὶς γνώ­σεις τους γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σουν στὸ ἐ­ρώ­τη­μα, τί θέ­λει νὰ πεῖ ὁ ποι­η­τής; Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω ὅ­τι τὸ 2009 ὁ Guillermo Samperio μὲ τὴν ἱ­στο­ρί­α του τῶν δύ­ο λέ­ξε­ων El Fantasma, δη­λα­δὴ μό­νο τὸν τί­τλο, ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε τὸν συ­να­γερ­μὸ στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης: ἀ­πα­σφά­λι­σε τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α κι ἔ­κτο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­με συλ­λο­γι­κὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ νὰ τὴν ὁ­ρι­ο­θε­τή­σου­με. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­μως, στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων ἔγ­κρι­τοι πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ ποί­η­μα καὶ ὡς μιὰ ἀ­να­φο­ρὰ στὴ μνή­μη ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων θυ­μά­των πο­λέ­μου, νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς γλώσ­σας νὰ πε­ρι­γρά­φει τὶς κτηνωδίες μας. Προ­σέγ­γι­ση σχε­δὸν φό­ρος τι­μῆς στὸν Wittgenstein. Εὐ­φάν­τα­στα καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λὰ τὸ κυ­ρί­ως θέ­μα εἶ­ναι, τε­λι­κά, ἀ­κού­ει κα­νείς; Ἰ­α­χές; Ἐ­ρι­νύ­ες; Ἔ­στω συ­να­γερ­μό; Καὶ τί κά­νει;

       Ὁ Roberto Bolaño πα­ρέ­λα­βε τὸ Δι­ε­θνὲς Βρα­βεῖ­ο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ τὸ 1999 στὸ Κα­ρά­κας. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὁ­μι­λί­ας του ἀ­να­φέρ­θη­κε στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γών[10] ποὺ ἔ­χου­με φέρ­νον­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Cervantes, λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴν πο­λι­το­φυ­λα­κὴ ὁ Cervantes ἐ­πέ­λε­ξε τὴ δεύ­τε­ρη γιὰ τοὺς προ­φα­νεῖς λό­γους τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν συγ­κυ­ρι­ῶν. Βέ­βαι­α, ἡ ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ κιν­δύ­νου δι­α­τέ­μνει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­λο­γή μας γιὰ νὰ ζοῦ­με πλη­ρέ­στε­ρα σύμ­φω­να μὲ τὸν Robert Musil. Ὁ Bolaño, ὅ­μως, ἑ­στί­α­σε στὴν ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τά του νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πα­ράλ­λη­λα καὶ τολ­μη­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, εἰδικὰ διη­γη­ματογρά­φος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἀλλοῦ. Εὔ­λο­γα συμ­πε­ραί­νει κα­νεὶς αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πι­σή­μα­νε ὁ Irving Howe πε­ραι­τέ­ρω γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­λα­δὴ τὸ πό­σο τολ­μη­ροὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ ἐ­κτε­θοῦν σὲ ἕ­να τό­σο μι­κρὸ κει­με­νι­κὸ χῶ­ρο, ὅ­που κα­μί­α ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ.

