Ἀναστασία Κάτσικα
Τὸ δέρμα τοῦ σπιτιοῦ
ΤΑΝ ἕνα συνηθισμένο σπίτι.
Ψηλοτάβανο, μὲ μεγάλα παράθυρα, χωρὶς κῆπο μπροστά. Τρία σκαλιὰ τὸ χώριζαν ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ περνοῦσαν τὰ αὐτοκίνητα. Τρία σκαλιὰ καὶ δυὸ νεραντζιὲς φυτεμένες σὲ δυὸ τετράγωνα παρτέρια.
Ἦταν ἕνα εὐαίσθητο σπίτι.
Μάζευε ἢ ξεχείλωνε ἀνάλογα μὲ τὸν καιρὸ καὶ τὶς ἀνάγκες. Ἀποτραβιόταν ὅταν τὰ μηχανήματα τοῦ δρόμου κατάβρεχαν τὴν πρόσοψή του. Ἀγαποῦσε τὴ μαυρίλα τῆς πόλης ποὺ εἶχε καθίσει πάνω του σχηματίζοντας σκοῦρες κηλίδες.
Ἦταν ἕνα ζεστὸ σπίτι.
Ἵδρωνε πολύ το καλοκαίρι. Ἡ ταράτσα του γέμιζε ἀπὸ ὑγροὺς λεκέδες. Στέγνωναν μόνο μετὰ τὴν πανσέληνο τοῦ Αὐγούστου, τότε ποὺ τὸ φεγγάρι στεκόταν ὅλο το βράδυ πάνω του.
Ἦταν ἕνα μοναχικὸ σπίτι.
Στὴν πίσω αὐλὴ ἦταν σωριασμένα τὰ ἔπιπλα ἀπὸ φὲρ φορζὲ τῆς οἰκογένειας ποὺ ἦταν ἐξαφανισμένη ἀπὸ καιρό, παραδομένη σὲ μιὰ μοίρα διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἦταν γραμμένη στὰ ἀστέρια.
Ἦταν ἕνα σπίτι μὲ ἐλεύθερο πνεῦμα.
Πρὶν ἐξαφανιστεῖ, ὁ τελευταῖος τῆς οἰκογένειας μάζεψε ὅλα τα κλειδιά. Πρῶτα τα κλειδιὰ ἀπὸ τὶς ντουλάπες καὶ τὸν μπουφὲ κι ὕστερα ὅλα τα μικρά, μεγάλα καὶ μεγαλύτερα κλειδιὰ ποὺ ἀπαγορεύουν σ’ ἕνα σπίτι νὰ κάνει τοῦ κεφαλιοῦ του. Τὰ ἔκρυψε σ’ ἕνα μεταλλικὸ κουτί. Τὰ πέταξε.
Ἦταν ἕνα αἰώνιο σπίτι.
Κρατοῦσε πεισματικὰ κλειστὰ τὰ παράθυρά του καὶ σκοτεινὴ τὴν εἴσοδό του. Κάθε χρόνο, ἐπέτρεπε στὶς νεραντζιὲς νὰ ρίχνουν τοὺς καρπούς τους στὰ χωμάτινα τετράγωνα. Ἀπαγόρευε στὰ φὲρ φορζὲ νὰ σκουριάσουν.
Ἦταν ἕνα ἥσυχο σπίτι.
Ὁ ἀέρας μπαινόβγαινε ἀθόρυβα ἀπὸ τοὺς πόρους του μέρα-νύχτα. Δὲν τάραζε τὸ δροσερὸ ἐσωτερικό του. Μόνο το ξεχασμένο στὸ πάτωμα τοῦ σαλονιοῦ δέρμα τοῦ λιονταριοῦ ἀνατρίχιαζε. Δὲν ἄντεχε τὸ κρύο ρεῦμα. Θυμόταν μόνο τὴ ζέστη τῆς ζούγκλας. Ὅλοι εἶχαν κυλιστεῖ πάνω του. Τὰ παιδιὰ εἶχαν ἀγκαλιάσει τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνα πιστὸ σπίτι.
Στέκεται ἀκίνητο πάνω ἀπὸ τὸ δέρμα ποὺ ξαπλώνει ἀνάσκελα μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια. Ἀκούει σχεδὸν ὁλοκάθαρα τὸν χτύπο τῆς λιονταρίσιας καρδιᾶς του.
Θὰ καταπιεῖς τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ μακρινὸ ταξίδι στὴ ζούγκλα.
Θὰ στὴ χορτάσω ἐγώ.
Ἡ πόρτα ἀνοίγει καὶ κλείνει.
Τὰ παράθυρα ἀνοίγουν καὶ κλείνουν.
Εἶναι ἕνα ἄσπλαχνο σπίτι.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀναστασία Κάτσικα. Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα μὲ τὶς δύο κόρες της. Εἶναι δασκάλα καὶ διδάσκει σὲ δημόσιο σχολεῖο στὰ Βριλήσσια. Παρακολουθεῖ μαθήματα δημιουργικῆς γραφῆς καὶ διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ περιοδικὰ καθὼς καὶ σὲ συλλογικοὺς τόμους. Διηγήματά της ἔχουν βραβευτεῖ σὲ λογοτεχνικοὺς διαγωνισμούς. Ἡ συλλογὴ διηγημάτων τῆς Κίτρινο σκοτάδι, ἐκδόθηκε πρόσφατα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἐνύπνιον. Ἀγαπάει τὸ διάβασμα, τὸ θέατρο κι ἰδιαίτερα τὸν κόσμο τοῦ κινηματογράφου.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Διδακτισμός,Ελληνικά,Κάτσικα Αναστασία,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Φυγή,Φανταστικό,Ψυχογραφία | Tagged: Αναστασία Κάτσικα,Διήγημα,Λογοτεχνία |