       «Μὴ δη­μο­σι­εύ­ε­τε ὥ­σπου νὰ ἔ­χε­τε ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ του­λά­χι­στον δέ­κα φο­ρὲς τὸ κεί­με­νο καὶ μέ­χρι νὰ εἶ­στε ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὸ ἔ­χε­τε γρά­ψει δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ὁ Χι­λια­νὸς ποι­η­τὴς Jorge Teillier πρό­τει­νε κά­πο­τε τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τη­λε­φω­νι­κῆς γραμ­μῆς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης μὲ εἰ­δι­κὰ κα­ταρ­τι­σμέ­νους χει­ρι­στὲς νὰ συμ­βου­λεύ­ουν καὶ νὰ ἀ­πο­τρέ­πουν ὅ­σους τη­λε­φω­νοῦ­σαν γιὰ νὰ ποῦν ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ταν ἔμ­πνευ­ση νὰ γρά­ψουν ἕ­να ποί­η­μα. Πι­στεύ­ω ὅ­τι χρει­α­ζό­μα­στε γραμ­μὲς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πὸ ὀ­ξεί­α μι­κρο­δι­η­γή­τι­δα.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι μί­α ἐμ­πο­τι­σμέ­νη μὲ χι­οῦ­μορ συμ­βου­λὴ[11] τοῦ Juan Armando Epple ποὺ ἔ­δω­σε στὴ συνέντευξή του στὸν Ἀρ­γεν­τι­νὸ Martín Gardella τὸ 2013, πα­ρό­τι στὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κό του ἔρ­γο διέκρινε τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, τὴν ἀλ­λα­γὴ πα­ρα­δείγ­μα­τος, καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­σή της. Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μὲ τί­τλο MicroQuijotes, συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πὸ τοὺς Borges, Arreola, Ana María Shua, Rubén Darío, καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους, πε­νήν­τα πα­ραλ­λα­γὲς τοῦ μύ­θου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη καὶ τῶν ἡ­ρώ­ων του, μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ θε­ω­ροῦ­σε κρι­σι­μό­τε­ρα γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: συν­το­μία, ἀ­κρί­βεια, εὐ­ρυ­μά­θεια καὶ ὀ­ξύ­νοι­α[12].

       Ὁ Epple (γέν. 1946) ἦ­ταν ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Harvard (1980), κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον, ἐ­ρευ­νη­τής, ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2022 πα­ρα­δί­δον­τάς μας πο­λύ­τι­μο ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Στὸν συλ­λο­γι­κὸ τό­μο κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων γιὰ τὸ εἶ­δος μὲ τί­τλο Mini­fic­ción y na­no­filo­lo­gía, La­titu­des de la hi­per­bre­ve­dad (ἐπ. Ana Rueda, 2017) ἀ­νέ­δει­ξε τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἱ­σπα­νό­λε­κτης νου­άρ, ἀ­στυ­νο­μι­κῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, σὲ μιὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση μὲ τί­τλο El micropolicial. Ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν τυ­πο­λο­γί­α τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τοῦ Tzvetan Todorov γιὰ τὴν ἐ­ξέ­τα­ση μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Ramón Gómez de la Serna, Max Aub, Jorge Luis Borges, Enrique Anderson Imbert, Julio Cortázar, Marco Deveni, David Lagmanovich, Raúl Brasca, Luis Mateo Díez, Juan Romagnoli καὶ Ana María Shua. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συ­ναρ­πα­στι­κό, πυ­κνὸ πα­νό­ρα­μα αὐ­τοῦ του ὑ­πο­εί­δους μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ὅ­μως ἂν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νεὶς τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πό­στα­ξης τοῦ Epple στὸ ἔρ­γο τῶν πα­ρα­πά­νω μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­πλου­τί­σει γε­νι­κὰ τὶς γνώ­σεις του σχε­τι­κὰ μὲ τὶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τῶν τῶν σύν­το­μων ρη­μα­τι­κῶν ἀ­να­πτυγ­μά­των μὲ ὑ­ψη­λὸ βαθ­μὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ κο­ρυ­φαί­ους καλ­λι­ερ­γη­τὲς τοῦ εἴ­δους. Ὁ Epple ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κλεί­σει τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρου­σί­α­σή του μὲ τὸ ἑ­ξῆς δεῖγ­μα τῆς Shua, μὲ τί­τλο «Πα­ρα­πλά­νη­ση»[13] («Pista Falsa»[14]): «Ἀ­κο­λου­θῆ­στε τὸ ἴ­χνος τῶν λε­κέ­δων. Δὲ θὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο; Πῶς θὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ­δη­γοῦν στὸ πτῶ­μα καὶ ὄ­χι στὸν δο­λο­φό­νο; (Ἀλ­λὰ οἱ λε­κέ­δες εἶ­ναι ἀ­πὸ με­λά­νι, καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ λέ­ξη τέ­λος).»


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Οἱ συλ­λο­γὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Con Tinta Sangre τοῦ Juan Armando Epple καὶ Jerks τῆς Αμερικανίδας Sara Lippmann.


Οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «My Mother’s Ghost» καὶ «Warsaw Circus» τῶν Ἀμερικανίδων Francine Witte και Kathryn Kulpa.


Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Wanted, Dead or Alive» τῆς Ὀλ­λαν­δῆς Lotte van der Krol.


Τὸ ὑ­βρι­δι­κὸ βι­βλί­ο Modern Animal τῆς Οὐ­κρα­νῆς Yevgenia Belorusets.


Τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ HAD.


Ὁ ἐ­τή­σιος δι­ε­θνὴς δι­α­γω­νι­σμὸς δι­η­γή­μα­τος στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα Bristol Short Story Prize μὲ κα­τα­λη­κτι­κὴ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ὑ­πο­βο­λῆς στὶς 4 Μα­ΐ­ου 2022.


Ἀνθρωπότητα, Μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τα αἰ­σι­ό­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α, βι­βλί­ο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Rutger Bergman.


H ἀν­θο­λο­γί­α κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων The Best of Brevity: Twenty Ground­breaking Years of Flash Non­fiction γιὰ τὴ συν­το­μί­α στὸ δο­κί­μιο.


συλλογή φωτογραφιῶν τοῦ μου­σεί­ου The Met. Πε­ρι­λαμ­βά­νoν­ται ἡ Πυ­ξί­δα (The Compass, 1920) τοῦ Man Ray, ὁ Λαι­μὸς τῆς Georgia O’ Keefe (Neck, 1921) τοῦ Alfred Stieglitz, καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ πα­ρόν­τος δελ­τί­ου τοῦ T. Lux Feininger. Στὸ ἀλ­λό­κο­το πορ­τραῖ­το τοῦ Clemens Röseler, τοῦ μα­θη­τῆ τοῦ Bauhaus ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζει, ὁ Feininger ἀ­πα­θα­νά­τι­σε τὸ 1928 τὴν ὑ­πό­στα­ση ἑ­νὸς ἀ­δι­ά­φο­ρου, ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νου, ψυ­χροῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος.


συλλογή των 100 ἐ­πι­δρα­στι­κό­τε­ρων φω­το­γρα­φι­ῶν σύμ­φω­να μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ TIME τὸ 2016. Στὸ Νο 80 βρί­σκε­ται ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Roger Fenton μὲ τί­τλο The Valley of the Shadow of Death, 1855, ἀ­πὸ τὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ πό­λε­μο 1853-56, τὸν πρῶ­το πό­λε­μο στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χου­με φω­το­γρα­φι­κὰ τεκ­μή­ρια.

Ἡ σύν­θε­ση Danzón No 2 τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Arturo Márquez ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­χή­στρα τοῦ Πα­ρι­σιοῦ καὶ μα­έ­στρο τὴν ἐ­πί­σης Με­ξι­κα­νὴ Alondra de la Parra.


Τὰ τρα­γού­δια Sueño en Paraguay καὶ Sano τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Chancha Via Circuito & τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Luvi Torres τὸ δεύ­τε­ρο, στὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­κου­στι­κά τὸ πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὸ μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ στὴν ἀν­τί­δρα­σή του, στὸ κί­νη­μα McOndo.

 

Τὸ τρα­γού­δι Vesna (Ἄ­νοι­ξη) τοῦ οὐ­κρα­νι­κοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος DakhaBrakha καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α σκη­νὴ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Νοσταλγία τοῦ Ρώ­σου Andrey Tarkovski.


[1] Μετάφραση δική μου.
[2] Μετάφραση δική μου.
[3] Μετάφραση δική μου.
[4] tzontli=κεφάλι, κρανίο και pantli= σειρά
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Μετάφραση δική μου.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] López–Calvo, Ignacio. “Las Guerras Floridas De Roberto Bolaño: Memoria, Melan­colía y Pierre Menard.” Desde el Sur. Revista de Ciencias Humanas y Sociales de la Universi­dad Científica del Sur (2015): 257–274.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Castro Jéssica, “El Quijote en Chile: el caso de los MicroQuijotes (2005) de Juan Armando Epple”, en Visiones y Revisiones cervantinas. Actas selectas del VII Congreso Internacional de la Asociación de Cervantistas, Madrid, Ediciones del Centro de Estudios Cervantinos, 2011.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Shua, Ana María, Casa de geishas, Editorial Sudamericana, Buenos Aires, 1992.

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler (1928) ἀπὸ τὸν T. Lux Feininger (1910-2011).


%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: